Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΠΡΟΣΕΚΤΟΣ — Κάποια Πρωτομαγιά

    Γρά­φει η Ηλέ­κτρα Στρατωνίου

Τριά­ντα δυο (32) χρό­νια μόνον χει­μώ­νες είχε στην ζωή του!
Δού­λευε από παι­δί στις στο­ές και στα πλυ­ντή­ρια των μεταλ­λεί­ων Κασσάνδρας.
Σημα­δε­μέ­να τα χέρια του απ΄ τον γκα­σμά και καμέ­να απ΄ τα φουρνέλα
Ποτι­σμέ­νο ως το κόκ­κα­λο το κορ­μί του απ΄ τα λασπό­νε­ρα και τα δηλητήρια.

Είχε μια μάνα χήρα, την γυναί­κα του και δυο παι­διά στο σπίτι…

Γελού­σε, τρα­γου­δού­σε στο σκο­τά­δι την μονα­ξιά και τους φόβους του!
Στον χάρο έβγα­ζε την γλώσ­σα του, τον κορόι­δευε και τον λιθοβολούσε!

-Πέτρο τον έλε­γαν; Ή μήπως Δημήτρη;

Δού­λευε στα πλυ­ντή­ρια, μ΄ έναν ατσά­λι­νο λοστό το μάγ­μα έσπρω­χνε, το μετάλλευμα,
σ΄ ένα χωνί τερά­στιο, θραυ­στή­ρας επι­κίν­δυ­νος, δια­ό­λου μηχανή…
Ένα γρα­νά­ζι σκά­λω­σε, άρπα­ξε μέσα το λοστό κι άλε­σε μάγ­μα και κορμί.

Το έτρω­γε, μασού­σε, κατά­πι­νε και δεν χόρ­ται­νε, δεν στα­μα­τού­σε η χαλα­σμέ­νη μηχανή..

-Τον έλε­γαν Πέτρο; Ναι, καλά το θυμάμαι…
«Τιμής ένε­κεν,» έκα­ναν αργία στο εργο­στά­σιο των μεταλ­λεί­ων την  μέρα της κηδεία του,
με απώ­λειες μεγά­λου κέρ­δους… Την ίδια μέρα, ο δικα­στής στο πόρι­σμα του έγραψε:
‑Ανθρώ­πι­νο λάθος! Απρό­σε­κτος! Άνευ ουδε­μί­ας ευθύ­νης η Εται­ρία! Αθώο το αφεντικό!

Ο νεκρός έφται­γε! Για­τί τρα­γου­δού­σε κι ο χάρος θύμω­σε, τα νύχια του έδει­ξε και τον πήρε!

Χήρα η μάνα του κι΄ η νύφη της τώρα χήρα και δυο παι­δά­κια «κου­τά­βια» ορφανά
που έκλαι­γαν, δεμέ­να μ΄  αλυ­σί­δες στης μάνας τους τις γάμπες…
‑Πάει ο πατέ­ρας, τα φιλιά, η αγκα­λιά, τα χάδια. Και τα λεφτά, για το ψωμί ήταν λίγα!

Έρα­νο έκα­ναν, πήραν και δανει­κά να γίνει η κηδεία.

Τυραν­νία η ζωή του,  παγω­νιά! Εργά­της ήταν κι έζη­σε τριά­ντα δύο χρό­νια θανάτου!

Δεν θα τον ξεχά­σω ποτέ, για­τί ήμουν εκεί… και Όλα τα είδα!
Ναι, είμαι σίγου­ρη! Τον έλε­γαν ΠΕΤΡΟ Ρ…ΠΗ!!

Έτσι  φώνα­ζε η μάνα του, πάνω απ΄ το φέρετρο….
-ΠΕΤΡΟ ΓΙΕ ΜΟΥ!!!

ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΟΡΓΗΣ

Και να ‑Τώρα- έφτα­σε ο και­ρός της αλήθειας!

Ντύ­θη­καν τα νεο­κλα­σι­κά σπί­τια, οι μάντρες,
οι εκκλη­σιές και τα σχο­λειά, τα χότ σπότ (hot spot)
τα κοντέϊ­νερ στων λιμα­νιών στις προβλήτες,
οι κερ­κί­δες στα γήπε­δα, ο βρά­χος της Ακρόπολης!

Ντύ­θη­καν όλα… όλα, με χιλιά­δες συν­θή­μα­τα οργής
και γκρά­φι­τι  πολύ­πλο­κα, ανθρώ­πων, ζώων,
με τα στό­μα­τα  ανοι­χτά, νεκρά τα μάτια,
με χέρια και πόδια σκε­λε­τω­μέ­να, μαύρα,
κόκ­κι­να, λου­λα­κιά, καφε­τιά, πράσινα !

Ν΄ ανα­σά­νουν θέλουν, να πηδή­ξουν στους δρόμους,
σαν ξεχα­σμέ­νος στρα­τός, νικη­μέ­νος, ντροπιασμένος,
στα λασπω­μέ­να χαρα­κώ­μα­τα μιας χώρας ανώνυμης,
που την απέ­βα­λαν οι χάρ­τες, εκτό­πι­σαν τον λαό,
κατα­δί­κα­σαν σε σιω­πή ισό­βια τις ψυχές τους,
«αυτοί» που υπό­γρα­ψαν προ­δο­σί­ας σύμ­φω­νο  — Ευρωπαϊκό, -
για άγνω­στο  έγκλη­μα, «εις τον ρουν της ιστορίας»!

Έφτα­σαν … ναι, έφτα­σαν οι μέρες της αλήθειας!
Χεί­μαρ­ροι πει­να­σμέ­νων, αδι­κη­μέ­νων, φτωχών,
αγκα­λιά­ζουν τους νεκρούς τους απ΄ τους ώμους,
εκεί­νους που χάθη­καν ψάχνο­ντας  ψωμί, μια στά­λα λάδι,
ένα λου­λού­δι να στο­λί­σουν την  Πρω­το­μα­γιά τους!

Έχα­σε τον ύπνο της η ανώ­νυ­μη χώρα …
Βουί­ζει εκδί­κη­ση, τις νύχτες τρί­ζουν τα παράθυρα!
Συν­θή­μα­τα οργής και γκρά­φι­τι πολύπλοκα
έτοι­μα να πηδή­ξουν στους δρόμους,
το αίμα τους πίσω να πάρουν, το δίκιο, την ζωή τους!

-Έφτασε η ώρα της ξαγρύπνιας, της τιμωρίας. 
Της Αλήθειας! Της Λαϊκής Εξουσίας!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο