Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Αν ο άνθρωπος δεν έδινε κάτι απ’ την προσωπική του ευτυχία, καμιά φορά και τη ζωή του, πρόοδος δε θα υπήρχε…»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Το μυθι­στό­ρη­μα του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) «…και το τρέ­νο τρα­βού­σε για τα ξεχερ­σώ­μα­τα» πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1962. Μετά την ήττα στο Γράμ­μο και τη συντε­ταγ­μέ­νη υπο­χώ­ρη­ση του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, χιλιά­δες μαχη­τές και μαχή­τριες βρί­σκουν κατα­φύ­γιο στη φιλό­ξε­νη γη της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης. Εκεί, σε μια μακρι­νή πολι­τεία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η ιστο­ρία που παρου­σιά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας. Πρω­τα­γω­νι­στές οι πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες που, αντι­κρί­ζο­ντας τη νέα σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νία που χτί­ζει ο σοβιε­τι­κός λαός, έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με μικρά και μεγά­λα προ­βλή­μα­τα που αφο­ρούν την προ­σαρ­μο­γή και τις αδυ­να­μί­ες που ο καθέ­νας τους κου­βα­λά­ει κλη­ρο­νο­μιά από το σύστη­μα που μεγά­λω­σε, αλλά και τις αντι­λή­ψεις τους (που δεν είναι κοι­νές για όλους). Παράλ­λη­λα ο ανα­γνώ­στης γίνε­ται θεα­τής της δια­δι­κα­σί­ας της οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού, των θετι­κών αλλά και των αρνη­τι­κών πτυ­χών της.

«Πώς βρί­σκουν δου­λειά – για όλους υπήρ­χε απα­σχό­λη­ση – μόρ­φω­ση, στορ­γή κι αγά­πη κοντά στο σοβιε­τι­κό πολί­τη, πώς διδά­σκο­νται από την ίδια τη ζωή, που μέρα με τη μέρα τους ξανοί­γει τα ανθρώ­πι­να μυστι­κά της, τις αξί­ες, την κομ­μου­νι­στι­κή σκέ­ψη και ηθι­κή, την ανω­τε­ρό­τη­τα και τον πολι­τι­σμό, ο Κώστας Μπό­σης γλα­φυ­ρό­τα­τα μας απο­κα­λύ­πτει στο πολυ­σέ­λι­δο μυθι­στό­ρη­μά του «και το τρέ­νο τρα­βού­σε για τα ξεχερσώματα».

Γινό­μα­στε, χωρίς να το θέλου­με, μαθη­τές, που δε θέλουν να χάσουν ούτε ένα μάθη­μα, ενός και­νού­ριου κόσμου, που οικο­δο­μή­θη­κε από τις αρχές του σοσια­λι­σμού. Δε λεί­πουν και τα παρα­τρά­γου­δα, όμως η ίδια η πρα­κτι­κή τα παρα­με­ρί­ζει. Μέσα σ’ όλη αυτή τη θαυ­μά­σια μυθι­στο­ρία, που κάθε λέξη της για γεγο­νό­τα και χαρα­κτή­ρες ανθρώ­πων είναι πέρα για πέρα αλη­θι­νά, ξετυ­λί­γε­ται το ιστο­ρι­κό της νέας αυτής Πολι­τεί­ας, όπου, παράλ­λη­λα, ανα­σταί­νει τη λαχτά­ρα του νόστου κι η αντά­μω­ση με τ’ αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα. (…)Η πολι­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση έχει τον πιο βαρύ και σημαί­νο­ντα ρόλο, κοντά σ’ όλες τις ανθρώ­πι­νες μαρ­τυ­ρί­ες (…)». Από κρι­τι­κή της Ευγε­νί­ας Ζωγρά­φου (ΕΔΩ).

xe4

Το βιβλίο ξανα­εκ­δό­θη­κε, στην Ελλά­δα, από τη Σύγ­χρο­νη Επο­χή το 1998 και, σε δεύ­τε­ρη έκδο­ση, το 2013.

Στα πλαί­σια του αφιε­ρώ­μα­τος του περιο­δι­κού μας στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), εν όψει της εκδή­λω­σης προς τιμή του στις 23 Γενά­ρη (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμ­με­τέ­χει ως συν­διορ­γα­νω­τής) δημο­σιεύ­ου­με από­σπα­σμα από το βιβλίο αυτό.

***

Έφτα­σε στην πόλη την άλλη μέρα με το τρέ­νο, λίγο πριν το μεση­μέ­ρι. Ανέ­βη­κε τις σκά­λες της πολυ­κα­τοι­κί­ας, χτύ­πη­σε το κου­δού­νι με κάποια ταρα­χή και περί­με­νε ανυ­πό­μο­να. Από μέσα δεν ακού­στη­κε τίπο­τα: Ούτε φωνή ούτε βήμα­τα. Χτύ­πη­σε για δεύ­τε­ρη φορά και πάλι τίπο­τα. Ξεκού­μπω­σε την μπλού­ζα, έβγα­λε το δικό του κλει­δί, απ’ την εσω­τε­ρι­κή τσέ­πη, άνοι­ξε και μπή­κε διστα­χτι­κά. Το μάτι έπε­σε ίσα στη γωνία. Το κρε­βά­τι ήταν ακρι­βώς όπως την Πρω­το­χρο­νιά. Ένα κύμα γλυ­κό κύλη­σε σ’ όλους τους αρμούς, του χάι­δε­ψε την ψυχή και την απά­λυ­νε. «Για να το έχει στρω­μέ­νο, με περιμένει.»

Προ­χώ­ρη­σε κι έρι­ξε μια ματιά γρή­γο­ρη. Όλα στη θέση τους. Το τρα­πέ­ζι, τα κάδρα, το ντου­λά­πι… τα βιβλία… Καμιά μετα­βο­λή. Ανά­σα­νε. Ζύγω­σε στο παρά­θυ­ρο και τρά­βη­ξε την κουρ­τί­να να δυνα­μώ­σει το φως και τότε η καρ­διά του σφί­χτη­κε από­το­μα. Πάνω στο χαλί της Μπου­χά­ρας βρί­σκο­νταν μόνο οι δικές του παντό­φλες. Έφε­ρε ένα γύρο. Στο τρα­πέ­ζι ο Λένιν και μια μονά­χα φωτο­γρα­φία, η δική τους. Άνοι­ξε το ντου­λά­πι. Έλει­πε η βαλί­τσα της. Στο απά­νω ράφι βρή­κε τα ρού­χα του διπλω­μέ­να, σιδε­ρω­μέ­να. Στο κάτω-κάτω κάμπο­σα πράγ­μα­τα τυλιγ­μέ­να σ’ ένα σεντό­νι. «Τα χώρι­σε, σκέ­φτη­κε, μάζε­ψε τα δικά της και τα έφτια­ξε μπό­γο, θα ’ρθει να τα πάρει… θα την περιμένω.»

Έπε­σε στην καρέ­κλα τσα­κι­σμέ­νος απ’ τη στε­νο­χώ­ρια, την αϋπνία και την κού­ρα­ση. Δεν είχε τη δύνα­μη ούτε να σαλέ­ψει. Μόνο η σκέ­ψη δού­λευε, δού­λευε και δεν έλε­γε να στα­μα­τή­σει. «Κι αν δεν έρθει; Πρέ­πει να τη βρω. Πού; Στα γρα­φεία της Επι­τρο­πής Πόλης… στην Κομ­σο­μόλ… στη Σχο­λή… Κι αν στο μετα­ξύ έρθει;».

Το δωμά­τιο δεν τον χωρού­σε, ήταν κρύο, ξένο. Ζύγω­σε ξανά το ντου­λά­πι. Σήκω­σε το δέμα στα χέρια και τ’ άνοι­ξε. Το ανα­σκά­λι­σε λίγο και μουρ­μού­ρι­σε: «Αυτά ίσως να μην τα χρεια­στεί καθό­λου εκεί που θα πάει. Πήρε τ’ απα­ραί­τη­τα και τ’ άλλα τ’ άφη­σε. Δε θα γυρί­σει. Ν’ αφή­σω ένα σημεί­ω­μα να με περι­μέ­νει, αν τυχόν περά­σει από δω, και να πάρω την πόλη ψάχνο­ντας. Κι αν δεν τη βρω, τότε το βρά­δυ στο σταθ­μό, άλλη ελπί­δα δεν υπάρχει.»

Έβγα­λε το μπλοκ και το μολύ­βι και τρά­βη­ξε την καρέ­κλα κοντά στο τρα­πέ­ζι. Κάτω απ’ το αγαλ­μα­τά­κι του Λένιν άσπρι­ζε ένα χαρ­τί. Η καρ­διά του άρχι­σε να χτυ­πά­ει δυνα­τά. Έσκι­σε το φάκε­λο με προ­σο­χή, ξεδί­πλω­σε το γράμ­μα και καθώς το διά­βα­ζε, έτρε­με το χέρι.

«Στέρ­γιο!

Από­ψε δεν κοι­μή­θη­κα καθό­λου. Ούτε ένα λεπτό. Ποτέ δε θα το φαντα­ζό­μουν, τότε που γνω­ρι­στή­κα­με, πως θα ’ρθει μια νύχτα σαν κι αυτή και δε θα κλεί­σω μάτι από στε­νο­χώ­ρια. Λένε πως η αγά­πη με τον και­ρό ξεθω­ριά­ζει και σιγά-σιγά σβή­νει, όπως το και­νούρ­γιο ρού­χο, όσο καλό κι αν είναι, τρί­βε­ται απ’ τη χρή­ση και στο τέλος λιώ­νει. Όμως δεν έγι­νε έτσι. Σήμε­ρα, σαν έφτα­σε η ώρα να χωρί­σου­με, κατά­λα­βα πως είναι πιο δυνα­τή απ’ ό,τι ήταν στην αρχή. Σκέ­φτο­μαι μην είναι ο χωρι­σμός που μεγα­λώ­νει τη λύπη, για­τί κάθε άνθρω­πος, όταν φεύ­γει κι αφή­νει πίσω του αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα, γνω­στά μέρη, στε­νο­χω­ριέ­ται. Λέω μήπως είναι το άγνω­στο που μας καρ­τε­ρεί και γεν­νά­ει την ταρα­χή. Μα όχι. Είμαι σίγου­ρη, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ.

Πρέ­πει να σου πω τι έγι­νε. Δε θέλω να μεί­νει κανέ­να σκο­τει­νό σημείο. Να σβή­σει κάθε παρε­ξή­γη­ση, αν υπάρ­χει. Δεν είναι σωστό να χωρί­σου­με πικραμένοι.

Συνε­δρί­α­σε η κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση με θέμα τις απο­φά­σεις της ΚΕ για τα ξεχερ­σώ­μα­τα. Ο Γραμ­μα­τέ­ας, όταν τέλειω­σε την εισή­γη­ση, πρό­τει­νε ονο­μα­στι­κά να πάνε και μερι­κοί από μας μαζί με τους νεο­λαί­ους για να δου­λέ­ψουν στο κόμ­μα, στην Κομ­σο­μόλ, όπου θα τους έχουν ανά­γκη. Μέσα σ’ αυτούς ήμουν κι εγώ. Χάρη­κα και δεν έβλε­πα την ώρα να ’ρθω να σε ειδο­ποι­ή­σω. Μόλις τέλειω­σε η συνέ­λευ­ση έτρε­ξα ίσα στην κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση της πόλης και φαντά­σου την απο­γο­ή­τευ­σή μου, όταν μου είπαν: “Δεν επι­τρέ­πουν στους Έλλη­νες, για­τί δεν έχουν σοβιε­τι­κή υπηκοότητα.”

Γύρι­σα στο σπί­τι πικρα­μέ­νη. Το δωμά­τιο με ανα­στά­τω­σε πιο πολύ. Έβλε­πα τα πράγ­μα­τά σου, θυμό­μουν τα περα­σμέ­να, θυμό­μουν το σχέ­διό μας για το μέλ­λον και δεν μπο­ρού­σα να παρα­δε­χτώ πως θα χωρί­ζα­με. Μου φαι­νό­ταν πως θα χανό­ταν ο κόσμος. Κι όσο περισ­σό­τε­ρο σκε­φτό­μουν τόσο περισ­σό­τε­ρο στε­νο­χω­ριό­μουν κι άλλα­ζα γνώ­μη. Δηλα­δή, να πού­με την αλή­θεια, μετά­νιω­σα και ζητού­σα να βρω μιαν αφορ­μή. Να έκα­να την άρρω­στη, (θα ήταν προ­στυ­χιά. Να τους έλε­γα: “Έχω κάποια υπο­χρέ­ω­ση… αγα­πώ ένα σύντρο­φο…” θα μ’ απα­ντού­σαν: “Δεν είσαι η μόνη. Άλλοι έχουν πιο πολ­λές και πιο σοβα­ρές υπο­χρε­ώ­σεις από σένα.” Ίσως να μου θύμι­ζαν και τον πόλε­μο. Τότε που χώρι­ζαν οι νέοι και πολ­λοί δεν αντά­μω­ναν ξανά. Έψα­ξα, παι­δεύ­τη­κα, αλλά δε βρή­κα τίπο­τα, για­τί, απλού­στα­τα, δεν υπήρ­χε δικαιολογία.

Το ζήτη­μα έμπαι­νε πολύ απλά. Ήταν σωστή η από­φα­ση της ΚΕ ή όχι; Έπρε­πε να εφαρ­μο­στεί ή δεν έπρε­πε; Κι αν όλοι προ­σπα­θού­σαν να ξεφύ­γουν; Ποιος θα πάει; Άλλω­στε, για­τί έγι­να κομ­μου­νί­στρια και για­τί μ’ έστει­λε το κόμ­μα στο σχολειό;

Μα και πάλι δεν μπο­ρού­σα να ησυ­χά­σω. Ήρθα στο τηλέ­φω­νο με την ελπί­δα να μου πεις: “Μην πας.” Έτσι πίστευα πως θα έβρι­σκα κάποια ενί­σχυ­ση, ένα στή­ριγ­μα για τα επι­χει­ρή­μα­τα, που τ’ αρά­δια­ζα κι εκεί­να δε στέ­ριω­ναν. Πόσο μου κακο­φά­νη­κε όταν άκου­σα: “Τι με ρωτάς εμέ­να; Να κάνεις ό,τι σου λέει το κόμ­μα…” Δεν ήθε­λα να το πιστέ­ψω κι έλε­γα: “Ήταν χαλα­σμέ­νη η γραμ­μή, δε θα κατά­λα­βα καλά, για­τί μας έκο­βαν…” Όταν πέρα­σε η πρώ­τη εντύ­πω­ση και ησύ­χα­σα κάπως, άρχι­σα να τα βάζω μαζί σου: “Ακούς εκεί να μην του καί­γε­ται καρ­φί… Κι εγώ η χαζή… Αν μ’ αγα­πού­σε θα χαλού­σε τον κόσμο να μην πάω. Τέτοιοι είναι οι άντρες, άπο­νοι κι άστα­τοι, κι όσοι είναι απ’ τη Μεσό­γειο ακό­μα χει­ρό­τε­ροι…” Όλα μου έφται­γαν μαζί και η Μεσόγειος.

Για να βρω διέ­ξο­δο, άρχι­σα να γρά­φω το ένα γράμ­μα πίσω απ’ τ’ άλλο και τα έσκι­ζα με την ίδια σει­ρά, ώσπου βούρ­κω­σαν τα μάτια μου και δεν μπο­ρού­σα να συνε­χί­σω. Πήρα τις φωτο­γρα­φί­ες των γονιών μου, σα να ζητού­σα να βρω σ’ αυτές παρη­γο­ριά, σα να περί­με­να μια συμ­βου­λή. Σε μια έγρα­φε ο πατέ­ρας μου: “Βέρα, μην παρα­πο­νιέ­σαι. Δε θα ήθε­λα να φύγω ποτέ από κοντά σου, αλλά δεν μπο­ρεί να γίνει αλλιώς. Αν ο άνθρω­πος δεν έδι­νε κάτι απ’ την προ­σω­πι­κή του ευτυ­χία, καμιά φορά και τη ζωή του, πρό­ο­δος δε θα υπήρ­χε. θα ζού­σα­με αιώ­νια στη σκλα­βιά και τη φτώχεια.”

Σιγά-σιγά τα νεύ­ρα κάλ­μα­ραν κι η σκέ­ψη έγι­νε πιο λαγα­ρή. Τώρα είμαι ολό­τε­λα ήρε­μη και σίγου­ρη. Έτσι έπρε­πε να γίνει.

Φτά­σα­με, Στέρ­γιο, στη στρο­φή, πάνω σ’ ένα λόφο και βλέ­πεις πίσω και μπρο­στά. Κοι­τά­ζω το δρό­μο που περά­σα­με και δε μετα­νιώ­νω. Είμαι περή­φα­νη. Είχα­με και τσα­κω­μούς. Είχα­με και πεί­σμα­τα και πίκρες. Αλλά υπάρ­χει τάχα­τες ζωή χωρίς πίκρες; Για σήμε­ρα μιλάω. Δεν ξέρω τι θα γίνει ύστε­ρα από χρό­νια. Και τώρα δα, που τα θυμά­μαι και τα ζυγί­ζω, λέω μέσα μου: “Δες να είναι επί­τη­δες φτιαγ­μέ­να έτσι; Μήπως η συν­νε­φιά δεν κάνει πιο έντο­νη την ομορ­φιά της ξαστεριάς;”

Φτά­σα­με στην καμπή. Κι αν ένας με ρωτού­σε: Σόνια! Τι λες; Ύστε­ρα από τόσα χρό­νια που γνω­ρί­ζε­στε ‑κι είναι κάμπο­σα κι ας φαί­νο­νται πως δε γεμί­ζουν ούτε μια στιγ­μού­λα- θέλεις να συνε­χί­σε­τε το δρό­μο σας μαζί, ως τα βαθιά γερα­τειά, και να γεμί­σει το σπί­τι σας παι­διά, μελα­χρι­νά και ξαν­θά — θυμά­σαι την Πρω­το­χρο­νιά; Ο καθέ­νας ήθε­λε τον και­νούρ­γιο χρό­νο με τις προ­τι­μή­σεις του — αν λοι­πόν μου έκα­ναν μια τέτοια ερώ­τη­ση θ’ απα­ντού­σα: Ναι, χωρίς δισταγ­μό. Κι είμαι βέβαιη, δε θα μετάνιωνα.

Πέρα απ’ το λόφο συνε­χί­ζει ο αυρια­νός δρό­μος. Τι θα γίνει με το δεσμό μας; Πέρα­σα ν’ απο­χαι­ρε­τή­σω τον Τσι­γα­νέν­κο. Δεν του ανά­φε­ρα τίπο­τα για τις στε­νο­χώ­ριες μου. Μα αυτός κατά­λα­βε. “Πήγαι­νε, Σόνια, μου είπε, για ένα χρό­νο. Να βάλε­τε τη δου­λειά μπρο­στά κι ύστε­ρα θα σε πάρου­με ξανά στην πόλη.” Μα εγώ δεν τα βλέ­πω τόσο εύκο­λα. Σ’ ένα χρό­νο οπωσ­δή­πο­τε απο­κλεί­ε­ται. Πέφτει στη φού­ρια. Τέτοιον και­ρό θα βρι­σκό­μα­στε πάνω στις ανοι­ξιά­τι­κες δου­λειές και σε τέτοια επο­χή απ’ την ύπαι­θρο δεν έρχο­νται στην πόλη. Αργά, το φθι­νό­πω­ρο, θα ξανα­σά­νου­με. Έτσι ο ένας χρό­νος θα γίνει ενά­μι­σης, δυο… Πόσες αλλα­γές θα γίνουν στο μετα­ξύ; Ο Τσι­γα­νέν­κο, που στά­θη­κε ο δεύ­τε­ρος πατέ­ρας μου, μπο­ρεί να πάει αλλού κι ο άλλος που θα ’ρθει στη θέση του, την έγνοια της Σόνιας θα έχει;

Φυσι­κά. Εδώ πρό­κει­ται για το κόμ­μα κι όχι για ένα πρό­σω­πο. Κι απ’ το κόμ­μα θα ζητή­σω να με φέρουν πίσω. Αλλά μπαί­νει το ερώ­τη­μα: Έπει­τα από δυο χρό­νια θα σκέ­φτο­μαι όπως σήμε­ρα; Όταν ο στρα­τός μας, το ’43, άρχι­σε να κυνη­γά­ει τους Γερ­μα­νούς και ξαλα­φρώ­σα­με λίγο απ’ τη βαριά δου­λειά, όταν άρχι­σα να μπαί­νω στο νόη­μα της ζωής. πολ­λές φορές έλε­γα: “Άμα τελειώ­σει ο πόλε­μος, θα πάω στην πατρί­δα μου. Να δω γλί­τω­σε το σπί­τι μας; Να μάθω πού έθα­ψαν τη μάνα και τον Σάσα, αν τους έθα­ψαν. Να τους πάω λου­λού­δια. Να δω πόσα παι­διά και πόσοι χωρια­νοί μου ζουν και πόσοι χάθηκαν…”

Τέλειω­σε ο πόλε­μος. Ήρθε η ειρή­νη. Εγώ πιά­στη­κα με το σχο­λειό, το εργο­στά­σιο, την Κομ­σο­μόλ… Ήρθες αργό­τε­ρα εσύ, μπή­κε στη μέση το κόμ­μα… Όλο και πιο αραιά θυμό­μουν την Ουκρα­νία. Ετού­τη η πόλη έγι­νε η δεύ­τε­ρη πατρί­δα κι ο γυρι­σμός πήγε στην πάντα. Απο­κλεί­ε­ται να γίνει ξανά το ίδιο;

Εκεί δε θα βρού­με τίπο­τα, θ’ αρχί­σου­με απ’ τα θεμέ­λια, θα στή­σου­με σκη­νές, θ’ ανοί­ξου­με δρό­μους, θα χτί­σου­με σπί­τια… θα οργα­νώ­σου­με την Κομ­σο­μόλ, το κόμ­μα… θα ’ρθουν τα οργώ­μα­τα… Όσο θα μεγα­λώ­νει το σοβ­χόζ, θα μεγα­λώ­νουν κι οι δου­λειές, θα περισ­σεύ­ουν οι ανά­γκες… Ο άνθρω­πος θα ριζώ­νει όλο και περισ­σό­τε­ρο. Το σοβ­χόζ μπο­ρεί να γίνει η τρί­τη πατρί­δα. Ίσως να μη μ’ αφή­σουν να γυρί­σω. Ίσως και να μη χρεια­στεί να γυρί­σω. Πολ­λά θ’ αλλά­ξουν ως τότε και γυρί­ζο­ντας να μη βρω ό,τι άφησα.

Μα πίστε­ψέ με, Στέρ­γιο, όπως κι αν έρθουν τα πράγ­μα­τα, τώρα φεύ­γω αφή­νο­ντας την καρ­διά μου σε σένα και παίρ­νω μαζί μου το πιο ακρι­βό ενθύ­μιο που υπάρ­χει στον κόσμο.

Σου δίνω όσα φιλιά θ’ αλλά­ζα­με αν ζού­σα­με σ’ όλη τη ζωή μαζί. Και πιο πολ­λά, για­τί τότε, κάπο­τε, θα είχα­με και πείσματα.

Σόνια.

ΥΓ. Στο κάτω μέρος της ντου­λά­πας, σ’ ένα σεντό­νι, έχω κάμπο­σα ρού­χα, βιβλία… δικά μου. Θα παρα­κα­λέ­σω και τη Βάλια να σε βοη­θή­σει και, όταν σας γρά­ψω, τα κάνε­τε δέμα και μου τα στέλνετε.

Η ίδια.»

Σηκώ­θη­κε, έφε­ρε ένα γύρο στο δωμά­τιο, βγή­κε στο παρά­θυ­ρο, στά­θη­κε μια στιγ­μού­λα και κάθι­σε ξανά, μουρ­μου­ρί­ζο­ντας. «Φτά­σα­με στην καμπή του δρό­μου και χωρί­ζου­με για πάντα. Αυτό είναι όλο το νόη­μα και το λέει με απλό­τη­τα, χωρίς περι­στρο­φές… Το σοβ­χόζ θα γίνει η και­νούρ­για πατρί­δα και δε θα υπάρ­χει λόγος να γυρί­σει πίσω στην παλιά… Του­λά­χι­στο να την έβλε­πα για τελευ­ταία φορά. Όμως, πού να τη βρω; Να πάρω τους δρό­μους ψάχνο­ντας… Και πάλι τι θα βγει;! Έστω. Την είδα μια φορά ακό­μα. Περισ­σό­τε­ρη στε­νο­χώ­ρια και τίπο­τε άλλο.»

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1962)

Το εξώ­φυλ­λο της πρώ­της έκδο­σης (1962)

Ξάπλω­σε στο κρε­βά­τι μπρού­μυ­τα. Έχω­σε το κεφά­λι στο μαξι­λά­ρι και βυθί­στη­κε στους πικρούς λογι­σμούς του. Πέρα­σε ένα τέταρ­το, είκο­σι λεπτά… Σηκώ­θη­κε. Τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του ήταν αλλαγ­μέ­να. Το πρό­σω­πο σκαμ­μέ­νο απ’ τον πόνο. Τα μάτια υγρά. Οι χαρα­κιές στο μέτω­πο είχαν βαθύ­νει πιο πολύ. Ζύγω­σε στο τρα­πέ­ζι και πήρε τη φωτο­γρα­φία τους στο χέρι. Την κοί­τα­ξε λίγα λεπτά επί­μο­να, χωρίς να κάνει καμιά κίνη­ση: «Άμα θα φύγεις, Σόνια, θα σε χάσω εξά­πα­ντος. Εκεί που θα πας δε θα μεί­νεις χωρίς αγά­πη. Είναι τα χρό­νια, είναι η παρέα, η ομορ­φιά σου, η ίδια η ψυχή σου. Πολ­λοί θα χτυ­πή­σουν την πόρ­τα της καρ­διάς σου και κάποιος θα την ανοί­ξει. Και συ, για­τί να του αρνη­θείς; Καμιά υπο­χρέ­ω­ση δεν έχεις ανα­λά­βει απέ­να­ντι μου… Φεύ­γεις και παίρ­νεις μαζί σου “το πιο ακρι­βό ενθύ­μιο”. Μα γω ο ανε­πρό­κο­πος ούτε ένα μαντί­λι δεν αξιώ­θη­κα να σου χαρίσω…»

Βγή­κε. Το σπί­τι δεν είχε τώρα κανέ­να θέλ­γη­τρο. Κατέ­βη­κε τις σκά­λες αργά, σαν υπνο­βά­της. Στά­θη­κε κάμπο­σο στην πόρ­τα, αφη­ρη­μέ­νος, και ξεκί­νη­σε πάλι. Πέρα­σε το δρό­μο. Στη γωνιά σκό­ντα­ψε στο λου­στρα­τζί­δι­κο. Πρό­σε­ξε τα παπού­τσια του. Έψα­ξε με το χέρι το πρό­σω­πό του. «Πού πάω έτσι; Πρέ­πει να ντυ­θώ, να ξυρι­στώ…» Κι ανέ­βη­κε ξανά στο δωμάτιο.

[Από­σπα­σμα από το μυθι­στό­ρη­μα του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση): …Και το τρέ­νο τρα­βού­σε για τα ξεχερ­σώ­μα­τα]
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο