Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στην αντάρτισσα Αθηνά Μπενέκου θα μεταδώσει το Mikis Radio

Αφιέ­ρω­μα στην Αθη­νά Μπε­νέ­κου θα μετα­δώ­σει το Mikis Radio το πρωί της Κυρια­κής (10.00) Θα δια­βα­στεί το τελευ­ταίο της γράμ­μα προς την οικο­γέ­νεια της, μικρό βιο­γρα­φι­κό και τα τελευ­ταία της λόγια λίγο πριν την εκτέ­λε­ση από τους ταγματασφαλίτες.

Η Αθη­νά Μπε­νέ­κου, η κόκ­κι­νη δασκά­λα που έπαι­ξε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στη δημιουρ­γία του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Πελοποννήσου.

Ως γνω­στό ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης συνέ­θε­σε το τρα­γού­δι η “Αδελ­φή μας η Αθη­νά” ( ΑΡΚΑΔΙΑ ΙΙ ) το 1968 εξό­ρι­στος στη Ζάτουν­να όπως επί­σης και το συμ­φω­νι­κό έργο “Η εκτέ­λε­ση της Αθη­νάς” την ίδια χρο­νιά που συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­τε στην Έβδο­μη συμ­φω­νία την Εαρι­νή σε ποί­η­ση του Γιάν­νη Ρίτσου.

Και τα δύο έργα είναι πάνω σε ποί­η­ση Γιώρ­γου Κουλούκη.

Ο ποι­η­τής Γιώρ­γος Κου­λού­κης υπήρ­ξε φίλος των εφη­βι­κών χρό­νων του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη (1940–44 στην Τρί­πο­λη Αρκα­δί­ας). Κατά τη διάρ­κεια του εμφύ­λιου πολέ­μου ο Κου­λού­κης κατα­δι­κά­στη­κε από το Στρα­το­δι­κείο σε θάνα­το. Στη συνέ­χεια η ποι­νή του μετα­τρά­πη­κε σε εγκλει­σμό στο Δ΄ Στρα­τό­πε­δο Μακρο­νή­σου, όπου ήδη βρι­σκό­ταν έγκλει­στος ο Θεο­δω­ρά­κης. Τα χρό­νια πέρα­σαν και η ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ του Θεο­δω­ρά­κη παί­χτη­κε στα 1955 από την Κρα­τι­κή Ορχή­στρα Αθη­νών. Όπως είναι ήδη γνω­στό, το έργο αυτό ο Θεο­δω­ρά­κης άρχι­σε να το συν­θέ­τει από την Ικα­ρία (1948) όπου ήταν εξό­ρι­στος. Συνέ­χι­σε τη σύν­θε­ση στη Μακρό­νη­σο και στα Χανιά (1949–50) και το ολο­κλή­ρω­σε στα 1953 στην Αθή­να. Ο Κου­λού­κης την επο­χή της πρώ­της εκτέ­λε­σης της ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ήταν δάσκα­λος σε μια απο­μα­κρυ­σμέ­νη περιο­χή της ορει­νής Μάνης, και συγκε­κρι­μέ­να στο χωριό Βελα­νι­διά Βοιών. Εκεί την άκου­σε από το ραδιό­φω­νο και αμέ­σως έγρα­ψε το ποί­η­μα «Η Πρώ­τη Συμ­φω­νία», μέρος του οποί­ου είναι «Η εκτέ­λε­ση της Αθη­νάς» και το έστει­λε στο Παρί­σι, όπου βρι­σκό­ταν ο συν­θέ­της. Το ποί­η­μα αυτό ο Θεο­δω­ρά­κης το μελο­ποί­η­σε πολύ αργό­τε­ρα, στα 1968, στο Βρα­χά­τι Κοριν­θί­ας, όπου και πάλι ήταν έγκλει­στος, αυτή τη φορά από τη Δικτατορία.

Η Αθη­νά Μπε­νέ­κου στα είκο­σι πέντε της χρό­νια βγή­κε αντάρ­τισ­σα στα βου­νά της Αρκα­δί­ας και κατα­τά­χθη­κε στο Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό στη Ζάτου­να και κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το. Την εκτέ­λε­σή της έμελ­λε να παρα­κο­λου­θή­σει από το κελί του μελ­λο­θά­να­του ο Γιώρ­γος Κου­λού­κης και να την περι­γρά­ψει αργό­τε­ρα στο ποί­η­μά του.

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης βρέ­θη­κε εξό­ρι­στος στη Ζάτου­να στα 1968, όπου μετα­ξύ άλλων συν­θέ­σε­ων εργα­ζό­ταν στο πιά­νο επά­νω στην ολο­κλή­ρω­σης της σύν­θε­σης του ποι­ή­μα­τος του Κου­λού­κη. Τότε, στο αντι­κρι­νό μπαλ­κό­νι του σπι­τιού στο οποίο έμε­νε, σαν από θαύ­μα, βρέ­θη­κε η μητέ­ρα μιας άλλης αντάρ­τισ­σας, που την είχαν συλ­λά­βει για να την οδη­γή­σουν κι αυτήν στο θάνα­το, για να προ­σκυ­νή­σει τον τόπο του μαρ­τυ­ρί­ου της κόρης της. Ο Θεο­δω­ρά­κης την ειδο­ποιεί ότι θα παί­ξει στο πιά­νο και θα τρα­γου­δή­σει ένα έργο αφιε­ρω­μέ­νο στην Αθη­νά, συντρό­φισ­σα της κόρης της. Κι αυτή είναι η πρώ­τη δημό­σια εκτέ­λε­ση του έργου…

 

Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΑΣ Η ΑΘΗΝΑ ( Γιώρ­γου Κουλούκη )

Σύν­θε­ση: Ζάτου­να 1968

Ήλιος θα βγει μέσα από τους κόρ­φους που στενάζουν.
Ήλιος θα βγει απ’ τις φυλα­κές και τις χαράδρες
καθώς τα μυρ­μή­γκια βγαί­νουν από τα υπό­γεια κελιά τους
ήλιος τετρά­γω­νος, δε θα μπο­ρέ­σου­νε τα στό­μα­τα των κανονιών
να τον σκο­τώ­σου­νε. Τον σημα­δεύ­ουν στου φρυ­διού του το δρεπάνι
κι όλο σκο­ντά­φτει στο ντα­μά­ρι του.

Λεβέ­ντες θα βγουν απ’ τις δίπλες του πόνου μας,
λεβέ­ντες με χοντρές παλά­μες θα χαρακώσουν
τους μοχλούς και τα βαριά μας όνειρα
χαρά­ζο­ντας στο κού­τε­λο της μέρας μας “θέλου­με να ζήσουμε”.

Βιο­λιά θα βγού­νε από τα τυραν­νι­σμέ­να στέρ­να μας,
βιο­λιών χορ­δές θα γίνου­νε τα συρματοπλέγματα,
φλο­γέ­ρες θα γίνου­νε τα κόκα­λα τα τρυπημένα
και θα στη­θεί χορός ανεβαστός.

Παντρεύ­ου­με την αλήθεια,
παντρεύ­ου­με τη γη την κατα­φρο­νε­μέ­νη τη μονάκριβη,
παντρεύ­ου­με το γέλιο της, το γάλα της, τις φλέ­βες της με τα παι­διά μας.

{ Είχε χαρά­ξει όταν πήρα­νε την αδελ­φή μας Αθη­νά για εκτέλεση,
Από βρα­δύς της δώσα­με κρυ­φά δυο πορτοκάλια

μα δεν τα ‘φαγε.
Τα φίλη­σε με τόση λατρεία

σα να ‘κρυ­βαν στον χυμό τους όλη την άνοιξη,
Όλα τα ζου­με­ρά νιά­τα της γης κι ύστε­ρα τα ‘κρυ­ψε μέσα στο στή­θος της.

Στου κελιού της την άκρη

είχε ζαρώ­σει σα φοβι­σμέ­νο σκυ­λί ο θάνατος
Κι αυτή του φώνα­ζε “Έλα Τίγρη, Αρά­πη, Τζακ”,

ψάχνο­ντας να βρει το σκυ­λί­σιο του τ’ όνομα.

Έλα να σου δεί­ξω τα χνά­ρια της αλήθειας,
έλα να μυρί­σεις τα πορ­το­κά­λια που έχω μέσα, που έχω μέσα στο στή­θος μου.

Είχε χαρά­ξει, με πέντε ριπές κάρ­φω­σαν ένα μεγά­λο στήθος

χωρίς να προ­σέ­ξουν τα πορ­το­κά­λια που χρύσιζαν

κι ο χυμός τους ανα­κα­τώ­θη­κε με το αίμα

και τα κου­κού­τσια τους βρή­κα­νε γη τιμημένη
και γιό­μι­σε ο τόπος πορ­το­κα­λιές, να κόβεις να κόβεις

και να μη σώνονται
για την Πρώ­τη Συμφωνία! } *

*Το μέρος του ποι­ή­μα­τος που είναι ανά­με­σα στις αγκύ­λες χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε αργό­τε­ρα και στην Έβδο­μη Συμ­φω­νία με τον τίτλο Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο