Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από τις Μάγισσες του Σάλεμ στους “axis of evil” 328 χρόνια οι λαοί στο στόχαστρο

Παρα­κο­λου­θώ­ντας στο θεα­τρι­κό σανί­δι (Βρε­τά­νια) το πάντα επί­και­ρο οι «Μάγισ­σες του Σάλεμ» –σε μετά­φρα­ση — σκη­νο­θε­σία Νικο­ρέ­στη Χανιω­τά­κη, με σπου­δαί­ους ηθο­ποιούς (θα πού­με παρα­κά­τω γνώ­μη για την παρά­στα­ση…) εισπρά­ξα­με ως γνώ­στες (με ταξι­κά γυα­λιά –τι να κάνου­με;) του περιρ­ρέ­ο­ντος –τότε και τώρα σχε­τι­κού (οικο­νο­μι­κο­πο­λι­τι­κού άρα και πολι­τι­στι­κού) κλί­μα­τος, πέρα από τη δια­χρο­νι­κή καταγ­γε­λία των δει­σι­δαι­μο­νιών, των προ­κα­τα­λή­ψε­ων και του φανα­τι­σμού αυτό που κυρί­ως ο Μίλερ κατα­κρί­νει δηλ. την κατα­πά­τη­ση των πολι­τι­κών ελευ­θε­ριών εισά­γο­ντας τον όρο «κυνή­γι μαγισ­σών» στον 20ό αιώ­να και την αντι­κο­μου­νι­στι­κή υστε­ρία, με τις προ­σαρ­μο­γές της 70+ χρό­νια: από τον και­ρό του Μακαρ­θι­σμού, μέχρι το ξανα­γρά­ψι­μο της ιστο­ρί­ας από ΕΕ & σια +λοι­ποί απα­ντα­χού «πρό­θυ­μοι» αστοί και οπορτουνιστές.

Το κεί­με­νο ανα­φέ­ρε­ται σε μια πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία: στην δίκη των μαγισ­σών που έγι­νε στο χωριό Σάλεμ της Μασα­χου­σέ­της το 1692. Πρό­κει­ται ένα περι­στα­τι­κό που οδή­γη­σε στην κατα­δί­κη και εκτέ­λε­ση 20 κατοί­κων με την κατη­γο­ρία της μαγείας.

Ο κεντρι­κός ήρω­ας Τζον Πρό­κτορ, με αφορ­μή ένα προ­σω­πι­κό σφάλ­μα – μια συζυ­γι­κή απι­στία – καθί­στα­ται ύπο­πτος σ’ έναν κόσμο δογ­μα­τι­κών. Ήταν το 1692 στο Σάλεμ, όταν η Άμπι­γκεϊλ, ερω­τεύ­ε­ται παρά­φο­ρα αυτόν τον μεγα­λύ­τε­ρό της παντρε­μέ­νο άνδρα, εκεί­νος όμως την απορ­ρί­πτει και δια­λέ­γει να μεί­νει στο πλάι της συζύ­γου του. Έτσι, αυτή μαζί με άλλες κοπέ­λες του χωριού του κάνουν μάγια για να τον φέρουν πίσω. Οι κάτοι­κοι του Σάλεμ τις ανα­κα­λύ­πτουν και οι γυναί­κες κιν­δυ­νεύ­ουν να θανα­τω­θούν ως μάγισ­σες. Η Άμπι­γκεϊλ κατη­γο­ρεί την σύζυ­γο του αγα­πη­μέ­νου της ως υπο­κι­νή­τρια των μετα­φυ­σι­κών πρά­ξε­ων, με απο­τέ­λε­σμα να ξεκι­νή­σει μία δίκη με κατα­στρο­φι­κές συνέ­πειες για όλους.

Μετά­φρα­ση — Σκη­νο­θε­σία: Νικο­ρέ­στης Χανιωτάκης
Σκη­νι­κά: Αρε­τή Μουστάκα
Κοστού­μια: Χρι­στί­να Πανοπούλου
Πρω­τό­τυ­πη μου­σι­κή: Γιάν­νης Μαθές
Επι­μέ­λεια κίνη­σης: Αντι­γό­νη Γύρα
Φωτι­σμοί: Χρι­στί­να Θανάσουλα
Βοη­θός σκη­νο­γρά­φου: Φραν­τζέ­σκα Μπού­τση, Έμι­λυ Ονησιφόρου
Φωτο­γρα­φί­ες: Αγγε­λι­κή Κοκκοβέ
Βοη­θός ενδυ­μα­το­λό­γου: Μαρία Φέξη
Συνερ­γά­της θεα­τρο­λό­γος: Χρι­στιάν­να Μαντζουράνη
Βοη­θός σκη­νο­θέ­τη: Ελευ­θε­ρία Μπενοβία
Οργά­νω­ση παρα­γω­γής: Ανα­στα­σία Γεωργοπούλου
Εκτέ­λε­ση παρα­γω­γής: Νατα­λία Μπα­ρούς, Φραν­τζέ­σκα Μπούτση

Πρω­τα­γω­νι­στούν : Γιάν­νης Καλα­τζό­που­λος, Άκης Σακελ­λα­ρί­ου, Ρένια Λουι­ζί­δου, Μιχά­λης Αερά­κης, Δανάη Επι­θυ­μιά­δη, Μελί­να Βαμ­βα­κά, Κώστας Καππας

Σαμου­ήλ Πάρις: Γιάν­νης Καλατζόπουλος

Δικα­στής Ντάν­φορθ: Μιχά­λης Αεράκης

Ελι­σά­βετ Πρό­κτορ: Ρένια Λουιζίδου

Άμπι­γκεϊλ Γουίλ­λιαμς: Δανάη Επιθυμιάδη

Ρεβέκ­κα Κόρει: Μελί­να Βαμβακά

Τζον Χέηλ: Κώστας Κάππας

Τόμας Πάτ­ναμ: Θωμάς Γκαγκάς

Άννα Πάτ­ναμ: Κατε­ρί­να Νικολοπούλου

Μαί­ρη Γουό­ρεν: Ισι­δώ­ρα Δωροπούλου

Μπέ­τυ Πάρις: Άννα Κλάδη

Μέρ­ση Λιού­ις: Αντουα­νέ­τα Παπαδοπούλου

Τιτού­μπα: Δανάη Ομο­ρε­γκιέ Νεάνθ

Κυνήγι μαγισσών 1692–2022

Το έργο — ορό­ση­μο στην ιστο­ρία του θεά­τρου, που γρά­φτη­κε το 1953, με διπλό τίτλο «Η Δοκι­μα­σία» (The Crucible) ή «Οι μάγισ­σες του Σάλεμ», από τον Άρθουρ Μίλερ, ο οποί­ος έλε­γε πως «κάθε φορά που κάποια χώρα κιν­δυ­νεύ­ει από ολο­κλη­ρω­τι­κά καθε­στώ­τα και μπαί­νουν σε κίν­δυ­νο οι πολι­τι­κές ελευ­θε­ρί­ες, το έργο ξανανεβαίνει».

Συμπλή­ρω­νε, μάλι­στα, ότι από τον τρό­πο που ανε­βαί­νει και το είδος της υπο­δο­χής που του επι­φυ­λάσ­σε­ται, κατα­λά­βαι­νε ακρι­βώς το πώς θα εξε­λισ­σό­ταν το πολι­τι­κό κλί­μα εκεί. Εδώ στη χώρα μας, την περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας των συνταγ­μα­ταρ­χών, είχε απα­γο­ρεύ­σει να ανε­βαί­νουν τα έργα του.

Ο Μίλερ βρέ­θη­κε στη δίνη της αντι­κομ­μου­νι­στι­κής υστε­ρί­ας την περί­ο­δο του λεγό­με­νου «Ψυχρού Πολέ­μου» και βίω­σε στο πετσί του τον Μακαρ­θι­σμό. Έζη­σε την επο­χή του «Ερυ­θρού Τρό­μου», που διήρ­κε­σε από τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’40 έως τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’50. Στο στό­χα­στρο των διώ­ξε­ων και του αδυ­σώ­πη­του κυνη­γιού μαγισ­σών στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες βρέ­θη­καν αρι­στε­ροί, προ­ο­δευ­τι­κοί καλ­λι­τέ­χνες και δια­νο­ού­με­νοι του Hollywood, με πρό­σχη­μα την εξά­λει­ψη κομ­μου­νι­στι­κών και «αντι­πα­τριω­τι­κών» ιδεών.

Το πογκρόμ εκεί­νο βασί­στη­κε πάνω στην αντί­λη­ψη πως ο κόσμος του θεά­μα­τος είχε «αλω­θεί» από κομ­μου­νι­στές. Η αλή­θεια είναι ότι τη συγκε­κρι­μέ­νη περί­ο­δο τα επι­τεύγ­μα­τα της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης είχαν ενθου­σιά­σει μεγά­λο αριθ­μό δια­νο­ου­μέ­νων και καλ­λι­τε­χνών και η ιδέα ενός κόσμου χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση, μαζί με την ηρω­ι­κή αντί­στα­ση στο Ανα­το­λι­κό Μέτω­πο, είχαν μεγά­λη απήχηση.

Ο «Ψυχρός Πόλε­μος» όμως κατα­σκεύ­α­σε τον «Κόκ­κι­νο Τρό­μο» και απο­φα­σί­στη­κε να καλ­λιερ­γη­θεί στον μέσο Αμε­ρι­κα­νό η ψύχω­ση ότι κάποια μέρα οι Σοβιε­τι­κοί πυρη­νι­κοί πύραυ­λοι θα χτυ­πού­σαν την Αμε­ρι­κή. Τότε γεν­νή­θη­κε η δια­βό­η­τη Επι­τρο­πή Αντια­με­ρι­κα­νι­κών Δρα­στη­ριο­τή­των, που ανέ­λα­βε να χτυ­πή­σει το «κακό» στη ρίζα του και να μην επι­τρέ­ψει να «δια­βρω­θεί» η αμε­ρι­κα­νι­κή πολι­τι­στι­κή παραγωγή.

Αυτή θα τιμω­ρού­σε τους «εχθρούς του έθνους» και στο όνο­μα αυτής της …απο­στο­λής ακο­λου­θή­θη­καν αντι­συ­νταγ­μα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, κατα­πα­τή­σεις πολι­τι­κών ελευ­θε­ριών και οι πιο ακραί­ες παρα­βιά­σεις δικαιω­μά­των. Ποιος ξεχνά­ει τον Ουόλτ Ντίσ­νεϊ, που κατέ­δι­δε ως κομ­μου­νι­στές τους συν­δι­κα­λι­στές των εται­ρειών του; Δεν είχε τέλος η Μαύ­ρη Λίστα του Χόλι­γουντ, που ξεκί­νη­σε να φακε­λώ­νει το 1947 και στην οποία όποιος έμπαι­νε κατα­στρε­φό­ταν, αφού τον θεω­ρού­σαν μέλος ή επιρ­ροή του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμματος.

Μαζι­κές ήταν τότε οι απαγ­γε­λί­ες κατη­γο­ριών για ανυ­πα­κοή, προ­δο­σία, πάντα με πλα­στά απο­δει­κτι­κά στοι­χεία. Επρό­κει­το περί πραγ­μα­τι­κής επαγ­γελ­μα­τι­κής και προ­σω­πι­κής εξό­ντω­σης πολ­λών ανθρώ­πων. Εκδιώ­χθη­καν τα πιο φωτι­σμέ­να μυα­λά από τα στού­ντιο, άρχι­σε να πέφτει η ποιό­τη­τα των ται­νιών, θρύ­λοι της έβδο­μης τέχνης, όπως ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν, ο Ορσον Γου­έλς, ο Τζον Χιού­στον κ.ά. διέ­φυ­γαν στην Ευρώ­πη για να μπο­ρέ­σουν να δου­λέ­ψουν ελεύθερα.

Ο Μίλερ, επη­ρε­α­σμέ­νος από την αντι­κομ­μου­νι­στι­κή υστε­ρία και το «κυνή­γι μαγισ­σών», που ακο­λού­θη­σε, ακρι­βώς τότε, γρά­φει και παρου­σιά­ζει ένα αλλη­γο­ρι­κό έργο, με φόντο το χωριό Σάλεμ της Μασα­χου­σέ­της. Ο Μίλερ επι­σκέ­φθη­κε το Σάλεμ και δια­πί­στω­σε μελε­τώ­ντας τα αρχεία πως οι εκεί «δίκες των μαγισ­σών» το 1692, όπου κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το και απαγ­χο­νί­στη­καν κάπου 20 αθώ­οι, άνδρες και γυναί­κες, παρου­σί­α­ζαν μεγά­λες ομοιό­τη­τες με τις ακρο­ά­σεις της Επιτροπής.

Αξί­ζει να σημειω­θεί πως μετα­ξύ 1550 και 1700, περί­που 80.000 άνθρω­ποι δικά­στη­καν με την κατη­γο­ρία της μαγεί­ας. Οι μισοί από αυτούς θανα­τώ­θη­καν, τους περισ­σό­τε­ρους τους έκα­ψαν ζωντανούς.

Έγρα­ψε τότε λοι­πόν το «Crucible», μια πολι­τι­κή θεα­τρι­κή αλλη­γο­ρία, για κάποια ζητή­μα­τα που είναι παρό­ντα συνε­χώς. Για την ελευ­θε­ρία της έκφρα­σης, την τρο­μο­κρα­τία, τη θανα­τι­κή ποι­νή, τη σύλ­λη­ψη χωρίς απο­δεί­ξεις, τις πλα­στές κατη­γο­ρί­ες, την παρά­νο­μη σύστα­ση δικα­στη­ρί­ων, τις ψευ­δο­μαρ­τυ­ρί­ες, τα χυδαία συμ­φέ­ρο­ντα, τη μαζι­κή υστε­ρία, τον χαφιε­δι­σμό, την αυτο­διά­θε­ση του ατό­μου, τους κατα­πιε­στι­κούς μηχα­νι­σμούς της εξουσίας.

Όταν ο Μίλερ έφυ­γε από το Σάλεμ, άκου­σε στο ραδιό­φω­νο του αυτο­κι­νή­του του ότι ο παλιός του φίλος και σκη­νο­θέ­της των θεα­τρι­κών έργων του, Ηλί­ας Καζάν, κατέ­δω­σε στην Επι­τρο­πή ανθρώ­πους που ήταν, υπο­τί­θε­ται, κομ­μου­νι­στές. Ανά­με­σά τους και τον Ζυλ Ντα­σέν, με απο­τέ­λε­σμα εκεί­νος να ανα­γκα­στεί να εγκα­τα­λεί­ψει τη χώρα.
Το 1956 τον καλεί η Επι­τρο­πή του Μακάρ­θι, για να κατο­νο­μά­σει κομ­μου­νι­στές που είχε δει σε μια συγκέ­ντρω­ση, η οποία είχε θεω­ρη­θεί επα­να­στα­τι­κή. Αρνεί­ται να το κάνει, παρά τις πιέ­σεις του πανί­σχυ­ρου αφε­ντι­κού της «Twentieth Century Fox» Σπύ­ρου Σκού­ρα και κατα­δι­κά­ζε­ται για περι­ύ­βρι­ση αρχής. Το ότι αρνεί­ται να κατα­δώ­σει τους συνα­δέλ­φους του, ενθου­σιά­ζει τον καλ­λι­τε­χνι­κό χώρο και γίνε­ται αμέ­σως σύμ­βο­λο αντί­στα­σης. Στον Μίλερ οφεί­λε­ται ο χαρα­κτη­ρι­σμός της Μακαρ­θι­κής περιό­δου ως «κυνη­γιού μαγισσών».

Ο συγ­γρα­φέ­ας με το ανή­συ­χο πνεύ­μα και την άγρυ­πνη πολι­τι­κή συνεί­δη­ση δεν παρα­μυ­θιά­στη­κε στιγ­μή με το «αμε­ρι­κα­νι­κό όνει­ρο», γι’ αυτό και έγρα­ψε το 1949 και τον «Θάνα­το του Εμπο­ρά­κου», ένα έργο που εμπνεύ­στη­κε από την οικο­νο­μι­κή κατα­στρο­φή του πατέ­ρα του, που πτώ­χευ­σε με το κραχ του 1929 και που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται μέσα στη βαναυ­σό­τη­τα της αμε­ρι­κα­νι­κής καπι­τα­λι­στι­κής πραγματικότητας.

Είναι ο πρώ­τος συγ­γρα­φέ­ας που κερ­δί­ζει τρία βρα­βεία, το «Πού­λι­τζερ», το «Τόνι» και το βρα­βείο Κρι­τι­κών της Νέας Υόρ­κης, γι’ αυτό το έργο, το οποίο του έφε­ρε μεν παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση, καθι­στώ­ντας τον εφά­μιλ­λο του Ευγέ­νιου Ο’ Νιλ, αλλά δεν γλί­τω­σε τις κρι­τι­κές περί …μαρ­ξι­στι­κής προπαγάνδας.

Ποτέ δεν έπα­ψε να είναι πολι­τι­κό το θέα­τρο που έγρα­φε ο Μίλερ. Κανείς δεν αμφι­σβή­τη­σε στιγ­μή την ισχυ­ρή κοι­νω­νι­κή ευσυ­νει­δη­σία του, ούτε την ενσυ­ναί­σθη­ση των ταξι­κών δια­χω­ρι­σμών, ούτε το ηθι­κό πάθος του. Τον ένοια­ζε πάντα να δώσει στον κόσμο να κατα­λά­βει τη σαθρό­τη­τα και την παρακ­μή του «αμε­ρι­κα­νι­κού ονεί­ρου», τον εγω­ι­σμό και την αδια­φο­ρία του συστή­μα­τος για τον άνθρωπο.

Από τον Ντίκενς στις «Μάγισσες»

Τον Γερ­μα­νο­ε­βραίο πιτσι­ρι­κά που ανα­γκά­στη­κε από πολύ μικρή ηλι­κία να κάνει διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα και η μόνη του επα­φή με τη λογο­τε­χνία ήταν κάποια έργα του Ντί­κενς, τελι­κά αυτοί που κατά­φε­ραν να τον ταρα­κου­νή­σουν και να τον κάνουν να στρα­φεί προς τη συγ­γρα­φή, ήταν οι «Αδερ­φοί Καρα­μα­ζώφ». Όταν πέθα­νε, τα φώτα στα θέα­τρα του Μπρό­ντ­γου­εϊ χαμή­λω­σαν. Ήταν ενε­νή­ντα ετών κι έγρα­φε ακό­μη. Δίπλα στο όνο­μά του μυθι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα, κινη­μα­το­γρα­φι­κά σενά­ρια, βιβλία για παιδιά…

Μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα

«Η απο­στο­λή του θεά­τρου, τελι­κά, είναι να αλλά­ξει τους ανθρώ­πους, να τους κάνει να απο­κτή­σουν μεγα­λύ­τε­ρη συνεί­δη­ση για το τι μπο­ρούν να κάνουν». Αυτή η βασι­κή αρχή καθό­ρι­σε το έργο του μεγά­λου Αμε­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα Άρθουρ Μίλερ (Arthur Asher Miller), το όνο­μα του οποί­ου ήταν πρώ­το στον κατά­λο­γο «υπό επι­τή­ρη­ση καλ­λι­τε­χνών» που είχε καταρ­τί­σει, την επο­χή του Μακαρ­θι­σμού, το Kογκρέ­σο για τους καλ­λι­τέ­χνες που θεω­ρού­σε ότι ασκού­σαν «κομ­μου­νι­στι­κή επιρ­ροή επί των τεχνών».

17+ χρό­νια συμπλη­ρώ­θη­καν από τότε που έφυ­γε από τη ζωή (10-Φλε­βά­ρη-2005), το έργο του όμως παρα­μέ­νει πάντα επίκαιρο.

Όπως ο ίδιος είχε πει για τον «Εμπο­ρά­κο» την τελευ­ταία φορά, που ανέ­βη­κε, το 1999 και απέ­σπα­σε το βρα­βείο «Τόνι» καλύ­τε­ρης ανα­βί­ω­σης έργου — «Η τρο­μο­κρα­τία σήμε­ρα δεν άλλα­ξε και πολύ. 

Το έργο μου είναι επί­και­ρο όσο ποτέ άλλο­τε. Ο Εμπο­ρά­κος είναι η τρα­γω­δία ενός ανθρώ­που που πίστε­ψε πως μόνο εκεί­νος δεν μπό­ρε­σε να ικα­νο­ποι­ή­σει τα κρι­τή­ρια που έθε­σαν, για όλη την ανθρω­πό­τη­τα, κάποιοι φρε­σκο­ξυ­ρι­σμέ­νοι, άκαμ­πτοι κύριοι που παροι­κούν σήμε­ρα την κορυ­φή των τηλε­ο­πτι­κών επι­χει­ρή­σε­ων και των δια­φη­μι­στι­κών γρα­φεί­ων».

Άλλω­στε, όλα τα έργα του Μίλερ ασκού­σαν κρι­τι­κή στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, την κυβέρ­νη­ση και τον τρό­πο ζωής των κατοί­κων της, ενώ εξέ­θε­ταν και τα ψεγά­δια του λεγό­με­νου «αμε­ρι­κα­νι­κού ονεί­ρου», κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κρι­τι­κή στις ΗΠΑ. Όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρει ο βιο­γρά­φος του, Μάρ­τιν Γκότ­φριντ, «σπά­νια ένας καλ­λι­τέ­χνης έχει δεχτεί τόσες πολ­λές επι­θέ­σεις και συκο­φα­ντί­ες στην πατρί­δα του και ταυ­τό­χρο­να έχαι­ρε βαθιάς εκτί­μη­σης σε όλον τον κόσμο».

Η καθιέ­ρω­σή του ήρθε με το κλα­σι­κό έργο «ο Θάνα­τος του Εμπο­ρά­κου», σημείο ανα­φο­ράς του θεά­τρου του 20ού αιώ­να, ίσως το καλύ­τε­ρό του έργο κατά τους ειδι­κούς, μια ιστο­ρία για μια μικρο­α­στι­κή αμε­ρι­κα­νι­κή οικο­γέ­νεια που συνε­θλί­βη υπό το βάρος του αμε­ρι­κα­νι­κού καπι­τα­λι­σμού. Κατά σύμ­πτω­ση, η 10η Φεβρουα­ρί­ου, ημε­ρο­μη­νία θανά­του του, ήταν η 56η επέ­τειος από την πρε­μιέ­ρα του έργου αυτού (1949).

Ο Άρθουρ Μίλερ γεν­νή­θη­κε στις 17 Οκτω­βρί­ου 1915 στη Νέα Υόρ­κη, ανα­το­λι­κά της 12ης Οδού. Η οικο­γέ­νειά του είχε εβραϊ­κές ρίζες και μεγά­λω­σε με θρη­σκευ­τι­κή ανα­τρο­φή. Ο πατέ­ρας του, Ισι­ντόρ Μίλερ, μετα­νά­στης από την Πολω­νία, είχε απο­κτή­σει μεγά­λη περιου­σία από μια βιο­τε­χνία και κατά­στη­μα γυναι­κεί­ων ρού­χων, ενώ η μητέ­ρα του, Ογκού­στα Μπάρ­νετ, ήταν Αμε­ρι­κα­νί­δα που είχε εργα­στεί ως δασκά­λα στο δημό­σιο, ενώ ο πατέ­ρας της είχε ρίζες από την ίδια πόλη της Πολω­νί­ας απ’ όπου κατά­γο­νταν και οι Μίλερ.

Ήταν το δεύ­τε­ρο από τα τρία παι­διά της οικο­γέ­νειας. Πήγε στο δημό­σιο σχο­λείο του Χάρ­λεμ και τέλειω­σε το γυμνά­σιο το 1932, όντας μέτριος μαθη­τής με καλές επι­δό­σεις στον αθλη­τι­σμό. Στο μετα­ξύ, σε αντί­θε­ση με την προη­γου­μέ­νως οικο­νο­μι­κά άνε­τη και σχε­δόν πλού­σια ζωή τους, είχαν μετα­κο­μί­σει στο Μπρού­κλιν και η οικο­γέ­νειά του είχε κατα­στρα­φεί οικο­νο­μι­κά από το Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συνε­πώς ανα­γκά­στη­κε να εργα­στεί για να βγά­λει χρή­μα­τα σε διά­φο­ρες δου­λειές: τρα­γου­δι­στής σε τοπι­κό ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό, οδη­γός φορ­τη­γού, υπάλ­λη­λος κατα­στή­μα­τος ανταλ­λα­κτι­κών αυτο­κι­νή­των στη 10η Λεω­φό­ρο του Μαν­χά­ταν κ.ά. Η μόνη επα­φή που είχε μέχρι τότε με τη λογο­τε­χνία ήταν κάποια από τα έργα του Αγγλου συγ­γρα­φέα Καρό­λου Ντί­κενς, ενώ ώθη­ση για να αρχί­σει να γρά­φει του έδω­σαν οι «Αδερ­φοί Καρα­μα­ζώφ» του Φιό­ντορ Ντοστογιέφσκι.

Στις 29 Ιανουα­ρί­ου 1947, ανε­βαί­νει το έργο «Ήταν όλοι τους παι­διά μου», ένα έργο που παρου­σί­α­ζε τον αντί­κτυ­πο της ανά­μει­ξης των ΗΠΑ στο 2ο Παγκό­σμιο Πόλε­μο σε μια τυπι­κή αμε­ρι­κα­νι­κή οικο­γέ­νεια και επί­κε­ντρό του ήταν οι κοι­νω­νι­κές ευθύ­νες ενός βιο­μη­χά­νου που είχε κερ­δο­σκο­πή­σει, που­λώ­ντας ελατ­τω­μα­τι­κά ανταλ­λα­κτι­κά αερο­σκα­φών στην αμε­ρι­κα­νι­κή πολε­μι­κή αεροπορία.

Με το έργο αυτό έγι­νε ευρέ­ως δημο­φι­λής και κέρ­δι­σε το Βρα­βείο Δρά­μα­τος των Κρι­τι­κών της Νέας Υόρ­κης και το Βρα­βείο «Ντό­ναλν­τσον». Το συγκε­κρι­μέ­νο έργο παρου­σιά­στη­κε ξανά και απέ­κτη­σε μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία, όταν προ­βλή­θη­κε στην κρα­τι­κή τηλε­ό­ρα­ση το 1987, ένα χρό­νο μετά την εκτό­ξευ­ση και έκρη­ξη του δια­στη­μι­κού λεω­φο­ρεί­ου Challenger λόγω βλά­βης στους αγω­γούς στε­ρε­ών καυσίμων.

Το 1949, είναι ο πρώ­τος που κερ­δί­ζει τρία βρα­βεία, το Βρα­βείο «Πού­λι­τζερ», το Βρα­βείο «Τόνι» και το βρα­βείο Κρι­τι­κών της Νέας Υόρ­κης, για το «Θάνα­το του εμπο­ρά­κου» σε σκη­νο­θε­σία Ελία Καζάν, το οποίο του έφε­ρε παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση. Ενα έργο που ήταν ο από­η­χος της προ­σω­πι­κής εμπει­ρί­ας του Μίλερ από την οικο­νο­μι­κή κατα­στρο­φή του πατέ­ρα του.

Στις ΗΠΑ πλέ­ον βασι­λεύ­ει ο μακαρ­θι­σμός και η δρα­στη­ριό­τη­τα της Επι­τρο­πής Αντι-Αμε­ρι­κα­νι­κών Δρα­στη­ριο­τή­των. Επη­ρε­α­σμέ­νος από τον αντι­κομ­μου­νι­σμό και το «κυνή­γι μαγισ­σών», που ακο­λού­θη­σε ενα­ντί­ον εκπρο­σώ­πων του πνευ­μα­τι­κού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γρά­φει και παρου­σιά­ζει το αλλη­γο­ρι­κό έργο — κατη­γο­ρη­τή­ριο «Δοκι­μα­σία», το οποίο, αν και δε γνώ­ρι­σε μεγά­λη εισπρα­κτι­κή επι­τυ­χία ούτε έγι­νε δεκτό με εγκω­μια­στι­κές κρι­τι­κές, του έφε­ρε ένα Βρα­βείο «Τόνι» το 1953 κι αργό­τε­ρα έγι­νε ένα από τα πιο πολυ­παιγ­μέ­να έργα του, παρου­σια­ζό­με­νο, κατά το συγ­γρα­φέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαι­ναν σε κίν­δυ­νο οι πολι­τι­κές ελευ­θε­ρί­ες. Σύμ­φω­να με τον ίδιο το Μίλερ: «Εν μέρει ήταν πολι­τι­κό θέμα και πολύς κόσμος το φοβό­ταν. Επί­σης, το κόστος του ανε­βά­σμα­τος ήταν υψη­λό για­τί είναι μεγά­λη παρα­γω­γή. Υπήρ­χαν και μερι­κοί που έλε­γαν ότι η γλώσ­σα του έργου δε θα γινό­ταν κατα­νοη­τή από όλους. Δεν υπήρ­ξε όμως τέτοιο πρό­βλη­μα. Όλοι κατά­λα­βαν τη γλώσ­σα που χρησιμοποίησα».

Το 1954, του αφαι­ρεί­ται το δια­βα­τή­ριο κι έτσι δεν κατα­φέρ­νει να παρα­στεί στην πρε­μιέ­ρα της «Δοκι­μα­σί­ας» στις Βρυ­ξέλ­λες. Οδη­γεί­ται για κατά­θε­ση, κατη­γο­ρού­με­νος ότι είχε δια­συν­δέ­σεις με αρι­στε­ρούς. Αρνεί­ται να κατα­δώ­σει ονό­μα­τα υπό­πτων για κομ­μου­νι­στι­κή δρά­ση, κατα­δι­κά­ζε­ται από το Κογκρέ­σο το 1957, αλλά αθω­ώ­νε­ται από το Ανώ­τα­το Δικα­στή­ριο το 1958.

Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ στα­μά­τη­σε να γρά­φει για το θέα­τρο και ασχο­λή­θη­κε με τη συγ­γρα­φή σενα­ρί­ων για τον κινη­μα­το­γρά­φο. Το 1960, σε μια από τις τελευ­ταί­ες προ­σπά­θειές του να κρα­τή­σει κοντά σε αυτόν και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα την Μέρι­λιν Μον­ρόε, η οποία είχε αρχί­σει να κατα­φεύ­γει στα ναρ­κω­τι­κά, ο Μίλερ έγρα­ψε το πρώ­το του κινη­μα­το­γρα­φι­κό σενά­ριο, των «Αταί­ρια­στων», όπου πρω­τα­γω­νι­στού­σαν η Μον­ρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντ­γκό­με­ρι Κλιφτ. Η ται­νία δεν απο­δεί­χτη­κε καθό­λου ευοί­ω­νη για τους πρω­τα­γω­νι­στές της: ο Γκέιμπλ πέθα­νε δεκα­πέ­ντε μέρες μετά το τέλος των γυρι­σμά­των, ο Κλιφτ είχε αρχί­σει ήδη την κατά­χρη­ση χαπιών και αλκο­όλ που τον οδή­γη­σαν στο θάνα­το έξι χρό­νια μετά και η Μέρι­λιν εμφα­νι­ζό­ταν τελευ­ταία φορά στο κοινό.

Στο θέα­τρο επα­νήλ­θε το 1964 με τα έργα «Επει­σό­διο στο Βισύ» και «Μετά την πτώ­ση», το πιο προ­σω­πι­κό και ενδο­σκο­πι­κό έργο του, στο οποίο δια­κρί­νο­νται αυτο­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία από το γάμο του με την Μον­ρόε, κάτι για το οποίο επι­κρί­θη­κε. Συνε­χί­στη­κε το ανέ­βα­σμα θεα­τρι­κών έργων κατά τις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες, τα οποία ωστό­σο δεν κατα­φέρ­νουν να φτά­σουν τις προη­γού­με­νες επι­τυ­χί­ες του. Το 1965, απο­δέ­χτη­κε την προ­ε­δρία στον οργα­νι­σμό PEN International, την ένω­ση ποι­η­τών, συγ­γρα­φέ­ων, δοκι­μιο­γρά­φων και άλλων εκπρο­σώ­πων της λογο­τε­χνί­ας, και έγι­νε ολο­έ­να και πιο δρα­στή­ριος στην υπε­ρά­σπι­ση των δικαιω­μά­των των λογοτεχνών.

Ο Μίλερ ξεχώ­ρι­σε και για την αρθρο­γρα­φία του σε αμε­ρι­κα­νι­κές εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά, όπου εξέ­φρα­σε την άπο­ψή του για κρί­σι­μα πολι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά και καλ­λι­τε­χνι­κά ζητή­μα­τα, όπως για τον πόλε­μο στο Βιετ­νάμ και την κρί­ση μετα­ξύ Ισρα­ήλ και Παλαι­στί­νης, τη λογο­κρι­σία και τη φυλά­κι­ση καλ­λι­τε­χνών, ενώ πιο πρό­σφα­τα για τον πόλε­μο στο Ιράκ.

Σε ένα από τα ταξί­δια του, το 1985, πήγε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη με τον Χάρολντ Πίντερ, υπο­στη­ρί­ζο­ντας τα δικαιώ­μα­τα των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων που είχαν πλη­γεί από το δικτα­το­ρι­κό καθεστώς.

Ο παρα­γω­γός του Μπρό­ντ­γου­εϊ Ρόμπερτ Γουάιτ­χεντ, που είχε συνερ­γα­στεί πολ­λές φορές με τον Μίλερ, ανα­φέ­ρει ότι στο έργο του «υπάρ­χει μια σχε­δόν συνει­δη­τή ανά­γκη να γίνει το φως που θα λάμ­ψει μες στον κόσμο. Προ­σπά­θη­σε να βρει απα­ντή­σεις σε αυτό που έβλε­πε γύρω του και χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρ­χε δικαιοσύνη».

«Ήταν βρά­χος και έμοια­ζε με βρά­χο, εννοώ ότι και η φυσι­κή παρου­σία του ήταν επι­βλη­τι­κή», είχε δηλώ­σει για τον Μίλερ ο θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας Χάρολντ Πίντερ στην είδη­ση του θανά­του του.

«Ηταν ηγέ­της… Από­λυ­τα ανε­ξάρ­τη­τος, με μια ατα­λά­ντευ­τη κρι­τι­κή ευφυία».

(σσ. με πλη­ρο­φο­ρί­ες από το Ριζο­σπά­στη \ με την πένα της αγα­πη­μέ­νης μας Σοφί­ας Αδα­μί­δου. –Δεί­τε και εδώ

Κλεί­νο­ντας ‑Δυο λόγια για την παρά­στα­ση ‑σε γενι­κές γραμ­μές καλή.

Οι Γιάν­νης Καλα­τζό­που­λος και Μιχά­λης Αερά­κης –στο ύψος τους, ξεχώ­ρι­σαν. Από τη Ρένια Λουι­ζί­δου περι­μέ­να­με κάτι παρα­πά­νω, τα «κορί­τσια» (οι μάγισ­σες) θέλουν δου­λί­τσα … έχουν χρό­νο μπρο­στά τους.

Ελλη­νι­κή πρω­το­τυ­πία τα σκη­νι­κά –ο κεκλι­μέ­νος σταυ­ρός, με την κατα­πα­κτή κλπ.

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο