Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) «…και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα» πρωτοεκδόθηκε το 1962. Μετά την ήττα στο Γράμμο και τη συντεταγμένη υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού, χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες βρίσκουν καταφύγιο στη φιλόξενη γη της Σοβιετικής Ένωσης. Εκεί, σε μια μακρινή πολιτεία διαδραματίζεται η ιστορία που παρουσιάζει ο συγγραφέας. Πρωταγωνιστές οι πολιτικοί πρόσφυγες που, αντικρίζοντας τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία που χτίζει ο σοβιετικός λαός, έρχονται αντιμέτωποι με μικρά και μεγάλα προβλήματα που αφορούν την προσαρμογή και τις αδυναμίες που ο καθένας τους κουβαλάει κληρονομιά από το σύστημα που μεγάλωσε, αλλά και τις αντιλήψεις τους (που δεν είναι κοινές για όλους). Παράλληλα ο αναγνώστης γίνεται θεατής της διαδικασίας της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, των θετικών αλλά και των αρνητικών πτυχών της.
«Πώς βρίσκουν δουλειά – για όλους υπήρχε απασχόληση – μόρφωση, στοργή κι αγάπη κοντά στο σοβιετικό πολίτη, πώς διδάσκονται από την ίδια τη ζωή, που μέρα με τη μέρα τους ξανοίγει τα ανθρώπινα μυστικά της, τις αξίες, την κομμουνιστική σκέψη και ηθική, την ανωτερότητα και τον πολιτισμό, ο Κώστας Μπόσης γλαφυρότατα μας αποκαλύπτει στο πολυσέλιδο μυθιστόρημά του «και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα».
Γινόμαστε, χωρίς να το θέλουμε, μαθητές, που δε θέλουν να χάσουν ούτε ένα μάθημα, ενός καινούριου κόσμου, που οικοδομήθηκε από τις αρχές του σοσιαλισμού. Δε λείπουν και τα παρατράγουδα, όμως η ίδια η πρακτική τα παραμερίζει. Μέσα σ’ όλη αυτή τη θαυμάσια μυθιστορία, που κάθε λέξη της για γεγονότα και χαρακτήρες ανθρώπων είναι πέρα για πέρα αληθινά, ξετυλίγεται το ιστορικό της νέας αυτής Πολιτείας, όπου, παράλληλα, ανασταίνει τη λαχτάρα του νόστου κι η αντάμωση με τ’ αγαπημένα πρόσωπα. (…)Η πολιτική τοποθέτηση έχει τον πιο βαρύ και σημαίνοντα ρόλο, κοντά σ’ όλες τις ανθρώπινες μαρτυρίες (…)». Από κριτική της Ευγενίας Ζωγράφου (ΕΔΩ).
Το βιβλίο ξαναεκδόθηκε, στην Ελλάδα, από τη Σύγχρονη Εποχή το 1998 και, σε δεύτερη έκδοση, το 2013.
Στα πλαίσια του αφιερώματος του περιοδικού μας στον Κώστα Πουρναρά (Μπόση), εν όψει της εκδήλωσης προς τιμή του στις 23 Γενάρη (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμμετέχει ως συνδιοργανωτής) δημοσιεύουμε απόσπασμα από το βιβλίο αυτό.
***
Έφτασε στην πόλη την άλλη μέρα με το τρένο, λίγο πριν το μεσημέρι. Ανέβηκε τις σκάλες της πολυκατοικίας, χτύπησε το κουδούνι με κάποια ταραχή και περίμενε ανυπόμονα. Από μέσα δεν ακούστηκε τίποτα: Ούτε φωνή ούτε βήματα. Χτύπησε για δεύτερη φορά και πάλι τίποτα. Ξεκούμπωσε την μπλούζα, έβγαλε το δικό του κλειδί, απ’ την εσωτερική τσέπη, άνοιξε και μπήκε δισταχτικά. Το μάτι έπεσε ίσα στη γωνία. Το κρεβάτι ήταν ακριβώς όπως την Πρωτοχρονιά. Ένα κύμα γλυκό κύλησε σ’ όλους τους αρμούς, του χάιδεψε την ψυχή και την απάλυνε. «Για να το έχει στρωμένο, με περιμένει.»
Προχώρησε κι έριξε μια ματιά γρήγορη. Όλα στη θέση τους. Το τραπέζι, τα κάδρα, το ντουλάπι… τα βιβλία… Καμιά μεταβολή. Ανάσανε. Ζύγωσε στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα να δυναμώσει το φως και τότε η καρδιά του σφίχτηκε απότομα. Πάνω στο χαλί της Μπουχάρας βρίσκονταν μόνο οι δικές του παντόφλες. Έφερε ένα γύρο. Στο τραπέζι ο Λένιν και μια μονάχα φωτογραφία, η δική τους. Άνοιξε το ντουλάπι. Έλειπε η βαλίτσα της. Στο απάνω ράφι βρήκε τα ρούχα του διπλωμένα, σιδερωμένα. Στο κάτω-κάτω κάμποσα πράγματα τυλιγμένα σ’ ένα σεντόνι. «Τα χώρισε, σκέφτηκε, μάζεψε τα δικά της και τα έφτιαξε μπόγο, θα ’ρθει να τα πάρει… θα την περιμένω.»
Έπεσε στην καρέκλα τσακισμένος απ’ τη στενοχώρια, την αϋπνία και την κούραση. Δεν είχε τη δύναμη ούτε να σαλέψει. Μόνο η σκέψη δούλευε, δούλευε και δεν έλεγε να σταματήσει. «Κι αν δεν έρθει; Πρέπει να τη βρω. Πού; Στα γραφεία της Επιτροπής Πόλης… στην Κομσομόλ… στη Σχολή… Κι αν στο μεταξύ έρθει;».
Το δωμάτιο δεν τον χωρούσε, ήταν κρύο, ξένο. Ζύγωσε ξανά το ντουλάπι. Σήκωσε το δέμα στα χέρια και τ’ άνοιξε. Το ανασκάλισε λίγο και μουρμούρισε: «Αυτά ίσως να μην τα χρειαστεί καθόλου εκεί που θα πάει. Πήρε τ’ απαραίτητα και τ’ άλλα τ’ άφησε. Δε θα γυρίσει. Ν’ αφήσω ένα σημείωμα να με περιμένει, αν τυχόν περάσει από δω, και να πάρω την πόλη ψάχνοντας. Κι αν δεν τη βρω, τότε το βράδυ στο σταθμό, άλλη ελπίδα δεν υπάρχει.»
Έβγαλε το μπλοκ και το μολύβι και τράβηξε την καρέκλα κοντά στο τραπέζι. Κάτω απ’ το αγαλματάκι του Λένιν άσπριζε ένα χαρτί. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Έσκισε το φάκελο με προσοχή, ξεδίπλωσε το γράμμα και καθώς το διάβαζε, έτρεμε το χέρι.
«Στέργιο!
Απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου. Ούτε ένα λεπτό. Ποτέ δε θα το φανταζόμουν, τότε που γνωριστήκαμε, πως θα ’ρθει μια νύχτα σαν κι αυτή και δε θα κλείσω μάτι από στενοχώρια. Λένε πως η αγάπη με τον καιρό ξεθωριάζει και σιγά-σιγά σβήνει, όπως το καινούργιο ρούχο, όσο καλό κι αν είναι, τρίβεται απ’ τη χρήση και στο τέλος λιώνει. Όμως δεν έγινε έτσι. Σήμερα, σαν έφτασε η ώρα να χωρίσουμε, κατάλαβα πως είναι πιο δυνατή απ’ ό,τι ήταν στην αρχή. Σκέφτομαι μην είναι ο χωρισμός που μεγαλώνει τη λύπη, γιατί κάθε άνθρωπος, όταν φεύγει κι αφήνει πίσω του αγαπημένα πρόσωπα, γνωστά μέρη, στενοχωριέται. Λέω μήπως είναι το άγνωστο που μας καρτερεί και γεννάει την ταραχή. Μα όχι. Είμαι σίγουρη, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ.
Πρέπει να σου πω τι έγινε. Δε θέλω να μείνει κανένα σκοτεινό σημείο. Να σβήσει κάθε παρεξήγηση, αν υπάρχει. Δεν είναι σωστό να χωρίσουμε πικραμένοι.
Συνεδρίασε η κομματική οργάνωση με θέμα τις αποφάσεις της ΚΕ για τα ξεχερσώματα. Ο Γραμματέας, όταν τέλειωσε την εισήγηση, πρότεινε ονομαστικά να πάνε και μερικοί από μας μαζί με τους νεολαίους για να δουλέψουν στο κόμμα, στην Κομσομόλ, όπου θα τους έχουν ανάγκη. Μέσα σ’ αυτούς ήμουν κι εγώ. Χάρηκα και δεν έβλεπα την ώρα να ’ρθω να σε ειδοποιήσω. Μόλις τέλειωσε η συνέλευση έτρεξα ίσα στην κομματική οργάνωση της πόλης και φαντάσου την απογοήτευσή μου, όταν μου είπαν: “Δεν επιτρέπουν στους Έλληνες, γιατί δεν έχουν σοβιετική υπηκοότητα.”
Γύρισα στο σπίτι πικραμένη. Το δωμάτιο με αναστάτωσε πιο πολύ. Έβλεπα τα πράγματά σου, θυμόμουν τα περασμένα, θυμόμουν το σχέδιό μας για το μέλλον και δεν μπορούσα να παραδεχτώ πως θα χωρίζαμε. Μου φαινόταν πως θα χανόταν ο κόσμος. Κι όσο περισσότερο σκεφτόμουν τόσο περισσότερο στενοχωριόμουν κι άλλαζα γνώμη. Δηλαδή, να πούμε την αλήθεια, μετάνιωσα και ζητούσα να βρω μιαν αφορμή. Να έκανα την άρρωστη, (θα ήταν προστυχιά. Να τους έλεγα: “Έχω κάποια υποχρέωση… αγαπώ ένα σύντροφο…” θα μ’ απαντούσαν: “Δεν είσαι η μόνη. Άλλοι έχουν πιο πολλές και πιο σοβαρές υποχρεώσεις από σένα.” Ίσως να μου θύμιζαν και τον πόλεμο. Τότε που χώριζαν οι νέοι και πολλοί δεν αντάμωναν ξανά. Έψαξα, παιδεύτηκα, αλλά δε βρήκα τίποτα, γιατί, απλούστατα, δεν υπήρχε δικαιολογία.
Το ζήτημα έμπαινε πολύ απλά. Ήταν σωστή η απόφαση της ΚΕ ή όχι; Έπρεπε να εφαρμοστεί ή δεν έπρεπε; Κι αν όλοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν; Ποιος θα πάει; Άλλωστε, γιατί έγινα κομμουνίστρια και γιατί μ’ έστειλε το κόμμα στο σχολειό;
Μα και πάλι δεν μπορούσα να ησυχάσω. Ήρθα στο τηλέφωνο με την ελπίδα να μου πεις: “Μην πας.” Έτσι πίστευα πως θα έβρισκα κάποια ενίσχυση, ένα στήριγμα για τα επιχειρήματα, που τ’ αράδιαζα κι εκείνα δε στέριωναν. Πόσο μου κακοφάνηκε όταν άκουσα: “Τι με ρωτάς εμένα; Να κάνεις ό,τι σου λέει το κόμμα…” Δεν ήθελα να το πιστέψω κι έλεγα: “Ήταν χαλασμένη η γραμμή, δε θα κατάλαβα καλά, γιατί μας έκοβαν…” Όταν πέρασε η πρώτη εντύπωση και ησύχασα κάπως, άρχισα να τα βάζω μαζί σου: “Ακούς εκεί να μην του καίγεται καρφί… Κι εγώ η χαζή… Αν μ’ αγαπούσε θα χαλούσε τον κόσμο να μην πάω. Τέτοιοι είναι οι άντρες, άπονοι κι άστατοι, κι όσοι είναι απ’ τη Μεσόγειο ακόμα χειρότεροι…” Όλα μου έφταιγαν μαζί και η Μεσόγειος.
Για να βρω διέξοδο, άρχισα να γράφω το ένα γράμμα πίσω απ’ τ’ άλλο και τα έσκιζα με την ίδια σειρά, ώσπου βούρκωσαν τα μάτια μου και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Πήρα τις φωτογραφίες των γονιών μου, σα να ζητούσα να βρω σ’ αυτές παρηγοριά, σα να περίμενα μια συμβουλή. Σε μια έγραφε ο πατέρας μου: “Βέρα, μην παραπονιέσαι. Δε θα ήθελα να φύγω ποτέ από κοντά σου, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αν ο άνθρωπος δεν έδινε κάτι απ’ την προσωπική του ευτυχία, καμιά φορά και τη ζωή του, πρόοδος δε θα υπήρχε. θα ζούσαμε αιώνια στη σκλαβιά και τη φτώχεια.”
Σιγά-σιγά τα νεύρα κάλμαραν κι η σκέψη έγινε πιο λαγαρή. Τώρα είμαι ολότελα ήρεμη και σίγουρη. Έτσι έπρεπε να γίνει.
Φτάσαμε, Στέργιο, στη στροφή, πάνω σ’ ένα λόφο και βλέπεις πίσω και μπροστά. Κοιτάζω το δρόμο που περάσαμε και δε μετανιώνω. Είμαι περήφανη. Είχαμε και τσακωμούς. Είχαμε και πείσματα και πίκρες. Αλλά υπάρχει τάχατες ζωή χωρίς πίκρες; Για σήμερα μιλάω. Δεν ξέρω τι θα γίνει ύστερα από χρόνια. Και τώρα δα, που τα θυμάμαι και τα ζυγίζω, λέω μέσα μου: “Δες να είναι επίτηδες φτιαγμένα έτσι; Μήπως η συννεφιά δεν κάνει πιο έντονη την ομορφιά της ξαστεριάς;”
Φτάσαμε στην καμπή. Κι αν ένας με ρωτούσε: Σόνια! Τι λες; Ύστερα από τόσα χρόνια που γνωρίζεστε ‑κι είναι κάμποσα κι ας φαίνονται πως δε γεμίζουν ούτε μια στιγμούλα- θέλεις να συνεχίσετε το δρόμο σας μαζί, ως τα βαθιά γερατειά, και να γεμίσει το σπίτι σας παιδιά, μελαχρινά και ξανθά — θυμάσαι την Πρωτοχρονιά; Ο καθένας ήθελε τον καινούργιο χρόνο με τις προτιμήσεις του — αν λοιπόν μου έκαναν μια τέτοια ερώτηση θ’ απαντούσα: Ναι, χωρίς δισταγμό. Κι είμαι βέβαιη, δε θα μετάνιωνα.
Πέρα απ’ το λόφο συνεχίζει ο αυριανός δρόμος. Τι θα γίνει με το δεσμό μας; Πέρασα ν’ αποχαιρετήσω τον Τσιγανένκο. Δεν του ανάφερα τίποτα για τις στενοχώριες μου. Μα αυτός κατάλαβε. “Πήγαινε, Σόνια, μου είπε, για ένα χρόνο. Να βάλετε τη δουλειά μπροστά κι ύστερα θα σε πάρουμε ξανά στην πόλη.” Μα εγώ δεν τα βλέπω τόσο εύκολα. Σ’ ένα χρόνο οπωσδήποτε αποκλείεται. Πέφτει στη φούρια. Τέτοιον καιρό θα βρισκόμαστε πάνω στις ανοιξιάτικες δουλειές και σε τέτοια εποχή απ’ την ύπαιθρο δεν έρχονται στην πόλη. Αργά, το φθινόπωρο, θα ξανασάνουμε. Έτσι ο ένας χρόνος θα γίνει ενάμισης, δυο… Πόσες αλλαγές θα γίνουν στο μεταξύ; Ο Τσιγανένκο, που στάθηκε ο δεύτερος πατέρας μου, μπορεί να πάει αλλού κι ο άλλος που θα ’ρθει στη θέση του, την έγνοια της Σόνιας θα έχει;
Φυσικά. Εδώ πρόκειται για το κόμμα κι όχι για ένα πρόσωπο. Κι απ’ το κόμμα θα ζητήσω να με φέρουν πίσω. Αλλά μπαίνει το ερώτημα: Έπειτα από δυο χρόνια θα σκέφτομαι όπως σήμερα; Όταν ο στρατός μας, το ’43, άρχισε να κυνηγάει τους Γερμανούς και ξαλαφρώσαμε λίγο απ’ τη βαριά δουλειά, όταν άρχισα να μπαίνω στο νόημα της ζωής. πολλές φορές έλεγα: “Άμα τελειώσει ο πόλεμος, θα πάω στην πατρίδα μου. Να δω γλίτωσε το σπίτι μας; Να μάθω πού έθαψαν τη μάνα και τον Σάσα, αν τους έθαψαν. Να τους πάω λουλούδια. Να δω πόσα παιδιά και πόσοι χωριανοί μου ζουν και πόσοι χάθηκαν…”
Τέλειωσε ο πόλεμος. Ήρθε η ειρήνη. Εγώ πιάστηκα με το σχολειό, το εργοστάσιο, την Κομσομόλ… Ήρθες αργότερα εσύ, μπήκε στη μέση το κόμμα… Όλο και πιο αραιά θυμόμουν την Ουκρανία. Ετούτη η πόλη έγινε η δεύτερη πατρίδα κι ο γυρισμός πήγε στην πάντα. Αποκλείεται να γίνει ξανά το ίδιο;
Εκεί δε θα βρούμε τίποτα, θ’ αρχίσουμε απ’ τα θεμέλια, θα στήσουμε σκηνές, θ’ ανοίξουμε δρόμους, θα χτίσουμε σπίτια… θα οργανώσουμε την Κομσομόλ, το κόμμα… θα ’ρθουν τα οργώματα… Όσο θα μεγαλώνει το σοβχόζ, θα μεγαλώνουν κι οι δουλειές, θα περισσεύουν οι ανάγκες… Ο άνθρωπος θα ριζώνει όλο και περισσότερο. Το σοβχόζ μπορεί να γίνει η τρίτη πατρίδα. Ίσως να μη μ’ αφήσουν να γυρίσω. Ίσως και να μη χρειαστεί να γυρίσω. Πολλά θ’ αλλάξουν ως τότε και γυρίζοντας να μη βρω ό,τι άφησα.
Μα πίστεψέ με, Στέργιο, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, τώρα φεύγω αφήνοντας την καρδιά μου σε σένα και παίρνω μαζί μου το πιο ακριβό ενθύμιο που υπάρχει στον κόσμο.
Σου δίνω όσα φιλιά θ’ αλλάζαμε αν ζούσαμε σ’ όλη τη ζωή μαζί. Και πιο πολλά, γιατί τότε, κάποτε, θα είχαμε και πείσματα.
Σόνια.
ΥΓ. Στο κάτω μέρος της ντουλάπας, σ’ ένα σεντόνι, έχω κάμποσα ρούχα, βιβλία… δικά μου. Θα παρακαλέσω και τη Βάλια να σε βοηθήσει και, όταν σας γράψω, τα κάνετε δέμα και μου τα στέλνετε.
Η ίδια.»
Σηκώθηκε, έφερε ένα γύρο στο δωμάτιο, βγήκε στο παράθυρο, στάθηκε μια στιγμούλα και κάθισε ξανά, μουρμουρίζοντας. «Φτάσαμε στην καμπή του δρόμου και χωρίζουμε για πάντα. Αυτό είναι όλο το νόημα και το λέει με απλότητα, χωρίς περιστροφές… Το σοβχόζ θα γίνει η καινούργια πατρίδα και δε θα υπάρχει λόγος να γυρίσει πίσω στην παλιά… Τουλάχιστο να την έβλεπα για τελευταία φορά. Όμως, πού να τη βρω; Να πάρω τους δρόμους ψάχνοντας… Και πάλι τι θα βγει;! Έστω. Την είδα μια φορά ακόμα. Περισσότερη στενοχώρια και τίποτε άλλο.»
Ξάπλωσε στο κρεβάτι μπρούμυτα. Έχωσε το κεφάλι στο μαξιλάρι και βυθίστηκε στους πικρούς λογισμούς του. Πέρασε ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά… Σηκώθηκε. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αλλαγμένα. Το πρόσωπο σκαμμένο απ’ τον πόνο. Τα μάτια υγρά. Οι χαρακιές στο μέτωπο είχαν βαθύνει πιο πολύ. Ζύγωσε στο τραπέζι και πήρε τη φωτογραφία τους στο χέρι. Την κοίταξε λίγα λεπτά επίμονα, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση: «Άμα θα φύγεις, Σόνια, θα σε χάσω εξάπαντος. Εκεί που θα πας δε θα μείνεις χωρίς αγάπη. Είναι τα χρόνια, είναι η παρέα, η ομορφιά σου, η ίδια η ψυχή σου. Πολλοί θα χτυπήσουν την πόρτα της καρδιάς σου και κάποιος θα την ανοίξει. Και συ, γιατί να του αρνηθείς; Καμιά υποχρέωση δεν έχεις αναλάβει απέναντι μου… Φεύγεις και παίρνεις μαζί σου “το πιο ακριβό ενθύμιο”. Μα γω ο ανεπρόκοπος ούτε ένα μαντίλι δεν αξιώθηκα να σου χαρίσω…»
Βγήκε. Το σπίτι δεν είχε τώρα κανένα θέλγητρο. Κατέβηκε τις σκάλες αργά, σαν υπνοβάτης. Στάθηκε κάμποσο στην πόρτα, αφηρημένος, και ξεκίνησε πάλι. Πέρασε το δρόμο. Στη γωνιά σκόνταψε στο λουστρατζίδικο. Πρόσεξε τα παπούτσια του. Έψαξε με το χέρι το πρόσωπό του. «Πού πάω έτσι; Πρέπει να ντυθώ, να ξυριστώ…» Κι ανέβηκε ξανά στο δωμάτιο.
[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση): …Και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα]