Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Η αφροαμερικάνικη ποίηση – θέματα ορισμών
Αφροαμερικάνικη ποίηση είναι η ποίηση που έγραψαν οι γιοι, οι κόρες και οι απόγονοι σκλάβων από την Αφρική που έζησαν και πέθαναν χτίζοντας την ουτοπία του «αμερικάνικου ονείρου» θυσιάζοντας τη ζωή τους αλλά όχι και το πνεύμα τους για την ανάπτυξη του αμερικάνικου καπιταλισμού. Συγκεκριμένα Αφροαμερικάνοι (afro-americans) είναι οι κάτοικοι και οι πολίτες των ΗΠΑ, οι οποίοι κατάγονται από οποιαδήποτε περιοχή της Αφρικής. Κι αυτή η ποίηση δεν εκφράζει τίποτα άλλο από τη διαμαρτυρία των ανθρώπων της για την ανελέητη σκλαβιά των μπαμπακοχώραφων της ανάπτυξης ενός οικονομικού μοντέλου που εκμεταλλεύεται την υπεραξία τους και που τους αλλοτριώνει καθημερινά, φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις και σε στιγμές μιας βίαιης κοινωνικής συνειδητοποίησης ότι η τυραννία κάποτε πρέπει να σταματήσει.
Η αφροαμερικάνικη ποίηση είναι γνωστή και ως νέγρικη ποίηση, που περιλαμβάνει και τα ποιητικά δημιουργήματα που έφτιαξαν Αφρικανοί πολίτες οι απόγονοι σκλάβων και μεταναστών και στην Ευρώπη εκτός από τις ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα ο Leopold Sedar Senghor (1906–2001), Σενεγαλέζος ποιητής και πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος στη χώρα του. Όμως σε αυτό το σημείωμα, όπως και στο επόμενο, θα προτιμήσουμε τον ορισμό της αφροαμερικάνικης ποίησης, πέρα ότι είναι σωστός και γραμματολογικά, πρώτα απ΄ όλα γιατί έχει δοθεί από τους ίδιους τους Αφροαμερικάνους για μία έννοια που τους χαρακτηρίζει συνολικά και που δεν προέρχεται από πρώην αφέντες, δεύτερο γιατί οι ορισμοί όπως νέγρος, νέγρικο αλλά κι ο έγχρωμος είχαν αποκτήσει ρατσιστικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιούνταν υποτιμητικά από τους Αγγλοσαξονικής καταγωγής Αμερικάνους. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι η αναγκαία όπως αποδεικνύεται στροφή, έγινε μετά το Αμερικανικό Κίνημα Κοινωνικών Δικαιωμάτων του 1955–1968.
Εναλλακτικά, κι αυτό θα ήταν ακόμα πιο σωστό, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον ορισμό η ποίηση των μαύρων, έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι ήταν οι δεκαετίες της ριζοσπαστικής, κοινωνικής αλλαγής του ’60 και του ’70 όπου ο χαρακτηρισμός Μαύρος (Black) άρχισε να φαίνεται με θετικότερη ματιά από την κοινότητα Αφροαμερικάνων, κάνοντας δημοφιλή κινήματα όπως τα Black Power (Μαύρη Δύναμη), Black is Beautiful (To Μαύρο είναι όμορφο) και φυσικά το αριστερό και επαναστατικό Κόμμα (ή Κίνημα) των Μαύρων Πανθήρων (Black Panthers) φτάνοντας μέχρι σήμερα όπου το σύνθημα Black Lives Matter (Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία) να δονεί στις ΗΠΑ και εκτός αυτών, κάθε διαδήλωση ενάντια στη ρατσιστική, αστυνομική βία που καθημερινά δολοφονεί και καταπιέζει την αφροαμερικάνικη κοινότητα.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να σημειωθεί ότι αφορμή γι’ αυτό το αφιέρωμα αποτελεί ένα πολύ παλιό, πλέον, βιβλίο, που έπεσε τυχαία στα χέρια μας, οι «Νέγροι ποιητές», μια εργασία, σε μετάφραση και εισαγωγικό, αναλυτικό σχόλιο του Δημήτρη Σταύρου που κυκλοφόρησε το 1966 από τις εκδόσεις Θεμέλιο.
Η αφροαμερικάνικη ποίηση κι ο Λάνγκστον Χιουζ
Η αφροαμερικάνικη ποίηση ξεκινάει από πολύ νωρίς, ήδη από τον καιρό που οι πρώτοι Αφρικανοί σκλάβοι μεταφέρονται με τα πλοία της εκμετάλλευσης στις ΗΠΑ – χαρακτηριστική η περίπτωση του Jupiter Hanson που δημοσίευσε σχετικά ποιήματα του, που σύμφωνα με τον Δημήτρη Σταύρου έχουν μόνο γραμματολογική αξία πια, ενώ ακολουθούν και άλλοι ποιητές όπως η Phillis Wheathey (1753–1784) που επικεντρώνεται κυρίως σε αυτοβιογραφικά και σε χριστιανικά θέματα, τα οποία αφιέρωνε, αρκετά από αυτά, σε διάσημα πρόσωπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα που αφιέρωσε στον Ευαγγελιστή George Whitefield:
Twas mercy brought me from my Pagan land,
Taught my benighted soul to understand
That there’s a God, that there’s a Saviour too:
Once I redemption neither sought nor knew.
Some view our sable race with scornful eye,
“Their colour is a diabolic dye.”
Remember, Christians, Negroes, black as Cain,
May be refin’d, and join th’ angelic train.
Είναι η εξέλιξη, ιστορική και κοινωνική της σκλαβιάς τους όσο και της ανερχόμενης αμερικάνικης κοινωνίας με τις χιλιάδες αντιφάσεις που οδηγεί αναγκαστικά να ωριμάσει η αφροαμερικάνικη ποίηση και να ξεφύγει από τον περιορισμό των θρησκευτικών θεμάτων και της νοσταλγίας για μια χαμένη κανονικότητα μέσα στη φύση, χωρίς το άγχος της σύγχρονης εποχής και τη σκλαβιά της μηχανής. Αλλά αυτά είναι θέματα που θα προσεγγίσουμε στο επόμενο σχετικό μας αφιέρωμα, σε αυτό θα αρκεστούμε στην περίπτωση του ποιητή Langston Hughes (Λάνγκστον Χιουζ) του επιφανέστερου εκπροσώπου της αφροαμερικάνικης ποίησης.
Οι περισσότεροι αποικιοκράτες θεωρούσαν απίθανο ότι ένας σκλάβος είναι ικανός να γράψει ποίηση και γενικά ότι η διάνοια τους μπορεί να φτάσει στα δικά τους, υποτίθεται, ανώτερα, καλλιτεχνικά επίπεδα – ήταν η ρατσιστική ιδεολογία και πρακτική που καθοδηγούσε αυτή τους την αντίληψη καθώς και την πολιτική της εργασιακής αξιοποίησης των αναλώσιμων «υποανάπτυκτων» από την Αφρική. Κι όμως η Αφροαμερικάνικη ποίηση απέδειξε το αντίθετο. Ο ριζοσπάστης Λάνγκστον Χιουζ μάλιστα πήγε το ζήτημα ακόμα πιο μακριά. Στο έργο του θα δει κανείς μια υπέροχη όσο και συγκλονιστική ελεγεία της αφρικάνικης ψυχής, των ονείρων και των παθών της, εκφρασμένη με στρωτά, ανατρεπτικά, λυρικά σχήματα. Η καθημερινότητα των μαύρων σκλάβων – η δουλειά της πλύστρας με τα χέρια ως τον αγκώνα χωμένα / μες την άγρια σαπουνάδα, που αγωνίζεται για να επιβιώσει μέσα σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, οι φοβισμένοι σκλάβοι από το μαστίγιο του αφέντη και το εξωπραγματικό ύψος των ουρανοξυστών, οι ρατσιστικές δολοφονίες και άλλα πολλά θέματα, έχουν βασική θέση στο έργο του. Για να καταλήξει, σε αυτό που κατέληξε και η αφροαμερικάνικη κοινότητα με το πέρασμα των χρόνων και μέσα από σκληρούς, αιματηρούς αγώνες – σε μια όχι απλά φυλετική συνειδητοποίηση, που βέβαια αποτέλεσε την αφετηρία του μαύρου κινήματος απελευθέρωσης, αλλά σε μία ταξική συνειδητοποίηση όπου ο λευκός κι ο μαύρος εργάτης από κοινού θα δώσουν την μάχη για την κοινωνική απελευθέρωση – ο ίδιος ο Λάνγκστον ήταν για πολλά χρόνια μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ύστερα κι από ένα ταξίδι του στην Σοβιετική Ένωση.
Εκφράζουν την αντίθεση τους στην αυταπάτη του «αμερικάνικου ονείρου» αρτιότερα και καλύτερα ίσως από τον οποιονδήποτε ποιητή της Μπήτνικ γενιάς, είναι γνήσια τέκνα των σπιρίτσουαλς και των μπλουζ, νοσταλγούν μια διαφορετική, απλή ζωή, χωρίς τα δεσμά της εργασίας και φοβούνται παράλληλα το κρύο, λογιστικό χαρακτήρα του πολιτισμού που οικοδομείται ή που έχει ήδη οικοδομηθεί και που δείχνει τα δόντια όλο και σκληρότερα στους καταπιεσμένους. Πύρινα, χωμάτινα, γεμάτα αίμα και δάκρυα τα ποιήματα του Λάνγκστον Χιουζ, δεν φοβούνται – θα ρωτήσουν τον λευκό Θεό της χριστιανοσύνης εάν ωφελούν οι προσευχές όταν τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις είναι καθημερινό φαινόμενο στη ζωή των μαύρων, είναι σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ, σύμβολο ενός αγώνα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι το όνειρο που αγωνίζεται να γίνει πραγματικότητα, η ελπίδα που αναζητεί συμμάχους στον αγώνα της για ελευθερία, είναι η απλή, αγνή, άδολη έκφραση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, είναι ποίηση που αναζητά την αλληλεγγύη και την αδελφοσύνη. Αντανακλά στην ουσία, την ίδια την ζωή του ποιητή που μπολιάστηκε με πνεύμα αγωνιστικό και όπως είναι προφανές μόνο ρόδινη δεν ήταν. Συγκεκριμένα, ο Λάνγκστον Χιουζ γεννήθηκε στο Τζόπλιν του Μισούρι το 1902 και πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1967. Οι γονείς του ζούσαν χωρισμένοι κι έτσι ο μικρός Λάνγκστον στάλθηκε να ζήσει με τη γιαγιά του στο Λώρενς του Κάνσας. Εκεί βρήκε αργότερα δουλειά κι η μητέρα του σε θέση γραμματέα ενός νέγρου δικηγόρου. Ήθελε να δώσει στο παιδί της κάποια μόρφωση και το έστειλε στο σχολείο της περιοχής. Ήταν σχολείο λευκών κι οι σχολικές αρχές αρνήθηκαν να το δεχτούν. Αλλά η μητέρα του πολέμησε για το δικαίωμα του παιδιού της. Έμειναν έκπληκτοι με την τόλμη της και τελικά ο Λάνγκστον έγινε δεκτός. Δέχτηκε το μίσος των δασκάλων, οπαδών των φυλετικών διακρίσεων, αντιμετώπισε την οργανωμένη αντίδραση των συμμαθητών του, υπόμεινε το αργό τσάκισμα του εγωισμού του. Στο τέλος μπόρεσε να παρακολουθήσει γυμνάσιο στο Κλίβελαντ του Οχάιο, όπου άρχισε να διαμορφώνεται η προσωπικότητά του.
Ήταν για τη σχολική εφημερίδα, την Κουκουβάγια του Καμπαναριού, που έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Σ’ όλη τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων έγραφε στίχους. Με την αποφοίτησή του ήταν πια δόκιμος ποιητής. Ταξιδεύοντας με το τρένο για να συναντήσει τον πατέρα του στο Μεξικό, έγραψε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματά του, Ο Νέγρος μιλάει για ποτάμια. Ο πατέρας του φρόντισε να τον στείλει για σπουδές. Ο Λάνγκστον διάλεξε το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Μετά ενάμισι χρόνο τα παράτησε — συμπλήρωσε όμως αργότερα τη μόρφωσή του στο Πανεπιστήμιο Λίνκολν — κι άρχισε τα ταξίδια σ’ αναζήτηση δουλειάς και περιπέτειας. Η φήμη του ως ποιητή καθιερώθηκε, όταν γύρισε ξανά στην Αμερική. Αυτό έγινε και με τη συμπαράσταση του μεγάλου Αμερικανού ποιητή Βέιτσελ Λίντσυ. Έργα του: ΅Τα Βαριεστημένα Μπλουζ (1926), τα Όμορφα Ρούχα για τον Εβραίο (1927), ο Αξιαγάπητος θάνατος (1931), Ο Φύλακας του Ονείρου (1932), Ένα καινούργιο τραγούδι (1938), Ο Σαίξπηρ στο Χάρλεμ (1942), Αγροί θαυμάτων (1947) και Εισιτήριο μιας διαδρομής (1949). Η ποιητική συλλογή του “Ο Πάνθηρας και το Μαστίγιο” (1967) εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ορισμένα ποιήματα του Λάνγκστον Χιουζ, πάντα στη μετάφραση του Δημήτρη Σταύρου.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΛΥΝΤΣΑΡΙΣΜΑ
Τραβάτε το σκοινί!
Τραβάτε το ψηλά1
Η ζωή είναι για τους λευκούς,
και γι’ αυτόν τον μικρό μαύρο ο θάνατος.
Τραβάτε το, παλικάρια,
με ουρλιαχτά αιματηρά!
Άστε τον να στριφογυρνάει
όσο οι λευκοί πεθαίνουν!
- Πεθαίνουν οι λευκοί;
Τι πάει να πει αυτό;
«πεθαίνουν οι λευκοί».
Το ασάλευτο τώρα κορμί
του μαύρου παιδιού
λέει:
ΟΧΙ ΕΓΩ.
ΦΟΒΙΣΜΕΝΟΙ
Κλαίουμε
ανάμεσα στους ουρανοξύστες,
όπως θρηνούσαν οι πρόγονοί μας
ανάμεσα στα φοινικόδεντρα της Αφρικής.
Γιατί είμαστε μόνοι,
είναι νύχτα
και φοβόμαστε.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΝΕΑΡΟΥ ΑΦΡΙΚΑΝΟΥ
Όλα τα τάμ-τάμ της ζούγκλας
χτυπούν μέσα στο αίμα μου.
Όλα τ’ άγρια και φλογερά φεγγάρια
της Αφρικής
λάμπουν μέσα στα βάθη
της ψυχής μου.
Φοβούμαι αυτόν τον πολιτισμό,
τον τόσο σκληρό,
τον τόσο δυνατό,
τον τόσο κρύο.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΕΤΑΙ
ΑΠΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ
Πέρα, μακριά κατά τον Ντίξι,
(πώς μου σπαράζεται η καρδιά)
κρεμάσανε ψηλά σε δέντρο
τον νιό, τον μαύρο αγαπημένο μου.
Πέρα, μακριά κατά τον Ντίξι,
(ψηλά στον αέρα τσακισμένο
ένα κορμί).
Πες μου, λευκέ Ιησού Χριστέ μου,
η προσευχή σε τι ωφελεί;
Πέρα, μακριά κατά τον Ντίξι
(πως μου σπαράζεται η καρδιά)
είναι γυμνή σκιά η αγάπη
σ’ ένα γυμνό, ροζιάρικο δεντρί.