Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από το «μπουρανί» στον Τύρναβο, στο «γάμο του Κουτρούλη» στην Μεθώνη, μια χώρα που γιορτάζει

Μπο­ρεί οι πόλεις της Πάτρας, του Ρεθύ­μνου και της Ξάν­θης να είναι πανελ­λη­νί­ως ‑και όχι μόνο-γνω­στές για τον τρό­πο που γιορ­τά­ζουν το Καρ­να­βά­λι, ωστό­σο σε πολ­λές πόλεις της Ελλά­δας η Απο­κριά και η Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα είναι η περί­ο­δος που ανα­βιώ­νουν παρα­δο­σια­κά έθι­μα και γιορ­τές, πολ­λές από τις οποί­ες έχουν την αφε­τη­ρία τους ακό­μη και στην περί­ο­δο των ελλη­νι­στι­κών χρόνων.

Εθι­μα που δια­κω­μω­δούν, παρα­δό­σεις που συν­δέ­ο­νται με ιστο­ρι­κές μνή­μες των τοπι­κών κοι­νω­νιών, δρώ­με­να που ανα­κα­λούν στην μνή­μη στιγ­μές από το παρελ­θόν, ανα­βιώ­νουν και έχουν ένα κοι­νό στό­χο: Την συμ­με­το­χή εν τέλει σε μια γιορ­τή που συν­δέ­ει τους ανθρώ­πους και προ­σφέ­ρει ‑όπως κάθε γιορ­τή άλλω­στε- την ευκαι­ρία για ψυχα­γω­γία, και μια διέ­ξο­δο από την πεζή και ίσως σκλη­ρή, πολ­λές φορές πραγματικότητα.

Το «Μπουρανί» στον Τύρναβο

Ίσως πρό­κει­ται για το πλέ­ον “προ­χω­ρη­μέ­νο” έθι­μο της Απο­κριάς, που μπο­ρεί να μας κάνει να κοκ­κι­νί­σου­με από που­ρι­τα­νι­σμό και αμη­χα­νία αν είμα­στε σεμνό­τυ­φοι και συντη­ρη­τι­κοί ή να μας κάνει να ξεκαρ­δι­στού­με στα γέλια και να δια­σκε­δά­σου­με με την καρ­διά μας, αν είμα­στε άνε­τοι με τις σόκιν καταστάσεις.

Αυτό είναι το έθι­μο του “Μπου­ρα­νί”, που την Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα προ­σκα­λεί μικρούς και μεγά­λους στον Τύρ­να­βο, σε ένα ξεφά­ντω­μα κεφιού ‚όπου μέσα από μια παρά­δο­ση από την αρχαία Ελλά­δα, σπά­ει τα ταμπού, ανα­βιώ­νει τη Διο­νυ­σια­κή λατρεία, και γιορ­τά­ζει την Απο­κριά, απο­θε­ώ­νο­ντας? τους φαλλούς!

Επί της ουσί­ας, το “Μπου­ρα­νί” είναι η γιορ­τή του φαλ­λού, συμ­βο­λί­ζει την ανα­πα­ρα­γω­γή και την ευτε­κνία. Το έθι­μο ορί­ζει (θα το δια­πι­στώ­σε­τε αν πάτε την Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα στον Τύρ­να­βο) τους άντρες να κρα­τούν στα χέρια τους φαλ­λούς, σαν σκή­πτρα, φτιαγ­μέ­να από ξύλο ή πηλό και να περι­φέ­ρο­νται στους δρό­μους και τις πλατείες.

Οι ρίζες του εθί­μου χάνο­νται στο χρό­νο αλλά τα πρώ­τα στοι­χεία για την τέλε­ση του εθί­μου εμφα­νί­ζο­νται το 1898 και υπάρ­χουν δυο εκδοχές.

Η πρώ­τη ανα­φέ­ρει ότι οι ρίζες του βρί­σκο­νται στα αρχαία Ελλά­δα και σε γιορ­τές όπως τα Διο­νύ­σια, τα Αφρο­δί­σια και τα Θεσμο­φό­ρια. Το ποτό έρρεε άφθο­νο και οι “άσε­μνες” πρά­ξεις και συνευ­ρέ­σεις εξυ­μνού­νταν κατά τη διάρ­κεια των Βακ­χι­κών τελετών.

Η δεύ­τε­ρη εκδο­χή ανα­φέ­ρει ότι οι Τυρ­να­βί­τες πήγαι­ναν στο ξωκλή­σι του Προ­φή­τη Ηλία, σε μορ­φή πομπής, έστρω­ναν στο δρό­μο διά­φο­ρα φαγη­τά και μια φιά­λη σε σχή­μα φαλ­λού με κρα­σί. Την περί­ο­δο της Τουρ­κο­κρα­τί­ας “νικη­τής” ήταν αυτός που θα μεθού­σε περισ­σό­τε­ρο και “στε­φό­ταν” από τους κατοί­κους “Βασι­λιάς της Αποκριάς”.

Σύμ­βο­λο του Τυρ­να­βί­τι­κου καρ­να­βα­λιού ήταν και παρα­μέ­νει ο φαλ­λός. Τερά­στιες κατα­σκευ­ές, σε δια­φο­ρε­τι­κά χρώ­μα­τα, είτε από πηλό είτε από πλα­στι­κό ή σε μορ­φή μπα­λο­νιών “έντυ­ναν” ανέ­κα­θεν την εκδή­λω­ση και τους εορ­τα­σμούς. Όσο κι αν προ­σπά­θη­σαν κάποιοι να λογο­κρί­νουν το πανη­γύ­ρι, οι κάτοι­κοι αντι­δρού­σαν καις συνέ­χι­ζαν τους εορ­τα­σμούς και πρό­σθε­σαν την παρέ­λα­ση από μεγά­λα άρμα­τα, με θέμα­τα εμπνευ­σμέ­να από τις παρα­δό­σεις αλλά και από την επι­και­ρό­τη­τα. Όλες οι εκδη­λώ­σεις κορυ­φώ­νο­νται την Καθα­ρή Δευτέρα.

Το έθιμο των φανών στην Κοζάνη

Το χαρα­κτη­ρι­στι­κά της Κοζα­νί­τι­κης απο­κριάς είναι οι Φανοί. Είναι φωτιές που ανά­βουν στης γει­το­νιές της πόλης και γύρω τους στή­νε­ται ένα γλέ­ντι με χορό και προ­πα­ντός τρα­γού­δι. Οι φανοί της Κοζά­νης στη­ρί­ζο­νται στην αυθόρ­μη­τη συμ­με­το­χή των κατοί­κων της, αυτοί τον ετοι­μά­ζουν και αυτοί πρω­το­στα­τούν στο γλέ­ντι με τα παρα­δο­σια­κά απο­κριά­τι­κα τρα­γού­δια η τα λεγό­με­να «ξινέ­τρο­πα η τα σκω­πτι­κά», φυσι­κά υπό τους ήχους των πνευ­στών και των χάλκινων.

Κεντρι­κό στοι­χείο της απο­κριάς, είναι οι φανοί, δηλα­δή οι φωτιές που συμ­βο­λί­ζουν τον εξα­γνι­σμό, τη λατρεία της φύσης που ανα­νε­ώ­νε­ται και ξανα­γεν­νιέ­ται σημα­το­δο­τώ­ντας το καλω­σό­ρι­σμα της άνοι­ξης και την έναρ­ξη της καρ­πο­φο­ρί­ας της γης.

 

Ο Φανός ανά­βει κατά τις 8 το βρά­δυ της Μεγά­λης Απο­κριάς, κι αμέ­σως ξεκι­νούν το τρα­γού­δι κι ο χορός γύρω του. Το κέφι αρχί­ζει να ανε­βαί­νει σιγά-σιγά και, καθώς το κρα­σί και οι παρα­δο­σια­κές κοζα­νί­τι­κες πίτες ‑τα γνω­στά «κιχί»- κυκλο­φο­ρούν και ζεσταί­νουν πνεύ­μα και πόδια, οι κύκλοι γύρω απ’ το βωμό μεγα­λώ­νουν και πλη­θαί­νουν. Τα τρα­γού­δια δια­δέ­χο­νται το ένα το άλλο, άλλο­τε γρή­γο­ρα και πολυ­φω­νι­κά, και άλλο­τε βαριά, μονό­το­να, σε χρό­νο αργό και συρ­τό. Ακού­γο­νται τρα­γού­δια της αγά­πης και του έρω­τα, και ορι­σμέ­να εμπνευ­σμέ­να από τα κατορ­θώ­μα­τα των κλε­φτών κατά την Επα­νά­στα­ση. Επί­σης άλλα τρα­γού­δια που είναι σκω­πτι­κά και δια­κω­μω­δούν άνδρες και γυναί­κες και μερι­κά που είναι μόνο για μεγά­λους τα λεγό­με­να ??ξινέ­ντρο­πα?? όπως τα λένε στην Κοζά­νη. Είναι πολύ αθυ­ρό­στο­μα και τρα­γου­διού­νται αργά το βρά­δυ, «τις ώρες δηλα­δή που τα παλιά τα χρό­νια οι γυναί­κες με τα παι­διά επέ­στρε­φαν στα σπί­τια τους».

Στο τρα­γού­δι των φανών κυρί­αρ­χος είναι ο ρόλος του κορυ­φαί­ου τρα­γου­δι­στή, ο οποί­ος τρα­γου­δά συγκε­κρι­μέ­να τρα­γού­δια που λέγο­νται μόνο στο εορ­τα­στι­κο δωδε­κα­ή­με­ρο και την Κυρια­κή της Μεγά­λης Απο­κριάς. Οι παρευ­ρι­σκό­με­νοι σχη­μα­τί­ζουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά και τον κορυ­φαίο τρα­γου­δι­στή και με ρυθ­μι­κό τρό­πο επα­να­λαμ­βά­νουν τα λόγια του υπό το χτύ­πη­μα των χεριών τους. Την Κυρια­κή της Απο­κριάς ανά­βουν ταυ­τό­χρο­να και οι δεκα­πέ­ντε φανοί της πόλης με τον δήμαρ­χο να δίνει το έναυ­σμα της γιορ­τής με το άναμ­μα του φανού στην κεντρι­κή πλα­τεία όπου ο ίδιος υπό τους ήχους των πνευ­στών και χάλ­κι­νων θα χορέ­ψει και τον πιο γνω­στό απο­κριά­τι­κο σκο­πό της περιο­χής το περί­φη­μο «εντε­κα». Σε ότι αφο­ρά την κατα­γω­γή του εθί­μου, πολ­λοί μελε­τη­τές της λαο­γρα­φί­ας υπο­στη­ρί­ζουν την άμε­ση σύν­δε­σή του με τις αρχαί­ες διο­νυ­σια­κές γιορ­τές, και τα ρωμαϊ­κά Σατουρ­νά­λια. Οι αλλα­γές που έχει υπο­στεί το έθι­μο κατά την διάρ­κεια του χρό­νου του έχει προσ­δώ­σει περισ­σό­τε­ρη αίγλη και έχει αγα­πη­θεί από χιλιά­δες επι­σκέ­πτες που φθά­νουν στην Κοζά­νη έστω για μια φορά να τρα­γου­δή­σουν τα ερω­τι­κά και τα «βρώ­μι­κα» τρα­γού­δια των φανών και να χορέ­ψουν υπό τους ήχους των χάλ­κι­νων γύρω από την φωτιά.

ΑΜΦΙΣΣΑ: Τα στοιχειά της Χάρμαινας

Οι θρύ­λοι για τα «στοι­χειά» έχουν μεγά­λη διά­δο­ση στην περιο­χή. Λέγε­ται πως τα «στοι­χειά» απο­τε­λούν ψυχές σκο­τω­μέ­νων ανθρώ­πων ή ζώων που τρι­γυ­ρί­ζουν στην περιο­χή. Το σπου­δαιό­τε­ρο στοι­χειό που είναι συν­δε­δε­μέ­νο με την παρά­δο­ση είναι το στοι­χειό της «Χάρ­μαι­νας».

Τότε που τα παρα­μύ­θια ήτα­νε ακό­μα αλή­θεια, ζού­σε στην Άμφισ­σα ένα παλι­κά­ρι, ο Κων­στα­ντής. Ήτα­νε ένας όμορ­φος, ψηλός και περή­φα­νος νέος, αλλά πάνω απ? όλα ειλι­κρι­νής και ντό­μπρος. Δού­λευε στο βυρ­σο­δε­ψείο του θεί­ου του, στη Χάρ­μαι­να. Μοχθού­σε καθη­με­ρι­νά για να βγά­λει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοια­ζε, ούτε η σκλη­ρή δου­λειά, ούτε η φτώ­χεια. Αγα­πού­σε την Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος.

Η Λενιώ, ήταν όμορ­φη, καλο­συ­νά­τη νέα, χωρίς κανέ­να ψεγά­δι πάνω της. Βοη­θού­σε στ΄ αμπέ­λια και στα ελαιό­δε­ντρα που είχε ο πατέ­ρας της. Ήταν μονα­χο­θυ­γα­τέ­ρα και ανε­κτί­μη­τη για τους γονείς της. Αγα­πού­σε τον Κων­στα­ντή και λαχτα­ρού­σε να τον συνα­ντή­σει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερω­τευ­μέ­νοι και έπλα­θαν όνει­ρα για το μέλ­λον τους. Η ζωή απλω­νό­ταν μπρο­στά τους και τους χαμο­γε­λού­σε. Πίστευαν ότι τίπο­τα δεν μπο­ρού­σε, να τους αρπά­ξει την ευτυ­χία τους.

Ένα πρωί ο Κων­στα­ντής φόρ­τω­σε το κάρο του με ολο­καί­νουρ­γα δέρ­μα­τα και έφυ­γε από την πόλη. Έπρε­πε να παρα­δώ­σει τα εμπο­ρεύ­μα­τα και ν΄ αγο­ρά­σει εργα­λεία, απα­ραί­τη­τα για την δου­λειά του. Περιό­δευε από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό για βδο­μά­δες και οι παραγ­γε­λί­ες των δερ­μά­των ολο­έ­να αυξα­νό­ταν. Όλες του οι προ­σπά­θειες, δεν πήγα­νε στρά­φι και μετά από κάμπο­σο και­ρό γύρι­σε στην Άμφισ­σα μ? ένα δαχτυ­λί­δι για την αγα­πη­μέ­νη του. Έτρε­ξε ανυ­πό­μο­να στο σπί­τι της Λενιώς για να την ζητή­σει, από τον πατέ­ρα της, σε γάμο. Πλη­σιά­ζο­ντας τον ??ζώσα­νε τα φίδια??, για­τί το σπί­τι έστε­κε αλλό­κο­το. Ήταν αμπα­ρω­μέ­νο και μια σκιά θανά­του πλα­νιό­ταν στον αέρα.

Έμα­θε από τους γεί­το­νες και τον καρ­δια­κό του φίλο Γιάν­νο, τον απρό­σμε­νο θάνα­το της αγα­πη­μέ­νης του. Η Λενιώ, είχε πάει στην Πηγή της Χάρ­μαι­νας, για να γεμί­σει την στά­μνα της δρο­σε­ρό νερό. Ξαφ­νι­κά, χάλα­σε ο και­ρός και άρχι­σαν να πέφτουν αστρα­πές και κεραυ­νοί. Μια καταρ­ρα­κτώ­δης βρο­χή πλημ­μύ­ρι­σε τους χωμα­τό­δρο­μους. Άρχι­σε να σου­ρου­πώ­νει, ερη­μιά, ψυχή δεν φαι­νό­ταν τρι­γύ­ρω. Ήταν μόνη της κάτω από τα γέρι­κα πλα­τά­νια. Ο αέρας φυσού­σε με μανία και τίπο­τα δεν άφη­νε όρθιο. Δεν πρό­λα­βε να φύγει. Ένας κεραυ­νός τη χτύ­πη­σε και σωριά­στη­κε εκεί, στην πηγή τους, μ? ένα φρε­σκο­κομ­μέ­νο ματσά­κι για­σε­μί, να ανε­μί­ζει στα μακριά μαλ­λιά της.

Οι γονείς της Λενιώς, βου­τή­χτη­καν σε λύπη βαθιά. Μη μπο­ρώ­ντας ν? αντέ­ξουν το θάνα­το της μονά­κρι­βης θυγα­τέ­ρας τους, πού­λη­σαν το βιο τους, κακήν κακώς και πήραν των ομμα­τιών τους και έφυ­γαν από την πόλη.

Η λύπη και ο πόνος τρύ­πω­σαν στην καρ­διά του Κων­στα­ντή. Ένιω­θε ανή­μπο­ρος, μπρος στο θάνα­το, μετέ­ω­ρος. Δεν μπό­ρε­σε να αντέ­ξει τον άδι­κο χαμό της αγα­πη­μέ­νης του και ράγι­σε η καρ­διά του. Την άλλη μέρα, βρή­καν το άψυ­χο σώμα του κάτω από το Κάστρο της πόλης. Η όψη του ήταν γαλή­νια και ένα αχνό χαμό­γε­λο, δια­γρα­φό­ταν στο πρό­σω­πό του. Πίστευε ότι η ψυχή του θα ενω­νό­ταν με την αγα­πη­μέ­νη του Λενιώ. Έτσι, θα μπο­ρού­σε μα την έχει για πάντα κοντά του, χωρίς να φοβά­ται ότι θα πάψει να την αγα­πά­ει. Η θρη­σκεία δεν τον δέχτη­κε στην αγκα­λιά της και κατα­δι­κά­στη­κε να περι­πλα­νιέ­ται. Από τότε, ο Κων­στα­ντής στοί­χειω­σε και κατα­φεύ­γει στο λημέ­ρι του, την Πηγή της Χάρ­μαι­νας. Μοι­ρο­λο­γεί για τα νιά­τα που δεν έζη­σε, θρη­νεί για την αγά­πη που έχασε.

Το Στοι­χείο της Χάρ­μαι­νας, ήταν ένα ανθρω­πό­μορ­φο τέρας, πανύ­ψη­λο, με μακρου­λά χέρια. Είχε άγριο και φρι­χτό παρου­σια­στι­κό. Φύλα­γε την Πηγή της Χάρ­μαι­νας, που δού­λευαν οι ταμπά­κη­δες της πόλης και τους προ­στά­τευε από κάθε κακό και από τ? άλλα στοι­χειά της περιο­χής. Για­τί, τους αγα­πού­σε τους βυρ­σο­δέ­ψες, τους ένιω­θε δικούς του ανθρώ­πους. Κι όταν κάποιος απ? αυτούς, ήταν ετοι­μο­θά­να­τος, τότε γύρι­ζε έξω από το σπί­τι του και άρχι­ζε ένα αξιο­θρή­νη­το ουρ­λια­χτό πόνου.

Όταν το έζω­νε η μονα­ξιά, το στοι­χειό, έβγαι­νε από το ησυ­χα­στή­ριο του και περι­φε­ρό­ταν από σοκά­κι σε σοκά­κι, βγά­ζο­ντας άγριες στρι­γκλιές και βογκη­τά. Μαζί με τα ουρ­λια­χτά ακού­γο­νταν και περί­ερ­γοι θόρυ­βοι και σύρ­σι­μο από αλυσίδες.

Ακο­λου­θού­σε πάντα την ίδια δια­δρο­μή. Περ­νού­σε από το σπί­τι της Λενιώς, από το πατρι­κό του και από τα σπί­τια των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλει­δα­μπα­ρω­νό­ταν στα σπί­τια τους και γεμά­τοι φόβο, προ­σεύ­χο­νταν στο Θεό να τους φυλάει.

Στην Άμφισ­σα τότε, εκτός από το Χαρ­μαι­νιώ­τι­κο, υπήρ­χαν και άλλα στοι­χειά. Το καθέ­να από αυτά, προ­στά­τευε κάποια πηγή νερού, κάποια συνοι­κία, τους αμπε­λώ­νες, τα ελαιό­δε­ντρα κα. Πολ­λές φορές τα στοι­χειά συγκρού­ο­νταν μετα­ξύ τους και πάλευαν μερό­νυ­χτα ολό­κλη­ρα. Πάντα όμως νικού­σε το Χαρ­μαι­νιώ­τι­κο, για­τί ήταν το πιο δυνα­τό και έξυ­πνο. Η πάλη γινό­ταν στην Χάρ­μαι­να, κάτω από τα πλα­τά­νια και τα πεύ­κα. Οι Αμφισ­σιώ­τες φοβό­νταν και δεν ??έβγα­ζαν μύτη?? κατά την διάρ­κεια του αγώ­να. Περί­με­ναν καρ­τε­ρι­κά, ώσπου να τελειώ­σουν όλα και να στα­μα­τή­σουν οι κραυ­γές και τα ουρ­λια­χτά των στοιχειών.

Μετά από τα τρι­πλά­σια χρό­νια της ηλι­κί­ας του Κων­στα­ντή και της Λενιώς μαζί, το Στοι­χειό της Χάρ­μαι­νας, ησύ­χα­σε, κατα­λά­για­σε. Έπα­ψε να φοβί­ζει τους ανθρώ­πους. Φαί­νε­ται, ότι ο Θεός το συγχώρησε.

Το τελευ­ταίο Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο της Απο­κριάς ανα­βιώ­νει στην Άμφισ­σα ο θρύ­λος του «στοι­χειού». Από τη συνοι­κία Χάρ­μαι­να, όπου βρί­σκο­νται τα παλιά Ταμπά­κι­κα, και τα σκα­λιά του Αη Νικό­λα κατε­βαί­νει το «στοι­χειό» και μαζί ακο­λου­θούν νεράι­δες, ξωτι­κά, σκιά­χτρα και άλλα αλλό­κο­τα πλάσματα.

«Αλευρομουτζουρώματα» στο Γαλαξιδι

Στο Γαλα­ξί­δι, την Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα παί­ζουν «αλευ­ρο­πό­λε­μο». Αυτό το έθι­μο δια­τη­ρεί­ται από το 1801. Εκεί­να τα χρό­νια, παρό­λο που το Γαλα­ξί­δι τελού­σε υπό την τουρ­κι­κή κατο­χή, όλοι οι κάτοι­κοι περί­με­ναν τις Απο­κριές για να δια­σκε­δά­σουν και να χορέ­ψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναί­κες, ένας για τους άντρες. Φορού­σαν μάσκες ή απλώς έβα­φαν τα πρό­σω­πά τους με κάρ­βου­νο. Στη συνέ­χεια προ­στέ­θη­κε το αλεύ­ρι, το λου­λά­κι, το βερ­νί­κι των παπου­τσιών και η ώχρα. Στο μουν­τζού­ρω­μα συμ­με­τέ­χουν όλοι, ανε­ξαι­ρέ­τως ηλικίας.

Ο «βλάχικος γάμος» της Θήβας

Κάθε Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα γίνε­ται ανα­πα­ρά­στα­ση του Βλά­χι­κου Γάμου. Είναι ένα έθι­μο που έχει τις ρίζες περί­που στο 1830, μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση των ορει­νών περιο­χών. Οι Βλά­χοι, δηλα­δή οι τσο­πά­νη­δες από τη Μακε­δο­νία, την Ήπει­ρο, τη Θεσ­σα­λία και τη Ρού­με­λη, εγκα­τέ­λει­ψαν τότε την άγο­νη γη τους και βρή­καν γόνι­μο έδα­φος νοτιότερα.

Η γιορ­τή ξεκι­νά την Τσι­κνο­πέμ­πτη, συνε­χί­ζε­ται την Κυρια­κή το από­γευ­μα με το χορό των συμπε­θέ­ρων και το προ­ξε­νιό στην κεντρι­κή πλα­τεία της πόλης. Την επό­με­νη γίνο­νται τα αρρα­βω­νιά­σμα­τα του ζευ­γα­ριού, η παρά­δο­ση των προι­κιών, το ξύρι­σμα γαμπρού και το στό­λι­σμα της νύφης.

Οι «Γέροι» της Σκύρου

Με την αρχή του Τριω­δί­ου και κάθε Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο των ημε­ρών της Απο­κριάς, το έθι­μο του νησιού θέλει τον «γέρο» και την «κορέ­λα» να βγαί­νουν στους δρό­μους και να δίνουν μια ξεχω­ρι­στή εικό­να των ημερών.

Σύμ­φω­να με την τοπι­κή παρά­δο­ση, κάπο­τε στη Σκύ­ρο ένας γέρος με τη γριά του είχαν λίγα κατσί­κια. Όμως μια νύχτα του χει­μώ­να έπε­σε στο βου­νό χιό­νι και άγρια παγω­νιά και όλα τους τα ζώα πέθα­ναν. Απελ­πι­σμέ­νος ο γέρος βοσκός ζώστη­κε τα κου­δού­νια και τα τομά­ρια των πεθα­μέ­νων ζώων του και μαζί με τη γυναί­κα του (κορέ­λα) κατέ­βη­καν μέχρι τη Χώρα. Οι χτύ­ποι των κου­δου­νιών έφε­ραν στους συγ­χω­ρια­νούς το μήνυ­μα της καταστροφής.

Ο Γέρος φορά­ει άσπρο μάλ­λι­νο παντε­λό­νι, φαρ­δύ από το γόνα­το και πάνω, (το τυπι­κό παντε­λό­νι των βοσκών του νησιού), άσπρες κάλ­τσες που τις στε­ρε­ώ­νει κάτω από το γόνα­το με μαύ­ρες καλ­τσο­δέ­τες, σαν­δά­λια με πλε­χτά δερ­μά­τι­να λου­ριά και μαύ­ρη κάπα, την οποία φορά­ει ανά­πο­δα, ώστε το τρι­χω­τό μέρος να είναι απ? έξω. Μέσα από την κάπα στε­ρε­ώ­νει κου­ρέ­λια στην πλά­τη, που δημιουρ­γούν μια ψεύ­τι­κη καμπού­ρα. Στη μέση του στε­ρε­ώ­νει 2–3 σει­ρές κου­δού­νια, το βάρος των οποί­ων μπο­ρεί να φτά­σει και τα 50 κιλά. Τα κου­δού­νια δεν είναι όλα ίδια, άλλα είναι μικρά, άλλα μεγά­λα με δια­φο­ρε­τι­κό σχέ­διο και ήχο. Η μεταμ­φί­ε­ση ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τη ?μου­τσού­να?, τη μάσκα δηλα­δή, η οποία είναι ολό­κλη­ρο το τομά­ρι ενός μικρού κατσι­κιού και φοριέ­ται με την τρι­χω­τή πλευ­ρά προς τα έξω. Όταν στε­ρε­ω­θεί καλά η μάσκα, η οποία έχει δυο μικρές τρύ­πες για μάτια, φοριέ­ται η κου­κού­λα της κάπας. Στο τέλος, αφού βάλει και ένα ωραίο μαντί­λι στο λαι­μό, στο­λι­σμέ­νο με τα πρώ­τα ανοι­ξιά­τι­κα λου­λού­δια, ο Γέρος παίρ­νει τη γκλί­τσα του και είναι έτοιμος!

«Μακαρούνα» της Καρύστου

Ένα παλιό απο­κριά­τι­κο έθι­μο της Νότιας Εύβοιας είναι το έθι­μο του «Μακα­ρού­να». Σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση ο «Μακα­ρού­νας» ήταν ένας άντρας με πολύ ανε­πτυγ­μέ­νη σεξουα­λι­κή δρά­ση που προ­φα­νώς οφεί­λο­νταν σε ανά­λο­γες ικα­νό­τη­τες. Δεν άφη­νε καμία γυναί­κα παρα­πο­νε­μέ­νη. Όλες είχαν περά­σει από τα χέρια του. Ανύ­πα­ντρες, παντρε­μέ­νες, χήρες και ζωντο­χή­ρες, νέες, μεσό­κο­πες και γριές κι όλες είχαν να λένε μόνο καλά λόγια για τις επι­δό­σεις του. Ήρθε όμως η τελευ­ταία Κυρια­κή της απο­κριάς όπου σύμ­φω­να με τα έθι­μα της Καρύ­στου φτιά­χνουν ζυμα­ρι­κά (μακα­ρού­νες). Ο «Μακα­ρού­νας» έφα­γε τόσο πολύ που έσκα­σε. Μέγας θρή­νος ανά­με­σα στο γυναι­κείο πληθυσμό.

Κάθε Καθα­ρή Δευ­τέ­ρα λοι­πόν μια ομά­δα από καρ­να­βα­λι­στές φτιά­χνει το πτώ­μα του «Μακα­ρού­να», ένα σκιά­χτρο με παλιά ρού­χα παρα­γε­μι­σμέ­να με άχυ­ρα ή κου­ρέ­λια πάνω σε ένα πρό­χει­ρο φορείο. Για να τονί­σουν το κωμι­κό μέρος του εθί­μου φρο­ντί­ζουν να έχει μια τερά­στια κοι­λιά από το πολύ φαΐ κι ένα τερά­στιο πέος να βγαί­νει μέσα από το ξεκού­μπω­το παντελόνι.

Αφού ετοι­μά­σουν τον νεκρό ετοι­μά­ζο­νται και οι «γυναί­κες» που θα τον μοι­ρο­λο­γή­σουν. Ακο­λου­θούν την πομπή στην οποία προη­γεί­ται ο παπάς και οι ψαλ­τά­δες που ψέλ­νουν νεκρώ­σι­μα μεν, αλλά παραλ­λαγ­μέ­να με πολύ καυ­στι­κό τρό­πο, πίνο­ντας και οδυ­ρό­με­νοι. Στη συνέ­χεια στή­νε­ται τρι­κού­βερ­το γλέ­ντι. Χορεύ­ουν κρα­τώ­ντας το «νεκρό» ψηλά και πίνο­ντας μέχρι τελι­κής πτώσεως.

Χέι και κοντοσούβλι γίγας στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας

Οι Από­κριες ξεκι­νούν με το παρα­δο­σια­κό άναμ­μα της φωτιάς το γνω­στό χέι τόσο στις γει­το­νιές του χωριού όσο και το μεγά­λο χέϊ στην πάνω Πλα­τεία του χωριού. Πρό­κει­ται για διο­νυ­σια­κό κατά­λοι­πο με χορό μασκα­ρά­δων συνο­δεία τού­μπα­νου και καραμούζας.

Την Κυρια­κή της Απο­κριάς οι κάτοι­κοι της Αμφί­κλειας ετοι­μά­ζουν το γνω­στό κοντο­σού­βλι που έχει μήκος 120 μέτρα με περισ­σό­τε­ρα από 800 κιλά κρέ­ας που κάθε χρό­νο αφιε­ρώ­νουν στην Μέρ­κελ και την παρέα της. Το μεση­μέ­ρι της Κυρια­κής στή­νουν ένα τρι­κού­βερ­το γλέ­ντι κάτοι­κοι και προσκεκλημένοι.

Την Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα μετά το πέταγ­μα του χαρ­τα­ε­τού γίνε­ται γλέ­ντι στην Κάτω Πλα­τεία της Αμφί­κλειας με παρα­δο­σια­κή φασο­λά­δα, λαγά­να και άλλα σαρα­κο­στια­νά, χορός με τού­μπα­νο και καρα­μού­ζα, πίπι­ζες και νταούλια.

Οι Κουδουναραίοι του Διστόμου

Ιδιαί­τε­ρα …θορυ­βώ­δης είναι η απο­κριά στο Δίστο­μο με το πανάρ­χαιο διο­νυ­σια­κό έθι­μο των «Κου­δου­να­ραί­ων» με αυτο­σχέ­δια δρώ­με­να, τρα­γού­δι και φυσι­κά άφθο­νη επί­και­ρη και καυ­τή σάτιρα!

Οι τρα­γό­μορ­φοι Κου­δου­να­ραί­οι είναι ένα παλιό έθι­μο (30 αιώ­νων) της περιο­χής του Διστό­μου Βοιω­τί­ας που έχει διο­νυ­σια­κές ρίζες και συνί­στα­ται στην περι­φο­ρά ανθρώ­πων — νέοι και τελευ­ταία και νέες- ντυ­μέ­νων με προ­βιές ζώων και ζωσμέ­νοι με μεγά­λες κου­δού­νες στη μέση τους, προ­σπα­θούν, συμ­βο­λι­κά, με τον εκκω­φα­ντι­κό κτύ­πο των κου­δου­νιών να ξυπνή­σουν τη φύση, μόλις τελειώ­νει ο χει­μώ­νας και αρχί­ζει η άνοι­ξη. Την επερ­χό­με­νη άνοι­ξη συμ­βο­λί­ζουν και τα φύλ­λα ελιάς που έχουν στην κορυ­φή των μαγκού­ρων τους.

Μαζί με την αθυ­ρό­στο­μη “αρι­στο­φα­νι­κής προ­έ­λευ­σης” γλώσ­σα τους στα αυτο­σχέ­δια τρα­γού­δια που λένε δίνουν μια άκρως επι­θε­ω­ρη­σια­κή και εν κινή­σει ”παρά­στα­ση”, αφού τα θέμα­τα που θίγουν κάθε χρό­νο είναι εμπνευ­σμέ­να από την τρέ­χου­σα πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή επικαιρότητα.

Η εντυ­πω­σια­κή παρου­σία τους σημα­δεύ­ε­ται με το καθιε­ρω­μέ­νο “τολ­μη­ρό” τρα­γού­δι τους, μπρο­στά στους θεα­τές τους!

Οι «Τζαμάλες» στα Γιάννινα

Οι τζα­μά­λες, οι μεγά­λες φωτιές, θα ανά­ψουν για το «καλό». την Κυρια­κή της Απο­κριάς, στις γει­το­νιές των Ιωαννίνων.

Το παρα­δο­σια­κό λαϊ­κό έθι­μο, που βασί­ζε­ται στην αρχέ­γο­νη πίστη της δύνα­μης της φωτιάς, θα ανα­βιώ­σει σε όλες της συνοι­κί­ες της πόλης.

Μέσα σε ένα κύκλο από ψιλή άμμο , με διά­με­τρο 4 έως 6 μέτρα, τοπο­θε­τούν μεγά­λα κού­τσου­ρα από κορ­μούς δέντρων που τα ανά­βουν , αμέ­σως μετά τον εσπε­ρι­νό της Κυρια­κής της Απο­κριάς. Γύρω από την φωτιά, η οποία θα καί­ει μέχρι το πρωί της Καθα­ρής Δευ­τέ­ρας, θα στη­θεί ένα μεγά­λο ολο­νύ­κτιο γλέ­ντι με χορό, κρα­σί και ζεστή φασο­λά­δα. Χοροί, τρα­γού­δια και κλα­ρί­να θα δώσουν νότα χαράς και αισιο­δο­ξί­ας σε μικρούς και μεγάλους..

Το έθι­μο στην ουσία ‚είναι μια ιερο­τε­λε­στία εξα­γνι­σμού, που με την πάρο­δο του χρό­νου και ανά­λο­γα με τις ανά­γκες της κάθε επο­χής, έχει τον δικό της συμ­βο­λι­σμό. Για παρά­δειγ­μα, επί Τουρ­κο­κρα­τί­ας οι σκλα­βω­μέ­νοι Γιαν­νιώ­τες, έπαιρ­ναν ειδι­κή άδεια από την διοί­κη­ση της πόλης για την τέλε­ση του εθί­μου, ενώ ο χορός γύρω από την φωτιά, εξέ­φρα­ζε τον πόθο των σκλα­βω­μέ­νων για λευτεριά.

Το έθι­μο που οι ετοι­μα­σί­ες του και η συλ­λο­γή των ξύλων στις γει­το­νιές, αρχί­ζει 4 ημέ­ρες νωρί­τε­ρα, στη­ρί­ζει Δήμος των Ιωαν­νι­τών σε συνερ­γα­σία με τους συλ­λό­γους της κάθε συνοι­κί­ας. Η λέξη τζα­μά­λα, όπως υπο­στη­ρί­ζουν λαο­γρά­φοι μάλ­λον είναι ανερ­μή­νευ­τη ‚ενώ ορι­σμέ­νοι υπο­στη­ρί­ζουν πως είναι αρβα­νί­τι­κη η τουρκική.

Το Έθιμο της Καμήλας στην Κάινα Χανίων

Ένα έθι­μο μονα­δι­κό, που έρχε­ται από τα βάθη των αιώ­νων, είναι αυτό της καμή­λας που ανα­βιώ­νει κάθε Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα, στο Δημο­τι­κό Δια­μέ­ρι­σμα της Κάι­νας του Δήμου Βάμου. Όλοι οι κάτοι­κοι της Κάι­νας αρχί­ζουν από πολύ νωρίς τις ετοι­μα­σί­ες για την κατα­σκευή της καμή­λας αλλά και του μου­τζου­ρώ­μα­τος. Από τις 8 το πρωί αρχί­ζουν οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες. Τα παι­διά μαζεύ­ο­νται σ’ ένα σπί­τι και βοη­θά­νε το ένα το άλλο για να φτιά­ξουν τις πρω­τό­τυ­πες στο­λές . Οι ενή­λι­κοι κάτοι­κοι που συμ­με­τέ­χουν στην κατα­σκευή της καμή­λας, μαζεύ­ουν τα απα­ραί­τη­τα υλι­κά από την προη­γού­με­νη μέρα. Γύρω στις 10 το πρωί μαζεύ­ο­νται σε ένα ανοι­χτό χώρο για να την κατασκευάσουν.

Η Καμή­λα είναι ένα Διο­νυ­σια­κό έθι­μο και πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε τον 19ο αιώ­να. Κατα­σκευά­ζε­ται από μια ξύλι­νη σκά­λα, δύο κοφί­νια που απο­τε­λούν τις δύο καμπού­ρες της καμή­λας, μία παλέ­τσα (είδος νάι­λον πανιού που χρη­σι­μο­ποιεί­ται για τη συλ­λο­γή του ελαιο­κάρ­που) και το σκε­λε­τό του κεφα­λιού ενός γαϊ­δά­ρου. Στον ουρα­νί­σκο του κεφα­λιού τοπο­θε­τεί­ται ένα καρού­λι για να ανοι­γο­κλεί­νει το στό­μα του με το τρά­βηγ­μα ενός σχοι­νιού. Στα μάτια του τοπο­θε­τού­νται δύο μαντα­ρί­νια ζωγρα­φι­σμέ­να και ντύ­νε­ται με προ­βιές κου­νε­λιών. Στην καμή­λα μπαί­νουν συνή­θως τρεις άνθρω­ποι. Ένας κρα­τά­ει το κεφά­λι στε­ρε­ω­μέ­νο σε ένα ξύλο, και οι άλλοι δύο με τη βοή­θεια των κοφι­νιών σχη­μα­τί­ζουν τις καμπού­ρες της.

Η καμή­λα ξεκι­νά­ει τη βόλ­τα της από το ένα άκρο του χωριού και περ­νώ­ντας από την πλα­τεία περι­παί­ζει τον κόσμο που έχει μαζευ­τεί εκεί. Όλοι οι κάτοι­κοι του χωριού ανε­ξαρ­τή­του ηλι­κί­ας, ντύ­νο­νται με πρω­τό­τυ­πες αυτο­σχέ­διες στο­λές ακο­λου­θώ­ντας την καμή­λα ως το σημείο του ξεφα­ντώ­μα­τος. Την ακο­λου­θούν επί­σης γαϊ­δού­ρια, μασκα­ρε­μέ­να και αυτά. Οι μεταμ­φιε­σμέ­νοι έχουν κρε­μα­σμέ­να επά­νω τους κυρί­ως λέρια προ­βά­των και προ­βιές ζώων. Το γλέ­ντι συνε­χί­ζε­ται μέχρι το βρά­δυ με τη συνο­δεία παρα­δο­σια­κών μου­σι­κών οργάνων

Για τη φετι­νή χρο­νιά για όσους βρε­θούν στο χωριό ο δήμος και ο πολι­τι­στι­κός σύλ­λο­γος θα προ­σφέ­ρουν παρα­δο­σια­κά κεράσματα.

Κέρκυρα: Ο «χορός των παπάδων» και ο «κορφιάτικος γάμος»

Η αυλαία της Απο­κριάς στην Κέρ­κυ­ρα πέφτει με την ανα­βί­ω­ση των εθί­μων του «κορ­φιά­τι­κου γάμου» και του «χορού των παπάδων».

Και τα δύο έθι­μα ανα­βιώ­νουν σε χωριά του νησιού, δια­χω­ρί­ζο­ντας τις Από­κριες στο νησί, σύμ­φω­να με την πρό­ε­δρο του Λυκεί­ου Ελλη­νί­δων Κέρ­κυ­ρας Λίζα Γαστε­ρά­του-Αλε­ξά­κη, σε δύο είδη καρ­να­βα­λιού, στο αστι­κό και στης υπαίθρου.

Την Κυρια­κή της Τυρι­νής, η πόλη της Κέρ­κυ­ρας ετοι­μά­ζε­ται πυρε­τω­δώς το μεση­μέ­ρι, να κάψει τον Σιορ Καρ­νά­βα­λο, μετά από μία μεγα­λειώ­δη βενε­τσιά­νι­κη παρέ­λα­ση, με τις μαζο­ρέ­τες να παρέ­χουν ένα θαυ­μά­σιο θέα­μα γυμνα­στι­κών επι­δεί­ξε­ων και τους τυμπα­νι­στές να πλημ­μυ­ρί­ζουν τα καντού­νια και την κεντρι­κή πλα­τεία, από εμβα­τή­ρια θριάμβου.

Την ίδια ώρα, σε πολ­λά χωριά του νησιού, κυρί­ως της Βόρειας Κέρ­κυ­ρας, τον πρω­ταρ­χι­κό ρόλο για το κλεί­σι­μο των απο­κριών, ανα­λαμ­βά­νουν οι παπά­δες, με το μονα­δι­κό παρα­δο­σια­κό «χορό των Παππάδων».

Σύμ­φω­να με το έθι­μο που λαμ­βά­νει χώρα το από­γευ­μα της Κυρια­κής της Τυρο­φά­γου, όταν τελειώ­σει ο εσπε­ρι­νός, στα προ­αύ­λια των ιερών ναών, ο πρε­σβύ­τε­ρος ιερέ­ας βγαί­νει στην αυλή της εκκλη­σί­ας και δίνει το έναυ­σμα του χορού. Τίθε­ται επι­κε­φα­λής και τον ακο­λου­θούν οι υπό­λοι­ποι ιερείς, μέλη της επι­τρο­πής της εκκλη­σί­ας, οι ψάλ­τες, οι τοπι­κοί άρχο­ντες, γέρο­ντες και όσοι επι­θυ­μούν. Στον «χορό των παπά­δων» συμ­με­τέ­χουν μόνο άνδρες, που μπαί­νουν στη σει­ρά κατά ηλι­κία, δίνο­ντας προ­τε­ραιό­τη­τα πάντα στους μεγαλύτερους.

Τον «χορό των παπά­δων» δεν συνο­δεύ­ει κανέ­να μου­σι­κό όργα­νο, παρά μόνο η μελω­δία από το τρα­γού­δι που ακού­γε­ται, που θυμί­ζει περισ­σό­τε­ρο έναν εκκλη­σια­στι­κό ύμνο.

Ο πρε­σβύ­τε­ρος ιερέ­ας σέρ­νει το χορό τρα­γου­δώ­ντας πρώ­τος τον κάθε στί­χο και οι υπό­λοι­ποι τον επα­να­λαμ­βά­νουν. « Δόξα να, δόξα να, δόξα να ‘χει πάσα ημέ­ρα. Δόξα να ‘χει πάσα ημέ­ρα και ο Υιός με τον Πατέ­ρα. Δόξα να, δόξα να, δόξα να ‘χουν και τα τρία. Δόξα να ‘χουν και τα τρία και η Δέσποι­να Μαρία?»

Όταν τελειώ­σει ο «χορός των παπά­δων» ο ιερέ­ας ευλο­γεί τον ποί­μνιο του και τους εύχε­ται «καλή νηστεία και καλή σαρακοστή…»

Στη Νότια Κέρ­κυ­ρα, την ίδια ημέ­ρα ανα­βιώ­νει το έθι­μο του «κορ­φιά­τι­κου γάμου» ή «Ιερός Γάμος». Σύμ­φω­να με το δρώ­με­νο, οι άντρες μαζεύ­ο­νται σε ένα σπί­τι και στο­λί­ζουν το γαμπρό και οι γυναί­κες τη νύφη, η οποία όμως είναι άντρας και πολ­λές φορές μου­στα­κα­λής. Αυτό θεω­ρεί­ται από τους περισ­σο­τέ­ρους, ως κατά­λοι­πο της πατριαρ­χι­κής κοι­νω­νί­ας κάπο­τε στην περιο­χή, που περιό­ρι­ζε τις γυναί­κες να έχουν την οποια­δή­πο­τε θέση στα δρώ­με­να του τόπου. Το έθι­μο ξεκι­νά από το πρωί και διαρ­κεί σχε­δόν ολό­κλη­ρη τη μέρα. Κατά την τελε­τή του μυστη­ρί­ου ο δαί­μο­νας με τη μορ­φή του «σάτυ­ρου», προ­σπα­θεί να χαλά­σει το γάμο, ενώ οι παρι­στά­με­νοι πει­ρά­ζο­νται μετα­ξύ τους και συνή­θως αισχρο­λο­γούν. Το γλέ­ντι ξεκι­νά μετά το γάμο και πολ­λές φορές διαρ­κεί μέχρι τα ξημερώματα.

Βενετσιάνικος γάμος στο Τζάντε του 16ου αιώνα

Ένα δρώ­με­νο που μας γυρ­νά πίσω πολ­λές δεκα­ε­τί­ες και ανα­πα­ρι­στά τον αρχο­ντι­κό και πλού­σιο γάμο των Ενε­τών του 16ου αιώ­να, πραγ­μα­το­ποιεί­ται κάθε χρό­νο στην Ζάκυνθο.

Το έθι­μο του Βενε­τσιά­νι­κου γάμου, που εμπνεύ­στη­κε και πραγ­μα­το­ποί­η­σε το 2005 ο ζωγρά­φος Αντώ­νης Μιλά­νος, είναι ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του Ζακυν­θι­νού καρ­να­βα­λιού και κάθε χρό­νο, χιλιά­δες επι­σκέ­πτες αλλά και Ζακυν­θι­νοί, πλημ­μυ­ρί­ζουν την πλα­τεία Αγ. Μάρ­κου, ώστε να θαυ­μά­σουν τα ειδι­κά σκη­νι­κά και τα εκθαμ­βω­τι­κές ενδυ­μα­σί­ες, των πρω­τα­γω­νι­στών του δρώμενου.

Ο Βενε­τσιά­νι­κος γάμος στο Τζά­ντε, μας μετα­φέ­ρει πίσω στον 16ο αιώ­να, όταν η Ζάκυν­θος ήταν υπό την Ενε­τι­κή κατοχή.

Η επί­δει­ξη χρη­μα­τι­κής δύνα­μης, ο εντυ­πω­σια­σμός και η επί­δει­ξη της θέσης τους στην εξου­σία, έκα­νε αυτόν γάμο μονα­δι­κό και λόγω του πλού­του και της χλι­δής των κόντη­δων και των ευγε­νών τρα­βού­σε πάνω του, τα βλέμ­μα­τα της τοπι­κής κοινωνίας.

Σήμε­ρα ο Βενε­τσιά­νι­κος γάμος, αρχί­ζει από την πλα­τεία Αγ. Παύ­λου και δια­σχί­ζο­ντας τους κεντρι­κούς δρό­μους της πόλης της Ζακύν­θου, κατα­λή­γει στην πλα­τεία Αγ. Μάρ­κου, όπου εκεί τελεί­ται ο γάμος.

H μεγα­λειώ­δη πομπή του γάμου ανοί­γει με τυμπα­νι­στές και σημαιο­φό­ρους. Ακο­λου­θούν οι νεό­νυμ­φοι και οι κοντι­νοί συγ­γε­νείς τους. Η νόνα (για­γιά) μετα­φέ­ρε­ται μέσα σε λεντί­κα (κλει­στό φορείο εξαι­ρε­τι­κής τέχνης μέσα στο οποίο μετέ­φε­ραν τους ευγε­νείς) ενώ ακο­λου­θούν τα σεντού­κια της νύφης με τα προι­κιά. Την πομπή πλαι­σιώ­νουν οι προ­σκε­κλη­μέ­νοι, οι οποί­οι φορούν ακρι­βή αντί­γρα­φα στο­λών του 16ου αιώ­να, ενώ κορί­τσια κρα­τούν κάνι­στρα με ροδο­πέ­τα­λα και μπο­μπο­νιέ­ρες. Στην συνέ­χεια ακο­λου­θεί το γαμή­λιο γλέ­ντι, με ανα­γεν­νη­σια­κούς χορούς και πολ­λά τοπι­κά παρα­δο­σια­κά εδέ­σμα­τα όπως είναι τα ζαχα­ρο­κού­κα (κου­φέ­τα), ορτζά­δες ( σου­μά­δα) και πάντο­λες (παντε­σπά­νι).

Καρναβάλι στα Λαγκάδια Γορτυνίας με την «παρέα του τράγου»

Ένα ξεχω­ρι­στό και πρω­τό­τυ­πο καρ­να­βά­λι διορ­γα­νώ­νει στα Λαγκά­δια Γορ­τυ­νί­ας την τελευ­ταία Κυρια­κή της Απο­κριάς, ο σύλ­λο­γος νέων Λαγκα­δί­ων «Δρά­σις», στο οποίο ανα­βιώ­νουν οι αρκα­δι­κοί μύθοι, με την «παρέα του Τράγου».

Το αυθε­ντι­κό αρκα­δι­κό καρ­να­βά­λι επι­στρέ­φει μετά από πολ­λά χρό­νια και υπό­σχε­ται χορό, ποτό και ξεφά­ντω­μα, με κυρί­αρ­χο στοι­χείο την συμ­με­το­χή του κόσμου και πρω­τα­γω­νι­στή τον τρα­γο­πό­δα­ρο Πάνα.

Ντό­πιοι και επι­σκέ­πτες θα παρε­λά­σουν στα γρα­φι­κά καλ­ντε­ρί­μια του χωριού και η καρ­να­βα­λι­κή πομπή θα κατα­λή­ξει στην πλα­τεία, όπου στις 7:30 θα ξεκι­νή­σει η ενσάρ­κω­ση μυθι­κών όντων του Μαινάλου.

Εκεί, ο θεός Διό­νυ­σος με τους Βάκ­χους, θα προ­σφέ­ρουν κρα­σί και ο τρα­γο­πό­δα­ρος Πάνας θα κυνη­γά τις Νύμ­φες, ενώ γύρω τους σε κατά­στα­ση ευφο­ρί­ας θα χορεύ­ουν τα ξωτι­κά, οι αμα­ζό­νες, οι μάγισ­σες με το δρά­κο, οι μάγοι και οι καλικάντζαροι.

Ακο­λού­θως μέσα από ένα εντυ­πω­σια­κό σόου με φωτιές και χει­ρο­ποί­η­τα άρμα­τα, η πομπή με το κάψι­μο του Τρά­γου και τον εκστα­τι­κό χορό γύρο από τη φωτιά, συνο­δεία κρουστών.

Η βρα­διά θα συνε­χι­στεί με γλέ­ντι έως τις πρώ­τες πρω­ι­νές ώρες.

«Ο γάμος του Κουτρούλη» στην Μεθώνη

Στη Μεθώ­νη, ο καρ­να­βα­λί­στι­κος γάμος του Κου­τρού­λη κρα­τά­ει από τον 14ο αιώ­να. Φέτος το «ευτυ­χές γεγο­νός» ξεκι­νά­ει το Σάβ­βα­το (12/3) με το «Προ­γα­μιαίο Γλέ­ντι», που γίνε­ται στις 9:00 το βρά­δυ, στη Σάλα Μπούρ­τζι, από τον Πολι­τι­στι­κό Σύλ­λο­γο Μεθώνης.

Την Κυρια­κή (13/3) στον πεζό­δρο­μο της Αγο­ράς γίνε­ται η «Παρου­σί­α­ση Προι­κιών», ενώ την Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα στην πλα­τεία της Παρα­λί­ας τελεί­ται μεγα­λο­πρε­πώς… «Ο Γάμος του Κου­τρού­λη». Το ζευ­γά­ρι των νεο­νύμ­φων είναι δύο άντρες, που μαζί με τους συγ­γε­νείς πηγαί­νουν στην πλα­τεία, όπου γίνε­ται ο γάμος με παπά και με κου­μπά­ρο! Δια­βά­ζε­ται το προι­κο­σύμ­φω­νο και ακο­λου­θεί τρι­κού­βερ­το γλέντι.

Στη Μεσ­σή­νη, την Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα (14/3) γίνε­ται η ανα­πα­ρά­στα­ση της εκτέ­λε­σης της γριάς Συκούς, που κατά την παρά­δο­ση, κρε­μά­στη­κε στη θέση Κρε­μά­λα της πόλης, με εντο­λή του Ιμπρα­ήμ Πασά, επει­δή είχε το θάρ­ρος, εξη­γώ­ντας του ένα όνει­ρο που είχε δει, να του πει ότι η εκστρα­τεία του και ο ίδιος θα είχαν οικτρό τέλος από την αντί­δρα­ση και το σθέ­νος των επα­να­στα­τη­μέ­νων Ελλήνων.

Οι εκδη­λώ­σεις ξεκι­νούν το πρωί, στις 10:30, από την κεντρι­κή πλα­τεία της Μεσ­σή­νης, με τους φου­στα­νε­λά­δες των συλ­λό­γων της Μεσ­σή­νης να οδεύ­ουν προς την Κρεμάλα.

Στις 11:00 γίνε­ται η ανα­πα­ρά­στα­ση της δίκης και του απαγ­χο­νι­σμού, από τον Πολι­τι­στι­κό Σύλ­λο­γο Μεσ­σή­νης, ενώ ακο­λου­θεί κέρα­σμα παρα­δο­σια­κής φασο­λά­δας από το Σύλ­λο­γο Γυναι­κών Μεσ­σή­νης και Περιχώρων.

Ο καντής του Ρεθύμνου

«Εμί­σε­ψεν η Απο­κριά με λύρες και παι­γνί­δια, ήρθε­νε η σαρα­κο­στή με ελιές χαλ­βά κρομ­μύ­δια. Από­κα­με ο καρ­νά­βα­λος η πλου­μι­στή κοπέ­λα, ξημέ­ρω­σε η σαρα­κο­στή η λαχανοσκουτέλα.

Με αυτή τη Μαντι­νά­δα υπο­δέ­χο­νται στο Ρέθυ­μνο την καθα­ρή Δευ­τέ­ρα και την περί­ο­δο της νηστεί­ας τη Σαρα­κο­στή, αμέ­σως μετά τα γλέ­ντια, τους χορούς, τα χρώ­μα­τα και το ανα­γεν­νη­σια­κό κλί­μα που επι­κρα­τού­σε όλη την προη­γού­με­νη καρ­να­βα­λι­κή περί­ο­δο. Καθα­ρά Δευ­τέ­ρα και όλα ξεκι­νούν με τη Νηστεία που ως «τρα­πε­ζο­μά­ντη­λο απλώ­νε­ται» στο τρα­πέ­ζι και τις υπαί­θριες τάβλες που στή­νο­νται για να υπο­δε­χτούν τα σαρα­κο­στια­νά εδέ­σμα­τα πριν και μετά την πραγ­μα­το­ποί­η­ση των εθί­μων της ημέ­ρας. Μπο­ρεί το πέταγ­μα του χαρ­τα­ε­τού να κυριαρ­χεί στο Ρεθε­μνιώ­τι­κο ουρα­νό πόλης και χωριών, όμως η γη, το χώμα, υπο­δέ­χο­νται ξεχω­ρι­στά έθι­μα όπως η αρπα­γή της νύφης, το μου­τζού­ρω­μα, η Καμή­λα, ο Καντής. Στο Μελι­δό­νι Μυλο­πο­τά­μου, Στο Γερά­νι, στους Αρμέ­νους, στα Ανώ­γεια, στο Αμά­ρι, τα παι­χνί­δια και οι πλά­κες συνά­δουν με το έθι­μο, όπου στην περί­πτω­ση του Καντή του άρχο­ντα δηλα­δή, που μπρο­στά­ρης με την ακο­λου­θία του επι­σκέ­πτε­ται τα σπί­τια και δίνει εντο­λές για το τι να κάνουν οι κάτοι­κοι. Παράλ­λη­λο έθι­μο αυτό του εξο­μο­λό­γου που συνται­ριά­ζει με του Καντή αλλά αντί για άρχο­ντα υπάρ­χει ο ρόλος του Παπά. Έθι­μο με λαϊ­κές δίκες και αστεία περι­στα­τι­κά δίνουν ζωή σε παρέ­ες, όπως η γαϊ­δου­ρο­κα­βα­λα­ρία όπου σε μία προ­σπά­θεια τους οι παρέ­ες αντα­γω­νί­ζο­νται σε δύνα­μη, αντο­χή άλλων στις πλά­τες τους και άφθο­νες πλά­κες όταν η μακριά γαϊ­δού­ρα από ανθρώ­πους δεν αντέ­χει και πέφτει από χάμου εις χάμου όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά λένε στα χωριά. Έθι­μο, όπως η αυτο­σχέ­δια από ξύλα και κου­βέρ­τες καμή­λα, η οποία με τη βοή­θεια κρυμ­μέ­νων ανθρώ­πων κάνει τα δικά της στις παρέ­ες και στο χωριό. Το μου­τζού­ρω­μα που δίνει χαρά και διά­θε­ση σε μικρούς και μεγά­λους που δε φοβού­νται να λερω­θούν και να τους μου­τζου­ρώ­σουν οι άλλοι χωριανοί.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο