Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αχιλλέας Παράσχος

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Αχιλ­λέ­ας Παρά­σχος (25/9/1838–26/1/1895) ήταν ο δημο­φι­λέ­στε­ρος ποι­η­τής στην επο­χή του, θεω­ρού­νταν εθνι­κός ποι­η­τής. Στις φιλο­λο­γι­κές εσπε­ρί­δες της επο­χής η αίθου­σα του Παρ­νασ­σού πλημ­μύ­ρι­ζε κόσμο.

«Για­τί λοι­πόν οι συγκαι­ρι­νοί του Παρά­σχου τον κατα­λα­βαί­να­νε: Για­τί κι ο ίδιος ο ποι­η­τής ήτα­νε λαός, μα όχι με την καλύ­τε­ρη σημα­σία της λέξης. Δεν πήγαι­νε στα βάθη της λαϊ­κής ψυχής για να βρει τους κρυμ­μέ­νους θησαυ­ρούς που υπήρ­χαν εκεί μέσα, ούτε έμπαι­νε μέσα στο νου των πολ­λών να σκορ­πί­σει το σκο­τά­δι και να φέρει το φως. Δε φρό­ντι­σε ν’ ανε­βά­σει τα πλή­θη στην αλή­θεια· κατέ­βαι­νε ο ίδιος στις αδυ­να­μί­ες, στα ελαττώ­ματα, στις πλά­νες, στο εσω­τε­ρι­κό χάος, στην άγνοια και την αμορ­φωσιά των πολ­λών. Δεν τους έλε­γε τίπο­τε δια­φο­ρε­τι­κό απ’ ό,τι λέγα­νε και θέλα­νε οι Ίδιοι. Επαιρ­νε το ακα­τέρ­γα­στο ψυχι­κό υλι­κό τους και έφκια­νε ρητο­ρι­κές «κορώ­νες» στη δια­πα­σών. Γι’ αυτό τον κατα­λα­βαί­να­νε. Κι επει­δή τον κατα­λα­βαί­να­νε, τον αγα­πού­σαν· Κι αφού τον αγα­πού­σον τον δια­βά­ζα­νε και τον δοξά­ζα­νε και τους ήτα­νε ο πνευ­μα­τι­κός πατέ­ρας, ο κακός πατέ­ρας, που όχι μονά­χα αφή­νει τα «παι­διά» του να κάνουν όλες τις ατα­ξί­ες που τους αρέ­σουν παρά και τα παρο­τρύ­νει να τις κάνουν» (Κ. Βάρναλης).

Η ποί­η­σή του δε συγκι­νού­σε μόνο τα πλή­θη μα και τους ειδι­κούς. Στο γνω­στό φιλο­λο­γι­κό καυ­γά Εμμ. Ροΐ­δη – Αγγ. Βλά­χου στα 1877, ο Ροΐ­δης δια­τύ­πω­σε την άπο­ψη ότι στην Ελλά­δα μόνο δύο αλη­θι­νοί ποι­η­τές υπάρ­χουν ο Βαλα­ω­ρί­της και ο Παρά­σχος. Βέβαια για την άπο­ψη αυτή από τότε υπήρ­χαν πολ­λές ενστάσεις.

«Το 1881 τύπω­σε για πρώ­τη φορά σε τρεις τόμους τα ποι­ή­μα­τά­του (σύγ­χρο­να στην Αθή­να και την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη), που έγι­ναν ανάρ­πα­στα, για­τί ήταν γνω­στά στον κόσμο από προη­γού­με­νες δημο­σιεύ­σεις σε περιο­δι­κά και απαγ­γε­λί­ες και ο Π. λογα­ρια­ζό­ταν κιό­λας τότε ως ο μεγα­λύ­τε­ρος ‘’ποι­η­τής του Ελλη­νι­σμού’’. Πραγ­μα­τι­κά ο Αχιλ­λέ­ας Παρά­σχος απη­χού­σε στο έργο του τις από­ψεις του απλού, μέσου αστού, που, κατά βάθος, προ­τι­μά τη συντή­ρη­ση του παλιού, ανή­μπο­ρος να βαστά­ξει τις βαθιές ανα­στα­τώ­σεις, που φέρ­νουν οι μεγά­λες αλλα­γές. (Όσο για την Ελλά­δα, η νοο­τρο­πία αύτη είχε και το δικαιο­λο­γη­τι­κό, ότι η πρό­ο­δος της Ιστο­ρί­ας, στο ποσο­στό που ήταν και εδώ μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, παρα­γνώ­ρι­ζε τη δικαί­ω­ση και την αντα­μοι­βή όλων εκεί­νων πού είχαν σηκώ­σει το έργο του Αγώ­να, δίνο­ντας τα πρω­τεία και τα προ­νό­μια σε ξενό­φερ­τους πολι­τι­κά­ντη­δες και ανθρώ­πους που δεν μπο­ρού­σαν να συλ­λά­βουν τα προ­βλή­μα­τα της χώρας.) Οπωσ­δή­πο­τε ο Παρά­σχος, πάντα ευμε­τά­βο­λος, ενώ έκα­νε βίαιη επί­θε­ση ενα­ντί­ον του ευρω­παϊ­κού πολι­τι­σμού, που απει­λού­σε να παρα­σύ­ρει στην ορμή της προ­ό­δου του ‘’Θεόν και οικο­γέ­νειαν, πατρί­δα’’, δε δίστα­ζε να απο­κα­λέ­σει, σε άλλη στιγ­μή, το Παρί­σι ‘’Βηθλε­έμ της γης’’.

Παρ’ όλη την αστα­σία και επι­πο­λαιό­τη­τά του, δεν έπα­ψε νά παίρ­νει, ποι­η­τι­κά, ενερ­γό μέρος στη δημό­σια ζωή της Ελλά­δας. Όλες τις επί­ση­μες στιγ­μές και τις πολι­τι­κές κινή­σεις τις έκα­νε ποι­ή­μα­τα, με τη μορ­φή προ­πό­σε­ων, ανοι­χτών, όπως θα λέγα­με σήμε­ρα, επι­στο­λών σε πολι­τι­κούς και βασι­λιά­δες, καθώς επί­σης ποι­ή­μα­τα έκα­νε τις γεν­νή­σεις ή τις γιορ­τές των παι­διών του, γενέ­θλια, θανά­τους και πλή­θος περι­στα­τι­κών της δικής του ιδιω­τι­κής ζωής ή των φίλων του.

Ως ποι­η­τής, με τα σημε­ρι­νά μέτρα, δεν μπο­ρεί παρά να κρι­θή πολύ αυστη­ρά. Δεν έχει φαντα­σία και επα­να­λαμ­βά­νει τις ίδιες ποι­η­τι­κές ιδέ­ες, τα ιδία θέμα­τα. Μια στα­τι­στι­κή εργα­σία πάνω στο έργο του θα από­δει­χνε την τρο­με­ρή φτώ­χεια του. Εχει όμως μια μεγά­λη στι­χουρ­γι­κή ικα­νό­τη­τα και μια ρητο­ρι­κή επι­δε­ξιό­τη­τα, έτσι ώστε να μπο­ρεί να ικα­νο­ποί­η­ση ένα αισθη­τι­κά ακαλ­λιέρ­γη­το πλή­θος» («Η ελλη­νι­κή ποί­η­ση», εκδό­σεις ΣΟΚΟΛΗ).

Ανή­κει στους ποι­η­τές οι οποί­οι έγρα­φαν και κατά παραγ­γε­λία κερ­δί­ζο­ντας χρή­μα­τα από την τέχνη τους. Η γλώσ­σα του είναι άλλο­τε καθα­ρεύ­ου­σα και άλλο­τε μεικτή.

 

Ε, και να ήμην βασιλεύς

Ε, και να ήμην βασι­λεύς· πλην, των Ελλή­νων μόνον·
πρώ­την φοράν αντήλ­λα­ζα την δάφ­νην με τον θρόνον.
Έφιπ­πος θα διέ­τρε­χα με ξίφος εις την χείρα
έχων ηνία τον βορ­ράν, το θάρ­ρος πτερνιστήρα.

……….

Ε, και να ήμην βασι­λεύς· η γη των Μακεδόνων,
αυτήν την ώραν, προ πολ­λού Ελλάς θ’ απεκαλείτο.
Τσα­ρού­χια θα εμύ­ρω­νεν ο θύμος της Ευζώνων
και κάτω­θεν του ξίφους μου ο Βούλ­γα­ρος θα ήτο.
Πυρί­τις θα κατέ­κλυ­ζε την χώραν της Ηπείρου,
θ’ ανέ­ζη ο Αλέ­ξαν­δρος και το σπα­θί του Πύρρου!

Ε, και να ήμην βασι­λεύς· θα είχον είπει ήδη,
όχι πολ­λά· λακω­νι­κώς· «Εμπρός!». Αυτό και μόνον·
και η Ευρώ­πη ήθε­λεν εκπε­πληγ­μέ­νη ίδει
να μετα­φέ­ρω πτε­ρω­τόν εις Βόσπο­ρον τον θρόνον!
Το ξίφος μου θα έκο­πτε τον Γόρ­διον… κι η Δύσις
«Τετε­λε­σμέ­νον» ήθε­λεν ανα­φω­νή επίσης…

Ε, και να ήμην Βασι­λεύς· αντί τού Βασιλέως,
την θύελ­λαν θα ίππευον, τα νέφη του βορέως·
τα πέτα­λα του ίππου μου θα ήσαν φως Ελλήνων,
και θα μ’ εκά­λουν, η νεκρόν ή ζώντα…, Κωνσταντίνον!
Επί του ίππου, Βασι­λεύ, μετά­φε­ρε τον θρόνον
εις μίαν ιππα­σί­αν σου το μέλ­λον είναι μόνον.
(Απα­ντα, σ. 171–172)

Μεγα­λοϊ­δε­ά­τι­κο ποί­η­μα στρε­φό­με­νο κατά του Όθωνα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο