Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος: «Οι σκιές»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Κοι­τά­νε μπροστά
μα βλέ­που­νε πίσω τους.
Ποτέ τριγύρω.
(XXVI, από τη συλ­λο­γή Fast Food & Κέρματα,
εκδό­σεις Μανδραγόρας)

   Τον ποι­η­τή Αντώ­νη Θ. Παπα­δό­που­λο και τέσ­σε­ρα αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τα του θα παρου­σιά­σου­με σήμε­ρα στο Ατέ­χνως.

Μικρό σχό­λιο για το έργο του ποιητή

Η ποί­η­ση του Αντώ­νη Θ. Παπα­δό­που­λου είναι άμε­ση, απλή, ελεύ­θε­ρη από δύσκο­λα νοή­μα­τα, με διά­θε­ση για πει­ρα­μα­τι­σμό – φέρ­νο­ντας έτσι τον ποι­η­τή σε άμε­ση επα­φή με την σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή στη χώρα μας, ανα­δει­κνύ­ο­ντας φαι­νό­με­να, κατα­στά­σεις και προ­βλη­μα­τι­σμούς όπως ακρι­βώς είναι. Βαθειά συναι­σθη­μα­τι­κή, λυρι­κή και μελαγ­χο­λι­κή αλλά όχι υπαρ­ξια­κά και κοι­νω­νι­κά ηττη­μέ­νη η ποί­η­ση του, συνε­χί­ζει τον όμορ­φο αγώ­να μέσα από κενά αέρος, σε χεί­λη γκρε­μού περ­πα­τώ­ντας για να βρει τους ανα­γνώ­στες της και να βαδί­σει μαζί τους σε ένα άλλο δια­φο­ρε­τι­κό δρό­μο. Ο ποι­η­τής και το έργο του έχουν απω­θή­σει τις παλιές κοι­νω­νι­κές αρρώ­στιες, δεν πιστεύ­ουν σε προ­λή­ψεις, απο­λαμ­βά­νουν τη ζωή σε κάθε μικρή ή μεγά­λη στιγ­μή. Έρχο­νται από χρό­νια όχι και τόσο μακρι­νά για τη σύγ­χρο­νη γενιά. Από χρό­νια λερω­μέ­να από την διά­ψευ­ση τόσων και τόσων ελπί­δων αλλά και με την εμπει­ρία ότι όλα μπο­ρούν ν’ αλλά­ξουν αρκεί να κάνεις τα χέρια σου γρο­θιά και να ξεκι­νή­σεις τον αγώ­να. Το κρι­τι­κό έργο του ακο­λου­θεί τον ίδιο δρό­μο. Σοφό μέσα στην απλό­τη­τα του, χωρίς να υπο­τι­μά τους κρι­νό­με­νους ποι­η­τές και τις σύγ­χρο­νες λογο­τε­χνι­κές εξε­λί­ξεις, κατα­θέ­τει γόνι­μη άπο­ψη που κάθε δημιουρ­γός πρέ­πει να λάβει σοβα­ρά υπό­ψην του.

Αλλά εδώ προ­τι­μώ να βάλω μία τελεία. Και να σημειώ­σω ότι το παρα­πά­νω σχό­λιο βασί­ζε­ται ξεκά­θα­ρα στην μελέ­τη των βιβλί­ων που δημο­σί­ευ­σε ο ποι­η­τής τα τελευ­ταία οχτώ χρό­νια αλλά κι από δημο­σιεύ­σεις σε διά­φο­ρες λογο­τε­χνι­κές σελί­δες. Δεν έχω όμως καμία αμφι­βο­λία ότι ανα­πό­φευ­κτα έχει και ανα­δρο­μι­κή ισχύ. Για­τί είναι αδύ­να­το να έχεις μια σημα­ντι­κή παρου­σία, όπως του Αντώ­νη Θ. Παπα­δό­που­λου, εάν δεν έχεις βάλει βαθιές ρίζες τα προη­γού­με­να χρό­νια. Τα ποι­ή­μα­τα που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα είναι ενδει­κτι­κά σημεία αυτής της διαδρομής.

 Βιο­γρα­φι­κό

Ο ποι­η­τής γεν­νή­θη­κε στα 1945 στη Νίκαια Πει­ραιά και κατά­γε­ται από τον Πλά­τα­νο του Αιγί­ου. Σπού­δα­σε νομι­κά στο Πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών και άσκη­σε το δικη­γο­ρι­κό επάγ­γελ­μα στην Αθή­να. Με την ποί­η­ση ασχο­λεί­ται από πολύ μικρός. Στί­χους του πρω­το­δη­μο­σί­ευ­σε στη φιλο­λο­γι­κή σελί­δα της εφη­με­ρί­δας «Η Βρα­δυ­νή», που την επι­μέ­λειά της είχε ο αξέ­χα­στος Μπά­μπης Κλά­ρας (1910–1986), αδερ­φός του Θανά­ση Κλά­ρα (Άρη Βελου­χιώ­τη). Η πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του εκδό­θη­κε όταν ήταν 21 χρο­νών και είχε τίτλο «Προ­βο­λή στον ΄Ηλιο».
Από τα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια πήρε μέρος στην έκδο­ση περιο­δι­κών κοι­νω­νι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού, ενώ δημο­σί­ευ­σε πάνω από δια­κό­σια κεί­με­να σε διά­φο­ρα έντυ­πα. Υπήρ­ξε μέλος του Αδέ­σμευ­του Κινή­μα­τος Ειρή­νης. Συμπε­ριε­λή­φθη στην ανθο­λο­γία της Γενιάς του ΄70, με τίτλο «Νέα Γενιά», των εκδό­σε­ων «Κέδρος». ΄Εχει λάβει μέρος με ειση­γή­σεις και ομι­λί­ες του σε πολ­λά συνέ­δρια, συμπό­σια και ημε­ρί­δες λογο­τε­χνι­κού και ευρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κού χαρα­κτή­ρα και έχει παρου­σιά­σει το έργο πολ­λών ομο­τέ­χνων του.
Είναι μέλος της Πανελ­λή­νιας ΄Ενω­σης Λογο­τε­χνών και για πολ­λά χρό­νια μέλος του Δ.Σ. της. Ιδρυ­τι­κό μέλος του Νέου Πνευ­μα­τι­κού Κύκλου Καλ­λι­θέ­ας και αντι­πρό­ε­δρος στο πρώ­το Δ.Σ. του, επί­τι­μο μέλος της Διε­θνούς Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών καθώς και συντά­κτης των κατα­στα­τι­κών και νομι­κός παρα­στά­της γνω­στών λογο­τε­χνι­κών σωματείων.
Για την παρου­σί­α­ση του ποι­η­τι­κού του έργου έχουν οργα­νω­θεί εκδη­λώ­σεις από τον Επι­μορ­φω­τι­κό Σύλ­λο­γο Παια­νί­ας (19–5‑1990), από την εφη­με­ρί­δα «Φρυ­κτω­ρία» (23–11-1990), από τη «Στέ­γη Γραμ­μά­των και Τεχνών Ηλιού­πο­λης» (20–11-1994), από τη Διε­θνή Εται­ρία Ελλή­νων Λογο­τε­χνών (25–4‑1996), από το περιο­δι­κό «Νέα Σκέ­ψη» (13–12-2000), από το περιο­δι­κό «Αλε­ξί­σφαι­ρο» (10–6‑2010), από τη λογο­τε­χνι­κή συντρο­φιά του βιβλιο­πω­λεί­ου «Ρήγας» (6–11-2010) και πολ­λές άλλες από σημα­ντι­κούς πολι­τι­στι­κούς φορείς, ενώ ποι­ή­μα­τά του έχουν περι­λη­φθεί στις Ανθο­λο­γί­ες, της «Νέας Γενιάς» («Κέδρος» 1971),  αλλά και των Δικη­γό­ρων Ποι­η­τών του Παν. Πανα­γιω­τού­νη (εκδ. «Πιτσι­λός»), κ.ά. Επί­σης έχουν γίνει αρκε­τές ραδιο­φω­νι­κές και τηλε­ο­πτι­κές εκπο­μπές. Από το 1997 — με μικρές δια­κο­πές — γρά­φει κρι­τι­κά σημειώ­μα­τα στο περιο­δι­κό «Αιο­λι­κά Γράμματα».

Αλλα βιβλία που έχει εκδώ­σει είναι : «Εισα­γω­γή στην ποί­η­ση του Μ. Ανα­γνω­στά­κη» (μελέ­τη 1979), «Υπό­γεια Δια­δρο­μή» (ποι­ή­μα­τα, 1986), «Αντι­δογ­μα­τι­σμός και ιδε­ο­λο­γι­κή καθα­ρό­τη­τα» (δοκί­μια, 1987), «Καθη­με­ρι­νή Λεη­λα­σία» (ποι­ή­μα­τα, «Διο­γέ­νης», Αθή­να, 1989), «Εκτός Προ­γράμ­μα­τος» (ποι­ή­μα­τα, «Διο­γέ­νης», Αθή­να, 1991), «Πλη­γές Χωρίς Αίμα» (ποι­ή­μα­τα, «Διο­γέ­νης», Αθή­να, 1992),  «Ο Τυφλός με το Μπα­στού­νι» (ποι­ή­μα­τα, 1994), «Τα Άλλα Εμπό­δια» (ποι­ή­μα­τα, 1997), «Καλή Κρυ­ψώ­να» (ποι­ή­μα­τα, 2007), «Δοκί­μια» (Αθή­να, 2010), «Κενό Αέρος» (ποι­ή­μα­τα, «www.Vakxikon.gr», Αθή­να, 2014), «Fast food & κέρ­μα­τα», ποι­ή­μα­τα, «Μαν­δρα­γό­ρας», Αθή­να, 2015). Επί­σης έχει εκδώ­σει και αρκε­τές μπρο­σού­ρες πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κού περιε­χο­μέ­νου («Για την συγκρό­τη­ση της Σοσια­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς», 1977, «Τάξη και ταξι­κή συνεί­δη­ση», 1980, «Η πολι­τι­κή του ΠΑΣΟΚ και η Αρι­στε­ρή Κρι­τι­κή της», 1986) ενώ έχει συμ­με­τά­σχει σε κρι­τι­κές επι­τρο­πές λογο­τε­χνι­κών διαγωνισμών.

Ποι­ή­μα­τα

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ

Ζήσα­με τα μεγά­λα χρόνια,
χρό­νια σκληρά,
φορ­τω­μέ­να πόνο και θυσίες,
όμως μεγάλα.
Μαζί τους μεγα­λώ­να­με κι εμείς.
Μην τάχα τώρα πια δε μεγαλώνουμε;
Πάντα τα χρό­νια όταν περνούν
έτσι κι αλλιώς μας μεγαλώνουν.
ΤΟ ΩΡΙΜΑΣΜΑ

Πήγα να κόψω το σύκο μ’ ακό­μα ήταν σκληρό.
«Κάθε πράγ­μα στον και­ρό του», θυμήθηκα.
Κι ο και­ρός των ανθρώ­πων, λοι­πόν, πότε έρχεται;
Αυτοί γεν­νιού­νται τρυφεροί
για να σκλη­ρύ­νουν ωριμάζοντας.
ΟΙ ΣΚΙΕΣ

Ποτέ του δε φοβό­ταν τις σκιές.
Τον γοή­τευαν στα μάγου­λα των γυναικών.
Τον μαγνή­τι­ζαν στις γρί­λιες των παραθύρων.
Τη νύχτα του άρε­σε κρυ­φά να τις συναντά
ή να τις βλέ­πει να φεύ­γουν σύρ­ρι­ζα στους τοίχους.

Σκιά του εαυ­τού του τώρα πια,
τα βρά­δια κλεί­νε­ται νωρίς
να μην τη βλέ­πει και φοβάται.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ

Ξεχά­στη­κε γέρ­νο­ντας απρόσεχτα
Έξω από το παρά­θυ­ρο του βαγονιού.
Βλέ­πο­ντας την απα­γο­ρευ­τι­κή πινακίδα
Τρα­βή­χτη­κε μέσα απότομα
Κι έπε­σε πάνω στο στι­λέ­το των ματιών
Τ’ αντι­κρι­νού του.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο