Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αρθουρ Πεν, ανήσυχο, βαθιά προοδευτικό πνεύμα, ρηξικέλευθος κινηματογραφιστής

Στις 28 Σεπτεμ­βρί­ου 2010 πέθα­νε­σε ηλι­κία 88 ετών  ο Αρθουρ Πεν, δημιουρ­γός της θρυ­λι­κής ται­νί­ας «Μπό­νι και Κλάιντ» (1967) με την οποία επη­ρέ­α­σε βαθύ­τα­τα την ιστο­ρία του σινε­μά. Η ται­νία αυτή θεω­ρεί­ται ότι άνοι­ξε το δρό­μο για ένα νέο αμε­ρι­κα­νι­κό σινε­μά και επη­ρέ­α­σε πολ­λές ται­νί­ες όπως τα Easy Rider, The Wild Bunch, The Graduate και άλλες.

Ο Πεν θεω­ρεί­ται ο βασι­κός φορέ­ας κινη­μά­των όπως η ευρω­παϊ­κή «νου­βέλ βαγκ» στο αμε­ρι­κα­νι­κό σινε­μά. Αδελ­φός του πολύ καλού φωτο­γρά­φου Ιρβινγκ Πεν και ηθο­ποιός του θεά­τρου στα νιά­τα του, ο Αρθουρ Πεν έκα­νε το ντε­μπού­το του στη σκη­νο­θε­σία πρώ­τα στην τηλε­ό­ρα­ση, ενώ πέρα­σε στη μεγά­λη οθό­νη το 1958 σκη­νο­θε­τώ­ντας τον Πολ Νιού­μαν στην ται­νία «Ο αριστερόχειρας»(στην Ελλά­δα προ­βλή­θη­κε με τον τίτλο Ο δρα­πέ­της των επτά πολι­τειών). Δια­νο­ού­με­νος με πολύ καθα­ρή σκέ­ψη και προ­ο­δευ­τι­κή θέση για την κοι­νω­νία και τον κινη­μα­το­γρά­φο μέχρι το τέλος, ο Πεν.

Ο Άρθουρ Πεν γεν­νή­θη­κε στις 27 Σεπτεμ­βρί­ου 1922 στη Φιλα­δέλ­φεια από γονείς ρωσι­κής-εβραϊ­κής καταγωγής.

Σύντο­μα ενδια­φέρ­θη­κε για το θέα­τρο και μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλε­μο σπού­δα­σε στα Πανε­πι­στή­μια της Περού­τζια και της Φλω­ρε­ντί­ας και επέ­στρε­ψε στις ΗΠΑ το 1948. Στη συνέ­χεια παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα στο φημι­σμέ­νο Actor’s Studio της Νέας Υόρκης.

Το 1957 σκη­νο­θέ­τη­σε το τηλε­ο­πτι­κό έργο The Miracle Worker, δύο χρό­νια αργό­τε­ρα το μετέ­φε­ρε στο θεα­τρι­κό σανί­δι και το 1962 το μετέ­φε­ρε στην οθό­νη του σινε­μά κερ­δί­ζο­ντας πλή­θος βρα­βεί­ων ‑ανά­με­σά τους και ένα βρα­βείο Τόνι.

Ανή­συ­χο, βαθιά προ­ο­δευ­τι­κό πνεύ­μα, ρηξι­κέ­λευ­θος κινη­μα­το­γρα­φι­στής, άφη­νε βαθύ χνά­ρι στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή τέχνη με κάθε ται­νία του, ακό­μη και σε κινη­μα­το­γρα­φι­κά είδη, όπως το «γου­έ­στερν». Εγρα­φε, χαρα­κτη­ρι­στι­κά, σε κρι­τι­κή του στο «Ρ» ο αξέ­χα­στος Νίκος Αντω­νά­κος για την ται­νία του Πεν «Οι φυγά­δες του Μιζού­ρι» (1976, με Μάρ­λον Μπρά­ντο και Τζακ Νίκολ­σον): «Ο,τι ξέρα­τε για τα καου­μπόι­κα φιλμ ξεχά­στε τα. Εδώ έχου­με να κάνου­με με άσκη­ση ύφους! (…) Κόντρα στο συνη­θι­σμέ­νο. Εχει, βέβαια, μια καου­μπόι­κη ιστο­ρία, για να σου απο­σπά­σει την προ­σο­χή (…) Η ται­νία, όμως, δε μένει εκεί!..(…) Ο Πεν προ­χώ­ρη­σε ακό­μα ένα βήμα! Με την ται­νία του, με την πλο­κή της ιστο­ρί­ας του, αλλά και με τους σύν­θε­τους χαρα­κτή­ρες που δημιούρ­γη­σε, προ­σπά­θη­σε — και το κατά­φε­ρε — και συνέ­δε­σε το τότε της Αμε­ρι­κής με το σήμε­ρα (…) η σημε­ρι­νή πολι­τι­κή λογι­κή της Αμε­ρι­κής, σύμ­φω­να με τον Πεν, έχει τις ρίζες της στο παρελ­θόν της. Οι άνθρω­ποι ασύ­δο­τοι από παρα­δό­σεις και νόμους έχτι­σαν τη χώρα τους με πρω­τό­γο­νο τρό­πο. Ο δυνα­τό­τε­ρος έτρω­γε τον αδυ­να­τό­τε­ρο ή τον υπο­χρέ­ω­νε να προσκυνήσει (…)».

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο