Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανταπόκριση από το Πεδίον του Άρεως

Γρά­φει ο 2310net //

Πεδί­ον του Άρε­ως. Μεση­μέ­ρι. Μια τυπι­κή αυγου­στιά­τι­κη Τετάρ­τη. Δρο­σιά που­θε­νά. Ούτε κάτω από τα δέντρα. Πολ­λά χρώ­μα­τα καλύ­πτουν το μαύ­ρο. Πολ­λές άσχη­μες μυρω­διές καλύ­πτουν την έτσι κι αλλιώς βαριά ατμό­σφαι­ρα της Αθήνας.

Οικο­γέ­νειες ξεκλη­ρι­σμέ­νων προ­σφύ­γων από το Αφγα­νι­στάν κάθο­νται κατα­γής, έξω από τις σκη­νές που πρό­χει­ρα έστη­σαν. Άνθρω­ποι κάθε ηλι­κί­ας περι­φέ­ρο­νται αμή­χα­να. Ζουν από θαύ­μα. Βρί­σκο­νται εδώ από σύμ­πτω­ση. Έφτα­σαν χτες, προ­χτές, σήμε­ρα. Χρειά­στη­κε να δια­σχί­σουν τη μισή γη με τα πόδια, με βάρ­κες, με καρά­βια, με ό,τι βάζει ο νους και το ένστι­κτο της επιβίωσης.

Έφη­βοι που δεν είδαν τίπο­τα άλλο από πόλε­μο όσο ζουν. Ούτε μια μέρα ειρή­νης. Μεγα­λύ­τε­ροι που βού­τη­ξαν τα παι­διά τους και έφυ­γαν όσο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρού­σαν για να μη γίνουν απο­κε­φα­λι­σμέ­νο θέα­μα. Βρέ­φη που γεν­νή­θη­καν στο δρό­μο, στη διάρ­κεια του ταξιδιού.

Έφτα­σαν στο άκρο της «πολι­τι­σμέ­νης» Ευρώ­πης. Ανα­ζη­τούν τους συγ­γε­νείς τους που βρί­σκο­νται σε κάποια άλλη χώρα. Μπλεγ­μέ­νοι στα γρα­νά­ζια της γρα­φειο­κρα­τί­ας που τους κατα­γρά­φει φωτο­γρα­φί­ζο­ντας τους με ένα ταμπε­λά­κι στο χέρι και έναν αριθ­μό. Στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση «πελά­τες» κάποιας ΜΚΟ. Στη χει­ρό­τε­ρη σφαγ­μέ­νοι από φασι­στι­κό μαχαίρι.

Το ταξί­δι συνε­χί­ζε­ται. Τώρα που ο και­ρός είναι καλός. Πριν πιά­σουν τα κρύα. Το φαγη­τό λιγο­στό. Δυο φρυ­γα­νιές, το πολύ ένα κου­λού­ρι. Το νερό ελά­χι­στο. Με μέτρο. Οι συν­θή­κες υγιει­νής ανύ­παρ­κτες. Τι να σου κάνουν δύο χημι­κές τουα­λέ­τες, που τώρα έγι­ναν οκτώ, για εκα­το­ντά­δες ανθρώ­πους; Τα ρού­χα που τους έφε­ραν αλλη­λέγ­γυοι πετα­μέ­να στα παρ­τέ­ρια. Πλέ­νο­νται από μια βρύ­ση. Λού­ζουν βια­στι­κά τα μαλ­λιά τους. Ψάχνουν να φιλο­ξε­νη­θούν σε ένα σπί­τι για λίγες μέρες από κάποιον συμπα­τριώ­τη τους.

Πιο πέρα δύο πιτσι­ρί­κια επι­βε­βαιώ­νουν το δόγ­μα: πέτα μια μπά­λα σε ένα παι­δί και δες το πρό­σω­πό του. Το ένα φορά­ει φανέ­λα του Μέσ­σι. Κάποια άλλα παι­δά­κια κλαί­νε. Ηλί­α­ση, τρο­φι­κή δηλη­τη­ρί­α­ση, ποιος ξέρει;

Κανείς τους δε μιλά­ει ελλη­νι­κά. Ούτε αγγλι­κά. Λίγο πιο εκεί τρεις νεα­ρές κοπέ­λες γελούν.

Έφτα­σαν εδώ για να τους χαστου­κί­σουν μπά­τσοι. Να «τραυ­μα­τι­στούν» ψυχι­κά όσοι απλά τους βλέ­πουν. Να γίνουν σκου­πί­δια κάτω από το χαλί για να μην ξυνί­σουν οι του­ρί­στες μας.

2310 4

Οι περισ­σό­τε­ροι είναι απλά περα­στι­κοί από τη χώρα μας. Σε δύο τρεις μέρες προ­λα­βαί­νουν να τα δουν σχε­δόν όλα. Το μίσος μας, την ανε­πάρ­κεια των κρα­τι­κών μηχα­νι­σμών, την αδια­φο­ρία, την απαν­θρω­πιά. Μαζί και την αλλη­λεγ­γύη από ορι­σμέ­νους, μια καλή κου­βέ­ντα, ένα φιλι­κό βλέμ­μα συμπό­νοιας μαζί με λίγα τρό­φι­μα και καθα­ρά ρούχα.

Δεν κατα­λα­βαί­νουν τη λέξη «λαθρο­με­τα­νά­στης» που τόσο αγα­πούν οι φασί­στες κάθε είδους. Ούτε καν τη λέξη μετα­νά­στης. Πρό­σφυ­γες είναι. Δεν ήρθαν με τη θέλη­σή τους. Δεν ήρθαν για να βρουν μια καλύ­τε­ρη δου­λειά, ούτε για να ζήσουν καλύ­τε­ρα. Για να επι­βιώ­σουν ήρθαν. Δρό­μος επι­στρο­φής στις χώρες τους δεν υπάρ­χει. Εκεί θα ήταν ήδη νεκροί από τον στρα­τό που εξέ­θρε­ψε η Δύση και φού­ντω­σε η λεγό­με­νη αρα­βι­κή άνοιξη.

Στην στα­τι­στι­κή της ιστο­ρί­ας θα προ­στε­θούν στα εκα­τομ­μύ­ρια των εκτο­πι­σμέ­νων προ­σφύ­γων που κάθε πόλε­μος δημιουρ­γεί. Διά­ο­λε, τι αξία έχουν μερι­κά εκα­τομ­μύ­ρια ψυχές μπρο­στά σε λίγα ακό­μα δισε­κα­τομ­μύ­ρια δολλάρια;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο