Παρακολουθώντας στο θεατρικό σανίδι (Βρετάνια) το πάντα επίκαιρο οι «Μάγισσες του Σάλεμ» –σε μετάφραση — σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, με σπουδαίους ηθοποιούς (θα πούμε παρακάτω γνώμη για την παράσταση…) εισπράξαμε ως γνώστες (με ταξικά γυαλιά –τι να κάνουμε;) του περιρρέοντος –τότε και τώρα σχετικού (οικονομικοπολιτικού άρα και πολιτιστικού) κλίματος, πέρα από τη διαχρονική καταγγελία των δεισιδαιμονιών, των προκαταλήψεων και του φανατισμού αυτό που κυρίως ο Μίλερ κατακρίνει δηλ. την καταπάτηση των πολιτικών ελευθεριών εισάγοντας τον όρο «κυνήγι μαγισσών» στον 20ό αιώνα και την αντικομουνιστική υστερία, με τις προσαρμογές της 70+ χρόνια: από τον καιρό του Μακαρθισμού, μέχρι το ξαναγράψιμο της ιστορίας από ΕΕ & σια +λοιποί απανταχού «πρόθυμοι» αστοί και οπορτουνιστές.
Το κείμενο αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία: στην δίκη των μαγισσών που έγινε στο χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692. Πρόκειται ένα περιστατικό που οδήγησε στην καταδίκη και εκτέλεση 20 κατοίκων με την κατηγορία της μαγείας.
Ο κεντρικός ήρωας Τζον Πρόκτορ, με αφορμή ένα προσωπικό σφάλμα – μια συζυγική απιστία – καθίσταται ύποπτος σ’ έναν κόσμο δογματικών. Ήταν το 1692 στο Σάλεμ, όταν η Άμπιγκεϊλ, ερωτεύεται παράφορα αυτόν τον μεγαλύτερό της παντρεμένο άνδρα, εκείνος όμως την απορρίπτει και διαλέγει να μείνει στο πλάι της συζύγου του. Έτσι, αυτή μαζί με άλλες κοπέλες του χωριού του κάνουν μάγια για να τον φέρουν πίσω. Οι κάτοικοι του Σάλεμ τις ανακαλύπτουν και οι γυναίκες κινδυνεύουν να θανατωθούν ως μάγισσες. Η Άμπιγκεϊλ κατηγορεί την σύζυγο του αγαπημένου της ως υποκινήτρια των μεταφυσικών πράξεων, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία δίκη με καταστροφικές συνέπειες για όλους.
Μετάφραση — Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά: Αρετή Μουστάκα
Κοστούμια: Χριστίνα Πανοπούλου
Πρωτότυπη μουσική: Γιάννης Μαθές
Επιμέλεια κίνησης: Αντιγόνη Γύρα
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός σκηνογράφου: Φραντζέσκα Μπούτση, Έμιλυ Ονησιφόρου
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
Βοηθός ενδυματολόγου: Μαρία Φέξη
Συνεργάτης θεατρολόγος: Χριστιάννα Μαντζουράνη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελευθερία Μπενοβία
Οργάνωση παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου
Εκτέλεση παραγωγής: Ναταλία Μπαρούς, Φραντζέσκα Μπούτση
Πρωταγωνιστούν : Γιάννης Καλατζόπουλος, Άκης Σακελλαρίου, Ρένια Λουιζίδου, Μιχάλης Αεράκης, Δανάη Επιθυμιάδη, Μελίνα Βαμβακά, Κώστας Καππας
Σαμουήλ Πάρις: Γιάννης Καλατζόπουλος
Δικαστής Ντάνφορθ: Μιχάλης Αεράκης
Ελισάβετ Πρόκτορ: Ρένια Λουιζίδου
Άμπιγκεϊλ Γουίλλιαμς: Δανάη Επιθυμιάδη
Ρεβέκκα Κόρει: Μελίνα Βαμβακά
Τζον Χέηλ: Κώστας Κάππας
Τόμας Πάτναμ: Θωμάς Γκαγκάς
Άννα Πάτναμ: Κατερίνα Νικολοπούλου
Μαίρη Γουόρεν: Ισιδώρα Δωροπούλου
Μπέτυ Πάρις: Άννα Κλάδη
Μέρση Λιούις: Αντουανέτα Παπαδοπούλου
Τιτούμπα: Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθ
Κυνήγι μαγισσών 1692–2022
Το έργο — ορόσημο στην ιστορία του θεάτρου, που γράφτηκε το 1953, με διπλό τίτλο «Η Δοκιμασία» (The Crucible) ή «Οι μάγισσες του Σάλεμ», από τον Άρθουρ Μίλερ, ο οποίος έλεγε πως «κάθε φορά που κάποια χώρα κινδυνεύει από ολοκληρωτικά καθεστώτα και μπαίνουν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες, το έργο ξανανεβαίνει».
Συμπλήρωνε, μάλιστα, ότι από τον τρόπο που ανεβαίνει και το είδος της υποδοχής που του επιφυλάσσεται, καταλάβαινε ακριβώς το πώς θα εξελισσόταν το πολιτικό κλίμα εκεί. Εδώ στη χώρα μας, την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, είχε απαγορεύσει να ανεβαίνουν τα έργα του.
Ο Μίλερ βρέθηκε στη δίνη της αντικομμουνιστικής υστερίας την περίοδο του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου» και βίωσε στο πετσί του τον Μακαρθισμό. Έζησε την εποχή του «Ερυθρού Τρόμου», που διήρκεσε από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Στο στόχαστρο των διώξεων και του αδυσώπητου κυνηγιού μαγισσών στις Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν αριστεροί, προοδευτικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι του Hollywood, με πρόσχημα την εξάλειψη κομμουνιστικών και «αντιπατριωτικών» ιδεών.
Το πογκρόμ εκείνο βασίστηκε πάνω στην αντίληψη πως ο κόσμος του θεάματος είχε «αλωθεί» από κομμουνιστές. Η αλήθεια είναι ότι τη συγκεκριμένη περίοδο τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης είχαν ενθουσιάσει μεγάλο αριθμό διανοουμένων και καλλιτεχνών και η ιδέα ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση, μαζί με την ηρωική αντίσταση στο Ανατολικό Μέτωπο, είχαν μεγάλη απήχηση.
Ο «Ψυχρός Πόλεμος» όμως κατασκεύασε τον «Κόκκινο Τρόμο» και αποφασίστηκε να καλλιεργηθεί στον μέσο Αμερικανό η ψύχωση ότι κάποια μέρα οι Σοβιετικοί πυρηνικοί πύραυλοι θα χτυπούσαν την Αμερική. Τότε γεννήθηκε η διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, που ανέλαβε να χτυπήσει το «κακό» στη ρίζα του και να μην επιτρέψει να «διαβρωθεί» η αμερικανική πολιτιστική παραγωγή.
Αυτή θα τιμωρούσε τους «εχθρούς του έθνους» και στο όνομα αυτής της …αποστολής ακολουθήθηκαν αντισυνταγματικές διαδικασίες, καταπατήσεις πολιτικών ελευθεριών και οι πιο ακραίες παραβιάσεις δικαιωμάτων. Ποιος ξεχνάει τον Ουόλτ Ντίσνεϊ, που κατέδιδε ως κομμουνιστές τους συνδικαλιστές των εταιρειών του; Δεν είχε τέλος η Μαύρη Λίστα του Χόλιγουντ, που ξεκίνησε να φακελώνει το 1947 και στην οποία όποιος έμπαινε καταστρεφόταν, αφού τον θεωρούσαν μέλος ή επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μαζικές ήταν τότε οι απαγγελίες κατηγοριών για ανυπακοή, προδοσία, πάντα με πλαστά αποδεικτικά στοιχεία. Επρόκειτο περί πραγματικής επαγγελματικής και προσωπικής εξόντωσης πολλών ανθρώπων. Εκδιώχθηκαν τα πιο φωτισμένα μυαλά από τα στούντιο, άρχισε να πέφτει η ποιότητα των ταινιών, θρύλοι της έβδομης τέχνης, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ορσον Γουέλς, ο Τζον Χιούστον κ.ά. διέφυγαν στην Ευρώπη για να μπορέσουν να δουλέψουν ελεύθερα.
Ο Μίλερ, επηρεασμένος από την αντικομμουνιστική υστερία και το «κυνήγι μαγισσών», που ακολούθησε, ακριβώς τότε, γράφει και παρουσιάζει ένα αλληγορικό έργο, με φόντο το χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης. Ο Μίλερ επισκέφθηκε το Σάλεμ και διαπίστωσε μελετώντας τα αρχεία πως οι εκεί «δίκες των μαγισσών» το 1692, όπου καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν κάπου 20 αθώοι, άνδρες και γυναίκες, παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες με τις ακροάσεις της Επιτροπής.
Αξίζει να σημειωθεί πως μεταξύ 1550 και 1700, περίπου 80.000 άνθρωποι δικάστηκαν με την κατηγορία της μαγείας. Οι μισοί από αυτούς θανατώθηκαν, τους περισσότερους τους έκαψαν ζωντανούς.
Έγραψε τότε λοιπόν το «Crucible», μια πολιτική θεατρική αλληγορία, για κάποια ζητήματα που είναι παρόντα συνεχώς. Για την ελευθερία της έκφρασης, την τρομοκρατία, τη θανατική ποινή, τη σύλληψη χωρίς αποδείξεις, τις πλαστές κατηγορίες, την παράνομη σύσταση δικαστηρίων, τις ψευδομαρτυρίες, τα χυδαία συμφέροντα, τη μαζική υστερία, τον χαφιεδισμό, την αυτοδιάθεση του ατόμου, τους καταπιεστικούς μηχανισμούς της εξουσίας.
Όταν ο Μίλερ έφυγε από το Σάλεμ, άκουσε στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του ότι ο παλιός του φίλος και σκηνοθέτης των θεατρικών έργων του, Ηλίας Καζάν, κατέδωσε στην Επιτροπή ανθρώπους που ήταν, υποτίθεται, κομμουνιστές. Ανάμεσά τους και τον Ζυλ Ντασέν, με αποτέλεσμα εκείνος να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα.
Το 1956 τον καλεί η Επιτροπή του Μακάρθι, για να κατονομάσει κομμουνιστές που είχε δει σε μια συγκέντρωση, η οποία είχε θεωρηθεί επαναστατική. Αρνείται να το κάνει, παρά τις πιέσεις του πανίσχυρου αφεντικού της «Twentieth Century Fox» Σπύρου Σκούρα και καταδικάζεται για περιύβριση αρχής. Το ότι αρνείται να καταδώσει τους συναδέλφους του, ενθουσιάζει τον καλλιτεχνικό χώρο και γίνεται αμέσως σύμβολο αντίστασης. Στον Μίλερ οφείλεται ο χαρακτηρισμός της Μακαρθικής περιόδου ως «κυνηγιού μαγισσών».
Ο συγγραφέας με το ανήσυχο πνεύμα και την άγρυπνη πολιτική συνείδηση δεν παραμυθιάστηκε στιγμή με το «αμερικανικό όνειρο», γι’ αυτό και έγραψε το 1949 και τον «Θάνατο του Εμποράκου», ένα έργο που εμπνεύστηκε από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του, που πτώχευσε με το κραχ του 1929 και που διαδραματίζεται μέσα στη βαναυσότητα της αμερικανικής καπιταλιστικής πραγματικότητας.
Είναι ο πρώτος συγγραφέας που κερδίζει τρία βραβεία, το «Πούλιτζερ», το «Τόνι» και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, γι’ αυτό το έργο, το οποίο του έφερε μεν παγκόσμια αναγνώριση, καθιστώντας τον εφάμιλλο του Ευγένιου Ο’ Νιλ, αλλά δεν γλίτωσε τις κριτικές περί …μαρξιστικής προπαγάνδας.
Ποτέ δεν έπαψε να είναι πολιτικό το θέατρο που έγραφε ο Μίλερ. Κανείς δεν αμφισβήτησε στιγμή την ισχυρή κοινωνική ευσυνειδησία του, ούτε την ενσυναίσθηση των ταξικών διαχωρισμών, ούτε το ηθικό πάθος του. Τον ένοιαζε πάντα να δώσει στον κόσμο να καταλάβει τη σαθρότητα και την παρακμή του «αμερικανικού ονείρου», τον εγωισμό και την αδιαφορία του συστήματος για τον άνθρωπο.
Από τον Ντίκενς στις «Μάγισσες»
Τον Γερμανοεβραίο πιτσιρικά που αναγκάστηκε από πολύ μικρή ηλικία να κάνει διάφορα επαγγέλματα και η μόνη του επαφή με τη λογοτεχνία ήταν κάποια έργα του Ντίκενς, τελικά αυτοί που κατάφεραν να τον ταρακουνήσουν και να τον κάνουν να στραφεί προς τη συγγραφή, ήταν οι «Αδερφοί Καραμαζώφ». Όταν πέθανε, τα φώτα στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ χαμήλωσαν. Ήταν ενενήντα ετών κι έγραφε ακόμη. Δίπλα στο όνομά του μυθιστορήματα, διηγήματα, κινηματογραφικά σενάρια, βιβλία για παιδιά…
Μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα
«Η αποστολή του θεάτρου, τελικά, είναι να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους κάνει να αποκτήσουν μεγαλύτερη συνείδηση για το τι μπορούν να κάνουν». Αυτή η βασική αρχή καθόρισε το έργο του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ (Arthur Asher Miller), το όνομα του οποίου ήταν πρώτο στον κατάλογο «υπό επιτήρηση καλλιτεχνών» που είχε καταρτίσει, την εποχή του Μακαρθισμού, το Kογκρέσο για τους καλλιτέχνες που θεωρούσε ότι ασκούσαν «κομμουνιστική επιρροή επί των τεχνών».
17+ χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που έφυγε από τη ζωή (10-Φλεβάρη-2005), το έργο του όμως παραμένει πάντα επίκαιρο.
Όπως ο ίδιος είχε πει για τον «Εμποράκο» την τελευταία φορά, που ανέβηκε, το 1999 και απέσπασε το βραβείο «Τόνι» καλύτερης αναβίωσης έργου — «Η τρομοκρατία σήμερα δεν άλλαξε και πολύ.
Το έργο μου είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Ο Εμποράκος είναι η τραγωδία ενός ανθρώπου που πίστεψε πως μόνο εκείνος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έθεσαν, για όλη την ανθρωπότητα, κάποιοι φρεσκοξυρισμένοι, άκαμπτοι κύριοι που παροικούν σήμερα την κορυφή των τηλεοπτικών επιχειρήσεων και των διαφημιστικών γραφείων».
Άλλωστε, όλα τα έργα του Μίλερ ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου «αμερικανικού ονείρου», κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, «σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο».
Η καθιέρωσή του ήρθε με το κλασικό έργο «ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού (1949).
Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, ανατολικά της 12ης Οδού. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες και μεγάλωσε με θρησκευτική ανατροφή. Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, μετανάστης από την Πολωνία, είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία από μια βιοτεχνία και κατάστημα γυναικείων ρούχων, ενώ η μητέρα του, Ογκούστα Μπάρνετ, ήταν Αμερικανίδα που είχε εργαστεί ως δασκάλα στο δημόσιο, ενώ ο πατέρας της είχε ρίζες από την ίδια πόλη της Πολωνίας απ’ όπου κατάγονταν και οι Μίλερ.
Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Πήγε στο δημόσιο σχολείο του Χάρλεμ και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1932, όντας μέτριος μαθητής με καλές επιδόσεις στον αθλητισμό. Στο μεταξύ, σε αντίθεση με την προηγουμένως οικονομικά άνετη και σχεδόν πλούσια ζωή τους, είχαν μετακομίσει στο Μπρούκλιν και η οικογένειά του είχε καταστραφεί οικονομικά από το Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συνεπώς αναγκάστηκε να εργαστεί για να βγάλει χρήματα σε διάφορες δουλειές: τραγουδιστής σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, οδηγός φορτηγού, υπάλληλος καταστήματος ανταλλακτικών αυτοκινήτων στη 10η Λεωφόρο του Μανχάταν κ.ά. Η μόνη επαφή που είχε μέχρι τότε με τη λογοτεχνία ήταν κάποια από τα έργα του Αγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, ενώ ώθηση για να αρχίσει να γράφει του έδωσαν οι «Αδερφοί Καραμαζώφ» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
Στις 29 Ιανουαρίου 1947, ανεβαίνει το έργο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», ένα έργο που παρουσίαζε τον αντίκτυπο της ανάμειξης των ΗΠΑ στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια τυπική αμερικανική οικογένεια και επίκεντρό του ήταν οι κοινωνικές ευθύνες ενός βιομηχάνου που είχε κερδοσκοπήσει, πουλώντας ελαττωματικά ανταλλακτικά αεροσκαφών στην αμερικανική πολεμική αεροπορία.
Με το έργο αυτό έγινε ευρέως δημοφιλής και κέρδισε το Βραβείο Δράματος των Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Βραβείο «Ντόναλντσον». Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάστηκε ξανά και απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, όταν προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση το 1987, ένα χρόνο μετά την εκτόξευση και έκρηξη του διαστημικού λεωφορείου Challenger λόγω βλάβης στους αγωγούς στερεών καυσίμων.
Το 1949, είναι ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο «Πούλιτζερ», το Βραβείο «Τόνι» και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, για το «Θάνατο του εμποράκου» σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν, το οποίο του έφερε παγκόσμια αναγνώριση. Ενα έργο που ήταν ο απόηχος της προσωπικής εμπειρίας του Μίλερ από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του.
Στις ΗΠΑ πλέον βασιλεύει ο μακαρθισμός και η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Επηρεασμένος από τον αντικομμουνισμό και το «κυνήγι μαγισσών», που ακολούθησε εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο — κατηγορητήριο «Δοκιμασία», το οποίο, αν και δε γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές, του έφερε ένα Βραβείο «Τόνι» το 1953 κι αργότερα έγινε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μίλερ: «Εν μέρει ήταν πολιτικό θέμα και πολύς κόσμος το φοβόταν. Επίσης, το κόστος του ανεβάσματος ήταν υψηλό γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι η γλώσσα του έργου δε θα γινόταν κατανοητή από όλους. Δεν υπήρξε όμως τέτοιο πρόβλημα. Όλοι κατάλαβαν τη γλώσσα που χρησιμοποίησα».
Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της «Δοκιμασίας» στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομμουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958.
Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα την Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των «Αταίριαστων», όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό.
Στο θέατρο επανήλθε το 1964 με τα έργα «Επεισόδιο στο Βισύ» και «Μετά την πτώση», το πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό έργο του, στο οποίο διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από το γάμο του με την Μονρόε, κάτι για το οποίο επικρίθηκε. Συνεχίστηκε το ανέβασμα θεατρικών έργων κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία ωστόσο δεν καταφέρνουν να φτάσουν τις προηγούμενες επιτυχίες του. Το 1965, αποδέχτηκε την προεδρία στον οργανισμό PEN International, την ένωση ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και άλλων εκπροσώπων της λογοτεχνίας, και έγινε ολοένα και πιο δραστήριος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λογοτεχνών.
Ο Μίλερ ξεχώρισε και για την αρθρογραφία του σε αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά, όπου εξέφρασε την άποψή του για κρίσιμα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, όπως για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την κρίση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, τη λογοκρισία και τη φυλάκιση καλλιτεχνών, ενώ πιο πρόσφατα για τον πόλεμο στο Ιράκ.
Σε ένα από τα ταξίδια του, το 1985, πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Χάρολντ Πίντερ, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων που είχαν πληγεί από το δικτατορικό καθεστώς.
Ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Ρόμπερτ Γουάιτχεντ, που είχε συνεργαστεί πολλές φορές με τον Μίλερ, αναφέρει ότι στο έργο του «υπάρχει μια σχεδόν συνειδητή ανάγκη να γίνει το φως που θα λάμψει μες στον κόσμο. Προσπάθησε να βρει απαντήσεις σε αυτό που έβλεπε γύρω του και χαρακτηριζόταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη».
«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του.
«Ηταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυία».
(σσ. με πληροφορίες από το Ριζοσπάστη \ με την πένα της αγαπημένης μας Σοφίας Αδαμίδου. –Δείτε και εδώ
Κλείνοντας ‑Δυο λόγια για την παράσταση ‑σε γενικές γραμμές καλή.
Οι Γιάννης Καλατζόπουλος και Μιχάλης Αεράκης –στο ύψος τους, ξεχώρισαν. Από τη Ρένια Λουιζίδου περιμέναμε κάτι παραπάνω, τα «κορίτσια» (οι μάγισσες) θέλουν δουλίτσα … έχουν χρόνο μπροστά τους.
Ελληνική πρωτοτυπία τα σκηνικά –ο κεκλιμένος σταυρός, με την καταπακτή κλπ.