Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από τις ταινίες της βδομάδας

Ένας οργι­σμέ­νος Γκο­ντάρ, μας προ­σφέ­ρει το καυ­στι­κό δρα­μα­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ “Το Βιβλίο της Εικό­νας” και κερ­δί­ζει κατά κρά­τος όχι μόνο τις εντυ­πώ­σεις αλλά και την καρ­διά μας, από τις συνο­λι­κά εννέα ται­νί­ες που κάνουν από­ψε πρε­μιέ­ρα, ενώ αξί­ζει και το βλέμ­μα μας η παλαι­στι­νια­κή ται­νία “200 Μέτρα”.

Το Βιβλίο της Εικόνας

Το Βιβλίο της Εικό­νας (Le Livre d’image). Δρα­μα­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ, γαλ­λι­κής και ελβε­τι­κής παρα­γω­γής του 2018, σε σκη­νο­θε­σία Ζαν-Λικ Γκο­ντάρ.

Ποιος να το περί­με­νε ότι το 2021, μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες ται­νί­ες της χρο­νιάς θα ήταν αυτή του “τρο­με­ρού παι­διού της Νου­βέλ Βαγκ”, 60 χρό­νια μετά από το θρυ­λι­κό “ Με Κομ­μέ­νη την Ανά­σα”; Βεβαί­ως, δεν είναι μακριά, πριν ένα μήνα, που είχα­με ακό­μη μία σπου­δαία ται­νία ενός άλλου 90άρη, του Κλιντ Ίστ­γουντ, αλλά αυτή είναι και η λυπη­ρή δια­πί­στω­ση για τον σημε­ρι­νό κινη­μα­το­γρά­φο. Μια δια­πί­στω­ση για το σινε­μά που κραυ­γά­ζει ο Γκο­ντάρ, σε αυτό το φιλμ που βρί­θει πει­ρα­μα­τι­σμών, αλλά και με την ορμή που τον δια­κα­τέ­χει παρά τα 90 χρό­νια του, επι­στρέ­φει για μια ακό­μη φορά «στο ψέμα του σινε­μά για να μιλή­σει για την αλή­θεια της ζωής».

Ένα φιλο­σο­φι­κό και πολι­τι­κό μανι­φέ­στο, με το οποίο εξα­πο­λύ­ει ένα δρι­μύ κατη­γο­ρώ στον δυτι­κό πολι­τι­σμό και την παρακ­μή του, αλλά και για τα εγκλή­μα­τά του στις χώρες της Ανα­το­λής. Ένα φιλμ που τιμή­θη­κε με τον “Ειδι­κό Χρυ­σό Φοί­νι­κα”, τον μονα­δι­κό μέχρι τώρα στην ιστο­ρία, του φεστι­βάλ των Καννών.

Ο Γκο­ντάρ, πετά­ει στο καλά­θι των αχρή­στων κάθε συμ­βα­τι­κό τρό­πο αφή­γη­σης, κάθε τι που θα απά­λυ­νε το αφο­ρι­στι­κό του βλέμ­μα, θα καλό­πια­νε τον θεα­τή. Κάθε­ται μπρο­στά στη μοντα­ζιέ­ρα και με έναν φρε­νή­ρη ρυθ­μό παρα­θέ­τει απο­σπά­σμα­τα από ται­νί­ες, ντο­κι­μα­ντέρ, δελ­τία ειδή­σε­ων, εικό­νες του παρελ­θό­ντος και του παρό­ντος, επεμ­βαί­νο­ντας με κάθε τρό­πο, με διπλο­τυ­πί­ες και ηχη­τι­κά παι­χνί­δια, παρα­δί­δο­ντας το αφο­ρι­στι­κό του και συνά­μα ανε­κτί­μη­το μανι­φέ­στο του, που πολ­λές φορές θα συγκι­νή­σει και ακό­μη περισ­σό­τε­ρες θα προ­βλη­μα­τί­σει για τις ευθύ­νες όλων μας απέ­να­ντι στην ιστο­ρία και θα αδειά­σει δικαιο­λο­γί­ες του τύπου, “εγώ δεν ήξε­ρα, άλλοι απο­φά­σι­σαν”, “εγώ τότε διά­βα­ζα”, “μας είπαν ψέματα”…

Ο Γκο­ντάρ ουσια­στι­κά κάνει ένα κινη­μα­το­γρα­φι­κό κολάζ από σεκάνς έως και πλά­να του δευ­τε­ρο­λέ­πτου από δελ­τία ειδή­σε­ων, φωτο­γρα­φί­ες, ντο­κι­μα­ντέρ αλλά και ται­νί­ες, από Μιζο­γκού­τσι, Όλντριτς και Σπίλ­μπεργκ, μέχρι Κοκτό, Φελί­νι και Παζο­λί­νι, δου­λειές σκη­νο­θε­τών που αγά­πη­σε, αλλά και που επη­ρέ­α­σαν τον ίδιο και συνα­δέλ­φους του, πιθα­νώς και μειο­ψη­φί­ες που αντι­στέ­κο­νται, ίσως και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Άλλω­στε, για αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μιλά­ει ο Γκο­ντάρ, φωτί­ζο­ντας τις σύγ­χρο­νες κτη­νω­δί­ες του “πολι­τι­σμέ­νου” κόσμου και ανοί­γο­ντας του­λά­χι­στον τη δικιά του καρ­διά σε αυτά που λένε οι αρα­βι­κές χώρες, αλλά σχε­δόν κανείς δεν ακού­ει ‑δεν θέλει να ακού­σει. Ακό­μη και φτά­νο­ντας στην υπερ­βο­λή, ξεκό­βο­ντας κάθε σχέ­ση με την πολι­τι­κή ορθό­τη­τα, με το γνω­στό προ­βο­κα­τό­ρι­κο ύφος του, υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος τη βία, ανα­δει­κνύ­ο­ντας ότι αυτή πηγά­ζει πολύ μακριά από τις αρα­βι­κές χώρες, που το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν μακριά από τον δηλη­τη­ριώ­δη τρό­πο της Δύσης.

Όμως, ο Γκο­ντάρ κάνει και την αυτο­κρι­τι­κή του, καθώς το σινε­μά, ακό­μη και αυτό της αμφι­σβή­τη­σης, που έμει­νε ανυ­πό­τα­κτο, απέ­τυ­χε να παρέμ­βει ακό­μη και στα μελα­νό­τε­ρα γεγο­νό­τα της ιστο­ρί­ας. Όπως, βεβαί­ως, και τα δημο­σιεύ­μα­τα, τα τηλε­ο­πτι­κά ρεπορ­τάζ που πέρα από τον ανθρώ­πι­νο πόνο ποτέ δεν μπή­καν στην αιτία όλων αυτών. Κάπο­τε ήταν το Βιετ­νάμ, για χρό­νια η Παλαι­στί­νη, σήμε­ρα η Συρία. Η Μέση Ανα­το­λή θα βρί­σκε­ται πάντα στο έλε­ος της αδη­φά­γου κερ­δο­σκο­πί­ας για το πετρέ­λαιο. Τα γεω­πο­λι­τι­κά και οικο­νο­μι­κά παι­χνί­δια υπο­τάσ­σουν λαούς, συνει­δή­σεις και πολύ πιο εύκο­λα αυτή την περι­βό­η­τη “ κοι­νή γνώμη”.

Ο Γκο­ντάρ, ακρι­βώς 50 χρό­νια (το φιλμ είναι του ’18) από τον Μάη του ‘68, όταν ο ίδιος μαζί με άλλους συνα­δέλ­φους του διέ­κο­πταν το Φεστι­βάλ των Καν­νών σε εκεί­νη την ιστο­ρι­κή συνέ­λευ­ση στο παλέ, απο­πει­ρά­ται και πάλι, για… τελευ­ταία φορά, να αφυ­πνί­σει: Οι αγριό­τη­τες δεν στα­μά­τη­σαν ποτέ, η βαρ­βα­ρό­τη­τα του καπι­τα­λι­σμού, του ιμπε­ρια­λι­σμού αλλά­ζει μόνο κοστού­μια και προ­σω­πεία, η επα­νά­στα­ση θέλει θυσί­ες, όπως και ο κινη­μα­το­γρά­φος, αν θέλει να παρα­μεί­νει ζωντα­νός και όχι ένα ριμέικ απα­τη­λών ψευδαισθήσεων.

200 Μέτρα

200 Μέτρα (200 Meters). Δρα­μα­τι­κή περι­πέ­τεια, παλαι­στι­νια­κής (ιτα­λι­κής, ιορ­δα­νι­κής, σου­η­δι­κής) παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Αμίν Ναϊ­φέ, με τους Αλί Σου­λι­μάν, Άννα Ουντερ­μπέργκ, Μοτάζ Μαλές κ.ά.

Ο πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος, του­λά­χι­στον στην Ελλά­δα, αλλά σίγου­ρα ακό­μη νέος στο κουρ­μπέ­τι της κινη­μα­το­γρα­φί­ας, ο Παλαι­στί­νιος Αμίν Ναϊ­φέ αν και είχε μία ιδιαι­τέ­ρως καλή αρχι­κή ιδέα, για την ται­νία του, φαί­νε­ται ότι εμφα­νώς δεν έχει ακό­μη την εμπει­ρία να ολο­κλη­ρώ­σει το θέμα του, μένο­ντας στα μισά από δυνά­μεις, αλλά όχι και από συναι­σθή­μα­τα, για την ανθρώ­πι­νη τρα­γω­δία που συνε­χί­ζε­ται στα κατε­χό­με­να της Δυτι­κής Όχθης.

Μία ανθρω­πι­στι­κή τρα­γω­δία που παίρ­νει δια­στά­σεις παρα­λο­γι­σμού, εξαι­τί­ας της ύπαρ­ξης του ισραη­λι­νού τεί­χους και των αυστη­ρών και αυθαί­ρε­των ελέγ­χων μετα­κί­νη­σης, που, για λίγα μέτρα, χωρί­ζουν οικο­γέ­νειες, αλλά και δημιουρ­γούν ασφυ­ξία και κλί­μα γκε­το­ποί­η­σης σε χιλιά­δες Παλαι­στί­νιους. Μία απ’ αυτές τις οικο­γέ­νειες είναι και του Μου­στα­φά, που βλέ­πει το σπί­τι τής γυναί­κας του και τα παι­διά του από το απέ­να­ντι κτί­ριο, το δικό του σπί­τι στο οποίο παρα­μέ­νει λόγω της οικο­νο­μι­κής δυσπρα­γί­ας, και όταν μαθαί­νει ότι ο γιος του είχε ένα ατύ­χη­μα θα ανα­γκα­στεί να κάνει 200 χιλιό­με­τρα με παρά­νο­μους δια­κι­νη­τές, αντί 200 μέτρα, για να στα­θεί δίπλα στο τραυ­μα­τι­σμέ­νο παι­δί του.

Ο Ναϊ­φέ, βάζο­ντάς μας στην ιστο­ρία του, θα ανα­δεί­ξει αυτόν τον παρα­λο­γι­σμό, τη βία, τη δια­δι­κα­σία γκε­το­ποί­η­σης των Παλαι­στι­νί­ων, που τους αφαι­ρεί κάθε ελπί­δα για μία έστω ανε­κτή συνύ­παρ­ξη, εστιά­ζει στην περι­φρό­νη­ση για κάθε στοι­χειώ­δες ανθρώ­πι­νο δικαί­ω­μα και υπεν­θυ­μί­ζει την αδια­φο­ρία τής διε­θνούς κοινότητας.

Τα προ­βλή­μα­τα για την ται­νία του Ναϊ­φέ ξεκι­νούν όταν το στό­ρι μπαί­νει στο χώρο της περι­πέ­τειας, της περι­πλά­νη­σης του ήρωα σε ένα βανά­κι δια­κι­νη­τών, που αντί μίας Οδύσ­σειας έχου­με μία φλύ­α­ρη οδι­κή περι­πλά­νη­ση. Υπάρ­χει, όμως και το φινά­λε και η ανθρώ­πι­νη ματιά τού σκη­νο­θέ­τη που κερ­δί­ζει και πάλι το ενδια­φέ­ρον και την καρ­διά μας. Και σε αυτό συμ­βά­λει και η νατου­ρα­λι­στι­κή ερμη­νεία του πρω­τα­γω­νι­στή Αλί Σουλιμάν.

Άλλω­στε, είναι φανε­ρό ότι η ται­νία δεν έγι­νε για να μας κόψει την ανά­σα από την αγω­νία ή να κατα­να­λώ­σου­με χαρ­το­μά­ντη­λα, αλλά για να μας ξυπνή­σει από το λήθαρ­γο θυμί­ζο­ντας ότι δίπλα μας βρί­σκε­ται η βαρ­βα­ρό­τη­τα και η ανά­γκη ενός λαού να διεκ­δι­κή­σει το αυτο­νό­η­το, τον ζωτι­κό χώρο, να μπο­ρεί ένας πατέ­ρας να αγκα­λιά­σει όπο­τε θέλει το παι­δί του ή τη γυναί­κα του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Το ισραη­λι­νό τεί­χος της Δυτι­κής Όχθης έχει χωρί­σει τον Μου­στα­φά από την οικο­γέ­νειά του. Όταν μαθαί­νει ότι ο γιος του έχει υπο­στεί ατύ­χη­μα, ο Μου­στα­φά σπεύ­δει να βρε­θεί στο πλευ­ρό του, όμως, στο σημείο ελέγ­χου, μια γρα­φειο­κρα­τι­κή λεπτο­μέ­ρεια του στε­ρεί το δικαί­ω­μα εισό­δου. Σε έναν κόσμο βάρ­βα­ρου παρα­λο­γι­σμού, δια­κό­σια μόλις μέτρα μετα­τρέ­πο­νται σε μια αγω­νιώ­δη οδύσ­σεια δια­κο­σί­ων χιλιομέτρων.

Ερμιτάζ: Η Δύναμη της Τέχνης

Ερμι­τάζ: Η Δύνα­μη της Τέχνης (Hermitage: The Power of Art). Ντο­κι­μα­ντέρ, ιτα­λι­κής παρα­γω­γής του 2019, σε σκη­νο­θε­σία Μικέ­λε Μάλι.

Ενδια­φέ­ρον, αν μη τι άλλο, ντο­κι­μα­ντέρ για το περί­φη­μο Μου­σείο Ερμι­τάζ της Αγί­ας Πετρού­πο­λης, το οποίο συμπλη­ρώ­νει 168 χρό­νια λει­τουρ­γί­ας, με τρία εκα­τομ­μύ­ρια έργα τέχνης τα οποία φιλο­ξε­νού­νται σε 66.000 τετρα­γω­νι­κά μέτρα και τα οποία βλέ­πουν πάνω από τέσ­σε­ρα εκα­τομ­μύ­ρια επι­σκέ­πτες κάθε χρό­νο. Η κάμε­ρα του Μικέ­λε Μάλι εισχω­ρεί στο εξω­πραγ­μα­τι­κό συγκρό­τη­μα κτι­ρί­ων του Ερμι­τάζ, φέρ­νο­ντας κοντά την τέχνη και την ιστορία.

Το ενδια­φέ­ρον όμως μεγα­λώ­νει όταν το ντο­κι­μα­ντέρ ξεφεύ­γει από τα έργα τέχνης υπεν­θυ­μί­ζο­ντας τις μεγά­λες μορ­φές καλ­λι­τε­χνών που φιλο­ξε­νή­θη­καν στις αίθου­σες του Ερμι­τάζ, αλλά και στην ξενά­γη­ση μιας συναρ­πα­στι­κής πόλης, η οποία από μόνη της απο­τε­λεί ένα αρχι­τε­κτο­νι­κό κόσμη­μα, αλλά και μια πόλη που γρά­φτη­κε μέρος της παγκό­σμιας ιστορίας.

Επί­σης, ξεχω­ρι­στός είναι και ο ξενα­γός μας, ο αγα­πη­τός Τόνι Σερ­βί­λο, ο οποί­ος απαγ­γέ­λει ποι­ή­μα­τα, ακού­ει μου­σι­κή, αφη­γού­με­νος την ιστο­ρία του μου­σεί­ου ‑από την ίδρυ­σή του από τον Πέτρο τον Α’ ως τα μεγα­λεία του επί επο­χής της Μεγά­λης Αικα­τε­ρί­νης, από τη νίκη του Αλε­ξάν­δρου του Α’ ενά­ντια στο Ναπο­λέ­ο­ντα ως την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση και στο σήμε­ρα- σε έναν φόρο τιμής για ένα μνη­μείο γέφυ­ρα ανά­με­σα στους πολι­τι­σμούς, ένα απο­κού­μπι αθά­να­της ομορφιάς.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Eternals. Περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Κλόε Ζάο, με τους Σάλ­μα Χάγιεκ, Αντζε­λί­να Τζο­λί, Κιτ Χάρινγ­κτον, Μπά­ρι Κίγκαν, Ρίτσαρντ Μάντεν, Τζέ­μα Τσαν, Λόρεν Ρίντλοφ κ.ά. Άρι­στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό συντα­κτι­κό, καλ­λι­γρα­φία, τεχνι­κές και εφέ στον ύψι­στο βαθ­μό, αλλά τελι­κώς αυτό που μένει είναι το περι­τύ­λιγ­μα. Το περιε­χό­με­νο μπο­ρεί να μην είναι κενό, αλλά σίγου­ρα ρηχό. Δια­σκε­δα­στι­κό σε μεγά­λο βαθ­μό, με οικο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές και άλλα υπο­θέ­μα­τα, που μοιά­ζουν ακραία σε μία μάζω­ξη στε­λε­χών πολυ­ε­θνι­κών ή πετρελαιοπαραγωγών.

Last Night in Soho. Ψυχο­λο­γι­κό θρί­λερ, βρε­τα­νι­κής και αμε­ρι­κα­νι­κη­ής παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Έντ­γκαρ Ράιτ, με τους Τομα­σίν Μακ­Κέν­ζι, Άνια Τέι­λορ-Τζόι, Ματ Σμιθ, Νταϊ­ά­να Ριγκ, Τέρενς Σταμπ κ.ά.  Άνι­σο ψυχο­λο­γι­κό θρί­λερ που παί­ζει με τον τρό­μο, από έναν σκη­νο­θέ­τη που έχει την ικα­νό­τη­τα να κάνει δικό του σινε­μά τις κινη­μα­το­γρα­φι­κές, μου­σι­κές και εικα­στι­κές επιρ­ρο­ές που έχει (κατά κύριο λόγο σε ευχά­ρι­στες κομε­ντί), αλλά εδώ, πέρα από τη δυνα­τή εισα­γω­γή του και την ικα­νο­ποι­η­τι­κή πορεία του φιλμ μέχρι τα μισά, δεί­χνει να χάνει τον προ­σα­να­το­λι­σμό του, προ­σπα­θώ­ντας να μπει στον ψυχι­σμό της ηρω­ί­δας του. Το θέμα αφο­ρά μια νεα­ρή επαρ­χιώ­τισ­σα που πάει στο Λον­δί­νο για να γίνει μια σπου­δαία σχε­διά­στρια μόδας και το όνει­ρό της, να ζήσει στην επο­χή του ‘60, μετα­τρέ­πε­ται σε εφιάλτη.

Τσαρ­λα­τά­νος (Charlatan). Δρα­μα­τι­κή ται­νία, τσέ­χι­κης παρα­γω­γής του 2020, σε σκη­νο­θε­σία Ανιέ­σκα Χόλαντ, με τους Ίβαν Τρό­γιαν, Ντα­νιέ­λα Βορά­τσκο­βα, Γιου­ράζ Λοζ, Γιό­ζεφ Τρό­γιαν κ.ά. H ιστο­ρία ενός Τσέ­χου ανορ­θό­δο­ξου βοτα­νο­λό­γου θερα­πευ­τή, του Γιαν Μικό­λα­σεκ, που πιστεύ­ο­ντας ότι είχε το θεϊ­κό χάρι­σμα να θερα­πεύ­ει τους ανθρώ­πους, έζη­σε για τρεις δεκα­ε­τί­ες ‘30-‘50 την απο­δο­χή, καθώς για πολ­λούς ήταν θαυ­μα­το­ποιός και για κάποιους άλλους “ τσαρ­λα­τά­νος”. Θα επι­βιώ­σει ακό­μη και από τους Ναζί, αλλά θα γνω­ρί­σει την πτώ­ση, κατά την περί­ο­δο του σοσια­λι­στι­κού καθεστώτος,

Red Notice. Περι­πέ­τεια, αμε­ρι­κα­νι­κής παρα­γω­γής, του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Ρόσον Μάρ­σαλ Θέρ­μπερ, με τους Ντου­έιν Τζόν­σον, Γκαλ Γκα­ντότ, Ράιαν Ρέι­νολντς, Μελί­σα Κένε­μορ κ.ά. Χορ­τα­στι­κή κωμι­κή περι­πέ­τεια, χωρίς ιδιαί­τε­ρες απαι­τή­σεις, αλλά που προ­σφέ­ρει έντι­μα ένα ευχά­ρι­στο διω­ρά­κι σε παρέ­ες που θέλουν απλώς να ξεδώ­σουν, να ξεφύ­γουν λίγο απ’ την καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Αλλά λίγο, άλλω­στε μετά το ποπ­κόρν εντός της αιθού­σης πρώ­τα θα φύγει από τη σκέ­ψη η ται­νία και μετά η αλμύ­ρα από το στόμα.

Το Ταξί­δι (Charter). Αγω­νιώ­δες οικο­γε­νεια­κό δρά­μα, της Αμά­ντα Κέρ­νελ (“ Κατα­γω­γή των Σάμι”), που απο­τε­λεί και επί­ση­μη πρό­τα­ση της Σου­η­δί­ας για τα φετι­νά βρα­βεία Όσκαρ. Μια μάνα που έχει να δει μήνες τα δυο παι­διά της κι ενώ βρί­σκε­ται στην τελι­κή δικα­στι­κή από­φα­ση για την κηδε­μο­νία τους, θα απο­φα­σί­σει να βρε­θεί και πάλι δίπλα τους, παίρ­νο­ντάς τα κρυ­φά και βρί­σκο­ντας κατα­φύ­γιο στις Κανά­ριες Νήσους, κόντρα στη λογι­κή και στη νομι­μό­τη­τα, ακο­λου­θώ­ντας το μητρι­κό ένστι­κτο. Με την Άνε Νταλ Τορπ, στον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο.

Πίτερ Ράμπιτ: Ο λαγός το ΄σκα­σε (Peter Rabbit 2: The Runaway). Ο πιο χαρι­τω­μέ­να άτα­κτος λαγός της λογο­τε­χνί­ας επι­στρέ­φει στη μεγά­λη οθό­νη ορε­ξά­τος για νέες περι­πέ­τειες, σε ένα συν­δυα­σμό ψηφια­κού animation με ηθο­ποιούς και ζωντα­νή δρά­ση, απο­κλει­στι­κά για το παι­δι­κό κοι­νό. Η σκη­νο­θε­σία είναι του Γουίλ Γκλακ, ενώ τη φωνή τους έχουν δανεί­σει οι Μάρ­γκο Ρόμπι, Ρόουζ Μπερν, Ελί­α­ζα­μπεθ Ντε­μπίν­κι κ.ά.

vivlio mpelogiannis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο