Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αρνιέμαι! — Τέχνη στις φυλακές και τις εξορίες

Η Τέχνη της περιό­δου 1936–1949 αλλά και εκεί­νη που έγι­νε στις φυλα­κές και τις εξο­ρί­ες, είναι μια τέχνη που γεν­νή­θη­κε από το λαϊ­κό κίνη­μα και σε κάθε βήμα στά­θη­κε δίπλα στους εργα­ζό­με­νους, κοντά στα προ­βλή­μα­τα και τα ορά­μα­τα της μεγά­λης πλειο­ψη­φί­ας του ελλη­νι­κού λαού. Μια τέχνη που οι ίδιες οι λαϊ­κές δυνά­μεις γέν­νη­σαν και όπλι­σαν με δύνα­μη. Τέχνη που οφεί­λου­με να τη μελε­τή­σου­με και να τη δια­φυ­λά­ξου­με για όλα όσα μας κάνει γνω­στά, για όλα όσα σημα­το­δο­τεί και περιέχει.

Έκθε­ση: «Εικα­στι­κές τέχνες και Αντί­στα­ση — Εργα­στή­ριο ιστο­ρί­ας της τέχνης της περιό­δου Δικτα­το­ρία Μετα­ξά — Κατο­χή — Αντί­στα­ση — Εμφύ­λιος — Τόποι Εξο­ρί­ας ως το 1967», στο Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθη­ναί­ων (Πάρ­κο Ελευ­θε­ρί­ας), 29 Οκτώ­βρη έως 30 Νοέμ­βρη 2014. Οργά­νω­ση: Επι­με­λη­τή­ριο Εικα­στι­κών Τεχνών Ελλάδος.

Στο βίντεο παρου­σιά­ζε­ται μια ενδει­κτι­κή επι­λο­γή από τα έργα που βρί­σκο­νται στην έκθε­ση, και είναι των δημιουρ­γών (με τη σει­ρά που αυτά εμφα­νί­ζο­νται στο βίντεο):

Βακιρ­τζής Γιώρ­γος, Βλα­σί­δης Βασί­λης (2), Γού­λας Γιώρ­γος, Δαγκλής Χρί­στος (4), Κατρά­κη Βάσω (3), Μακρή Ζιζή, Μαλά­μος Κώστας, Μάρ­θας Τάκης (2), Μαγ­γιώ­ρου Λου­κία, Μελε­τζής Σπύ­ρος, Μπα­λά­φας Κώστας, Μαχα­ριάν Ασα­ντούρ, Μώλος Θωμάς (2), Νικο­λι­νά­κος Μιχά­λης, Νομι­κός Ανδρέ­ας, Παπα­γε­ωρ­γί­ου Δημή­τρης, Πολυ­χρο­νιά­δη Σελέστ, Σεμερ­τζί­δης Βάλιας, Σικε­λιώ­της Γιώρ­γος (2), Σπη­λιό­που­λος Ιωάν­νης, Στε­φα­νί­δης Γιάν­νης (3), Τάσ­σος Αλε­βί­ζος, Φαρ­σα­κί­δης Γιώρ­γος (3).

 

ΑΡΝΙΕΜΑΙ

Στί­χοι: Ιάκω­βος Καμπανέλλης
Μου­σι­κή: Μίκης Θεοδωράκης
Τρα­γού­δι: Βασί­λης Παπα­κων­στα­ντί­νου & χορωδία

Αρνιέ­μαι αρνιέ­μαι αρνιέμαι
οι άλλοι να βαστά­νε τα σκοινιά
αρνιέ­μαι να με κάνουν ό,τι θένε
αρνιέ­μαι να πνι­γώ στην καταχνιά.

Αρνιέ­μαι αρνιέ­μαι αρνιέμαι
να είσαι συ και να μην είμαι εγώ
που τη δική μου μοί­ρα διαφεντεύεις
με τη δική μου γη και το νερό.

Αρνιέ­μαι αρνιέ­μαι αρνιέμαι
να βλέ­πω πια το δρό­μο μου κλειστό
αρνιέ­μαι να ’χω σκέ­ψη που σωπαίνει
να περι­μέ­νει μάταια τον καιρό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο