Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Απεβίωσε ο ηθοποιός Σίντνεϊ Πουατιέ

Ο Σίντ­νεϊ Πουα­τιέ, ένας ηθο­ποιός-θρύ­λος και ο πρώ­τος μαύ­ρος σταρ του Χόλι­γουντ πέθα­νε σήμε­ρα σε ηλι­κία 94 ετών, ανα­κοί­νω­σε ο αντι­πρό­ε­δρος της κυβέρ­νη­σης των Μπα­χα­μών, της χώρας όπου μεγάλωσε.

«Χάσα­με ένα ίνδαλ­μα, έναν ήρωα, έναν μέντο­ρα, έναν μαχη­τή, έναν εθνι­κό θησαυ­ρό», γρά­φει στο Facebook o Τσέ­στερ Κού­περ για τον πρω­τα­γω­νι­στή του «Όταν σπά­σα­με τις αλυ­σί­δες» και του «Μάντε­ψε ποιος θα έρθει το βράδυ».

Ο Κού­περ δεν διευ­κρί­νι­σε τα αίτια του θανά­του του Πουα­τιέ, του καλ­λι­τέ­χνη και διπλω­μά­τη που ενέ­πνευ­σε μια ολό­κλη­ρη γενιά την περί­ο­δο τους κινή­μα­τος των πολι­τι­κών δικαιω­μά­των των Αφροαμερικανών.

Ο Πουα­τιέ δημιούρ­γη­σε μια ξεχω­ρι­στή κινη­μα­το­γρα­φι­κή κλη­ρο­νο­μιά μέσα σε έναν χρό­νο, το 1967, με τρεις ται­νί­ες που έσπα­σαν τα ταμεία αλλά και τις φυλε­τι­κές «γραμ­μές». Στο «Μάντε­ψε ποιος θα έρθει το βρά­δυ» έπαι­ζε έναν μαύ­ρο που αρρα­βω­νιά­ζε­ται μια νεα­ρή λευ­κή Αμε­ρι­κα­νί­δα. Στην «Ιστο­ρία ενός εγκλή­μα­τος» υπο­δύ­θη­κε τον Βέρ­τζιλ Τιμπς, έναν μαύ­ρο αστυ­νο­μι­κό που έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με τον ρατσι­σμό ερευ­νώ­ντας μια δολο­φο­νία. Έπαι­ξε επί­σης έναν καθη­γη­τή σε ένα σκλη­ρό σχο­λείο του Λον­δί­νου, στην ται­νία «Στον κύριό μας με αγάπη».

Ο Πουα­τιέ έγρα­ψε ιστο­ρία το 1963, όταν κέρ­δι­σε το Όσκαρ πρώ­του ανδρι­κού ρόλου για την ερμη­νεία του στο «Κάτω από το βλέμ­μα του Θεού» όπου υπο­δυό­ταν έναν εργά­τη ο οποί­ος βοη­θά Γερ­μα­νί­δες μονα­χές να χτί­σουν ένα παρεκ­κλή­σι στην έρη­μο. Πέντε χρό­νια νωρί­τε­ρα είχε γίνει ο πρώ­τος μαύ­ρος που κέρ­δι­σε υπο­ψη­φιό­τη­τα για Όσκαρ ανδρι­κού ρόλου, για την ται­νία «Όταν σπά­σα­με τις αλυσίδες».

Επα­νέ­λα­βε τον ρόλο του Βέρ­τζιλ Τιμπς άλλες δύο φορές, στις ται­νί­ες «Με λένε κύριο Τιμπς» και «Η οργά­νω­ση», το 1970–71. Οι ται­νί­ες αυτές έγι­ναν η βάση για την τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά «Ιστο­ρία ενός εγκλή­μα­τος» με πρω­τα­γω­νι­στές τους Κάρολ Ο’Κόνορ και Χάουαρντ Ρόλινς.

Αξιο­μνη­μό­νευ­τες ται­νί­ες της ίδιας επο­χής ήταν επί­σης το «Ένα στα­φύ­λι στον ήλιο», ο «Τυφλός άγγε­λος» και «Η ζού­γκλα του μαυροπίνακα».

Ο Πουα­τιέ γεν­νή­θη­κε στο Μαϊ­ά­μι στις 20 Φεβρουα­ρί­ου 1927 αλλά μεγά­λω­σε σε ένα αγρό­κτη­μα με τομά­τες στις Μπα­χά­μες. Φοί­τη­σε σε σχο­λείο μόλις για έναν χρό­νο. Αγω­νί­στη­κε με τη φτώ­χεια, την αγραμ­μα­το­σύ­νη και τις προ­κα­τα­λή­ψεις για να γίνει ένας από τους κορυ­φαί­ους μαύ­ρους ηθο­ποιούς και να γίνει απο­δε­κτός σε πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους σε εμπο­ρι­κές ται­νί­ες. Επέ­λε­γε με μεγά­λη προ­σο­χή τους ρόλους του, απορ­ρί­πτο­ντας την παλιά αντί­λη­ψη του Χόλι­γουντ ότι οι μαύ­ροι ηθο­ποιοί μπο­ρούν να εμφα­νι­στούν μόνο σε υπο­δε­έ­στε­ρους ρόλους, σαν λού­στροι, υπη­ρέ­τες και μηχανοδηγοί.

«Σ’ αγα­πώ, σε σέβο­μαι, σε μιμού­μαι» του είπε, χρό­νια αργό­τε­ρα, ο επί­σης βρα­βευ­μέ­νος με Όσκαρ Αφρο­α­με­ρι­κα­νός ηθο­ποιός Ντέν­ζελ Ουά­σινγ­κτον, σε μια δημό­σια τελετή.

Σαν σκη­νο­θέ­της, ο Πουα­τιέ συνερ­γά­στη­κε με τον φίλο του Χάρι Μπε­λα­φό­ντε και τον Μπιλ Κόσμπι στο «Uptown Saturday Night» και με τους Ρίτσαρντ Πράιορ και Τζιν Γουάιλ­ντερ στο «Τώρα δεν μας στα­μα­τά­ει τίποτα».

Ο Πουα­τιέ μεγά­λω­σε στο χωριου­δά­κι Κατ Άιλαντ και στο Νασά­ου των Μπα­χα­μών. Στα 16 του έφυ­γε για τη Νέα Υόρ­κη, αφού είπε ψέμα­τα για την ηλι­κία του για να κατα­τα­γεί στον στρα­τό. Στη συνέ­χεια έκα­νε διά­φο­ρες δου­λειές του ποδα­ριού ‑μετα­ξύ άλλων, ήταν και λαν­τζέ­ρης- ενώ ταυ­τό­χρο­να παρα­κο­λου­θού­σε μαθή­μα­τα υπο­κρι­τι­κής. Ο νεα­ρός ηθο­ποιός γνώ­ρι­σε την πρώ­τη επι­τυ­χία του όταν χρειά­στη­κε να αντι­κα­τα­στή­σει τον πρω­τα­γω­νι­στή Μπε­λα­φό­ντε, επει­δή αρρώ­στη­σε, σε μια παρα­γω­γή του Αμε­ρι­κα­νι­κού Θεά­τρου Νέγρων. Συνέ­χι­σε τις εμφα­νί­σεις του στο Μπρό­ντ­γου­εϊ και το 1950 κέρ­δι­σε τον πρώ­το του ρόλο στον κινηματογράφο.

Συνο­λι­κά, έπαι­ξε σε περισ­σό­τε­ρες από 50 ται­νί­ες και σκη­νο­θέ­τη­σε 9. Το 1992 τιμή­θη­κε για το σύνο­λο του έργου του (Life Achievement Award) από το Αμε­ρι­κα­νι­κό Ινστι­τού­το Κινη­μα­το­γρά­φου, το πιο περί­βλε­πτο βρα­βείο μετά τα Όσκαρ, μπαί­νο­ντας σε ένα «κλει­στό κλαμπ» με μέλη όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Όρσον Ουέ­λες, η Μπέ­τι Ντέι­βις, ο Φρεντ Αστέρ και ο Τζέιμς Κάγκνεϊ.

«Θα πρέ­πει επί­σης να ευχα­ρι­στή­σω έναν γηραιό Εβραίο σερ­βι­τό­ρο ο οποί­ος αφιέ­ρω­σε χρό­νο για να βοη­θή­σει έναν νεα­ρό μαύ­ρο λαν­τζέ­ρη να μάθει να δια­βά­ζει. Δεν μπο­ρώ να σας πω το όνο­μά του. Δεν το έμα­θα ποτέ. Αλλά τώρα δια­βά­ζω αρκε­τά καλά», είπε τότε.

Το 2002 έλα­βε επί­σης ένα τιμη­τι­κό Όσκαρ «για τα επι­τεύγ­μα­τά του ως καλ­λι­τέ­χνης και ως άνθρωπος».

Ο Πουα­τιέ παντρεύ­τη­κε δύο φορές και απέ­κτη­σε έξι κόρες, ενώ έγρα­ψε και τρία αυτο­βιο­γρα­φι­κά βιβλία. «Αν προ­σπα­θή­σεις να δεις με τη λογι­κή την καριέ­ρα μου, δεν θα πας και πολύ μακριά. Το ταξί­δι ήταν απί­στευ­το, από την αρχή. Μου φαί­νε­ται ότι μεγά­λο μέρος της ζωής καθο­ρί­ζε­ται από το τυχαίο», είχε δηλώ­σει σε μια συνέ­ντευ­ξη στην εφη­με­ρί­δα Washington Post.

Το 1974 η βασί­λισ­σα Ελι­σά­βετ τον έχρι­σε ιππό­τη ενώ αργό­τε­ρα υπη­ρέ­τη­σε ως πρε­σβευ­τής των Μπα­χα­μών στην Ιαπω­νία και την Unesco. Μετα­ξύ 1994–2003 ήταν επί­σης μέλος στο διοι­κη­τι­κό συμ­βού­λιο της Walt Disney Co.

Το 2009 του απο­νε­μή­θη­κε από τον πρό­ε­δρο Μπα­ράκ Ομπά­μα η ύψι­στη τιμή για πολί­τη στις ΗΠΑ, το Προ­ε­δρι­κό Μετάλ­λιο της Ελευ­θε­ρί­ας. Πέντε χρό­νια αργό­τε­ρα, η Ακα­δη­μία Κινη­μα­το­γρά­φου γιόρ­τα­σε τα 50 χρό­νια από το ιστο­ρι­κό Όσκαρ του και εκεί­νος ήταν εκεί για να παρου­σιά­σει το Όσκαρ καλύ­τε­ρης σκηνοθεσίας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο