Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στο «πνεύμα των Χριστουγέννων»: A Christmas Carol (Μέρος 2ο)

Ebenezer ScroogeΗ ιστο­ρία του Charles Dickens λίγο πολύ γνω­στή: Ο Εμπε­νέ­ζερ Σκρουτζ (Ebenezer Scrooge), ένας (κλασ­σι­κός καπι­τα­λι­στής της επο­χής), τσι­γκού­νης και μίζε­ρος γέρος (από αυτόν, πήρε τ΄ όνο­μά του και ο Σκρουτζ του Ντίσ­νεϊ), δε νοιά­ζε­ται για κανέ­ναν (ο χαρα­κτή­ρας είναι εμπνευ­σμέ­νος από τον πατέ­ρα του, που ο Dickens μισού­σε και λάτρευε ταυ­το­χρό­νως) και οι άνθρω­ποι γι‘ αυτόν υπάρ­χουν μόνο για να δου­λεύ­ουν για αυτόν και να του δίνουν χρήματα.

Ιδιαι­τέ­ρως σιχαί­νε­ται τα Χρι­στού­γεν­να, τα οποία θεω­ρεί πως απλώς τον μεγα­λώ­νουν κατά ένα χρό­νο χωρίς, όμως, να τον κάνουν ούτε κατά μια δεκά­ρα πλουσιότερο.

Εικο­νο­γρά­φη­ση John Leech, 1843 |> “το αγό­ρι προ­σω­πο­ποί­η­ση Άγνοιας, το κορί­τσι Θέλησης”

Όμως …(ο καπι­τα­λι­σμός θέλει ανα­νέ­ω­ση), την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων του 1843, ο γερο-Σκρουτζ δέχε­ται μια απρό­σμε­νη επί­σκε­ψη από το φάντα­σμα του πρώ­ην συνερ­γά­τη του, Τζέι­κομπ Μάρ­λεϊ, που είχε πεθά­νει ακρι­βώς πριν από επτά χρόνια.


Ο Μάρ­λεϊ υπήρ­ξε και αυτός τσι­γκού­νης και μίζε­ρος όπως ο Σκρουτζ, αλλά μετά θάνα­τον, υπο­φέ­ρει από τις αμαρ­τί­ες του και θέλει να βοη­θή­σει τον Σκρουτζ, ώστε να μην έχει την ίδια κατά­λη­ξη. Εξη­γεί, λοι­πόν, στον πρώ­ην συνερ­γά­τη του πως πρό­κει­ται τον επι­σκε­φτούν τρία πνεύ­μα­τα, των περα­σμέ­νων (τον ταξι­δεύ­ει σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές στιγ­μές της ζωής του στο παρελ­θόν), των τωρι­νών (του φανε­ρώ­νει την πραγ­μα­τι­κή διά­στα­ση της τωρι­νής του ζωής ) και των μελ­λο­ντι­κών Χρι­στου­γέν­νων (τον βάζει να παρα­κο­λου­θή­σει το θάνα­το ενός άνδρα, του ίδιου του εαυ­τού του).

Αυτά τα τρία πνεύ­μα­τα, λοι­πόν, δεί­χνουν στον Σκρουτζ τα λάθη του κι ο ίδιος στα­δια­κά μετανοεί.
Το πρωί των Χρι­στου­γέν­νων, στέλ­νει μια γαλο­πού­λα (ως τότε το καθιε­ρω­μέ­νο χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο πιά­το ήταν η ψητή χήνα) στον ταλαί­πω­ρο και φτω­χό υπάλ­λη­λό του Μπομπ Κρά­τσιτ, ενώ περ­νά τη γιορ­τι­νή ημέ­ρα παρέα με τον ανι­ψιό του Φρεντ, τον οποίο μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή περιφρονούσε.
(η συνέ­χεια στο βιβλίο …ή ‑καλύ­τε­ρα “επί της οθόνης”)

ℹ️  Αυτή είναι η πρώ­τη  ηχη­τι­κή εκδο­χή (βρε­τα­νι­κή) σε ται­νία διάρ­κειας μιας ώρας (βελ­τιω­μέ­νη έκδο­ση 77λ), του μυθι­στο­ρή­μα­τος “A Christmas Carol” του Charles Dickens και είναι επί­σης η μόνη προ­σαρ­μο­γή της ιστο­ρί­ας με αόρα­το το φάντα­σμα του Marley (ο Seymour Hicks  δια­δρα­μα­τί­ζει τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο ‑που μάλι­στα παί­ζει και τον Ebenezer και νέο και γέρο).
ℹ️  Προ­ϋ­πήρ­ξε ένα 9λεπτο μικρού μήκους (1928) του Hugh Croise με τον Bransby Williams
ℹ️ Η πρώ­τη κινη­μα­το­γρα­φι­κή προ­σπά­θεια μετα­φο­ράς της νου­βέ­λας του Dickens έγι­νε το 1901. Ονο­μα­ζό­ταν “Scrooge; Οr, Marley’s Ghost” (το φάντα­σμα του Marley) και ήταν βρε­τα­νι­κή — ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό από­σπα­σμα μικρό, το μόνο τμή­μα, άλλω­στε, της ται­νί­ας που έχει δια­σω­θεί από τη Βρε­τα­νι­κή Ται­νιο­θή­κη, αλλά φυσι­κά πολύ ενδια­φέ­ρον, κυρί­ως για ιστο­ρι­κούς λόγους. Η μόνη γνω­στή κόπια της BFI, είναι ελλι­πής, αλλά κατα­φέρ­νει να πει αρκε­τά από την ιστο­ρία για να είναι ανα­γνω­ρί­σι­μη. Θεω­ρή­θη­κε στον και­ρό της επί­τευγ­μα αφού μια ιστο­ρία 80 σελί­δων την έκα­νε 5λεπτη και είχε πρω­το­πο­ρια­κές για τον και­ρό σκη­νές (τεχνι­κά)

Βέβαια για τις ανά­γκες του παρα­μυ­θιού η “καλο­σύ­νη” του Σκρουτζ συνε­χί­ζε­ται και μετά τα Χρι­στού­γεν­να, αφού γίνε­ται πια “καλός” και “ευερ­γέ­της” δίνει αύξη­ση στον Μπομπ και ορκί­ζε­ται να βοη­θά την οικο­γέ­νειά του, ιδί­ως τον μικρό γιο του Τιμ, που είναι κου­τσός και τελι­κά, ο Σκρουτζ μετα­μορ­φώ­νε­ται στον μεγα­λύ­τε­ρο ευερ­γέ­τη της πόλης του και λυτρώνεται.

Ο Ντί­κενς υπήρ­ξε από τους σφο­δρό­τε­ρους επι­κρι­τές των ταξι­κών διαι­ρέ­σε­ων της αγγλι­κής κοι­νω­νί­ας του 19ου αιώ­να και της τερά­στιας – από­λυ­της φτώ­χειας, για μεγά­λα τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού, επα­κό­λου­θο της Βιο­μη­χα­νι­κής Επα­νά­στα­σης, είναι ο συγ­γρα­φέ­ας των φτω­χών, των ανή­μπο­ρων και των ξεγυ­μνω­μέ­νων και μέσα από τα βιβλία του (που έχουν όλα βαθύ κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο) ξεπρο­βάλ­λει η φιλο­σο­φία του για τη ζωή.

Και αν η κοι­νω­νι­κή προ­σέγ­γι­ση της “χρι­στου­γεν­νιά­τι­κης ιστο­ρί­ας” του, δεί­χνει σήμε­ρα απλοϊ­κή, πρέ­πει να πάρου­με υπό­ψη ότι το εργα­τι­κό κίνη­μα και οι διεκ­δι­κή­σεις εκεί­νη την περί­ο­δο ήταν ακό­μη στα σπάρ­γα­να (το “μανι­φέ­στο” των Μαρξ-Ένκελς δημο­σιεύ­ε­ται μετά πέντε χρό­νια το 1848, που συμπί­πτει με τις εξε­γέρ­σεις σε όλη την Ευρώ­πη και η παρι­σι­νή κομού­να αργεί ακό­μη …ως το 1871 ένα χρό­νο μετά το θάνα­το του Ντίκενς).

Η καρ­διά της επα­νά­στα­σης θα χτυ­πή­σει δυνα­τά στην “Ιστο­ρία δύο πόλε­ων” — A Tale of Two Cities (1859), ενώ από τον “Ολι­βερ Τουίστ” έως τον “Ζοφε­ρό Οίκο” — The bleak house (1853) ο συγ­γρα­φέ­ας δεν έπα­ψε ποτέ να ρίχνει το ανά­θε­μα στη βικτω­ρια­νή οικο­νο­μία και στους βικτω­ρια­νούς θεσμούς (χωρίς ποτέ να φτά­σει στις ρίζες της). Αλλά να ξανα­γυ­ρί­σου­με στη “Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη ιστο­ρία του”: Η ζωή του υπήρ­ξε οικο­νο­μι­κά πολυ­τά­ρα­χη, έτσι, όπως και σε πολ­λές άλλες περί­ο­δες το φθι­νό­πω­ρο του 1843 (που ξεκί­νη­σε να το γρά­φει), ο συγ­γρα­φέ­ας βρι­σκό­ταν σε απελ­πι­στι­κή οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση με τη γυναί­κα του Kate να περι­μέ­νει το πέμ­πτο τους παι­δί, ενώ έπρε­πε να δίνουν χρή­μα­τα και για μια μεγά­λη υπο­θή­κη στο σπί­τι τους στο Devonshire.

Ατέχνως εύχεται αγωνιστικά καλές γιορτές με υγεία για ένα ελπιδοφόρο «αύριο»

Τη “Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη Ιστο­ρία” ξεκί­νη­σε να τη γρά­φει τον Οκτώ­βριο, στα­δια­κά δέθη­κε πολύ με τους χαρα­κτή­ρες της ιστο­ρί­ας του, στο σημείο να κλαί­ει, να γελά­ει και να κλαί­ει ξανά, όπως έλε­γε κι ο ίδιος, γρά­φο­ντάς την. Τελεί­ω­σε έξι εβδο­μά­δες αργό­τε­ρα. Πλή­ρω­σε μόνος του τα έξο­δα της έκδο­σης του βιβλί­ου κι επέ­μει­νε σε πολυ­τε­λές εξώ­φυλ­λο και εικο­νο­γρά­φη­ση, αλλά πού­λη­σε το βιβλίο σε χαμη­λή τιμή για να μπο­ρούν όλοι να το αγο­ρά­σουν (αυτό ήταν και πάλι μέρος της φιλο­σο­φί­ας του).

Το βιβλίο κυκλο­φό­ρη­σε πριν τα Χρι­στού­γεν­να του 1843, στις 19 Δεκεμ­βρί­ου κι έγι­νε αμέ­σως τερά­στια επι­τυ­χία, αν και εξαι­τί­ας του υψη­λού κόστους της έκδο­σης, τα έσο­δα του ήταν χαμη­λό­τε­ρα από τα ανα­με­νό­με­να. Από τότε, το όνο­μα του Dickens συν­δέ­θη­κε για πάντα με τα Χρι­στού­γεν­να και το βιβλίο έγι­νε χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη παρά­δο­ση για όλες τις επό­με­νες γενιές. Τόσο είχε ταυ­τι­στεί ο συγ­γρα­φέ­ας με το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο πνεύ­μα που όταν μαθεύ­τη­κε ο θάνα­τός του το 1870, λέγε­ται ότι ένα κορι­τσά­κι ρώτη­σε αν αυτό σήμαι­νε πως θα πεθά­νει μαζί του κι ο Αϊ Βασίλης.

Σύμ­φω­να με τον ιστο­ρι­κό Ronald Hutton, ο σύγ­χρο­νος εορ­τα­σμός των Χρι­στου­γέν­νων είναι σε μεγά­λο βαθ­μό απο­τέ­λε­σμα της επιρ­ρο­ής της νου­βέ­λας (οικο­γε­νεια­κές συνά­ξεις επο­χια­κά φαγη­τά — η γνω­στή σε όλους μας γαλο­πού­λα — και ποτά, χορός, παι­χνί­δι και εορ­τα­στι­κή-πνευ­μα­τι­κή γεν­ναιο­δω­ρία) στην κοι­νω­νία. Η ζωή αντέ­γρα­ψε την τέχνη… η τέχνη αντέ­γρα­ψε τη ζωή (βοη­θού­σης της άρχου­σας τάξης και της βιο­μη­χα­νί­ας του θεάματος).

Το διή­γη­μα του Ντί­κενς από την πρώ­τη μέρα της κυκλο­φο­ρί­ας του κέρ­δι­σε τους κρι­τι­κούς. Στον αντί­πο­δα, πολύ πρό­σφα­τα – σημεία των και­ρών… ο σύγ­χρο­νος αμε­ρι­κα­νός φιλό­σο­φος Μάικλ Λέβιν (Michael Levin), έγρα­ψε (τα Χρι­στού­γεν­να του 2000) μία “επί­και­ρη” (συνά­δει με την τότε οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή “νέα τάξη πραγ­μά­των”) «κρι­τι­κή» του έργου από την αστι­κή σκο­πιά, για να καταγ­γεί­λει όχι την ταξι­κή συμ­φι­λί­ω­σης (προς θεού !! ) αλλά τα “μεγά­λα ψέμα­τα” του Ντί­κενς δηλ …να υπε­ρα­σπι­στεί τον Σκρουτζ “σαν επι­χει­ρη­μα­τία του οποί­ου οι ιδέ­ες και πρα­κτι­κές ωφε­λούν, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τους υπαλ­λή­λους του και την κοι­νω­νία εν γένει”…

Να πού­με συμπλη­ρω­μα­τι­κά πως ανε­ξάρ­τη­τα από τις προ­θέ­σεις του Ντί­κενς, όλα ξεκί­νη­σαν από την Αγγλία όχι τυχαία (ήταν η πιο ανα­πτυγ­μέ­νη καπι­τα­λι­στι­κή χώρα τότε) όπως επί­σης καθό­λου τυχαία δεν είναι η “βιο­μη­χα­νία των Χρι­στου­γέν­νων” ειδι­κά στην Αμε­ρι­κή που προ­βάλ­λε­ται συνε­χώς από την κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία (για προ­φα­νείς λόγους … βλ. και τα διά­φο­ρα ‑απα­ντα­χού “όλοι μαζί μπορούμε”)

Το «Christmas Carol», η δημο­φι­λής νου­βέ­λα του Dickens υπήρ­ξε εν τη γενέ­σει της η ιστο­ρία του Ebenezer Scrooge, ενός άπλη­στου γέρο­ντα που μισεί τα Χρι­στού­γεν­να και μετα­μορ­φώ­νε­ται σε ένα ευγε­νι­κό πρό­σω­πο μέσα από τις επι­σκέ­ψεις τεσ­σά­ρων φαντασμάτων.

Το κλα­σι­κό έργο έχει προ­σαρ­μο­στεί αμέ­τρη­τες ‑κυριο­λε­κτι­κά αμέ­τρη­τες (σίγου­ρα πάνω από 1000) φορές για σχε­δόν κάθε είδος μέσο (βιβλίο, θέα­τρο, κινη­μα­το­γρά­φος, τηλε­ό­ρα­ση, κόμικς, καρ­τούν και ό,τι άλλο μπο­ρεί να φαντα­στεί κανείς)

Μερί­δα του λέο­ντος από τον κινη­μα­το­γρα­φι­κό και ψηφια­κό κολοσ­σό Disney

Από τότε που ο μεγά­λος βρε­τα­νός ηθο­ποιός Seymour Hicks περιό­δευε την Αγγλία με τη δική του μη μου­σι­κή προ­σαρ­μο­γή της ιστο­ρί­ας, στην πρω­τό­τυ­πη μου­σι­κή σκη­νι­κή προ­σαρ­μο­γή του Tim Dietlein, που κινη­μα­το­γρα­φή­θη­κε στην επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη επί χρό­νια θεα­τρι­κή προ­σαρ­μο­γή στο Θέα­τρο Guthrie στη Μινε­ά­πο­λη και σε εκα­το­ντά­δες παρό­μοιες σε όλο τον κόσμο.

Από τη θεα­τρι­κή προ­σαρ­μο­γή του Michael Wilson (σκη­νο­θέ­της), με την πρω­τό­τυ­πη μου­σι­κή του John Gromada στο θέα­τρο Alley για 19 χρό­νια (1990–1998, 2005-σήμε­ρα) …στο Hartford Stage για 17 χρό­νια (1998-σήμε­ρα) … στο Ford της Washington DC για 11 χρόνια

Από προ­σαρ­μο­γές του καπι­τα­λι­στι­κή Ebenezer (πχ. ως ιδιο­κτή­τη μιας πόλης μεταλ­λευ­τι­κής εται­ρεί­ας) στην πιο πρό­σφα­τη (Ιανουά­ριος του 2019), από το μονο­πώ­λιο του θεά­μα­τος Blue Apple Theatre με μια ηθο­ποιό με το σύν­δρο­μο Down, Katy Francis ως «Emilina» Scrooge στο Theatre Royal Winchester και φυσι­κά το τελευ­ταίο τηλε­ο­πτι­κό BBC One+iPlayer (ξεκι­νά­ει 22 Δεκέμ­βρη) με πρώ­τα ονό­μα­τα, μετα­ξύ αυτών Guy Pearce, Stephen Graham, Andy Serkis, Joe Alwyn, Charlotte Riley and Vinette Robinson.

✔️  Αυτά και πολ­λά ακό­μη στο επόμενο…


Δεί­τε όλο τα αφιέ­ρω­μά μας στο «πνεύ­μα των Χρι­στου­γέν­νων» 👀

 

Ατέχνως εύχεται αγωνιστικά καλές γιορτές με υγεία για ένα ελπιδοφόρο «αύριο»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο