Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από την «ευφορία» για την «ελευθερία» στα δεσμά της φτώχειας και της απελπισίας

Εκτοπισμός εκατομμυρίων, θλίψη, φόβος και παραίτηση ακολούθησαν την «επανένωση», αφήνοντας μέχρι σήμερα το στίγμα τους

Ανατολικογερμανοί διαδηλώνουν μετά την επανένωση. «Από εργαζόμενος λαός, λαός χωρίς δουλειά», γράφει το πανό
Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νοί δια­δη­λώ­νουν μετά την επα­νέ­νω­ση. «Από τον εργα­ζό­με­νο λαό, λαός χωρίς δου­λειά», γρά­φει το πανό

Πριν από 30 χρό­νια, στις 9 Νοέμ­βρη 1989, έπε­σε το τεί­χος του Βερο­λί­νου, σημα­το­δο­τώ­ντας την ανα­τρο­πή της σοσια­λι­στι­κής εξου­σί­ας στη Γερ­μα­νι­κή Λαο­κρα­τι­κή Δημο­κρα­τία (ΓΛΔ) μετά από δεκα­ε­τί­ες στο­χευ­μέ­νης ιμπε­ρια­λι­στι­κής περικύκλωσης.Σε αυτήν τη «στρογ­γυ­λή» επέ­τειο — παρά τα πανη­γυ­ρι­κά αφιε­ρώ­μα­τα για την «επα­νέ­νω­ση» και τις φωτο­γρα­φί­ες ανθρώ­πων που γιορ­τά­ζουν στους δρό­μους του Βερο­λί­νου — ο απο­λο­γι­σμός των υπο­σχέ­σε­ων για τα «ανθι­σμέ­να τοπία» που περί­με­ναν τους Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νούς και για «μια ανοι­χτή χώρα με ελεύ­θε­ρους ανθρώ­πους», είναι ανα­πό­φευ­κτος, ιδιαί­τε­ρα στη Γερμανία.

Μόλις λίγες μέρες μετά την πτώ­ση του τεί­χους μπρο­στά σε εκα­τομ­μύ­ρια Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νούς υψώ­θη­καν ανυ­πέρ­βλη­τα ταξι­κά τεί­χη. Προ­σέ­κρου­σαν πάνω στη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της «επα­νέ­νω­σης», δηλα­δή της κυριαρ­χί­ας των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής σε όλη τη Γερ­μα­νία: Πετά­χτη­καν έξω από τις δου­λειές τους, στα δεσμά της φτώ­χειας και της απελ­πι­σί­ας. Ταυ­τό­χρο­να, αντερ­γα­τι­κά μέτρα σάρω­σαν όλη τη χώρα.

Τριά­ντα χρό­νια μετά, γερ­μα­νι­κή κυβέρ­νη­ση, ρεπορ­τάζ, αφιε­ρώ­μα­τα και ανα­λύ­σεις δεν γίνε­ται να προ­σπε­ρά­σουν αυτήν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να γιορ­τά­σουν την καπι­τα­λι­στι­κή παλι­νόρ­θω­ση, χωρίς να ανα­φερ­θούν στις «άνι­σες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης» σε όλη τη χώρα και στην «ελεύ­θε­ρη ζωή για όλους», που παρα­μέ­νει «ζητού­με­νο».

Με φόντο τη λαϊ­κή δυσα­ρέ­σκεια για τη φτω­χο­ποί­η­ση μεγά­λων τμη­μά­των του γερ­μα­νι­κού λαού, την ανη­συ­χία για τους οξυ­μέ­νους διε­θνείς αντα­γω­νι­σμούς και τη δυνα­μι­κή επα­νεμ­φά­νι­ση νεο­να­ζι­στι­κών και ακρο­δε­ξιών οργα­νώ­σε­ων, ιδιαί­τε­ρα φέτος υπο­γραμ­μί­ζο­νται στον γερ­μα­νι­κό Τύπο η υπο­το­νι­κή συμ­με­το­χή στις πολυ­ή­με­ρες εκδη­λώ­σεις, η «στο­χα­στι­κή διά­θε­ση», η απου­σία από τους εορ­τα­σμούς ηγε­τών ή κυβερ­νη­τι­κών αξιω­μα­τού­χων ισχυ­ρών δυτι­κών καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών που πρω­το­στά­τη­σαν στην αντεπανάσταση.

Ακό­μη και η καγκε­λά­ριος, Αγκε­λα Μέρ­κελ, σε συνέ­ντευ­ξη στο «Der Spiegel», παρα­δέ­χτη­κε πως υπάρ­χει νοσταλ­γία για τη ΓΛΔ («Ostalgie») και πως «η άπο­ψη για τη ΓΛΔ εξαρ­τά­ται επί­σης από το πού βρί­σκε­ται σήμε­ρα και πώς ζει ένας πρώ­ην Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νός». Χαρα­κτή­ρι­σε αυτήν τη νοσταλ­γία ένα «είδος ρομα­ντι­κής εξι­δα­νί­κευ­σης» που «συμπυ­κνώ­νε­ται στο σύν­θη­μα: ” Τη ζωή μας στην DDR κανείς δεν μπο­ρεί να μας την πάρει». Υπο­γράμ­μι­σε ότι «η 9η Νοέμ­βρη 1989 παρα­μέ­νει μια ευτυ­χι­σμέ­νη στιγ­μή στη γερ­μα­νι­κή ιστο­ρία», επει­δή «τόσοι άνθρω­ποι στη ΓΛΔ ονει­ρεύ­ο­νταν την ελευ­θε­ρία και ξαφ­νι­κά μπο­ρού­σα­με να υψώ­σου­με τη φωνή μας»! Για να συμπλη­ρώ­σει αμέ­σως μετά ότι «για πολ­λούς Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νούς η ζωή έγι­νε μεν ελεύ­θε­ρη, αλλά όχι πάντα ευκο­λό­τε­ρη»…

Εκτοπισμός, φτώχεια, φόβος και παραίτηση

«9 Νοέμ­βρη 1989: Στο Βερο­λί­νο οι άνθρω­ποι γιορ­τά­ζουν την πτώ­ση του τεί­χους, που υπο­τί­θε­ται ότι — μετα­ξύ άλλων — θα στα­μα­τού­σε τη δια­φυ­γή Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νών προς τη Δυτι­κή Γερ­μα­νία. Σχε­δόν κανείς δεν φαντα­ζό­ταν τότε ότι πολ­λές περιο­χές της πρώ­ην Ανα­το­λι­κής Γερ­μα­νί­ας θα αντι­με­τώ­πι­ζαν ένα τερά­στιο κύμα μετα­νά­στευ­σης», ανα­φέ­ρει αφιέ­ρω­μα της γερ­μα­νι­κής εφη­με­ρί­δας «Die Zeit». Η έρευ­να της εφη­με­ρί­δας επε­ξερ­γά­στη­κε τα δεδο­μέ­να για εκα­τομ­μύ­ρια μετα­να­στών από την Ανα­το­λι­κή στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία, το διά­στη­μα 1991 — 2017, ανα­δει­κνύ­ο­ντας μία από τις λιγό­τε­ρο γνω­στές περιό­δους της γερ­μα­νι­κής μετα­πο­λε­μι­κής ιστορίας.

«Μετά την επα­νέ­νω­ση σχε­δόν το 1/4 του πλη­θυ­σμού της πρώ­ην ΓΛΔ — πάνω από 3,5 εκατ. άνθρω­ποι — μετα­κό­μι­σε στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία. Μόνο το έτος 1989 — 90 εγκα­τέ­λει­ψαν την Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία περί­που 800.000 άνθρω­ποι, η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των οποί­ων ανα­γκά­στη­κε να μετα­να­στεύ­σει, επει­δή έκλει­σαν επι­χει­ρή­σεις και η ανερ­γία αυξή­θη­κε δρα­στι­κά», ανα­φέ­ρε­ται. Υπο­λο­γί­ζε­ται ότι χάθη­καν του­λά­χι­στον 4 εκατ. θέσεις εργα­σί­ας έως το 1992. Η τάση αυτή συνε­χί­ζε­ται και τα επό­με­να χρό­νια, με εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες μετε­γκα­τα­στά­σεις προς τη Δύση κάθε χρό­νο. Τα πρώ­τα χρό­νια του 2000 περί­που 500.000 εργα­ζό­με­νοι εξα­κο­λου­θούν να μετα­να­στεύ­ουν, ανα­ζη­τώ­ντας δου­λειά σε κάποια δυτι­κή πόλη.

«Ο κοι­νω­νιο­λό­γος Πάουλ Βίντολφ εκτι­μά ότι τα πέντε χρό­νια μετά την επα­νέ­νω­ση, έως και το 80% των εργα­ζό­με­νων Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νών έχα­σαν προ­σω­ρι­νά ή μόνι­μα τη δου­λειά τους (…) σε πολ­λά μέρη εξα­πλώ­θη­καν η φτώ­χεια, ο φόβος και η παραί­τη­ση», ανα­φέ­ρε­ται.

Οι ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις «σάρω­σαν» επι­χει­ρή­σεις, εργο­στά­σια, γη, κτί­ρια, όλο τον πλού­το της χώρας, που μέχρι τότε ήταν λαϊ­κή περιου­σία. Δυτι­κο­γερ­μα­νι­κά μονο­πώ­λια — μέσω του δια­βό­η­του Οργα­νι­σμού «Treuhand» — πήραν στον έλεγ­χό τους ανά­με­σα σε άλλα: 8.500 βιο­μη­χα­νι­κά συγκρο­τή­μα­τα και εργο­στά­σια, 20.000 μικρο­ε­πι­χει­ρή­σεις, 7.500 εστια­τό­ρια, 3,68 εκατ. εκτά­ρια αγρο­τι­κών και δασι­κών εκτά­σε­ων, 25 δισ. τ.μ. οικο­πέ­δων και κτι­ρί­ων. Σύμ­φω­να με το γερ­μα­νι­κό Ινστι­τού­το Οικο­νο­μι­κών Ερευ­νών, ακο­λού­θη­σε μια έντο­νη απο­βιο­μη­χα­νο­ποί­η­ση στην Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία και παρέ­μει­νε μόνο το 20% — 25% των θέσε­ων εργα­σί­ας στη βιομηχανία.

Τον Μάρ­τη του 1991, δεκά­δες χιλιά­δες δια­δη­λώ­νουν στη Λει­ψία ενά­ντια στην «Treuhand» και τη μαζι­κή ανερ­γία, ενώ δια­δη­λώ­σεις έγι­ναν σε δεκά­δες άλλες πόλεις. «Εδώ πρέ­πει να σημειω­θεί ότι η δου­λειά στη ΓΛΔ ήταν κάτι περισ­σό­τε­ρο από μια θέση εργα­σί­ας. Ηταν το λίκνο της κοι­νω­νι­κής ζωής», γρά­φει η «Zeit».

«Γιατί δεν μου επιτρέπετε να δουλέψω;»

Ξαφ­νι­κά, οι Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νοί ήταν «ελεύ­θε­ροι» να βρουν τον δρό­μο τους στην «αγο­ρά εργα­σί­ας». Εκεί ήρθαν αντι­μέ­τω­ποι με μια απα­γό­ρευ­ση που δεν μπο­ρού­σαν να φαντα­στούν. Την ανερ­γία. Ενα από τα κυρί­αρ­χα αισθή­μα­τα όσων είχαν ζήσει στη ΓΛΔ, ήταν η ματαί­ω­ση, η αίσθη­ση ότι πλέ­ον δεν μπο­ρούν να προ­σφέ­ρουν μέσω της εργα­σί­ας τους.

Λίγο μετά την επα­νέ­νω­ση, το γερ­μα­νι­κό Ινστι­τού­το ερευ­νών «Emnid» διε­ξή­γα­γε μια δημο­σκό­πη­ση, ρωτώ­ντας τους Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νούς για την κατά­στα­ση της ζωής τους, ανα­φέ­ρε­ται στην «Zeit»: «Οι δημο­σκό­ποι δια­πί­στω­σαν ότι στους Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νούς κυριαρ­χού­σε μια κατα­θλι­πτι­κή διά­θε­ση, όπως δεν είχε μετρη­θεί “ποτέ πριν και που­θε­νά”. Πάνω από το 1/3 του ενή­λι­κου πλη­θυ­σμού ένιω­θε ότι “δεν είναι χρή­σι­μοι πλέ­ον σε αυτήν την κοι­νω­νία”».

Η Εύα — Μαρία Γκέ­λερ, γεν­νη­μέ­νη το 1952 στο Γκέρ­λιτζ (Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία), διη­γεί­ται στη «Sueddeutsche Zeitung» τη …στα­διο­δρο­μία της στα «mini jobs» («μίνι τζο­μπς») και τα δια­βό­η­τα προ­νοια­κά επι­δό­μα­τα «Χαρτζ 4».

Από το 1994, όταν έκλει­σε το ορυ­χείο λιγνί­τη, άρχι­σε μια πολυ­ε­τής περι­πλά­νη­ση σε πολ­λές προ­σω­ρι­νές δου­λειές, ακό­μη και με 1 ευρώ την ώρα, στις οποί­ες εξω­θού­νταν για να μην κοπούν οι …«παρο­χές ανεργίας».

«Μόλις το 2008 κατά­φε­ρα να πιά­σω μια κάπως στα­θε­ρή δου­λειά στο “Μου­σείο Χωριού”. Μεγά­λο μέρος της αμοι­βής μου επι­δο­τού­νταν από την Υπη­ρε­σία Ανέρ­γων. Στο μου­σείο, πραγ­μα­το­ποιού­σα προ­γράμ­μα­τα για μαθη­τές. Επι­τέ­λους είχα βρει μια δου­λειά “με νόη­μα”», ανα­φέ­ρει.

Οταν μετά από δύο χρό­νια έλη­ξε το πρό­γραμ­μα της Υπη­ρε­σί­ας Ανέρ­γων και απο­λύ­θη­κε, έστει­λε επι­στο­λή στην τότε υπουρ­γό Εργα­σί­ας (CDU) και σημε­ρι­νή πρό­ε­δρο της Κομι­σιόν, Ούρ­σου­λα φον ντερ Λάιεν: «Για­τί δεν μου επι­τρέ­πε­τε να δου­λέ­ψω; Αφού το θέλω!», της είχε γράψει.

«Εκτο­τε ποτέ δεν μπό­ρε­σα να έχω μια κανο­νι­κή δου­λειά, αυτό ήταν μια μεγά­λη πίκρα. Να θέλει να δου­λέ­ψει κανείς και να μην τον αφή­νουν… Ετσι βγή­κα όσο πιο σύντο­μα μπο­ρού­σα στη σύντα­ξη. Είχα μπου­χτί­σει από την “επαι­τεία”. Του­λά­χι­στον απαλ­λά­χτη­κα από το άγχος για κάθε ραντε­βού στην Υπη­ρε­σία Ανέρ­γων. Ειλι­κρι­νά θα προ­τι­μού­σα να δου­λεύω έως τη σύντα­ξη σε λατο­μείο…», είναι μερι­κά από τα λόγια της.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι αυταπάτες»

«Η πολι­τι­κή “επι­κοι­νω­νία” (σ.σ. προ­πα­γάν­δα) στη Γερ­μα­νία την επο­χή εκεί­νη ήταν ότι με την επα­νέ­νω­ση όλοι θα πάρουν από ένα “Volkswagen”, θα κάνουν μακρι­νά ταξί­δια και θα χτί­σουν ένα σπί­τι… Το μεγα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα των Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νών ήταν οι αυτα­πά­τες τους. Πολ­λοί πίστευαν πραγ­μα­τι­κά ότι θα ζήσουν ως “ίσοι πολί­τες” σε μια ενω­μέ­νη Γερ­μα­νία», λέει στην «Zeit» ο πολι­τι­κός επι­στή­μο­νας, Αλε­ξά­ντερ Κλάρκ­σον, ερευ­νη­τής στο «Κing’s College» του Λον­δί­νου στη Γερ­μα­νία και άλλες χώρες της Ευρώπης.

«Οι Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νοί έπε­σαν από αυτή την ουτο­πι­κή ιδέα της ενω­μέ­νης γερ­μα­νι­κής κοι­νω­νί­ας στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπου έπρε­πε να ξεκι­νή­σουν από το μηδέν», ανα­φέ­ρει. Η υπό­σχε­ση του τότε καγκε­λά­ριου, Χέλ­μουτ Κολ, για «εξί­σω­ση των συν­θη­κών δια­βί­ω­σης» σήμαι­νε για τους περισ­σό­τε­ρους «το κατώ­τα­το επί­πε­δο της ιεραρ­χί­ας» της καπι­τα­λι­στι­κής Γερμανίας.

Η ατμόσφαιρα χαρακτηρίζεται από «σκεπτικισμό»

«Το πνεύ­μα αισιο­δο­ξί­ας που είδα­με πριν από 30 χρό­νια, ή ακό­μα και πριν από 10 χρό­νια, δεν είναι αντι­λη­πτό σήμε­ρα», ανα­γκά­ζε­ται να παρα­δε­χτεί ο αντι­δή­μαρ­χος Πολι­τι­σμού του Βερο­λί­νου, Κλά­ους Λέντε­ρερ, αρμό­διος για τη διορ­γά­νω­ση των εορ­τα­σμών της πρω­τεύ­ου­σας. Η διά­θε­ση είναι «στο­χα­στι­κή, αλλά γιορ­τά­ζου­με (…) Επι­στρέ­φου­με στην ιστο­ρία και μιλά­με για το μέλ­λον».

Ο ίδιος ανα­φέ­ρει ότι τα 30χρονα δεν θα γιορ­τα­στούν πανη­γυ­ρι­κά, αλλά κυρί­ως είναι μια «στά­ση για σκέ­ψη»: Πρώ­τον, για τις «παρα­λεί­ψεις και ελλεί­ψεις στη δια­δι­κα­σία ενο­ποί­η­σης» και δεύ­τε­ρον για να απο­φευ­χθεί η εκμε­τάλ­λευ­ση των «ανα­μνή­σε­ων» από «εθνι­κι­στι­κές συλλογικότητες».

Αντί­στοι­χες είναι οι ανα­φο­ρές σε πολ­λές γερ­μα­νι­κές εφη­με­ρί­δες: «Η δημο­τι­κή αρχή οργα­νώ­νει περί­που 200 εκδη­λώ­σεις που εντυ­πω­σιά­ζουν ελά­χι­στα» και «η κατά­στα­ση είναι συγκε­χυ­μέ­νη», ανα­φέ­ρει η βερο­λι­νέ­ζι­κη εφη­με­ρί­δα «bz-berlin». «Σκο­τει­νή διά­θε­ση» στην 30χρονη επέ­τειο, τιτλο­φο­ρεί­ται το ρεπορ­τάζ του «france 24», όπου σημειώ­νε­ται πως «έχουν χαθεί η ευφο­ρία και η αισιο­δο­ξία για τη φιλε­λεύ­θε­ρη δημο­κρα­τία και την ελευ­θε­ρία».

Πηγή |> Ριζο­σπά­στης


Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία – [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] – Blog

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο