Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στο «πνεύμα των Χριστουγέννων» ◾ 4ο ◾ Μια «Χριστουγεννιάτικη ραψωδία»

«Μακρονήσι, σεμνό σκαπανέων σχολειό,
τιμημένε ναέ ανθρωπιάς μεγαλείου»

ΣΣ|> Το δίστι­χο είναι από το προ­κλη­τι­κό σκο­τα­δι­στι­κό εμβα­τή­ριο «Μακρό­νη­σος», σύμ­φω­να με τον ιστο­ρι­κά ασυγ­χώ­ρη­το χαρα­κτη­ρι­σμό του κολα­στη­ρί­ου της Μακρο­νή­σου, από τον Π. Κανελ­λό­που­λο, ως «νέου Παρθενώνα».

«Από βρα­δύς οι χου­γιά­στρες1 είχαν πει:

📣  Τα συγκρο­τή­μα­τα αύριον, μετά το πρω­ι­νόν προ­σκλη­τή­ριον, εφ’ όσον ο και­ρός επι­τρέ­πει θα παρα­κο­λου­θή­σω­σι την θεί­αν λει­τουρ­γί­αν εις τον χώρον συγκε­ντρώ­σε­ων. Δεν θα λεί­ψει κανείς.

Κατά τα μεσά­νυ­χτα είχε σηκω­θεί άγριος αγέ­ρας. Οι ορθο­στά­τες έτρι­ζαν καθώς φυσο­μα­νού­σε σφυ­ρί­ζο­ντας. Από στιγ­μή σε στιγ­μή περι­μέ­να­με να τσα­κι­στούν και να μας πλα­κώ­σει το τσα­ντί­ρι. Η θάλασ­σα μού­γκρι­ζε, σα βόδι που το σφά­ζουν. Εκα­νε πολύ κρύο όλη τη νύχτα, παγω­νιά. Κι η φωτιά ήταν απα­γο­ρευ­μέ­νη στα τσα­ντί­ρια, “προς πρό­λη­ψιν πυρ­κα­γιών”, καθώς έλε­γε η ημε­ρή­σια δια­τα­γή του τάγ­μα­τος. Μα και τι να κάψεις για να πυρω­θείς; Άλλο από χλω­ρές ρίζες δε βρί­σκεις στον κατα­ρα­μέ­νο τού­τον τόπο.

Λαγο­κοι­μό­μα­σταν ντυ­μέ­νοι, κου­λου­ρια­σμέ­νοι, στρι­μωγ­μέ­νοι ο ένας κοντά στον άλλον, για να ζεσται­νό­μα­στε κάπως ο ένας απ’ τον άλλο. Όπως κάθε νύχτα δα που σηκω­νό­ταν θυμω­μέ­νος ο αγέ­ρας και σάρω­νε με βία όλα τα πάντα πάνω στην παγω­μέ­νη γης. Πατι­κω­μέ­να, μου­χλια­σμέ­να χόρ­τα, υγρά και γεμά­τα ψύλ­λους, παρά­σται­ναν τα στρώ­μα­τα στα για­τά­κια μας. Ως κι αυτά ακό­μα ήταν ενά­ντιά μας. Τρα­βού­σαν τη ζεστα­σιά απ’ το κορ­μί μας και την πήγαι­ναν στην παγω­μέ­νη γης. Κι αμο­λού­σαν τους αμέ­τρη­τους ψύλ­λους να μας τσι­μπά­νε και να διώ­χνουν τον ύπνο που λαχτα­ρού­σα­με. Οξω από τον κατα­ρα­μέ­νο τού­τον τόπο, για όλον τον κόσμο, η νύχτα χαρί­ζει τη γλυ­κιά ξεκού­ρα­ση απ’ τους μόχτους της ημέ­ρας. Κάπο­τε τη χάρα­ζε και σε μας.

Ξαπλώ­νεις στο στρώ­μα σου και νιώ­θεις χίλια — μύρια μερ­μή­γκια να γαρ­γα­λά­νε γλυ­κά το κορ­μί σου και να φεύ­γουν απ’ τ’ ακρό­νυ­χό σου. Μα τώρα δεν ήταν έτσι. Τώρα το μαρ­τύ­ριο της νύχτας ήταν συνέ­χεια απ’ το μαρ­τύ­ριο της ημέ­ρας. Τού­τα — δα τα μερ­μή­γκια δε γαρ­γα­λούν μήτε φεύ­γουν. Τσι­μπούν κι αλω­νί­ζουν το κορμί.

Μακρόνησος Φαρσακίδης

Τα ξημε­ρώ­μα­τα, νύχτα ακό­μα, η σάλ­πιγ­γα βάρε­σε εγερ­τή­ριο. Τινα­χτή­κα­με μ’ ανα­κού­φι­ση που θα δια­κο­βό­τα­νε το νυχτε­ρι­νό μαρ­τύ­ριό μας. Σκου­ντου­φλώ­ντας ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πηχτό σκο­τά­δι, συγκε­ντρω­θή­κα­με για το προ­σκλη­τή­ριο. Λες κι αυτό περί­με­νε ο αγέ­ρας και μας ρίχνε­ται ουρ­λιά­ζο­ντας με μανία. Καθώς μας χτυ­πά από το δεξί πλευ­ρό όλοι μας γέρ­νου­με κατά ‘κει.

Αρχι­νούν να ξεχω­ρί­ζουν οι όγκοι μας, στρι­μωγ­μέ­νοι ο ένας κοντά στον άλλον.

- Μ’ αυτόν τον και­ρό, λέει κάποιος, πιστεύω να μας πουν να γυρί­σου­με στις σκηνές.

Είναι νεο­φερ­μέ­νος. Κανέ­νας δεν τ’ απο­κρί­νε­ται, μα νιώ­θεις πως όλοι καγ­χά­ζουν με την ελπί­δα του. Ξημέ­ρω­σε για καλά. Στο χαμη­λό ουρα­νό στα­χτό­μαυ­ρα σύν­νε­φα κυνη­γιού­νται βια­στι­κά, σμί­γουν, ξεχω­ρί­ζο­νται, κου­ρε­λιά­ζο­νται, ξαναγεννιούνται.

Θωρού­με τη θάλασ­σα, ίδια χολή, που την ξεση­κώ­νει ο έξαλ­λος αγέ­ρας καλά και σώνει να κατα­πιεί τη γης.

Ακού­ρα­στα, σβέλ­τα, μεγά­λα κοπα­δια­στά κύμα­τα καλ­πά­ζουν και σαλ­τά­ρουν με ανε­ξή­γη­τη έχθρα πάνω στα βρά­χια, τόνα κοντά στ’ άλλο. Καθώς χτυ­πά­νε πάνω τους, γίνο­νται άσπρος αφρός και δια­λύ­ο­νται εξευ­τε­λι­σμέ­να σ’ αμέ­τρη­τες σταλαγματιές.

Ακό­μη ν’ αρχί­σει η θεία λει­τουρ­γία. Ίσως δεν ξύπνη­σε ακό­μα ο παπάς. Ίσως και να μη γίνει, και­ρός πούναι…

Τ’ αγγε­λού­δια2 ροβό­λη­σαν. Με μια βερ­γού­λα στο χέρι, με το για­κά της χλαί­νης ανα­ση­κω­μέ­νο και το κεφά­λι χωμέ­νο στους ώμους, πήραν μπά­λα τα τσα­ντί­ρια, μη και δε συμ­μορ­φώ­θη­κε κάποιος με τη διαταγή.

Ολοι μας έχου­με τα κεφά­λια χωμέ­να στους ώμους και τα χέρια στις τσέ­πες, κολ­λη­τά στα παγί­δια. Πονάν οι πλά­τες μας, πονάν τα πλευ­ρά μας, πονάν οι γοφοί μας. Πονά όλο μας το είναι. Ο Βασί­λης 25 χρο­νώ παλι­κά­ρι, από τον Πει­ραιά, μελά­νια­σε. Από το σακά­κι του λεί­πουν μεγά­λα κομά­τια και το που­κά­μι­σό του είναι αγιά­τρευ­τα ξεσκι­σμέ­νο. Το παντε­λό­νι του είναι δειγ­μα­το­λό­γιο από λογής λογής μπα­λώ­μα­τα και κλω­στές. Κάλ­τσες δεν έχει. Στο ένα πόδι του φορά μια αρβύ­λα και στ’ άλλο ένα σκαρ­πί­νι. Και τα δυο ξεσο­λια­σμέ­να. Για πάτους έβα­λε χαρ­τό­νια και τα έδε­σε με σύρ­μα και σπάγ­γους. Τρέ­χουν οι μύτες απ’ το κρύο. Ο παπ­πούς ο Χρή­στος, 70 χρο­νώ, από τη Χαλ­κι­δι­κή είναι κου­κου­λω­μέ­νος με μια τριμ­μέ­νη παλιο­βε­λέ­τζα. Μα καθώς κάνει έτσι και παίρ­νει το μάτι του τον Βασί­λη, την τρα­βά και τον σκεπάζει.

- Πάρ­την, αγό­ρι μου, να μην που­ντιά­σεις. Υστε­ρις τη δίνεις.

Μα ο Βασί­λης δεν είχε κου­ρά­γιο να σηκώ­σει τα χέρια του για να κου­κου­λω­θεί. Αν κου­νη­θεί και τα σηκώ­σει θα κρυώ­σει περισ­σό­τε­ρο. Τον κου­κου­λώ­νουν άλλοι. Ο Βαγ­γέ­λης ο Μυτι­λη­νιός, ψηλό­λι­γνος και ξερα­κια­νός, σα νάχει μέσα του κάποιο ελα­τή­ριο, τουρ­του­ρί­ζει κατα­κό­ρυ­φα! Εχει έλκος στο στο­μά­χι και καλο­γέ­ρους στα πισι­νά. Ρου­φή­χτη­καν πολύ τα μάγου­λά του τώρα τελευ­ταία. Λεμό­νι η φάτσα του. Η παμπά­λαια, τριμ­μέ­νη χλαί­νη του, από χακί του Λανα­ρά, δεν μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει τον παγω­μέ­νο αγέ­ρα απ’ έξω. Τον αφή­νει και περ­νά λεύ­τε­ρα μέσα για μέσα.

- Για­τί δεν αρχι­νούν καμιά φορά;

- Ισως έκα­με λάθος ο σαλ­πι­χτής, στην ώρα…

Αυτές είναι οι τελευ­ταί­ες κου­βέ­ντες “εις τον χώρον συγκε­ντρώ­σε­ων”. Δεν ακού­γε­ται άλλο απ’ τα σφυ­ρίγ­μα­τα του λυσ­σα­σμέ­νου αγέ­ρα και τους αλα­λαγ­μούς της θάλασ­σας. Τα σαγό­νια χτυ­πάν, τα χεί­λια κοκα­λιά­ζουν. Τα μάτια κλεί­νουν, οι μύτες τρέ­χουν, βελό­νια κεντούν τα δάχτυ­λα στα πόδια. Κι ο αγέ­ρας ανε­λέ­η­τος, μας δέρ­νει με μίσος και μανία, λες και του πατή­σα­με τα οικόπεδα.

Βρε τι κατε­βά­ζει τού­το το κανά­λι της Αντρος! Πέρα, στο βάθος, ξαγνα­ντεύ­ου­με κατά­λευ­κα τα χιο­νι­σμέ­να βου­νά της Εύβοιας. Αγνά­ντια μας, το Λαύ­ριο, ανί­δεο σ’ ό,τι γίνε­ται δω, τού­τη την ώρα. Η καμι­νά­δα του πανύ­ψη­λη, στη­τή, φου­μά­ρει συνέ­χεια, υπε­ρο­πτι­κά κι αδιά­φο­ρα. Για δες τον Σπύ­ρο απ’ την Καρ­δί­τσα με το κομ­μέ­νο πόδι. Το ‘χασε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, στην Καλε­ντί­νη. Καθώς είναι κου­κου­λω­μέ­νος μ’ ένα παλιο­τσού­βα­λο και πασκί­ζει να κρα­τη­θεί στο ένα πόδι και στις δυο πατε­ρί­τσες φαντά­ζει απ’ αλάρ­γα σα φωτο­γρά­φος στη μηχα­νή του — κάτι τέτοιο. Μια παρά­ξε­νη νύστα μας μού­δια­σε το κορ­μί και τη σκέψη.

- “Ευλο­γη­τός ο Θεός ημών πάντο­τε, νυν και αεί.…”, ακού­γε­ται η φωνή του παπά απ’ τη χου­γιά­στρα. Αρχι­σε η λει­τουρ­γία καμιά φορά.

- Ααμη­ήν… απα­ντούν οι ται­ρια­σμέ­νες φωνές της χορωδίας.

Καλά θάνε τώρα στην εκκλη­σία. Ζεστού­τσι­κα. Ολοι οι πολυ­έ­λαιοι ανα­μέ­νοι. Μοσχο­βο­λά το λιβά­νι. Ολοι φορούν τα γιορ­τι­νά τους. Οι ψαλ­τά­δες ψέλ­νουν κεφά­τοι. Οι γυναί­κες συζη­τούν ψιθυ­ρι­στά και κάνουν σού­σου­ρο. Ο παπάς αγριεύει:

- Ευλο­γη­μέ­νες χρι­στια­νές σεβα­σθή­τε τον οίκον του Θεού. Εσάς θ’ ακού­με ή τα ιερά γράμματα;

Το σού­σου­ρο κόβε­ται μαχαι­ρά­το και κυριαρ­χεί η ψαλ­μω­δία του ψάλ­τη, που βγαί­νει απ’ τη μύτη του. Μα σε λίγο το σού­σου­ρο ξαναρ­χί­ζει ζωηρότερο.

Τα δάχτυ­λα στα πόδια ξύλια­σαν. Καθώς σηκώ­νου­με τόνα πόδι και πατά­με τ’ άλλο, μοιά­ζου­με σα να χορεύ­ου­με τον ποντια­κό. Ολοι χορεύ­ου­με. Το δεξί πλευ­ρό μας είναι πάγος. Τ’ αυτιά μας τσού­ζουν. Κι ο αγέ­ρας δεν έχει νισά­φι. Φυσο­μα­νά δαιμονισμένα.

- “… και επί γης ειρή­νη, εν ανθρώ­ποις ευδο­κία…” ψέλν’ η χουγιάστρα.

Μακρόνησος συρματόπλεγμα

Ειρή­νη… ειρή­νη… Τι να γίνο­νται σήμε­ρα στο σπί­τι; Προ­χτές η Σμα­ρώ έγρα­ψε πως το λάδι ξέπε­σε η τιμή του και δεν ξέρει τι να κάμει, να το δώσει; Να μην το δώσει; Και το χρέ­ος λέει, ανέ­βη­κε και να πάω γρή­γο­ρα να ιδού­με τι θ’ απο­γί­νου­με. Κι ο για­τρός βρή­κε την Ανα­στα­σία πολύ αδύ­να­τη. Πρέ­πει λέει να του κάνου­με ενέ­σεις στο παι­δί, δυναμωτικές.

- “Σε προ­σκυ­νείν, τον ήλιον της δικαιο­σύ­νης…” ψέλν’ η χουγιάστρα.

Δικαιο­σύ­νη… Δικαιο­σύ­νη για… Πώς μπο­ρού­με να ζήσου­με δίχως δικαιο­σύ­νη; Τα προ­χτές έφε­ραν και το Δημή­τρη τον Ταρ­πά­νη απ’ την Καρα­τζό­βα κι αντα­μώ­θη­κε με το γιο του, τον Μεθό­δη. Αυτός το ‘φερε και τα φρέ­σκα μαντά­τα. Το δελ­τίο τρο­φί­μων τόκο­ψαν κι ο δικη­γό­ρος πήρε και τ’ άλλο το χωρά­φι. Η μάνα έπε­σε στο κρε­βά­τι από κόλ­πο. Τον Θωμά το γαμπρό τους δεν τον εκτέ­λε­σαν ακό­μα. Μπο­ρεί και να γλι­τώ­σει. Τη Λενιώ τη στεί­λαν στο Τρίκερι…

Ο αγέ­ρας λυσ­σο­μα­νά. Η παγω­νιά περου­νιά­ζει την καρ­διά μας. Τα δάχτυ­λα στα πόδια μας ξύλια­σαν και πονάν. Μάτια και μύτες τρέ­χουν συνέ­χεια. Το μισό κορ­μί μας, η δεξιά μπά­ντα, είναι κρού­σταλ­λο, πάγος. Ισως να φέρουν εδώ και τη Ζαφει­ρού­λα. Λένε πως θα τις φέρουν όλες τις γυναί­κες από το Τρί­κε­ρι. Η Χρυ­σού­λα έγρα­ψε πως τα καπνά μένουν απού­λη­τα και τι να κάνω, να το δώσω το βόδι; Οχι, λέει, πως το ‘χει ανά­γκη. Από ψυχι­κό, λέει το θέλει, να μπο­ρέ­σω λέει να στυ­λώ­σω τα παι­διά μας και να σου στεί­λω και σένα τίποτες…

- “Δι’ ευχών των αγί­ων πατέ­ρων ημών…”, λέει ήρε­μα — ήρε­μα και μαλα­κά η χου­γιά­στρα. “Βοή­θειά σας, χρό­νια πολλά…”

Η θεία λει­τουρ­γία τέλε­ψε. Ο και­ρός επέ­τρε­ψε στα “συγκρο­τή­μα­τα” να την παρα­κο­λου­θή­σουν “εις τον χώρον των συγκεντρώσεων”.

- “Τα συγκρο­τή­μα­τα ελεύ­θε­ρα”, ξανα­λέ­ει η χου­γιά­στρα, τρα­χιά και κοφτά. Υστε­ρα παίρ­νει το τρα­γου­δά­κι της μόδας. “Μ’ αυτό σου τον και­νούρ­γιο χορό”. Τρι­κλί­ζο­ντας κινά­με για τα τσα­ντί­ρια μας. Κάποιος κρύ­ος γυρί­ζει κατά το πλή­θος κι εύχε­ται φωναχτά;

- Χρό­νια πολ­λά, συνά­δελ­φοι… Και του χρό­νου νάμα­στε καλά!

Τι του πληρώνεις;

Η καμι­νά­δα, φου­μά­ρει υπε­ρο­πτι­κή κι αδιά­φο­ρη. Ο αγέ­ρας λυσ­σα­σμέ­νος μας κυνη­γά από κοντά. Πασκί­ζει να μας ξαπλώ­σει χάμω. Η θάλασ­σα αφρι­σμέ­νη απ’ το κακό της, χιμά με μανία πάνω στα βρά­χια. Τα βρά­χια, που περή­φα­να κι ακλό­νη­τα αψη­φούν την ηλί­θια οργή της».


  1. Χου­γιά­στρα = μεγάφωνο
  2. Τ’ αγγε­λού­δια = οι αλφαμίτες

Από το Ριζοσπάτη
|> Δεκέμ­βρης 2006
Διη­γη­μα­τι­κό αφιέ­ρω­μα στα 60 χρό­νια του δημο­κρα­τι­κού στρα­τού Ελλάδας
Λευ­τέ­ρη Σκλά­βου: «χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη ραψω­δία»

Βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του συγ­γρα­φέα του διη­γή­μα­τος δε βρή­κα­με. Ισως πρό­κει­ται για ψευ­δώ­νυ­μο. Προ­φα­νώς επρό­κει­το για μακρο­νη­σιώ­τη δεσμώ­τη. Το διή­γη­μα περι­λή­φθη­κε στη συλ­λο­γή «Πεζο­γρά­φοι της Αντί­στα­σης» (εκδό­σεις «Νέα Ελλά­δα», 1952).

Εδώ όλο το αφιέ­ρω­μα των Χριστουγέννων

 

Ατέχνως εύχεται αγωνιστικά καλές γιορτές με υγεία για ένα ελπιδοφόρο «αύριο»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο