Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Από τη φάτνη της Βηθλεέμ ως το σταυρό του Γολγοθά

Του Πέτρου Πικρού //

 

Ένα εδά­φιο στις Γρα­φές (Ιώβ 13,7) λέει:

«Ο Θεός δεν έχει ανά­γκη από τα ψέμα­τά μας».

Αυτό και μόνο δεί­χνει: α) Πως κι ίσα­με την επο­χή εκεί­νη πολ­λά ήταν τα ψέμα­τα που έμπαι­ναν στα Ιερά Βιβλία. Έτσι που ως κι ο Ιώβ ακό­μη έχα­σε τη γαϊ­δου­ρι­νή του υπο­μο­νή και το φώνα­ξε κατά­μου­τρα σ’΄αυτούς που τα φαμπρί­κα­ραν ή τα εκμε­ταλ­λευό­ντου­σαν. Β) Πως όσο λίγο κι αν μπο­ρού­σε ο μακα­ρί­της να προ­βλέ­ψει το «μέλ­λον της τύχης», δε θα του ήταν διό­λου δύσκο­λο να συμπε­ρά­νει ότι αυτό που έγι­νε ως τον και­ρό του, θα εξα­κο­λου­θού­σε να γίνε­ται κι αργότερα.

Προ­φα­νέ­στα­τα φαντα­στι­κό και παρα­μυ­θέ­νιο το ίδιο το πρό­σω­πο του Ιώβ, δεν ήταν δυνα­τόν να δια­κρί­νει, φαί­νε­ται – κι ούτε ο απλοϊ­κός άγνω­στος που έγρα­φε με το ψευ­δώ­νυ­μο αυτό – πως ο Θεός στην υπη­ρε­σία της κυρί­αρ­χης τάξης είχε και παρεί­χε  ανά­γκη από ψέμα­τα για τη σκο­πι­μό­τη­τα της πολι­τι­κής του. Και πως στο βάθος πολι­τευό­ταν κι ο ίδιος – ο Ιώβ δηλα­δή – ή πιο συγκε­κρι­μέ­να αντι­πο­λι­τευό­τα­νε, όταν ξεσκέ­πα­ζε την κατάσταση.

Να μην αργο­πο­ρού­με, η αρνη­τι­κή αυτή προ­φη­τεία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλη στο χρι­στια­νι­σμό. Ανά­γκη από ψέμα­τα είχαν κι εξα­κο­λου­θού­σαν νάχουν οι κατα­πιε­στές ως τα σήμερα.

Για να τα μάζευε κανείς και να τα εξη­γού­σε όλα, θα χρεια­ζό­ταν ολό­κλη­ροι τόμοι. Όμως με την τωρι­νή ευκαι­ρία της γιορ­τής του Πάσχα, που πέφτει στις μέρες αυτές, δε θα ήταν ανώ­φε­λο να στα­χυο­λο­γή­σου­με μερι­κά – τα χοντρά χοντρά – μ’ όλο που αυτό θα κακο­κάρ­δι­ζε πολ­λούς, ποτ – με το δίκιο τους – έχουν ακό­μη την αντί­λη­ψη πως ο Θεός έχει ανά­γκη από τα ψέμα­τά τους.

***

Είναι γνω­στό πως ιστο­ρι­κοί και φιλό­σο­φοι αμφι­σβή­τη­σαν ανοι­χτά ότι υπήρ­ξε κάπο­τε πραγ­μα­τι­κά το πρό­σω­πο του Ιησού. Η αμφι­σβή­τη­ση αυτή βασί­στη­κε σε πολ­λούς λόγους και στον απλού­στε­ρο απ’ όλους: ότι δηλα­δή κανείς ιστο­ρι­κός της επο­χής εκεί­νης δεν ανα­φέ­ρει τίπο­τα για το πρό­σω­πο του Ιησού. Τα εβραϊ­κά Ταλ­μούθ μνη­μο­νεύ­ουν κάπου κάποιον Γιο­σουά μπεν Περαϊ­γιάχ, που ξέφυ­γε από τις διώ­ξεις του Εβραί­ου βασι­λιά Ιαν­νέ­ου. Όμως αυτό στά­θη­κε παρα­πά­νω από εκα­τό χρό­νια πρω­τύ­τε­ρα απ’ τις χρο­νο­λο­γί­ες που δίνουν τα Ευαγ­γέ­λια – αντι­φα­τι­κές κι αυτές ανα­με­τα­ξύ τους – και που δε συμ­φω­νούν διό­λου με τη χρο­νο­λο­γία των περι­στα­τι­κών όπου συμπέ­φτουν. Εξάλ­λου η περί­φη­μη περι­κο­πή του Ιώση­που — ιστο­ρι­κού της επο­χής εκεί­νης – απο­δεί­χτη­κε χοντροει­δέ­στα­τη, κίβδη­λη και σερ­βι­ρι­σμέ­νη πολύ αργό­τε­ρα από καλό­γε­ρους ανά­με­σα στο αυθε­ντι­κό κείμενο.

Όλα αυτά βέβαια θα απαι­τού­σαν μια πολύ πιο εξο­νυ­χι­στι­κή εργα­σία και που θα ξεπερ­νού­σε τα στε­νά όρια της σύντο­μης μελέτης.

Αλλά αν αυτή η ύπαρ­ξη του Ιησού αμφι­σβη­τή­θη­κε και παρα­μέ­νει ακό­μη αμφι­σβη­τή­σι­μη, παράλ­λη­λα έχουν πια απο­δει­χτεί ολο­κά­θα­ρα το πώς πολι­τι­γρα­φή­θη­καν μέσα στα κεί­με­να των Ευαγ­γε­λί­ων ορι­σμέ­να κι απ’ τα πιο εντυ­πω­σια­κά περι­στα­τι­κά. Από τη Βηθλε­έμ ως το Γολ­γο­θά, αποό τη φάτ­νη ως το σταυ­ρό, κομπο­λόι ολό­κλη­ρο κι ατε­λεί­ω­το απο­τε­λούν τα μυθεύ­μα­τα, οι ανα­κρί­βειες και τα φτια­στά «δοκου­μέ­ντα».

Και πριν απ’ όλα, όσον αφο­ρά την αφύ­σι­κη και αντι­φυ­σι­κή γέν­νη­ση του Ιησού: Γεν­νή­θη­κε από μια παρ­θέ­να, για­τί ο φερό­με­νος ως Ησα­ΐ­ας προ­φη­τεύ­ει: « ιδού η παρ­θέ­νος εν γαστρί έξει και τέξε­ται υιόν…». Το ότι ένας από τους πολ­λούς που κάλυ­ψαν τα γρα­φό­με­νά τους με ομα­δι­κή υπο­γρα­φή Ησα­ΐ­ας προ­α­ναγ­γέλ­λει τον ερχο­μό ενός «Μεσ­σία» (Ηγέ­τη) αυτό είναι φυσι­κό σε μιαν επο­χή όπου ο μεσ­σια­νι­σμός αντα­να­κλού­σε τους βαθύ­τε­ρους πόθους, τόσο για ιστο­ρι­κούς γενι­κά, όσο για κοι­νω­νι­κούς ιδιαί­τε­ρα λόγους.

Δεν πρό­κει­ται να μας αργο­πο­ρή­σουν εδώ. Από το σημείο όμως αυτό ως το σημείο να προ­φη­τεύ­σουν τόσο αφύ­σι­κα και αντι­φυ­σι­κά πρά­μα­τα – πρέ­πει να το ομο­λο­γή­σου­με – όλοι μαζί οι Ησα­ΐ­ες και ο καθέ­νας τους ξέχω­ρα είναι αθώ­οι και αμέ­το­χοι σε τέτοιους εξω­φρε­νι­σμούς. Στο εβραϊ­κό κεί­με­νο ο «Ησα­ΐ­ας» λέει: «Να μια γυναί­κα που θα γκα­στρω­θεί και θα γεν­νή­σει ένα γιό…». Αυτό είναι όλο. Όταν μετα­φρά­σα­νε τη βίβλο οι «Εβδο­μή­κο­ντα» στην Αλε­ξά­ντρεια για τους Ελλ­λη­νί­ζο­ντες Εβραί­ους, κάπου 150 χρό­νια π.Χ., άλλο τόσο δεν ήταν δυνα­τό να φαντα­σθούν πως θα εκμε­ταλ­λευό­τα­νε αργό­τε­ρα  ο Χρι­στια­νι­σμός την καλο­συ­νεί­δη­τη κατά τ’ άλλα μετά­φρα­σή τους. Μετα­φρά­σα­νε το εβραϊ­κό γυναί­κα ή κόρη (είναι συνώ­νυ­μα στα εβραϊ­κά) με το ελλη­νι­κό παρ­θέ­νος. Απ’ αυτό έγι­νε το θαύ­μα για την Άσπι­λη Σύλ­λη­ψη. Ακό­μη η παρά­φρα­ση αυτή έφε­ρε σε φοβε­ρό αδιέ­ξο­δο τους χρι­στια­νούς αγιο­γρά­φους. Ο Μεσ­σί­ας σα νόμι­μος αρχη­γός του Ισρα­ήλ έπρε­πε να κατε­βαί­νει κατευ­θεία γραμ­μή από το Δαυ­ΐδ. Αυτό πρώ­τα κι αρχή προ­σπά­θη­σε να απο­δεί­ξει ο «Ματ­θαί­ος» κι ο «Λου­κάς», μ’ όλο που πέφτουν σε χει­ρο­πια­στές αντι­φά­σεις ανα­με­τα­ξύ τους, για­τί ίσα ίσα η περι­κο­πή εκεί­νη απο­τε­λεί μέρος του αρχαιό­τε­ρου κει­μέ­νου και δεν είχε ακό­μη αντι­γρά­ψει ο ένας τον άλλο τους, όπως στις μετα­γε­νέ­στε­ρες παρεμ­βο­λές. Μπαί­νει όμως έπει­τα απ’ όλα αυτά στη μέση η «παρ­θέ­νος» κι οι «Εβδο­μή­κο­ντα» και φυσι­κά κιν­δυ­νεύ­ει η από­δει­ξη της κατα­γω­γής απ’ το Δαυίδ. Σ’ αυτό επά­νω μπλέ­κε­ται ακό­μη περισ­σό­τε­ρο ο κόμπος. Ο «Υιός του Ανθρώ­που», όπως αυτο­νο­μά­ζε­ται στα πρω­ταρ­χι­κά κεί­με­να ο Ιησούς, γίνε­ται «Υιός του Θεού», όχι πια με τη γενι­κό­τε­ρη σημα­σία, που θα σήμαι­νε «άνθρω­πος», όπως σε όλες τις φεου­δαρ­χι­κές κοι­νω­νί­ες, αλλά με τη στε­νή, με την κατά γράμ­μα έννοια.

 

Κι επει­δή πέφτει από το ένα αδιέ­ξο­δο στο άλλο ο Χρι­στια­νι­σμός, έτσι θάρ­θει κάπο­τε σε αντί­φα­ση όχι πια μόνο με τους στοι­χειώ­δεις νόμους της Φύσης, αλλά με τις στοι­χειώ­δεις έννοιες της απλού­στε­ρης λογι­κής. Έτσι θα προ­κύ­ψει το Τρι­συ­πό­στα­το, το Ομο­ού­σιο κλπ.

***

Άλλο αθώο σφάλ­μα του «Ησα­ΐα» είναι όταν μιλεί στα εβραϊ­κά για έναν «ναζέρ», που θα πει: γιος. Λέει: «Ο γιος της γυναί­κας» Εξάλ­λου στο βιβλίο των «Κρι­τών» (13,7) γίνε­ται λόγος για το Σαμ­ψών, ως Ναζίρ, δηλα­δή που πήρε το χρί­σμα. Τον τίτλο αυτό τον έφε­ραν τόσο οι βασι­λιά­δες όσο κι οι αρχηγοί.

Απ’ αυτά τα δυο κατά παρε­τυ­μο­λο­γία (όπως το voup de pied – κου­του­πιά, en arriere αλαρ­γέ, deux sous piece – δυο σου­πιές, μια σου­πιά κτλ) θα ξεπρο­βάλ­λει ο νεο­λο­γι­σμός Ναζω­ραί­ος. Κι επει­δή για να είναι κανείς Ναζω­ραί­ος, πρέ­πει να υπάρ­χει φυσι­κά και Ναζα­ρέτ, όπως το θέλει ο «Ματ­θαί­ος» (5–2) θα χτι­στεί αργό­τε­ρα απ’ τους χρι­στια­νούς κάποια κωμό­πο­λη μ’ αυτό το όνο­μα το όλως διό­λου άγνω­στο ως την επο­χή του Ιησού. Όταν κάπο­τε θα γίνει εξό­φθαλ­μη η παρα­νό­η­ση, τότε πολι­το­γρα­φεί­ται πια και το Χρι­στός, δίχως όμως να ανα­θε­ω­ρη­θεί το Ναζωραίος.

Ακό­μη ο Ιησούς πρέ­πει να έχει γεν­νη­θεί στη Βηθλε­έμ μόνο και μόνο για­τί ο Μιχί­ας (5,2) λέει:

Και συ, Βηθλε­έμ, γη Ιούδα
Ουδα­μώς ελα­χί­στη εν τοις Ηγε­μό­σιν Ιούδα,
Εκ σου γαρ εξε­λεύ­σα­τε ηγούμενους,
Όστις ποι­μα­νεί τον λαόν μου τον Ισραήλ

Κι επει­δή οπωσ­δή­πο­τε είναι δύσκο­λο να απο­δει­χτεί αυτό, οι ευαγ­γε­λι­στές κατα­γεύ­γουν σαν σε από μηχα­νής Θεό στο περι­στα­τι­κό της «απο­γρα­φής», εντυ­πω­σια­κό αυτό καθ’ εαυ­τό για το λαό το φορο­λο­γού­με­νο. Μόνο που κατά κακή τους τύχη έλα­χε να μη γίνει απο­γρα­φή σ’ εκεί­να τα χρό­νια, παρά αρκε­τά πιθο πριν ή αρκε­τά πιο ύστε­ρα. Πάλι ο Ηρώ­δης θα μπει στα αίμα­τα και θα κάμει φαντα­στι­κές σφα­γές παι­διών, μόνο και μόνο για να βγει σωστή η αντι­δυ­να­στι­κή κραυ­γή του Ησαΐα:

Φωνή εν Ραμά ηκούσθη
Κλαυθ­μός και οδυρ­μός πολύς
Ραχήλ κλαί­ου­σα τα τέκνα αυτής…

Και το βρέ­φος θα πρέ­ε­πι να πάει ως την Αίγυ­πτο για να ξανα­γυ­ρί­σει, για­τί ο Ωσί­ας λέει:

Κάλε­σα το γιο μου έξω από την Αίγυπτο

Ας κάνου­με όμως το μεγά­λο άλμα για να φτά­σου­με στα Πάθη. Αυτά έπρε­πε να είχαν γίνει έτσι κι όχι αλλιώς, μόνο και μόνο για να στη­ρι­χθούν στις προ­γε­νέ­στε­ρες προ­φη­τεί­ες, μια και λεί­πει πέρα ως πέρα κι η παρα­μι­κρό­τε­ρη άλλη από­δει­ξη σε ένα οποιο­δή­πο­τε ιστο­ρι­κό ντο­κου­μέ­ντο. Έτσι λ.χ. στον «Ησα­ΐα» (50–60) «ο Δίκαιος καμ­τσι­κώ­νε­ται και τον φτύ­νουν κατά­μου­τρα». Παρα­κά­τω (50–3) «υπο­φέ­ρει και πάσχει για να εξα­γο­ρά­σει τις ανο­μί­ες του Ισρα­ήλ». Στους ψαλ­μούς (στον 22ο) ο Δίκαιος κατα­τρεγ­μέ­νος λέει πως οι κάθε εχθροί του έβα­λαν τα ρού­χα του σε κλήρο.

Επί­σης όμως ο Δίκαιος λέει ότι του τρύ­πη­σαν τα χέρια και τα πόδια, ότι δηλα­δή τον σταύ­ρω­σαν. Και να η ούγια του σταυ­ρι­κού θανά­του. Έτσι δια­μορ­φω­νό­τα­νε στη φαντα­σία του λαού ο ανα­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας. Και μόνο έτσι επα­λη­θευό­ταν οι προ­φη­τεί­ες εκ των υστέρων.

Ακό­μη διά­φο­ρα πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα παρα­μορ­φώ­θη­καν έτσι που να ξεπέ­σουν στο θρύ­λο. Λόγου χάρη ο Φίλων ανα­φέ­ρει ότι ο όχλος της Αλε­ξά­ντρειας για να εξευ­τε­λί­σει έναν Εβραίο ηγε­μο­νί­σκο, τον Αγρίπ­πα τον δια­κω­μώ­δη­σε και τον έκα­νε, σα να λέμε, ένα είδος βασι­λέα Οπε­ρέ­τας. Του φόρε­σε ένα κόκ­κι­νο κανα­βά­τσο αντίς χλα­μύ­δα, τον στε­φά­νω­σε μ’ αγκά­θια και για σκή­πτρο του έδω­σε ένα καλά­μι στα χέρια που του τα είχαν δέσει. Τον είχαν καθί­σει ανά­πο­δα σ’ ένα γάι­δα­ρο και τον γιουχάιζαν.

Εξαι­ρώ­ντας την τελευ­ταία λεπτο­μέ­ρεια ή… μετα­τι­θε­μέ­νου του γαϊ­δά­ρου στη θριαμ­βευ­τι­κή είσο­δο της Ιερου­σα­λήμ (των Βαΐ­ων) όλες οι λεπτο­μέ­ρειες περ­νούν στις σκη­νές του Θεί­ου Πάθους. Ακό­μη, μ’ έναν σμπά­ρο δυο τρυ­γό­νια. Οι ληστές στον και­ρό εκεί­νο, όπως ο Στέν­κα Ράζιν στη Ρωσία, ήσαν αγα­πη­τοί στο λαό. Ο Ιησούς σταυ­ρώ­νε­ται ανά­με­σα σε δύο απ’ αυτούς. Τον έναν τον λέγα­νε Βαραβ­βάς. Κι ίσα ίσα ανα­φέ­ρει ο Φίλων, ότι τον Αγρίπ­πα, όταν τον δια­κω­μω­δού­σε ο όχλος, τον απο­κα­λού­σε Καρα­μπά. Προ­φα­νέ­στα­τα γινό­τα­νε μια κακή προ­φο­ρά του Μπαρ-Αμπάς (Βαραβ­βάς), που σημαί­νει «ο γιός του πατέ­ρα» και που σαν παρα­τσού­κλι τόδι­ναν οι ξένοι στους Εβραί­ους, για­τί αυτο­κα­λού­ντα­νε έτσι μόνοι τους.

Μένει ακό­μη εκεί­νο που παρα­ξε­νεύ­ει πιο πολύ απ’ όλα. Η εκ νεκρών ανά­στα­ση. Ο χρι­στια­νι­σμός παρα­δέ­χε­ται δύο τέτοια αφύ­σι­κα θαύ­μα­τα. Το ένα αφο­ρά το Λάζα­ρο. Μα πάλι το καθέ­να από τα τρία συνο­πτι­κά ευαγ­γέ­λια (Μάρ­κου, Ματ­θαί­ου, Λου­κά) δεν κάνει τον παρα­μι­κρό υπαι­νιγ­μό σ’ αυτό. Μόνο ο «Ιωάν­νης», που κρα­τεί εντε­λώς δική του και πολ­λές φορές αντι­φα­τι­κή γραμ­μή ως προς στ’ άλλα, ανα­φέ­ρει με λεπτο­μέ­ρειες το περι­στα­τι­κό. Μα αν συνέ­βαι­νε ένα τέτοιο πρά­μα, πώς ήταν δυνα­τόν να μην κάνει εντύ­πω­ση στους άλλους τρεις;

Τέλςο η Ανά­στα­ση του ίδιου του Ιησού σημειώ­νει ασυμ­βί­βα­στες δια­φο­ρές στα τρία Συνο­πτι­κά. Και λυπού­μαι αλή­θεια, για­τί δεν με παίρ­νει ο χώρος, να ανα­τρέ­ξω στα κεί­με­να. Μα είναι εύκο­λο στον καθέ­να να τα δει. Ο ίδιος ο Αββάς Λουα­ζύ, χρι­στια­νός και παπάς και ιδρυ­τής της «Φιλε­λεύ­θε­ρης Εγγύ­η­σης» μιλεί καθα­ρά για… ταχυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κές προ­σθή­κες κατο­πι­νές (Loisy-Quelques Lettres, σελίς 190 και σελίς 226). Και φυσι­κά ο θρύ­λος της Ανά­στα­σης δεν εμφα­νί­ζε­ται παρά μόνο ως δικαιο­λο­γη­τι­κό της Δευ­τέ­ρας Παρου­σί­ας, όταν πια ο Χρι­στια­νι­σμός άρχι­ζε να χάνει το επα­να­στα­τι­κό του περιεχόμενο.

Ο Χρι­στια­νι­σμός στις αρχές του κήρυ­ξε λυσ­σώ­δη πόλε­μο κατά του «Νόμου» — όπως απο­κα­λού­σαν τις γρα­φές και γενι­κά τον Ιου­δαϊ­σμό. Ακρι­βώς για­τί ο νόμος ήταν θρη­σκεία, μα και για­τί εμπό­δι­ζε τον πρώ­το χρι­στια­νι­κό διε­θνι­σμό. Ο Παύ­λος στά­θη­κε η πιο αδυ­σώ­πη­τη άρνη­ση του «Νόμου». Κατάρ­γη­σε και το τυπι­κό και το δογ­μα­τι­κό της Παλαιάς Δια­θή­κης. Όταν όμως ο Χρι­στια­νι­σμός άρχι­σε να χάνει το επα­να­στα­τι­κό του περιε­χό­με­νο, τότες είχε πια να δια­λέ­ξει ανά­με­σα σε δύο δρό­μους. Ή έπρε­πε να κηρύ­ξει ανοι­χτά τη χρε­ο­κο­πία του ή έπρε­πε να στη­ρι­χτεί στη Βίβλο που πολέ­μη­σε. Εγι­νε το δεύ­τε­ρο. Έβα­λαν στο στό­μα του Ιησού ότι: Δεν ήλθε να κατα­λύ­σει το Νόμο, αλλά να τον συμπλη­ρώ­σει. Και μαζί με αυτό άρχι­σε σιγά σιγά να εισχω­ρεί στο Χρι­στια­νι­σμό και το ιου­δα­ΐ­κό τυπι­κό. Έτσι καθιε­ρώ­θη­κε αιώ­νες έπει­τα η γιορ­τή του Πάσχα, που κατα­πο­λε­μή­θη­κε ίσα ίσα στις αρχές ως αντι­χρι­στια­νι­κό έθι­μο των εβραϊζόντων.

Η γιορ­τή λοι­πόν αυτή δεν ήταν χρι­στια­νι­κή. Και να πώς πέρα­σε από το «Νόμο» στο Χρι­στια­νι­σμό. Στην πατριαρ­χι­κή του περί­ο­δο, όταν απαρ­τι­ζό­τα­νε από νομα­δι­κές φυλές το Ισρα­ήλ και δεν είχε ακό­μη οργα­νω­θεί σε κρά­τος, είχε τρεις γιορ­τές με κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο, που τις είχε κλη­ρο­νο­μή­σει από τους Χανα­ναί­ους στον και­ρό που οι Εβραί­οι ήταν ακό­μη ειδω­λο­λά­τρες. Οι σημα­ντι­κές αυτές γιορ­τές ήσαν: α) Τα Μαζ­ζώθ (άζυ­μα) β) Τα Σαβ­βουώθ (εβδο­μά­δα της Πεντη­κο­στής – άλλη μη χρι­στια­νι­κή γιορ­τή) και γ) Τα Σακ­κουώθ (οι Σκη­νές). Την πρώ­τη τη γιόρ­τα­ζαν κατά την επο­χή της συγκο­μι­δής του κρι­θα­ριού, που έρχε­ται πριν από το θέρο. Και τότες ο λαός έτρω­γε κρι­θα­ρό­ψω­μο. Τη δεύ­τε­ρη πενή­ντα μέρες αργό­τε­ρα για τη συγκο­μι­δή του σίτου. Την Τρί­τη στην επο­χή του τρύ­γου. Ήταν κι οι τρεις γεωρ­γι­κές γιορ­τές. Τα πρώ­τα και πιο εκλε­κτά γεν­νή­μα­τα τα πρό­σφε­ραν στον Ιάχ­βε. Πριν όμως οι νομα­δι­κές εκεί­νες φυλές γνω­ρί­σουν τη γεωρ­γία, είχαν μια πανάρ­χαια δική τους γιορ­τή, ποι­με­νι­κή όμως τότε.

Τότες οι τσο­μπά­νη­δες πρό­σφε­ραν το αίμα και το λίπος από τα σφα­χτά και τα πρώ­τα νεο­γνά. Έτρω­γαν οι ίδιοι το κρέ­ας, πριν ανα­με­ρί­σουν για τα βου­νά. Όταν η γιορ­τή αυτή μετα­φέρ­θη­κε έπει­τα στο οργα­νω­μέ­νο κρά­τος, συσχε­τί­στη­κε με το θρύ­λο από την έξο­δο της Αιγύπτου.

Τότες πήρε την ονο­μα­σία Πάσχα ή Πέσαχ, που θα πει Πέρα­σμα – το πέρα­σμα του Ισρα­ήλ από την Αίγυ­πτο στην Παλαι­στί­νη – (Πάσχα σημαί­νει πηδώ, περ­νώ, τρέ­χω) Της δόθη­κε η πιο επί­ση­μη σημα­σία. Τη γιόρ­τα­ζαν στη 14η μέρα του πρώ­του φεγ­γα­ριού της χρο­νιάς, που άρχι­ζε απ’ την άνοι­ξη. Αυτό είναι το μεγά­λο Πάσχα, για­τί υπήρ­χε και το Μικρό, δυο βδο­μά­δες αργό­τε­ρα για να γιορ­τά­σουν οι άρρω­στοι και οι στρα­το­κό­ποι. Τέτοια σημα­σία της έδι­ναν, ώστε ο νόμος ανα­γρά­φει τις λεπτο­μέ­ρειες (Κεφ. 16 εδ. 1–3).

«…Φυλά­ξαι τον μήνα των νέων και ποι­ή­σαι το Πάσχα κυρίω τω Θεώ σου ότι εν τω μηνί των νέων εξήλ­θες εξ Αιγύ­πτου νυκτός. Και θύσας το Πάσχα Κυρίω τω Θεώ σου, πρό­βα­τα και βόας εν τω τόπω ον αν εκλέ­ξη­τα Κύριος ο Θεός σου, αυτόν επι­κλη­θή­ναι το όνο­μα αυτού εκεί. Επτά ημέ­ρας ου φάγη επ’ αυτού ζύμην.

Επτά ημέ­ρας φάγη επ’ αυτού άζυ­μα, άρτον κακώ­σε­ως, ότι εν σπου­δή εξήλ­θη­τε εξ Αιγύ­πτου, ίνα μνη­σθή­τε την ημέ­ραν της εξο­δί­ας υμών εκ γης Αιγύ­πτου πάσας τας ημέ­ρας της ζωής υμών».

Εξα­κο­λου­θούν διά­φο­ρες λεπτο­μέ­ρειες και επα­να­λή­ψεις με επι­τα­κτι­κήν επισφράγιση.

«…και ευφραν­θή­σει ενα­ντί­ον του Θεού σου και ο υιός σου και η θυγα­τήρ σου, ο παις σου και η παι­δί­σκη σου και ο Λευ­ΐ­της ο προ­σύ­λη­τος και ο ορφα­νός και η χήρα η ούσα εν υμίν… Και μνή­σθη­τι ότι οικέ­της εγέ­νου εν γη Αιγύ­πτου και φυλά­ξει και ποι­ή­σεις τας εντο­λάς αυτάς».

Το πέρα­σμα του Πάσχα στο Χρι­στια­νι­σμό έγι­νε με μιαν ολό­κλη­ρη σει­ρά δια­μά­χες και σχί­σμα­τα. Ο ίδιος ο θρύ­λος για την ανά­στα­ση του Ιησού δεν επι­βλή­θη­κε παρά μόνο με τη χρε­ο­κο­πία των χρι­στια­νι­κών κοι­νο­τή­των κι έπει­τα από διε­νέ­ξεις κι από αντι­γνω­μί­ες Όμως εκεί­νο που βρή­κε τη μεγα­λύ­τε­ρη αντί­στα­ση ήταν η γιορ­τή του Πάσχα. Ο εορ­τα­σμός του Πάσχα των χρι­στια­νών είχε στη γέν­νη­σή του τη σημα­ντι­κή σημα­σία της στρο­φής προς τον Ιου­δαϊ­σμό. Έδει­χνε καθα­ρά πως δε μπο­ρού­σε να στη­ρη­χθεί η «Πίστη» δίχως το «Νόμο». Ακό­μη επει­δή δεν είχε επι­βλη­θεί ο θρύ­λος για την ανά­στα­ση του Ιησού, το Πάσχα πήρε την έννοια της ανά­μνη­σης του Μυστι­κού Δεί­πνου, που με το συνω­μο­τι­κό του χαρα­κτή­ρα είχε αφή­σει ζωντα­νές ακό­μη επιβιώσεις.

Ο Βίκτωρ Επί­σκο­πος Ρώμης έπει­σε πρώ­τος τους Χρι­στια­νούς της Δύσης να γιορ­τά­σουν το Πάσχα για την Ανά­στα­ση του Ιησού. Μα οι κοι­νό­τη­τες της Ανα­το­λής με επι­κε­φα­λής τον πολύ­καρ­πο Επί­σκο­πο Εφέ­σου ξεση­κώ­θη­καν, απεί­λη­σαν σχί­σμα κι εξα­κο­λου­θού­σαν α γιορ­τά­ζουν το Πάσχα με το Μωσαϊ­κό γεύ­μα και με άζυ­μα. Έπρε­πε να επέμ­βει αργό­τε­ρα ο Ειρη­ναί­ος επί­σκο­πος Λου­γδού­νου για να συμ­βι­βά­σει τα πράγ­μα­τα συγ­χύ­ζο­ντας και τις δύο από­ψεις: το Μωσαϊ­κό γεύ­μα με τα’ άζυ­μα και την ανά­μνη­ση για την Ανά­στα­ση. Το Πάσχα έπρε­πε να συμπέ­φτει με το Πέσαχ των Εβραί­ων. Όμως η Οικου­με­νι­κή Σύνο­δος της Νίκαιας χώρι­σε τις δύο γιορ­τές. Με τη μεταρ­ρύθ­μι­ση του Γρη­γο­ρια­νού ημε­ρο­λο­γί­ου χωρί­στη­κε ακό­μη η γιορ­τή έτσι που να μην συμπέ­φτει το Πάσχα των Δυτι­κών μ’ εκεί­νο που γιόρ­τα­ζαν οι Ανα­το­λί­τες. Τέλος τώρα τελευ­ταία – πριν από τέσ­σε­ρα χρό­νια – ο Επί­σκο­πος του Καντέρ­μπε­ρι επι­διώ­κο­ντας την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της αντε­πα­να­στα­τι­κής Λευ­κής Διε­θνούς υπό την ηγε­μο­νία της Αγγλί­ας υπέ­βα­λε στην ΚΤΕ μια πρό­τα­ση να συμπέ­φτει την ίδια μέρα το Πάσχα όλων των Χρι­στια­νών. Οι ορθό­δο­ξοι υπο­στη­ρί­ζουν αυτήν την άπο­ψη. Όμως το Βατι­κα­νό, που θέλει να επι­βά­λει τη δική του ηγε­μο­νία, επι­μέ­νει να δια­τη­ρή­σει τη γιορ­τή του Πάσχα, όπως την καθο­ρί­ζουν τα δικά του «πασχά­λια».

Αυτά στις πολύ γενι­κές γραμμές

 

(Το κεί­με­νο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό «Πρω­το­πό­ροι» 4/1931)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο