Γράφει η Τασσώ Γαΐλα //
Αττίλα Γιόζεφ (Attila Jozsef) Ούγγρος ποιητής (1905–1937)
Στη χώρα των Μαγιάρων, την Ουγγαρία, χώρα με ξεχωριστή κουλτούρα, μουσική και γλώσσα που δεν συγγενεύει με καμιά άλλη πλην ελαχίστως με τη φιλανδική, στις αρχές του 20ού αιώνα και στις 11 Απριλίου 1905 σε εργατικό προάστιο της πρωτεύουσας Βουδαπέστης και στην άθλια εργατική γειτονιά με τα σπίτια τρύπες των ενός δωματίου θα γεννηθεί ο Αττίλα Ιωσήφ, γιος εργάτη σαπωνοποιίας και μιας πλύστρας. Στην οικογένεια που υπάρχουν και δυο μεγαλύτερα κοριτσάκια, ο Γιόζεφ αρχίζει τη ζωή του με πολλές στερήσεις και θέα μια βρώμικη αυλή που τον πνίγει και θα του αφήσει βαθιά σημάδια στη γεμάτη εξαθλίωση κατοπινή ζωή του…
Ο μικρός και βαπτισμένος χριστιανός Ορθόδοξος Ιωσήφ στα τρία του χρόνια θα μείνει ορφανός από πατέρα που εγκαταλείπει την οικογένεια του και τη χώρα για μια καλύτερη ζωή στη Ρουμανία. Αληθινή ηρωίδα η μητέρα δουλεύει όλη μέρα να μεγαλώσει τα παιδιά της… Αντίξοες συνθήκες, η ζωή των εργατών στην Ουγγαρία του ’10 απάνθρωπη… Με πόνο καρδιάς η πονεμένη μάνα αποχωρίζεται τον μικρό γιο της που υιοθετείτε από οικογένεια αγροτική. Επιστρέφει- ο μικρός- το 1912 στη μητέρα του που την λατρεύει και θα γράψει αργότερα γι αυτήν ποιήματα-αριστουργήματα, η μητέρα τον γράφει στο δημοτικό σχολείο, δουλειά για να βοηθήσει στο σπίτι, δουλειά ότι να΄ναι στους δρόμους, το μικρό αγοράκι πάντα ξυπόλητο και πεινασμένο κι ορφανό για δεύτερη φορά με το θάνατο το 1919 της λατρεμένης μητέρας του κι όταν το αγόρι είναι μόλις 14 χρόνων…
«Πουλούσα εφημερίδες, πουλούσα ψωμιά… Βοηθούσα τη μάνα μου όσο μπορούσα… Έκλεβα ξύλα και κάρβουνο για να ζεσταθούμε… Στο μεταξύ, αφού τελείωσα το πεντατάξιο δημοτικό πήγα στη μέση σχολή…»…
Με κόπους, διάβασμα και δουλειές του ποδαριού τελειώνει κάποτε και μάλιστα με άριστα την ΣΤ’ τάξη του Γυμνασίου .Βαθειά συγκίνηση προκαλούν τα γεμάτα ειλικρίνεια και αθωότητα λόγια από το αυτοβιογραφικό του σημείωμα…
«Είναι αλήθεια ότι ούτε τότε, μα ούτε και πρωτύτερα δεν είχα κανένα που θα μπορούσε να με βοηθήσει με μια φιλική συμβουλή. Την ίδια εποχή-1916- έχουν πια δημοσιευτεί τα πρώτα ποιήματα μου, στο λογοτεχνικό περιοδικό Νιούγκατ (Δύση). Η δημοσίευση έγινε όταν ήμουν 17 χρονών. Με θεωρούσαν παιδί θαύμα ενώ δεν ήμουν παρά ένα παιδί ορφανό…».
Γκόργκι, Ζολά και Γάλλοι ποιητές τα αγαπημένα αναγνώσματα του νεαρού Γιόζεφ, ρομαντισμός, μουσικότητα και νεωτερισμός από τους πρώτους κιόλας στίχους του, στροφή κατόπιν στη στρατευμένη ποίηση με περιγραφή της ζωής του προλετάριου, έτσι όπως ήταν και την βίωνε. Άθλια…
Ζωή βασανισμένη, ατέλειωτες δυσχέρειες, δουλεύει, γράφει ποίηση, τελειώνει το Λύκειο, γράφεται στο Πανεπιστήμιο για σπουδές στην Ουγγρική και Γαλλική γλώσσα. Συγκρούεται με τους καθηγητές του, το εγκαταλείπει και με την οικονομική βοήθεια του συζύγου της αδελφής του έρχεται το 1925 για σπουδές στη Βιέννη. Εδώ θα επηρεαστεί βαθιά από τις σοσιαλιστικές ιδέες των λογοτεχνικών κύκλων, αφήνει όμως το Πανεπιστήμιο, επιστρέφει Βουδαπέστη και από εκεί και πάντα με την ενίσχυση της οικογένειας του φτάνει το 1926 στο Παρίσι και στη Σορβόννη για σπουδές. Στη Γαλλία θα μείνει 3 χρόνια, εδώ αρχίζει και την ενασχόληση του με τη μετάφραση Γάλλων συγγραφέων στα Μαγιάρικα, εδώ θα γραφτεί στην Αναρχοκομμουνιστική Ένωση, εδώ θα βιώσει και την πρώτη τραυματική γι αυτόν ερωτική περιπέτεια. Επιστροφή το 1930 στη Βουδαπέστη, ένταξη του στο παράνομο- τότε- κομμουνιστικό κόμμα κι ένας μεγάλος έρωτας με τη μαχητική κομμουνίστρια Τζούντι Ζάντο που μετά 5 χρόνια διαλύεται…
Τραγούδι του προλετάριου
Στ’ ατέλειωτα κρύα πελάγη
πλέουν βουβά ήπειροι, πάγοι.
Πάρα παπάμ, παρά παπάπαμ…
πλέουν βουβά ήπειροι, πάγοι.
…
Μες σε τσουκάλια κουνουπίδια
ζούμε λερά, πεθαίνουμε ίδια.
Πάρα παπάμ, παρά παπάπαμ…
ζούμε λερά, πεθαίνουμε ίδια.
…
Ποια λύπη σε βαραίνει τόσο;
Να’ χα ένα ρούχο να σου δώσω.
Πάρα παπάμ, παρά παπάπαμ…
να’ χα ένα ρούχο να σου δώσω.
…
Δε θλίβεται, χτυπάει, νικάει
όποιος για τον αγώνα πάει.
Πάρα παπάμ, παρά παπάπαμ…
όποιος για τον αγώνα πάει.
(Απόδοση Ασημακόπουλος Κώστας).
Ο Αττίλα Γιόζεφ, ο προλετάριος ποιητής που θα μαγέψει αργότερα μεγάλες μορφές των γραμμάτων από τον Αραγκόν μέχρι τον Βρεττάκο και Ρίτσο, βυθισμένος στη θλίψη, φτώχεια και παράπονο γράφει στίχους εξπρεσιονιστικούς, στίχους γεμάτους λαϊκή σοφία, εμπλουτισμένους από εικόνες δανεισμένες από τη ζωή και το εργατικό κίνημα, στίχους με μουσικότητα και αμεσότητα. Πολυβασανισμένη ζωή, εμφάνιση των πρώτων έντονων ψυχολογικών προβλημάτων, ρήξη με τους συντρόφους του στο κόμμα που δεν καταλαβαίνουν και λοιδορούν την αγάπη του για τον Φρόυντ, λύπη δε τον γεμίζει η αδιαφορία τους για τη συλλογή του Νύχτα στις συνοικίες, γενικά κλίμα δυσάρεστο για τον νεαρό ποιητή που απογοητευμένος εγκαταλείπει το 1934 το κόμμα και τον συναντάμε το 1936 συνιδρυτή και συντάκτη της λογοτεχνικής επιθεώρησης της αριστεράς Καλός Λόγος. Το 1936 αφιερώνει ένα ποίημα του στον Φρόυντ που γιορτάζει τα 80ηκοστά γενέθλια του, γιατί Φρόυντ και Μαρξ και οι θεωρίες τους για τον ποιητή μας είναι αυτά που θα δώσουν απάντηση στα πιο καυτά ερωτήματα της εποχής του. 1936, η νευρασθένεια του χειροτερεύει, λύπη, απελπισία, εγκατάλειψη από ομοτέχνους και συντρόφους που περιγελούν την αδυναμία του στον Φρόυντ, χωρίς δουλειά, χωρίς παπούτσια, νηστικός στους δρόμους της Βουδαπέστης όπως και τότε που μικρό παιδί…«Έφτιαχνα παιχνίδια από χρωματιστά χαρτιά και τα πουλούσα σε παιδιά που είχαν καλύτερη μοίρα από τη δική μου…»…
Έναν αναγνώστη μόνο.
Ο στίχος μου έναν αναγνώστη μόνο θέλει,
Μονάχα αυτόν που μ΄αγαπάει και με γνωρίζει,
Αυτόν που ενώ μέσα στο τίποτα αρμενίζει
Σα μάντης ξέρει ότι μες το αύριο ανατέλλει.
…
Γιατί η σιωπή παρουσιάστη στα όνειρα του
Συχνά μ’ ανθρώπινη μορφή, κι’ εκεί στα βάθη,
Πλάι-πλάι η τίγρις και το τρυφερούλι ελάφι
Αργοπορούνε πότε-πότε στην καρδιά του.
1937./ Απόδοση :Γιάννης Ρίτσος.
«Είμαι γιος του δρόμου και της γης», λόγια του ποιητή που η πείνα, η μιζέρια, το κρύο, ο διαχωρισμός πλουσίων φτωχών και τα σκληρά χρόνια της παιδικής του ηλικίας θα αποτυπωθούν αργότερα στην κοινωνική του ποίηση, όμως μένουμε στο 1936 και ο ποιητής είναι ήδη δυο χρόνια άνεργος, η ασθένεια του χειροτερεύει, ερωτεύεται μια νεαρή κοπέλα τη Φλώρα, συμμετέχει ενεργά στην Ένωση συγγραφέων, εκδίδει τη νέα του συλλογή Αυτό πονάει…
Δεκέμβριος του 1936. Αυτό πονάει: η συλλογή του Α. Γ. γνωρίζει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ο φτωχός, νευρασθενής κι επι πλέον φυματικός Γιόζεφ μέσα σε μεγάλη χαρά πηγαίνει στον εκδοτικό οίκο για να παρακολουθήσει τις πωλήσεις του βιβλίου του. – Εκείνη την ημέρα δεν πουλήθηκε κανένα αντίτυπο της συλλογής του-δήλωσε αργότερα ο εκδότης του… Μια ζωή κακότυχος…
Το περιοδικό Καλός Λόγος έχει καλέσει αρχές του 1937 τον Τόμας Μαν για διάλεξη στη Βουδαπέστη. Ο Ιωσήφ, γράφει έξοχο προς τιμήν του ποίημα, η διάλεξη θα απαγορευτεί από την Αστυνομία…
Ψυχιατρείο, Σανατόριο οι χώροι διαβίωσης και θεραπείας του ευαίσθητου ποιητή από τις αρχές του 1937. 4 Νοέμβρη του 1937, τα δυο κορίτσια και αγαπημένες του αδελφές τον παίρνουν μαζί τους στα
λουτρά, στο θέρετρο της λίμνης Μπάλατον με την ελπίδα να γίνει ο αδελφός τους καλά…
Μεταφράζει Ουγκώ, κουβαλά μαζί του το αγαπημένο του βιβλίο που στα 1919 του είχε χαρίσει κομμουνιστής φίλος του και που είναι το: Λένιν: Κράτος και Επανάσταση, άραγε ο ποιητής μας θα βρει την ψυχική του υγεία στο γαλήνιο αυτό περιβάλλον;
Σύντομα πια θ’ αφανιστώ.
Σύντομα πια θ’ αφανιστώ μ’ όλο μου τ’ άχτι
Όπως των ζώων τα χνάρια σ’ ένα δάσος μακρινό.
Απ’ τα δικά μου έχει απομείνει μόνο στάχτη
Μα κάποια μέρα θα ‘ πρεπε να κάνω το λογαριασμό.
…
Σα νέο βλαστάρι το παιδιάστικο κορμί μου
Από καυτές καπνιές έχει για πάντα ξεραθεί,
Η θλίψη έχει τσακίσει την όρθια ψυχή μου
Καθώς γυρνώ ξανακοιτάζοντας τη ζωή.
…
Κάποτε, ταξιδεύοντας σε παράξενα μέρη,
Η επιθυμία μου έμπηξε τα δόντια στο κορμί
Και τώρα η θλίψη, να, που μ’ έχει φέρει.
Α, να μην είμαι ακόμα ένα δεκάχρονο παιδί.
…
Μου τάλεγε η μητέρα μου και τότε εγώ γελούσα,
Τα λόγια της δεν τα’ παιρνα στα σοβαρά.
Μετά, ορφανός, χωρίς αγάπη τριγυρνούσα
Κι ο αφέντης με κορόιδευε στη μύτη μου μπροστά.
…
Α, νιότη, πως μου φάνταξες, πράσινη λάμψη, Θε μου,
Δάσος αιώνια πράσινο μ’ αστείρευτη ευωδιά
Και τώρα ακούω περίλυπος στο πέρασμα του ανέμου
Να βόγγουν, να τριζοβολούν τα ολόγυμνα κλαδιά.
1937/Απόδοση:Γιάννης Ρίτσος
Ιδανικός αυτόχειρας.
«Αγαπητέ μου Γιατρέ,
Σας χαιρετώ με αφοσίωση. Μάταια προσπαθήσατε για το αδύνατο». Λόγια γεμάτα ευγένεια ψυχής, λόγια γραμμένα από τον Γιόζεφ στον γιατρό του Ρόμπερτ Μπακ μια μέρα πριν…
3 του Δεκέμβρη 1937, ψύχραιμα και χωρίς να έχει δείξει πριν κάποιο σημάδι, ο Αττίλα Γιόζεφ, ο Ούγγρος ποιητής που πολλοί τον θεωρούν σαν τον μεγαλύτερο της Ουγγαρίας μοντέρνο ποιητή, αργά το βράδυ φτάνει στο σιδηροδρομικό σταθμό του παραλίμνιου θέρετρου… μια εμπορική αμαξοστοιχία ξεκινάει… ο 32χρονος ιδεολόγος ποιητής ρίχνετε στις γραμμές… Τέλος. Επιλογή εθελούσιας εγκατάλειψης της ζωής , με αυτοκτονία…
«…Μια μέρα ξαφνικά, ίσως, χαθώ
Σαν τα ίχνη των θηρίων μες τα δάση.
Ότι καλό κι αν είχα κι αγαθό
-πρέπει να δώσω λόγο- το ‘ χω χάσει…».
(Αττίλα Γιόζεφ: Μια μέρα ξαφνικά ίσως χαθώ-απόσπασμα, απόδοση: Κ. Ασημακόπουλος).
· Ο ποιητής Αττίλα Γιόζεφ για πρώτη φορά είχε προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή του στην τρυφερή ηλικία των 9 μόλις χρόνων. Η τραυματική παιδική του ηλικία και οι κακοτυχίες του τον οδήγησαν και σε άλλες αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας.
· Το όνομα του φέρει κεντρικός δρόμος της Βουδαπέστης.
· Στην Ελληνική γλώσσα πρώτη φορά μεταφράστηκε στο: Αττίλα Γιόζεφ Ποιήματα-Μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου, Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα, Κέδρος, 1963.