Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στο «πνεύμα των Χριστουγέννων» 3ο — Λαϊκά έθιμα των ημερών

«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου… »

Πριν καν μπού­με στο Δεκέμ­βρη μικρά και μεγά­λα κατα­στή­μα­τα και κυρί­ως πλα­νό­διοι έχουν εφο­δια­στεί με made in China χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα είδη. Λαμπιό­νια, δεντρά­κια και λαμπά­κια, ελα­φά­κια, Αϊ — Βασί­λη­δες και αστε­ρά­κια, όλα τεχνο­λο­γί­ας led ακό­μα και πλα­στι­κό χιό­νι, «περι­μέ­νο­ντας» πελάτη.
Για τη λαϊ­κή οικο­γέ­νεια ‑εκτός από τα καθη­με­ρι­νά οικο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, αυτή η «πλύ­ση εγκε­φά­λου» για κατα­νά­λω­ση με ξενό­φερ­τες νοο­τρο­πί­ες, σβή­νει — κάθε χρό­νο όλο και περισ­σό­τε­ρο — τα έθι­μα και τους θρύ­λους που είναι δεμέ­να με τη ζωή των απλών ανθρώ­πων, που από τα βάθη των αιώ­νων ζυμώ­νο­νται με τις έγνοιες τους. Αλλά και την ελπί­δα για καλύ­τε­ρες μέρες, που θέλουν να τις συνο­δεύ­ουν με ξεκού­ρα­ση και γλέντι.
Για να βρού­με, λοι­πόν, λίγο από το νόη­μα των ημε­ρών, θα θυμί­σου­με μερι­κά από τα έθι­μα και τις παρα­δό­σεις του λαού μας, με την πεποί­θη­ση πως αυτός είναι που θα φέρει τις καλύ­τε­ρες μέρες σαν τα έθι­μα που δημιούργησε.

Ο θρίαμβος της φωτιάς

Το «Χρι­στό­ξυ­λο» και το «Πάντρε­μα της Φωτιάς» είναι δύο, όχι και τόσο γνω­στά, χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα έθι­μα που τα συνα­ντά­με κυρί­ως στη Μακεδονία.

Το «Χρι­στό­ξυ­λο» είναι το πρώ­το κού­τσου­ρο που θα καεί στο τζά­κι το βρά­δυ της παρα­μο­νής των Χρι­στου­γέν­νων, αφού το πρωί της ίδιας μέρας καθα­ρι­στεί το τζά­κι επι­με­λώς. Σε πολ­λές περιο­χές καθα­ρί­ζε­ται ακό­μα και η καμι­νά­δα του τζα­κιού. Συνή­θως στις περισ­σό­τε­ρες περιο­χές που συνα­ντά­με το έθι­μο, χρη­σι­μο­ποιούν για «Χρι­στό­ξυ­λο» οποιο­δή­πο­τε μεγά­λο ξύλο ή κού­τσου­ρο έχουν στη διά­θε­σή τους, σε ορι­σμέ­νες όμως προ­τι­μούν το ξύλο αυτό να προ­έρ­χε­ται από δέντρο με αγκά­θια όπως η άγρια αχλα­διά. Το βρά­δυ της παρα­μο­νής, αφού έχει συγκε­ντρω­θεί όλη η οικο­γέ­νεια γύρω από το τζά­κι, ανά­βε­ται το «Χρι­στό­ξυ­λο» και έως τα Θεο­φά­νια η φωτιά στο τζά­κι δεν πρέ­πει να σβή­σει. Με αυτόν τον τρό­πο πιστεύ­ε­ται ότι μένουν έξω από το σπί­τι οι καλι­κάν­τζα­ροι που εκεί­νες τις μέρες βρί­σκο­νται πάνω στη γη. Οι καλι­κάν­τζα­ροι (μακρι­νοί από­η­χοι των ειδω­λο­λα­τρι­κών μεταμ­φιε­σμέ­νων γιορ­τα­στών και των τρα­γο­πό­δα­ρων χορευ­τών του Διο­νύ­σου) κατά τη νεο­ελ­λη­νι­κή παρά­δο­ση πριο­νί­ζουν όλο το χρό­νο το δέντρο που κρα­τά­ει τη Γη, κρυμ­μέ­νοι στα βάθη της και μόλις ακού­σουν κάλα­ντα και προ­ε­τοι­μα­σί­ες, παρα­τά­νε το έργο τους και ανε­βαί­νουν στον απά­νω κόσμο για να ξεφαντώσουν.

Για τη φωτιά που προ­σφέ­ρει το «Χρι­στό­ξυ­λο» την παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων η λαϊ­κή παρά­δο­ση λέει ότι ζεσταί­νει τον νεο­γέν­νη­το Χρι­στό στη Φάτ­νη. Η στά­χτη δε που δημιουρ­γεί­ται στο τζά­κι εκεί­νες τις ημέ­ρες (από τα Χρι­στού­γεν­να έως τα Φώτα) πιστεύ­ε­ται ότι διώ­χνει το κακό και γι’ αυτό σκορ­πί­ζε­ται γύρω από το σπί­τι, στους στά­βλους αλλά και στα χωρά­φια. Το «Χρι­στό­ξυ­λο» συνα­ντιέ­ται και με το όνο­μα «Δωδε­κα­με­ρί­της» ή «Σκαρ­κάν­τζα­λο».

Πνεύμα των Χριστουγέννων» Χριστόξυλο

Το «Πάντρε­μα της φωτιάς» είναι μια παραλ­λα­γή του «Χρι­στό­ξυ­λου». Η δια­φο­ρά τους έγκει­ται στο πλή­θος των ξύλων που χρη­σι­μο­ποιού­νται για τη φωτιά. Ενώ στο «Χρι­στό­ξυ­λο» έχου­με ένα μεγά­λο κού­τσου­ρο, στο «Πάντρε­μα της φωτιάς» έχου­με δύο ή τρία. Το πρώ­το συμ­βο­λί­ζει τον νοι­κο­κύ­ρη και είναι από δέντρο που έχει αρσε­νι­κό όνο­μα π.χ. πλά­τα­νος. Το δεύ­τε­ρο συμ­βο­λί­ζει την νοι­κο­κυ­ρά και είναι από δέντρο που έχει θηλυ­κό όνο­μα π.χ. κερα­σιά. Οπου χρη­σι­μο­ποιεί­ται και τρί­το ξύλο συμ­βο­λί­ζει τον κου­μπά­ρο και είναι από δέντρο ανε­ξαρ­τή­του ονο­μα­σί­ας, δια­φο­ρε­τι­κού όμως είδους από τα δύο πρώ­τα. Αφού καθα­ρι­στεί το τζά­κι επι­με­λώς το πρωί της παρα­μο­νής, το βρά­δυ τοπο­θε­τού­νται σταυ­ρω­μέ­να τα ξύλα και ανά­βει η φωτιά. Κατά τα λοι­πά, η δια­δι­κα­σία είναι ίδια με το «Χρι­στό­ξυ­λο».

Σε κάποια μέρη πάνω στη φωτιά χύνε­ται κρα­σί και λάδι ενώ σε κάποια άλλα ρίχνουν φυτά που όταν πάρουν φωτιά κάνουν θόρυβο.

Το αμίλητο νερό

Στα χωριά της κεντρι­κής Ελλά­δας, τα μεσά­νυ­χτα της παρα­μο­νής των Χρι­στου­γέν­νων γίνε­ται το λεγό­με­νο «τάι­σμα» της βρύ­σης. Οι κοπέ­λες του χωριού τα μεσά­νυ­χτα ή προς τα χαρά­μα­τα πηγαί­νουν στις βρύ­σες του χωριού και τις αλεί­φουν με βού­τυ­ρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέ­χει το νερό να τρέ­χει και η προ­κο­πή στο σπί­τι τον και­νούρ­γιο χρό­νο και όπως γλυ­κό είναι το μέλι, έτσι γλυ­κιά να στα­θεί και η ζωή τους παίρ­νο­ντας έτσι το «αμί­λη­το» νερό.

Για την καλή σοδειά έφερ­ναν στη βρύ­ση βού­τυ­ρο, τυρί, ψημέ­νο σιτά­ρι, κλα­δί ελιάς ή όσπρια και φρό­ντι­ζαν να πάνε από τις πρώ­τες, για­τί όπως έλε­γαν, όποια θα πήγαι­νε πρώ­τη στη βρύ­ση αυτή θα στε­κό­ταν και η πιο τυχε­ρή ολό­κλη­ρο το χρό­νο. Οι γυναί­κες, επι­στρέ­φο­ντας στο σπί­τι, έφερ­ναν το και­νούρ­γιο νερό, αφού είχαν αδειά­σει τις βαρέ­λες από το παλιό. H δια­δι­κα­σία της μετά­βα­σης και της επι­στρο­φής στη βρύ­ση, γινό­ταν σιω­πη­λά, γι’ αυτό ονο­μά­στη­κε αμί­λη­το νερό. Οι γυναί­κες φρό­ντι­ζαν να μη μιλή­σει η μια στην άλλη, αν και πολ­λές φορές αυτή η υπο­χρε­ω­τι­κή βου­βα­μά­ρα ήταν αφορ­μή να μην μπο­ρούν να κρα­τή­σουν τα γέλια τους. Με το αμί­λη­το αυτό νερό ραντί­ζουν τα σπίτια.

Ρίζες στην αρχαιότητα

«Τα κάλα­ντα», από το έργο της Μαρί­ας Πωπ

Οι «μωμό­γε­ροι» είναι ένα ιδιαί­τε­ρο έθι­μο με αρχαί­ες ρίζες, περιο­ρί­ζε­ται χρο­νι­κά στο δωδε­κα­ή­με­ρο από τα Χρι­στού­γεν­να ως τα Θεο­φά­νια και το συνα­ντά­με κυρί­ως στις περιο­χές της Μακε­δο­νί­ας, της Θρά­κης και της Θεσσαλίας.

Σύμ­φω­να με ορι­σμέ­νους ερευ­νη­τές, οι μωμό­γε­ροι ήταν το απο­τέ­λε­σμα των ανά­λο­γων γιορ­τών, που γίνο­νταν στα βυζα­ντι­νά χρό­νια. Η ονο­μα­σία τους άλλω­στε (μώμος = λοι­δο­ρία, κοροϊ­δία) βεβαιώ­νει και τη σύν­δε­σή τους με την αρχαία επο­χή και το αντί­στοι­χο εθι­μι­κό θέα­τρο των αρχαίων.

Οι μεταμ­φιε­σμέ­νοι, που λέγο­νται «μωμό­γε­ροι», φορά­νε τομά­ρια ζώων (λύκων, τρά­γων κ.λπ.) ή ντύ­νο­νται με στο­λές ανθρώ­πων οπλι­σμέ­νων με σπα­θιά. Γυρί­ζουν στο χωριό τους ή στα γει­το­νι­κά χωριά, τρα­γου­δούν και μαζεύ­ουν δώρα. Οταν συνα­ντη­θούν δυο παρέ­ες κάνουν ψευ­το­πό­λε­μο μετα­ξύ τους, ώσπου η μία ομά­δα να νική­σει και η άλλη να δηλώ­σει υποταγή.

Η λαχτάρα της ευτυχίας…

Ενα από τα ωραιό­τε­ρα έθι­μα των ημε­ρών είναι τα κάλα­ντα. Οι παι­δι­κές φωνές που γεμί­ζουν τον αέρα με αστεί­ες επω­δούς, με ευχές και μελω­δί­ες, και τους νοι­κο­κυ­ραί­ους με παι­νέ­μα­τα, μετα­φέ­ρουν μια παναν­θρώ­πι­νη και πανάρ­χαια λαχτά­ρα. Την ευτυ­χία. Μια ευτυ­χία που φτιά­χνε­ται από απλά υλι­κά, από καθη­με­ρι­νές ανά­γκες, όπως ένα καλό μερο­κά­μα­το, ένας καλός γάμος, ένα παι­δί, η καλή σοδειά… ‘Η από καη­μούς, όπως ο γυρι­σμός του ξενι­τε­μέ­νου, η υγεία στην αρρώ­στια, η τύχη στη δυστυχία…

Ο τελε­τουρ­γι­κός χορός των Μομώ­γε­ρων

Οι “Μαμώ­ε­ροι” ή “Μομώ­γε­ροι” είναι ένα έθι­μο βγαλ­μέ­νο μέσα από την ποντια­κή παρά­δο­ση και δια­δρα­μα­τί­ζε­ται κατά τη διάρ­κεια του δωδε­καη­μέ­ρου, δηλα­δή από τη δεύ­τε­ρη ημέ­ρα των Χρι­στου­γέν­νων έως τα Φώτα, στα Κομνη­νά του Δήμου Βερ­μί­ου. Το έθι­μο των “Μαμώ­ε­ρων” ή “Μομώ­γε­ρων” προ­έρ­χε­ται από την περί­ο­δο της τουρ­κο­κρα­τί­ας όταν μεταμ­φιε­σμέ­νοι αντάρ­τες κατέ­βαι­ναν στα χωριά με σκο­πό τη συλ­λο­γή και διά­χυ­ση πλη­ρο­φο­ριών. Η κορύ­φω­ση ήταν ο τελε­τουρ­γι­κός χορός των Μομώ­γε­ρων, η αλλη­γο­ρία του οποί­ου ανύ­ψω­νε το ηθι­κό των συμπα­τριω­τών τους αλλά και τους προ­ε­τοί­μα­ζε για τον ξεση­κω­μό χωρίς να το αντι­λαμ­βά­νο­νται οι Τούρ­κοι, που επί­σης συμ­με­τεί­χαν στα δρώ­με­να χωρίς να κατα­λα­βαί­νουν τι γινόταν.

Μακραίωνα ήθη και έθιμα του λαού μας

«Κόλια­ντα», «σούρ­βα», «ρου­γκα­τσά­ρια», «τζιόπ­κες». Λέξεις, θαρ­ρείς, από άλλη γλώσ­σα. Μα σε όποια άλλη γλώσ­σα και να ψάξεις δεν πρό­κει­ται να τις βρεις, αφού είναι βαθιά ελλη­νι­κές. Μα και στα λεξι­κά δύσκο­λα θα τις συνα­ντή­σεις. Για­τί τού­τες οι λέξεις και πλή­θος όμοιές τους ανή­κουν πια σε μια άλλη Ελλά­δα που η επο­χή της πέρα­σε ανε­πι­στρε­πτί. Μια Ελλά­δα που τα χωριά της έσφυ­ζαν από ζωή και οι άνθρω­ποί της περί­με­ναν το Δεκέμ­βρη και το Γενά­ρη για να ξαπο­στά­σουν και ν’ ακού­σουν τις λέξεις αυτές να πλα­νιού­νται στα σοκά­κια από τα παι­δι­κά χεί­λη αναγ­γέλ­λο­ντας τα Χρι­στού­γεν­να. Το Δωδε­κά­με­ρο του γλε­ντιού, που αρχαί­ες τελε­τές και χρι­στια­νι­κά έθι­μα μπλέ­κο­νταν με ένα «μαγι­κό» τρό­πο και χαλά­ρω­ναν τους ανθρώ­πους του μόχθου από τον παμπά­λαιο αγώ­να με τη γη. Μπρο­στά από τα τζά­κια που από­διω­χναν την παγω­νιά, οι οικο­γέ­νειες χώρια και όλο το χωριό μαζί γιόρ­τα­ζαν γλε­ντώ­ντας. Κάτι που θα ήταν καλό να ξανα­θυ­μη­θού­με κι εμείς.

Το αντιπάλεμα των θρησκειών

Αυτή η «μαγι­κή» συνεύ­ρε­ση του χρι­στια­νι­σμού με την αρχαία θρη­σκεία — απο­μει­νά­ρια της οποί­ας ήταν όλα τα λαϊ­κά έθι­μα του Δωδε­κα­ή­με­ρου — δεν ήταν πάντα τόσο ειδυλ­λια­κή. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι φορείς της νέας θρη­σκεί­ας, που ήταν πλέ­ον καθε­στώς, κυνή­γη­σαν δίχως έλε­ος — έστω και αν το «έλε­ος» προ­βαλ­λό­ταν σαν ο πυρή­νας του χρι­στια­νι­σμού — τις λαϊ­κές δοξα­σί­ες, τα ήθη και τα έθι­μα ενός ολό­κλη­ρου λαού, όχι βέβαια με σκο­πό την κατα­πο­λέ­μη­ση της υπαρ­κτής και από­λυ­της αμορ­φω­σιάς, αλλά την εξα­φά­νι­σή τους και την τοπο­θέ­τη­ση στη θέση τους των νέων δοξα­σιών. Από την έκτη Οικου­με­νι­κή Σύνο­δο και για αιώ­νες μετά, αυτή η μονό­πλευ­ρη επί­θε­ση συνε­χι­ζό­ταν δίχως απο­τέ­λε­σμα. Και αυτό για­τί, όπως γρά­φει ο Κώστας Καρα­πα­τά­κης «οι παλιές συνή­θειες του λαού, που ήταν βιώ­μα­τα τόσων αιώ­νων και μέρος της αρχαί­ας θρη­σκευ­τι­κής του λατρεί­ας, ήταν η ζωή του, το οξυ­γό­νο του, που δεν ήταν δυνα­τόν να ξερι­ζω­θούν και να σβή­σουν, για­τί ήταν ζυμω­μέ­νες με το αίμα του και βαθιά ριζω­μέ­νες στην ψυχή του». Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι και το ότι η 25η Δεκέμ­βρη συμπέ­φτει — αν δεν ταυ­τί­ζε­ται — με τη γέν­νη­ση του παλιού θεού Μίθρα, του αρχη­γού όλων των ειδω­λο­λα­τρι­κών θεών.

Το Δωδε­κα­ή­με­ρο περι­λάμ­βα­νε τις τρεις μεγά­λες γιορ­τές, τις γιορ­τές του πρω­το­μάρ­τυ­ρα Στέ­φα­νου, της Πανα­γιάς και του Σταυ­ρού, καθώς και του Αϊ-Γιάν­νη. Τα Χρι­στού­γεν­να κατέ­χουν πρω­ταρ­χι­κή θέση σε αυτή την αλυ­σί­δα. Στη μέση του χει­μώ­να, με το χοι­ρι­νό και το κρα­σί, με την αίσθη­ση της αισιο­δο­ξί­ας που έφε­ρε η ίδια η γιορ­τή, δημιουρ­γού­σαν την κατάλ­λη­λη χαρού­με­νη διάθεση.

Τα κάλαντα

«Χρι­στού­γεν­να, πρω­τού­γεν­να, πρώ­τη γιορ­τή του χρόνου!/ Για βγά­τε, δέτε, μάθε­τε πως ο Χρι­στός γεννιέται!/ Γεν­νιέ­ται και βαφτί­ζε­ται στο μέλι και στο γάλα./ Το μέλι τρων οι άρχο­ντες, το γάλα οι αφε­ντά­δες και το κηρί της μέλισ­σας το τρώ­ει η Πανα­γί­τσα», τρα­γου­δού­σαν τα παι­διά στα χωριά των Γρε­βε­νών και της Σιά­τι­στας την παραμονή.

«Τα κάλα­ντα» του Ν. Λύτρα: προ­κα­λεί συγκί­νη­ση και θαυ­μα­σμό ο πίνα­κας που ζωγρά­φι­σε το 1872  απο­τυ­πώ­νο­ντας μια ομά­δα παι­διών δια­φό­ρων εθνι­κο­τή­των να λένε τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα κάλα­ντα. Αρκού­σε αυτό το έργο για να απο­δο­θεί στον κορυ­φαίο Έλλη­να καλ­λι­τέ­χνη ο τίτλος «ο ζωγρά­φος των Χρι­στου­γέν­νων». Το έργο αυτό θεω­ρεί­ται ως η κορυ­φαία στιγ­μή στην ηθο­γρα­φι­κή ζωγρα­φι­κή της Ελλά­δας και είναι προ­φα­νές ότι ξεπερ­νά την απλή απει­κό­νι­ση ενός εθίμου…

Πρό­κει­ται για τα κάλα­ντα ή « κόλια­ντα», «κόλε­ντα», «κόλι­ντρα», «κόλ­ντα». Απο­τέ­λε­σμα του ανα­κα­τέ­μα­τος του χρι­στια­νι­σμού και της ειδω­λο­λα­τρί­ας, που οι ρίζες τους ξεκι­νά­νε από την αρχαιό­τη­τα, τα κάλα­ντα δεν αναγ­γέλ­λουν μόνο τη γιορ­τή, αλλά προ­σαρ­μό­ζο­νται και στις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες του κάθε ακρο­α­τή με σκο­πό… το κέρ­δος! Ετσι, εγκω­μιά­ζο­νται η λεβε­ντιά και η ομορ­φιά, τρα­γου­διού­νται οι πόθοι των νέων. «Στο σπί­τι τού­το που ‘ρθα­με, του πλουσιονοικοκύρη/ ν’ ανοί­ξου­νε οι πόρ­τες του να μπει ο πλού­τος μέσα/ να μπει ο πλού­τος κι η χαρά κι η ποθη­τή ειρήνη/ για να γεμί­σουν τα στα­μνιά μέλι, κρα­σί και λάδι/ κι η σκά­φη του ζυμώ­μα­τος με φου­σκω­τό ζυμάρι./ Ο γιος του νοι­κο­κύ­ρη μας να παντρευ­τεί μια ωραία/ κι η κόρη με τα χέρια της να υφά­νει πανωραία».

Μάλι­στα, στην περιο­χή των Γρε­βε­νών, μόνο ένα τρα­γού­δι έχει θρη­σκευ­τι­κό περιε­χό­με­νο και τα άλλα είναι ανά­λο­γου ύφους με το παρα­πά­νω. Για παρά­δειγ­μα, κάλα­ντα αφιε­ρω­μέ­να στο γεωρ­γό ήταν δια­δε­δο­μέ­να στη Μακε­δο­νία, στην Ηπει­ρο, στη Ρού­με­λη και τη Θεσ­σα­λία: «Εσέ­να πρέπ’ αφέ­ντη μου, το άξιο το ζευγάρι/ το άξιο το περή­φα­νο και το στεφανωμένο./ Ας είν’ καλά τ’ αλέ­τρι σου, θεός να το πλουταίνει/ για να θερί­ζεις σταυ­ρω­τά, να δένεις αντρειωμένα/ να θημω­νιά­ζεις πυρ­γω­τά, να ζεις για να σε πάρω/ να κοσκι­νί­ζεις μάλα­μα, να πέφτει το χρυσάφι/ τα πυκνο­κο­σκι­νί­σμα­τα να διν’ς στα παλικάρια».

Οι «ματσούκες»

Η προ­ε­τοι­μα­σία για τα κάλα­ντα ξεκι­νού­σε του­λά­χι­στον ένα μήνα πριν. Τα παι­διά φώνα­ζαν στους μαχα­λά­δες κάθε βρά­δυ «κόλια­ντα» και μάθαι­ναν τα λόγια από τους μεγά­λους. Συγ­χρό­νως, ετοί­μα­ζαν τις ματσού­κες ή τζιόπ­κες, που απα­τώ­νται και με πλή­θος άλλες ονο­μα­σί­ες. Επρε­πε να είναι φτιαγ­μέ­νες από χλω­ρά ξύλα και χοντρά στο τελεί­ω­μα. Τυπι­κά συμ­βό­λι­ζαν τα ραβδιά των βοσκών της βίβλου, ουσια­στι­κά όμως ήταν «όπλα» για προ­στα­σία από τα άλλα παι­διά που θα περ­νού­σαν το σύνο­ρο του χωριού. Με τα ξύλα αυτά θα χτυ­πού­σαν τις πόρ­τες για τα κάλα­ντα, θα ανα­κα­τεύ­α­νε τη χόβο­λη για να πού­νε τις ευχές που θα έφερ­ναν «παρά­δες μίρ­μι­ρο», όπως η στά­χτη της φωτιάς. Ουσια­στι­κά, αυτά τα ξύλα ήταν τοτε­μι­κά, αφού τους δίνο­νταν «ιδιό­τη­τες», όπως αυτή της μετά­δο­σης δύνα­μης στα άψυ­χα και τα έμψυ­χα που χτυ­πού­σαν. Ετσι, χτυ­πού­σαν με τη ματσού­κα την πόρ­τα φωνά­ζο­ντας «κόλια­ντα μπά­μπω κόλιαντα/ κι εμέ­να μπά­μπω κλού­ρα» (κου­λού­ρα) και οι νοι­κο­κυ­ρές τους μοί­ρα­ζαν κάστα­να, καρύ­δια και αμύγδαλα.

Οι νοι­κο­κυ­ρές ήταν επι­φορ­τι­σμέ­νες και με το ψήσι­μο του χρι­στό­ψω­μου, της κολού­ρας και του αρνό­ψω­μου που ονο­μα­ζό­ταν έτσι επει­δή προ­ο­ρι­ζό­ταν για τον τσο­πά­νη. Τα χρι­στό­ψω­μα τα ζύμω­ναν με μαγιά από κοπα­νι­σμέ­να ρεβί­θια και τριμ­μέ­νο ξηρό βασι­λι­κό, μαζί με «καθά­ριο» ψιλο­κο­σκι­νι­σμέ­νο στα­ρί­σιο αλεύ­ρι. Τα μόνα σπί­τια που δε ζύμω­ναν ήταν αυτά που πεν­θού­σαν. Πριν τα βάλουν στο φούρ­νο σχε­δί­α­ζαν πάνω στη ζύμη με δαχτυ­λή­θρες από βαλα­νι­διά και ρακο­πό­τη­ρα, σταυ­ρούς και άλλες παρα­στά­σεις από το αγρο­τι­κό — ποι­με­νι­κό περι­βάλ­λον. Στα αρνό­ψω­μα κολ­λού­σαν και μερι­κά άψη­τα ρεβί­θια που παρά­σται­ναν τα αρνιά και τα κατσίκια.

Το σφάξιμο του γουρουνιού

Ακό­μη ένα έθι­μο των χρι­στου­γέν­νων με ειδω­λο­λα­τρι­κές ρίζες είναι και το σφά­ξι­μο του γου­ρου­νιού την παρα­μο­νή. Οι άντρες που τα έσφα­ζαν γύρι­ζαν σε παρέ­ες το χωριό και έπαιρ­ναν τα σπί­τια με τη σει­ρά. Πριν κόψουν το λαι­μό, το σταυ­ρώ­να­νε με το μαχαί­ρι και έλε­γαν στους νοι­κο­κυ­ραί­ους: «άιντε καλο­φά­γω­το και να το ξοδέψ­τε με υγεία». Την ώρα που έτρε­χε το αίμα, η νοι­κο­κυ­ρά θυμιά­τι­ζε σταυ­ρω­τά το λαι­μό και το σώμα του ζώου και έβα­ζε κοντά στο κεφά­λι αναμ­μέ­να κάρ­βου­να και «θυμί­α­μα» για να μην το μαγα­ρί­σουν οι καλ­λι­κα­τζά­ροι. Στην Καρ­δί­τσα του κόβα­νε το αρι­στε­ρό πόδι και το έβα­ζαν στο στό­μα του για να φάει τα ποδά­ρια του και όχι το νοι­κο­κύ­ρη, ενώ στη Λήμνο, αν το γου­ρού­νι ήταν μαύ­ρο, έπαιρ­ναν με το δάχτυ­λό τους αίμα και έκα­ναν με αυτό σταυ­ρό στο μέτω­πο για να μην πονά­ει το κεφά­λι τους.

Το βρά­δυ της παρα­μο­νής των χρι­στου­γέν­νων έβα­ζαν στο τζά­κι και ένα μεγά­λο χλω­ρό κού­τσου­ρο που έπρε­πε να μεί­νει άσβε­στο μέχρι τα Φώτα. Επί­σης, οι γυναί­κες, επει­δή ταύ­τι­ζαν τη λεχω­νιά τους με τη λεχω­νιά της Πανα­γιάς, φρό­ντι­ζαν την τελευ­ταία φτιά­χνο­ντας τα «σπάρ­γα­να της πανα­γιάς», δηλα­δή τηγα­νί­τες «για να μην της κοπεί το γάλα». Στην Ανα­το­λι­κή Θρά­κη δε μάζευαν το τρα­πέ­ζι μετά το φαγη­τό «για να ‘ρθει η Πανα­γί­τσα να φάει».

Ανή­με­ρα των Χρι­στου­γέν­νων ήταν καθα­ρή οικο­γε­νεια­κή «υπό­θε­ση» και δε γίνο­νταν επι­σκέ­ψεις. Μόνο στην ανα­το­λι­κή Θρά­κη και την Κρή­τη οι άντρες και τα μεγά­λα αρρα­βω­νια­σμέ­να παι­διά γύρι­ζαν στα χωριά και τρα­γου­δού­σα­νε. Και οι νοι­κο­κυ­ρές τους φίλευαν λάδι, κου­λού­ρα και αυγά.

Είναι φανε­ρό λοι­πόν ότι τα ήθη και τα έθι­μα του λαού μας για τα χρι­στού­γεν­να που συνο­πτι­κά παρου­σιά­σα­με σήμε­ρα, αλλά και για την πρω­το­χρο­νιά και τα φώτα, δεν ήταν απο­τε­λέ­σμα­τα του εκκλη­σια­στι­κού τυπι­κού, που έτσι κι αλλιώς ακο­λου­θού­σε ο λαός, αλλά πήγα­ζαν από κάτι πιο βαθύ και ουσια­στι­κό, που είχε να κάνει τελι­κά με την ανά­γκη της κοι­νό­τη­τας να αντι­με­τω­πί­ζει το άγνω­στο, να εκφρά­ζει τους φόβους και την αισιο­δο­ξία της μέσα από κοι­νές πολι­τι­στι­κές ανα­φο­ρές, αντι­με­τω­πί­ζο­ντας έτσι και την πρό­κλη­ση του κύριου στό­χου: την επι­βί­ω­ση και τη συνέ­χειά της.

  • Με στοι­χεία από το Ριζο­σπά­στη και από το βιβλίο του Κώστα Καρα­πα­τά­κη «Παλιά χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα ήθη και έθι­μα», εκδό­σεις Δημ. Ν. Παπα­δή­μας (1981).

 

Τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα έθι­μα στην Ελλά­δα δεν έχουν τελειω­μό: σε πολ­λές περιο­χές, εκτός από Χρι­στό­ψω­μο κυρί­αρ­χο στοι­χεία το ρόδι

Πελοπόννησος

Το σπά­σι­μο του ροδιού: H οικο­γέ­νεια πηγαί­νει στην εκκλη­σία για τη Θεία Λει­τουρ­γία του Μεγά­λου Βασι­λεί­ου και ο νοι­κο­κύ­ρης κου­βα­λά μαζί του ένα ρόδι για να το «λει­τουρ­γή­σει».

Κατά την επι­στρο­φή στο σπί­τι, ο νοι­κο­κύ­ρης πρέ­πει να χτυ­πή­σει το κου­δού­νι της εξώ­πορ­τας ‑δεν κάνει να ανοί­ξει ο ίδιος με το κλει­δί του- και έτσι να είναι ο πρώ­τος που θα μπει στο σπί­τι για να κάνει το καλό ποδα­ρι­κό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαί­νο­ντας μέσα, με το δεξί, σπά­ει το ρόδι πίσω από την εξώ­πορ­τα, το ρίχνει δηλα­δή κάτω με δύνα­μη για να σπά­σει και να πετα­χτούν οι ρώγες του παντού και ταυ­τό­χρο­να λέει: «με υγεία, ευτυ­χία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέ­πη μας όλη τη χρονιά».

Τα παι­διά μαζε­μέ­να γύρω-γύρω κοι­τά­ζουν οι ρώγες αν είναι τρα­γα­νές και κατα­κόκ­κι­νες. Όσο γερές κι όμορ­φες είναι οι ρώγες, τόσο χαρού­με­νες κι ευλο­γη­μέ­νες θα είναι οι μέρες που φέρ­νει μαζί του ο νέος χρόνος.

Το κυνή­γι: Στα χωριά της Μάνης κατά τη διάρ­κεια της σαρα­κο­στής των Χρι­στου­γέν­νων τα παι­διά βγαί­να­νε για κυνή­γι τα βρά­δια, εφο­δια­σμέ­να με φακούς με και­νούρ­για “πλά­κα” και γυρί­ζα­νε στα χαλά­σμα­τα και σε σπή­λαια με στό­χο τους γουρ­γου­γιάν­νη­δες, τα μικρά που­λά­κια που κούρ­νια­ζαν εκεί. Τα θαμπώ­να­νε με το φακό και τα πιά­να­νε. Στη συνέ­χεια τα πήγαι­ναν στο σπί­τι όπου οι νοι­κο­κυ­ρές τα καθά­ρι­ζαν και τα πάστω­ναν, τα βάζα­νε σε πήλι­να ή γυά­λι­να βάζα και τα έτρω­γαν τα Χριστούγεννα.

Χρι­στό­ψω­μο: Το ζύμω­μα του χρι­στό­ψω­μου απαι­τεί τα πλέ­ον ακρι­βά υλι­κά, όπως ψιλο­κο­σκι­νι­σμέ­νο αλεύ­ρι, ροδό­νε­ρο, μέλι, σου­σά­μι, κανέ­λα και γαρί­φα­λα. Κατά τη διάρ­κεια του ζυμώ­μα­τος λένε και την ευχή: «Ο Χρι­στός γεν­νιέ­ται, το φως ανε­βαί­νει, το προ­ζύ­μι για να γένει». Πλά­θουν το ζυμά­ρι και παίρ­νουν τη μισή ζύμη και φτιά­χνουν μια κουλούρα.

Με την υπό­λοι­πη φτιά­χνουν σταυ­ρό με λου­ρί­δες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπα­στο καρύ­δι ή ένα αυγό, συμ­βο­λί­ζο­ντας τη γονι­μό­τη­τα. Για το χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο τρα­πέ­ζι, το Χρι­στό­ψω­μο είναι ευλο­γη­μέ­νο ψωμί, αφού αυτό θα στη­ρί­ξει τη ζωή του νοι­κο­κύ­ρη και της οικο­γέ­νειάς του. Το κόβουν ανή­με­ρα τα Χρι­στού­γεν­να, δίνο­ντας πολ­λές ευχές.

Ατέχνως εύχεται αγωνιστικά καλές γιορτές με υγεία για ένα ελπιδοφόρο «αύριο»

 

Εδώ όλο το αφιέ­ρω­μα των Χριστουγέννων

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο