Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης …Chantel–Maeva–Selena–Cho–Lilou–Darcy–Charilyn–Maid | κι ο νους στη Μονμάρτη

Γρά­φει η // Χαρού­λα Βερί­γου | Ζωή Δικταίου

Chantel

Καθη­γή­τρια πια, κατη­φό­ρι­ζε με αργά στα­θε­ρά βήμα­τα από τη Σορβόνη,
ένα χάος πλη­ρο­φο­ριών ένιω­θε πως δεν μπο­ρού­σαν να βρουν τη θέση τους,
πάντα κάτι άλλο ξεγλι­στρού­σε, τρύ­πω­νε βασα­νι­στι­κά στη σκέ­ψη της, ανεμπόδιστα,
κάνο­ντας κατά­λη­ψη με επιδεξιότητα
άνα­βε ένα κομ­μά­τι ασε­τι­λί­νη κι έστελ­νε σπί­θες μνή­μης ανείπωτες.

Άφη­σε το φλι­τζά­νι τού καφέ στην άκρη στο στη­θαίο μάρ­μα­ρο τού κήπου,
μετά βάλ­θη­κε να παρα­τη­ρεί κάθε λογής λεπτομέρειες,
όπως το περί­τε­χνο γεί­σο στα μεγά­λα παρά­θυ­ρα, ή τα κου­μπιά στα σακάκια
και τους σελι­δο­δεί­χτες στα βιβλία των περαστικών,
τα κου­δού­νια των ποδηλάτων,
τα μου­σι­κά όργα­να στο κιό­σκι, τις γρα­βά­τες των ξεναγών,
τα καλά­θια των πλα­νό­διων μικροπωλητών,
τα ανοι­χτά που­κά­μι­σα, τις χρυ­σα­φέ­νιες αιχ­μές της τερά­στιας καγκελόπορτας,
τα πού­που­λα που άφη­ναν τα που­λιά στο πέταγ­μά τους.

Θα ήθε­λε να μπο­ρού­σε να τις αγγί­ξει, τις λεπτο­μέ­ρειες, με τ’ ακροδάχτυλα,
να γρά­ψει πάνω τους με την αφή ένα δικό της σημάδι.

Σκε­φτό­ταν διά­φο­ρα ώσπου το βλέμ­μα της
έπε­σε πάνω στο πρό­σω­πο μιας γυναί­κας, ηλι­κιω­μέ­νη έδειχνε,
την είχε προ­σέ­ξει και άλλες φορές στον κήπο του Λουξεμβούργου,
ένα πρό­σω­πο περι­ποι­η­μέ­νο οπωσ­δή­πο­τε, μα βου­τηγ­μέ­νο στη θλίψη,
τόσο οικείο και τόσο ξένο ταυτόχρονα.

Στα χέρια της κρα­τού­σε ένα μπι­σκό­το, το περιερ­γα­ζό­ταν, το μύριζε,
κάπου – κάπου το έφερ­νε κοντά στο αυτί,
το κου­νού­σε σαν κου­δου­νί­στρα, ως να περί­με­νε ν’ ακού­σει κάτι,
ύστε­ρα το ξανα­κοί­τα­ζε πιο προσεκτικά,
διά­βα­ζε τα ανά­γλυ­φα γράμ­μα­τα πάνω του, και ξανά από την αρχή.

Ξαφ­νι­κά ο αέρας, μαζί με το μαντί­λι έφερ­νε και μια ανά­λα­φρη μυρωδιά,
η στιγ­μή, είχε αρχί­σει να παίρ­νει χρώ­μα και άρωμα,
«θα μπο­ρού­σε ν’ απο­κτή­σει άγγιγ­μα και σημα­σία, ή να γίνει αιτία διαλόγου…»

Πριν προ­λά­βει να κάνει δεύ­τε­ρη σκέψη,
μ’ ένα πρω­τό­γνω­ρο αίσθη­μα συμπάθειας
πλη­σί­α­σε την άγνω­στη γυναί­κα στο ανα­πη­ρι­κό αμαξίδιο.

«Πριν κάνεις αυτό το βήμα, έπρε­πε να δοκι­μά­σεις τη γη,
να δεις αν θα σε σήκω­νε με το βάρος της τελευ­ταί­ας εντύ­πω­σης, Chantel»,
ανα­γνώ­ρι­σε τη φωνή, η δασκά­λα του χορού, Chantel κι εκείνη.

Μια βαριά κουρ­τί­να σαν οθό­νη άνοι­ξε στο μυα­λό της,
ο χρό­νος είχε αλλά­ξει χώρο, πίσω από τα βλέ­φα­ρα άρχι­σε η παρέλαση,
μικρά λεπτά ποδα­ρά­κια με κόκ­κι­να σατέν πουέντ,
ο χρό­νος εφιαλ­τι­κά την οδή­γη­σε στη σκάλα,
ξανά­ζη­σε την πτώ­ση, το βελού­δι­νο χαλί είχε προ­δώ­σει τα βήματα,
είδε την όμορ­φη δασκά­λα της…
θυμή­θη­κε με οδύ­νη την τελευ­ταία παράσταση,
αυτή που η μικρή Chantel είχε χορέ­ψει δακρυ­σμέ­νη, χωρίς τη δασκά­λα της,
ο φόβος δεν θα την άφη­νε ποτέ πια.

Έκλει­σε τα μάτια,
είχε χαθεί στην από­κο­σμη λάμ­ψη που την τύλι­γε από το παρελθόν,
άκου­σε πρώ­τα το χειροκρότημα,
μετά την σει­ρή­να του ασθε­νο­φό­ρου φευ­γα­λέα, και φωνές,
η κου­ΐ­ντα του θεά­τρου τυλί­γε­ται στο σώμα της, μπερ­δεύ­ε­ται, πέφτει,
τα καταφέρνει,
μέσα στην άγο­νη ανα­πό­λη­ση σηκώ­νε­ται, γλι­στρά­ει, φεύ­γει στ’ αριστερά,
η σει­ρή­να πιο ξεκά­θα­ρη τρυ­πά­ει τα μελίγ­για της,
τρέ­χει, τρέ­χει, δεν θέλει να χορέ­ψει, ποτέ πια χωρίς τη δασκά­λα μου,
φωνά­ζει με λυγ­μό, κατε­βαί­νει την ίδια σκάλα,
την βρί­σκει ακό­μη εκεί, ξαπλω­μέ­νη, την αγκαλιάζει,
κλαί­γο­ντας της χτε­νί­ζει με τα μικρά της δάχτυ­λα τα μαλλιά,
της ψιθυ­ρί­ζει στ’ αυτί, δήλω­ση αρχέ­γο­νη το, «σ’ αγα­πώ κυρία»,
ανοί­γει τα μάτια,
«υπάρ­χουν και βήμα­τα που σε προ­δί­δουν μικρή Chantel, καμιά φορά
αυτά που φαί­νο­νται πιο εύκο­λα και πιο σίγουρα…»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγά­πης / Ζωή Δικταί­ου / Παρί­σι, Ιού­νιος του 2022

Maeva

Από το κεφα­λό­σκα­λο στη Μον­μάρ­τη ρεμ­βά­ζει το Παρίσι,
πιο λαμπε­ρό μετά την ξαφ­νι­κή βροχή,
το ριχτό μακρυ­μά­νι­κο που­κά­μι­σο σκε­πά­ζει τις μελανιές
και τα παρά­ση­μα που άφη­σε το χειρουργείο.

Η αξία μιας βόλ­τας, όχι μόνο για ό,τι βλέπει,
μα περισ­σό­τε­ρο για όσα σημαίνουν,
σύντο­μες στιγ­μές ανα­πό­λη­σης σε παλιές ευτυ­χι­σμέ­νες μέρες,
κανείς και τίπο­τα δεν έχει φύγει, είναι όλα εκεί, στις αναμνήσεις,
μ’ αυτές σώζεται
καθώς ο ήλιος δύει και χιλιά­δες ψυχές απο­χαι­ρε­τούν την ομορφιά.

Τα μάτια μαύ­ρα τριαντάφυλλα,
όλη η ζωή της, μια λαν­θά­νου­σα υπό­σχε­ση στο τελευ­ταίο σκαλοπάτι.

Ένα σύν­νε­φο στο βάθος του ορί­ζο­ντα χρυ­σώ­νει τον πύρ­γο του Άιφελ,
πλάι της ένας jongleur ανα­στα­τώ­νει δια­σκε­δα­στι­κά τον κόσμο,
χαμο­γε­λά­ει, «είμαι καλά» , σαν ψίθυ­ρος πανι­κού ακούστηκε,
το ξέρει, κι όμως το επαναλαμβάνει
λαχα­νια­σμέ­νη πια, έχει τόσο πολύ ανά­γκη να το πιστέψει.

Η Maeva, μια γυναί­κα με κέρι­νο πρό­σω­πο, ωραί­ες καμπύλες,
μεγά­λα μάτια μυστη­ριώ­δη, ευαί­σθη­τα νεύρα,
κλο­νι­σμέ­νη υγεία και πάθος για ζωή,
η Maeva, πρώ­τα αφή­νε­ται στο φιλί του ανέ­μου, ύστερα
αγκα­λιά­ζει με τα χέρια τους ώμους της,
μια μονα­χι­κή ακρο­για­λιά η ψυχή της, μα όχι έρημη,
στα βρά­χια της χτί­ζουν φωλιές οι αλκυόνες
κι η θάλασ­σα δεν έπα­ψε να τη στο­λί­ζει δαντέλες.

Βγά­ζει την περούκα,
η αλή­θεια τσα­κί­ζει τον άντρα απέ­να­ντί της,
εκεί­νον που έτρε­ξε πρώ­τος στο ραντεβού,
σαστί­ζει, μπερ­δεύ­ει τα λόγια του,
πόσο εύκο­λα η φλυα­ρία του φλερτ
μετα­τρέ­πε­ται σε μονο­σύλ­λα­βους ακα­τα­νό­η­τους ήχους.

Ένας ίσκιος, θαρ­ρείς δρα­πε­τεύ­ο­ντας από το σώμα του
χάνε­ται πίσω της στους κόκ­κι­νους ιβί­σκους, κι όμως,
λίγα λεπτά πριν, ήταν αυτός
που πρό­τει­νε μια βόλ­τα με Citroën 2CV,
και την ήθε­λε εκεί­νη τη βόλ­τα, η Maeva,
την ήθε­λε πολύ, την περί­με­νε πολύ,
από όταν ήταν νέα, τότε που πίστευε πως, η βόλ­τα μ’ ένα τέτοιο αυτοκίνητο
δε μπο­ρεί παρά να σε βγά­ζει πάντα στον προ­μα­χώ­να του έρωτα.

«Όταν τα πράγ­μα­τα δεί­χνουν να έχουν χάσει το νόη­μα τους
και μένει μόνο ένα άδειασμα,
όταν το άβυ­θο σκο­τά­δι σού έχει ανοί­ξει διά­πλα­τα την πόρτα,
δεν είναι απα­ραί­τη­τα η αίσθη­ση της παρακ­μής που δεί­χνει το τέλος,
δεν …»
δεν κατά­φε­ρε να ολο­κλη­ρώ­σει τη σκέ­ψη της,
της φάνη­κε μάταιο, ανό­η­το, δεν περίσ­σευε χρό­νος για αναλύσεις.

Τακτο­ποί­η­σε την περού­κα ξανά στο κεφά­λι της,
«δεν είναι και το ακάν­θι­νο στε­φά­νι» αυτοσαρκάστηκε
έλεγ­ξε δια­κρι­τι­κά τις γάζες γύρω από το στή­θος της,
μετά έβγα­λε το μικρό καθρεφτάκι,
διόρ­θω­σε το κοραλ­λί κρα­γιόν στα χεί­λη και το μολύ­βι στα μάτια,
φρε­σκά­ρι­σε την πού­δρα στα μάγουλα,
ξετύ­λι­ξε μια καρα­μέ­λα, το στό­μα της γέμι­σε μέντα και λεμόνι,
επι­βι­βά­στη­κε στο πρώ­το Citroën 2CV της πλατείας,
«Νοσο­κο­μείο Πιτιέ – Σαλ­πε­τριέρ, 13ο Δια­μέ­ρι­σμα» , είπε στο σοφέρ
«και η απου­σία της υγεί­ας, ένας κύκλος του χρό­νου είναι,
και αυτό θα περά­σει» , συλ­λο­γί­στη­κε και …

παί­ζο­ντας με μια μπού­κλα στο λαιμό
παρα­τη­ρώ­ντας την πόλη από το παρά­θυ­ρο, χωρίς βιασύνη,
από τα άχρα­ντα της σκέψης,
ξυπνού­σε παρελ­θόν και έρωτα.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης /
Ζωή Δικταί­ου / Παρί­σι, Ιού­νιος του 2022

Selena

«Η Χοντρο­μπα­λού» του Maupassant, λάφυ­ρο από το συρ­τά­ρι της γιαγιάς,
τρεις φορές το είχε διαβάσει,
την τελευ­ταία στις περι­πλα­νή­σεις της στο πάρ­κο Bois de Boulogne,
έφη­βη ακό­μη, όταν περί­με­νε με άσπρα σοσό­νια στα ραντεβού.

Στον από­η­χο των δυσα­νά­γνω­στων φθόγ­γων του κόσμου μετά τον πόλεμο,
ένα βιβλίο είχε γίνει αφορμή,
ώστε μετά από αυτό συνή­θι­ζε να περ­νά μια βόλτα
από τα στέ­κια της ασω­τεί­ας και του αγο­ραί­ου έρωτα,
εκεί που, οι αστι­κές νόρ­μες έπε­φταν στο κενό,
εκεί που, συχνά­ζουν οι ανειρήνευτοι,
εκεί που, από την ταπεί­νω­ση ορί­ζε­ται η τιμή,
εκεί που, τα περι­θώ­ρια ήταν μεγά­λα και τα ορυ­χεία της ψυχής βαθιά,
εκεί που, η Selena,
χαι­ρε­τού­σε τις ιέρειες του έρω­τα, ιδιαί­τε­ρα αυτές τις παχου­λές γυναίκες,
με ευγέ­νεια, με σεβασμό,
ίσως επει­δή πίσω από τα βαμ­μέ­να τους πρόσωπα,
έβλε­πε κι από μια αθώα, «Χοντρο­μπα­λού»,
σίγου­ρη πως σ’ εκεί­να τα στέ­κια, μια καλη­μέ­ρα, μια καλησπέρα,
ένα χαμόγελο, 
στη­λι­τεύ­ουν την υποκρισία,
και την πραγ­μα­τι­κή δια­φθο­ρά της κοινωνίας.

Με μια πρω­τό­γνω­ρη φλό­γα στο βλέμμα
παρά το προ­χω­ρη­μέ­νο της ηλικίας
μαζεύ­ο­ντας και τις τελευ­ταί­ες σπί­θες από τις αντανακλάσεις
του ειδώ­λου της στον καθρέ­φτη της βιτρίνας,
άφη­σε τη ματιά της να περι­πλα­νη­θεί σε μολύ­βια, πένες, βιβλία,
περιο­δι­κά, εφη­με­ρί­δες, λευ­κώ­μα­τα, σημειωματάρια,
επάρ­γυ­ρα και αλα­βά­στρι­να presse-papier.

Λεζά­ντες, τίτλοι, χρω­μα­τι­στά εξώφυλλα,
όλα πέρα­σαν γρή­γο­ρα από το κατώ­φλι της όρασης
διεκ­δι­κώ­ντας να κερ­δί­σουν μια θέση.

Βιβλία, τόσο ξένη κουλ­τού­ρα στη σύγ­χρο­νη επο­χή της εικόνας,
πολ­λές φορές την είχε απα­σχο­λή­σει αυτή η διαπίστωση,
δεν ήθε­λε να παραδεχτεί,
πως η πλειο­ψη­φία των ανθρώ­πων τελικά
δεν είναι πλα­σμέ­νοι ούτε για τη γνώ­ση, μα ούτε και για την αλήθεια.

Ένα κυνι­κό γέλιο την έκα­νε να ταραχτεί,
το ίδιο γέλιο είχε ακού­σει κάπο­τε, τότε που είχε κρυφτεί,
κορι­τσά­κι, στις κατακόμβες,
για να απο­φύ­γει κάποιον άγνω­στο με στρα­τιω­τι­κή στολή.

Η ανά­μνη­ση από τα χρυ­σά κουμπιά,
τα βαριά βήμα­τα της μπό­τας, και ο φόβος
την έκα­ναν να σπρώ­ξει όσο πιο γρή­γο­ρα μπορούσε
την βαριά ξύλι­νη πόρτα.

Κρα­τώ­ντας στα ρυτι­δια­σμέ­να χέρια, φανε­ρά σαστισμένη,
τη βρεγ­μέ­νη ομπρέλα
κατευ­θύν­θη­κε στον αρι­στε­ρό διάδρομο
σίγου­ρη πως σ’ αυτή την επο­χή την περισ­σό­τε­ρο ταραγμένη,
τη χρε­ω­μέ­νη με πηχτές σιωπές,
με τα αμέ­τρη­τα χρυ­σά κου­μπιά και τους βάρ­βα­ρους ήχους,
υπάρ­χουν και αυτοί που χτε­νί­ζουν την αλι­σά­χνη στα βλέφαρα
γνω­ρί­ζο­ντας πως,
η θεία και όχι η ανθρώ­πι­νη τάξη της φύσης
μπο­ρεί να βρί­σκε­ται ευα­νά­γνω­στη, μα αδιάβαστη,
στις σελί­δες ενός, ή πολ­λών βιβλίων.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης /
Ζωή Δικταί­ου / Montparnasse, Ιού­νιος 2022

Cho

Σήκω­σε το δεξί χέρι,
το αση­μέ­νιο δαχτυ­λί­δι απέ­σπα­σε προ­σω­ρι­νά μόνο το βλέμ­μα της,
φέρ­νο­ντάς το στον αρι­στε­ρό ώμο είχε ανά­γκη να ψηλαφίσει
εκεί­νο το παλιό σημάδι,
βιώ­νο­ντας σιω­πη­λά ανα­τρο­πές, ρυτί­δες, αγωνίες,
με πλά­νες και αλή­θειες, όλες μαζί,
από την αστυ­νό­μευ­ση και τη λογο­κρι­σία εκεί­νης της εποχής
μέχρι τη σύγ­χυ­ση και τον απο­προ­σα­να­το­λι­σμό της σύγχρονης,
μια φάρ­σα, έτσι της φαι­νό­ταν, στην ενή­λι­κη ζωή της.

Έβγα­λε το που­κά­μι­σο, κοι­τά­χτη­κε στον καθρέφτη,
έτσι έκα­νε όταν άκου­γε σει­ρή­νες, πορεί­ες, απεργίες,
όταν η δια­μαρ­τύ­ρη­ση του πλή­θους οδηγούσε
αναμ­φί­βο­λα σε επει­σό­δια και συμπλοκές.

Επέ­στρε­φε στο δικό της σημά­δι, άλλο­τε με θυμό
και άλλο­τε με απόγνωση,
«ο χρό­νος δεν σβή­νει όλα τα ίχνη καθώς φαί­νε­ται» , μονολόγησε
καθώς παρα­τη­ρού­σε για πολ­λο­στή φορά τις αλλαγές,
αυτές, που είχε επι­φέ­ρει το νεα­νι­κό τραύ­μα στο δέρ­μα της.

Τού­το το παρά­ση­μο το είχε απο­κτή­σει στην εξέ­γερ­ση του Μάη του 68,
πρω­το­ε­τής φοι­τή­τρια στη Σορ­βό­νη, χλευά­ζο­ντας κάθε μορ­φή εξουσίας,
θυμό­ταν τον εαυ­τό της να τρέ­χει σαν παλαβή
για να μην την συλλάβουν,
ξεγλωσ­σι­σμέ­νη μεν, ανέ­πνεε όμως ελεύθερα.

Έκλει­σε τα μάτια,
κάποια από τα συν­θή­μα­τα δεν είχαν ξεθω­ριά­σει στις ανα­μνή­σεις της,
«Η ποί­η­ση βρί­σκε­ται στους δρό­μους, Ούτε Θεός ούτε αφέντης,
Η Φαντα­σία στην Εξου­σία, Ο επα­να­στά­της είναι ένας ακρο­βά­της του ονείρου,
Σ’ αγα­πώ! Ω, πες το με πέτρες, Απα­γο­ρεύ­ε­ται το απαγορεύεται,
Θεέ υπο­ψιά­ζο­μαι ότι είστε αρι­στε­ρός διανοούμενος,
Ζωή όχι επι­βί­ω­ση»,  ψηλά­φι­σε το σημά­δι, χαμογέλασε.

Γέμι­σε ένα ψηλό κολο­νά­το ποτή­ρι φρέ­σκια παγω­μέ­νη λεμονάδα,
αυτή ήταν η μόνη πολυ­τέ­λεια που παρεί­χε στον εαυ­τό της,
ήπιε μια γου­λιά, η νύχτα υγρή,
το βρεγ­μέ­νο χώμα ανα­στά­τω­σε τα ρου­θού­νια της,
από το ανοι­κτό παρά­θυ­ρο μαζί με τις μυρω­διές, έφτα­ναν και οι φωνές,
πιο δυνα­τές τώρα, αφου­γκρά­στη­κε με προσοχή,
μπο­ρού­σε να ξεχω­ρί­σει μία, κι άλλη μία κραυ­γή, μετά πιο πολλές,
στη­ρί­χτη­κε στο μπα­στού­νι της, προ­σπά­θη­σε να σκε­φτεί κάτι άλλο,
μάταια, άνοι­ξε την τηλεόραση,
ήταν κάτι φήμες που κυκλο­φο­ρού­σαν, ή μήπως όχι,
«η άνο­δος της ακροδεξιάς…»,
τα μάτια, πόσο γρή­γο­ρα μετα­τρέ­πο­νται σε μια σχισμή,
«και οι φήμες όπλα είναι» , θυμή­θη­κε τα λόγια του πατέ­ρα της στη φυλακή.

Άνοι­ξε διά­πλα­τα το παρά­θυ­ρο, ανά­σα­νε βαθιά, να καθα­ρί­σει ο νους,
βέβαιη πως με το πέρα­σμα του και­ρού, η δια­νοη­τι­κή ραθυμία
κατα­στρέ­φει μνή­μη και στό­χα­ση, κοί­τα­ξε προς τη λεωφόρο,
ένα αίσθη­μα ασφυ­ξί­ας την κυρίευσε,
ο κόσμος ένα κου­βά­ρι λαί­μαρ­γες κάμπιες που τυλί­γε­ται και ξετυλίγεται,
τα πανό, οι λοστοί, τα συνθήματα,
δεν είχαν να κάνουν με τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα, όχι,
οι «σωτή­ρες» της δημοκρατίας,
οι νέοι φρου­ροί της ασφά­λειας είχαν αλλά­ξει συνθήματα,
δεν άντε­χε τα επι­κίν­δυ­να χρυ­σω­μέ­να λόγια,
έσφι­ξε τη γροθιά,
όχι άλλοι στε­νό­μυα­λοι και στενόκαρδοι,
όχι άλλοι φανα­τι­σμέ­νοι στα σύνο­ρα της ηλιθιότητας,
όχι άλλοι κατευ­θυ­νό­με­νοι από τους ίδιους επι­δέ­ξιους σκη­νο­θέ­τες κάθε φορά,
όχι άλλοι τυφλω­μέ­νοι από το μίσος.

Ξαφ­νι­κά το δωμά­τιο γέμι­σε καπνό, «η ψυχή που ξέρει να ειρηνεύει,
ξέρει και να μάχε­ται, Cho…»,
ανα­ζη­τώ­ντας μια και­νούρ­για μυρω­διά, μια μυρω­διά που να φέρ­νει γιατρειά
και μαζί μια και­νούρ­για ελπίδα,
πήρε ένα κόκ­κι­νο μήλο από την κάλ­πη — φρουτιέρα,
το πιο μεγά­λο, το πιο σφιχτό,
το δάγκω­σε, από­λαυ­σε γεύ­ση και άρωμά,
μετά πλη­σί­α­σε ξανά στο παράθυρο,
έκλει­σε το δεξί μάτι, σημά­δε­ψε τον πιο κοντι­νό της στόχο,
δεν χρειά­στη­κε δεύ­τε­ρη σκέ­ψη, μάζε­ψε όλη της τη δύναμη,
το εκσφεν­δό­νι­σε, με ευχα­ρί­στη­ση είναι αλή­θεια, στο κεφά­λι του,
στο κρά­νος του, δηλαδή…
ποιος να ήξε­ρε, ίσως μετά από αυτό, αύριο,
στις γαλ­λι­κές εκλο­γές, ο ίδιος άνθρω­πος να γίνει ψηφο­φό­ρος της ελπίδας.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης /
Ζωή Δικταί­ου / Παρί­σι, 12 Ιου­νί­ου 2022

Lilou

Στη λαϊ­κή αγο­ρά, αγκα­ζέ με τις ακίν­δυ­νες νεο­σύλ­λε­κτες σκιές
των παι­διών και των πουλιών,
εκεί είχε μάθει να ζει,
ξόρ­κι­ζε το φόβο ανα­πο­λώ­ντας σκο­νι­σμέ­να είδω­λα της νιότης
αυτά που έβγαι­ναν από τις παλιές εφημερίδες
όταν τις έκο­βε και τις έβα­ζε στα καφάσια
τοπο­θε­τώ­ντας πάνω τους ροδά­κι­να, κερά­σια, μήλα, φράουλες,
«είναι βλέ­πεις ευπα­θή, τα περισσότερα,
όταν πλη­γω­θεί η σάρ­κα τους σαπί­ζουν εύκο­λα», της είχαν μάθει.

Τύλι­γε και τα λουλούδια,
μαρ­γα­ρί­τες, του­λί­πες, μιγκέ, τρια­ντά­φυλ­λα, ορχι­δέ­ες, χρυσάνθεμα,
λίλιουμ, τα τύλιγε,
με βρεγ­μέ­να κομ­μά­τια γύρω από το μίσχο, για να μη μαραθούν,
τα λου­λού­δια τα σχε­δόν νεκρά, τα απο­κομ­μέ­να από τη ζωή,
τυλιγ­μέ­να επι­με­λώς σε μια ψευδαίσθηση
τόσο ίδια με τη δική της.

Οι νύχτες της υπο­θη­κευ­μέ­νες, τη στοί­χειω­νε ο αέρας,
φυσού­σε όταν την είχαν βρει, κορι­τσά­κι, με σκι­σμέ­νο φόρεμα,
κομ­μέ­να μαλλιά,
και τα πόδια μελα­νια­σμέ­να. Δεν ήταν από το κρύο,
κάποιος παλιάνθρωπος,
την είχε σύρει με το ζόρι σε μια σκο­τει­νή γωνιά του πάρκου,
για να χαρά­ξει πάνω στο ανυ­πε­ρά­σπι­στο σώμα της
τα σημά­δια της τραγωδίας,
κρα­τού­σε μαχαίρι…

Ο νους της, όλο πάνω σε αυτό σκόνταφτε,
το ξανα­ζού­σε ως να ήταν πάντα παρόν,
και η ψυχού­λα της,
ποτέ δεν κατά­φε­ρε να το ξεπεράσει,
όσο έμε­νε στο ίδρυ­μα, ταπει­νω­μέ­νη, μπερδεμένη,
μόνο αυτο­κα­τα­στρο­φι­κές σκέ­ψεις έκανε,
από ντρο­πή και ας μην έφταιγε,
από τον πανικό,
που της έκο­βε την ανά­σα κάθε φορά που άκου­γε τα φύλ­λα να τρέμουν,
από τις στολές,
που της υπεν­θύ­μι­ζαν το τραύμα,
το δικό της τραύ­μα, που οι ενή­λι­κες είτε υπο­τι­μού­σαν, είτε αγνοούσαν.

Έμα­θε καλά πως το συνη­θί­ζουν οι «ευυ­πό­λη­πτες» κοινωνίες,
εξα­κο­λου­θώ­ντας να παρέ­χουν άσυ­λο στα σπέρ­μα­τα του πρω­τό­γο­νου ενστίκτου
και της επι­κρά­τη­σης του ισχυρότερου,
τρε­λαί­νουν τον αδύναμο.

Τη λύτρω­νε η βρο­χή, τη λύτρω­νε από «εκεί­νους» με τους έντι­μους βίους,
εκεί­νη, μια κοι­νή θνητή,
στε­κό­ταν πάνω από τους σκε­πα­σμέ­νους πάγκους,
φορώ­ντας την κεντη­μέ­νη ρόμπα της,
πότε έκλαι­γε σα να θρη­νού­σε κάποιον αγαπημένο,
και πότε τρα­γου­δού­σε λες και νανού­ρι­ζε μωρό.

Σαλε­μέ­νος ο νους της,
κόντευε τα σαρά­ντα, η άκα­κη Lilou, ποτέ δεν είχε πει­ρά­ξει κανέναν,
στις χάρ­τι­νες σακού­λες μαζί με τα φρού­τα και τα λουλούδια,
με την αφή παρά­χω­νε και τ’ ανείπωτα,
αυτά που δεν μπο­ρού­σε πια να βαστά­ξει στη μνή­μη της,
την ορφά­νια, το ίδρυ­μα, τις στο­λές με τα αστρα­φτε­ρά κουμπιά,
τη φτώ­χεια, τη βία…

Καμιά φορά, όταν ο χρό­νος έμοια­ζε ασάλευτος,
άφη­νε τον πάγκο της,
έλυ­νε τα πυρό­ξαν­θα μαλ­λιά κι έτρε­χε πλάι στο Σηκουάνα,
έτρε­χε κυνη­γώ­ντας το φλοί­σβο του νερού, τα μικρά πλοιάρια,
τις σκιές στις όχθες,
μετά απο­κα­μω­μέ­νη καθό­ταν στα πέτρι­να σκαλοπάτια,
έβγα­ζε από την τσέ­πη μια φέτα ψωμί, το έτριβε,
τάι­ζε ψίχου­λα τα περιστέρια,
μετά κρα­τού­σε το κεφά­λι μέσα στα χέρια,
κοι­τά­ζο­ντας τις γέφυρες
ζύγι­ζε την ψυχή της,
απ’ τη μια η ψυχή, κι από την άλλη
όλα τα θρυμ­μα­τι­σμέ­να γυα­λιά, τα χάπια,
και τα τετριμ­μέ­να του βίου της,
και το παρά­πο­νο να βαραί­νει περισσότερο,
θυμό­ταν να μην απα­ντά στην ερώτηση
«και για­τί αλή­θεια νομί­ζεις ότι βιάστηκες»,
το έβρι­σκε άδι­κο, δεν απα­ντού­σε για­τί ήθε­λε να είναι αρκετό,
το ό,τι βιάστηκε.

Έψα­χνε ακα­τά­παυ­στα ένα καθα­ρό βλέμμα,
γι’ αυτό της άρε­σε στη λαϊ­κή αγορά,
ο χρό­νος κυλού­σε ανώ­δυ­να, από τη μελαγ­χο­λία ίσα­με τη θλίψη,
μα ανώδυνα,
οι ίρι­δες, κορ­δέ­λες, απα­λές γάζες στην πληγή,
στη λαϊ­κή αγο­ρά, εκεί κανείς δεν αμφι­σβη­τεί τις ειλι­κρι­νείς προθέσεις,
τις φωνές, τις πρα­μά­τειες, την ανθρω­πιά, το φιλότιμο,
εκεί ποτέ δεν την ρωτού­σαν γιατί,
εκεί μπο­ρού­σε να ονει­ρεύ­ε­ται, να χάνεται
σ’ εκεί­νο το ωραίο φως του Παρι­σιού που σε σπρώχνει
στο εμείς και στην αγάπη,
εκεί, ήθε­λε, να την βρί­σκει η ξαφ­νι­κή βροχή,
να νιώ­θει πως γεμί­ζει τις χού­φτες της και ξεπλέ­νει την ψυχή,
κι αυτό όχι για πολύ, για λίγο,
τόσο όσο χρειά­ζε­ται για να έχει ένα λόγο να ζει και να ελπίζει,
εκεί, η Lilou, για να γλιτώσει,
από το θέλω, πήγαι­νε στο μπο­ρώ, τακτοποιώντας
τη ζωή στον πάγκο της,
στη Marche Buci.

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης /
Ζωή Δικταί­ου / Παρί­σι, Ιού­νιος 2022

Darcy

Από το φεγ­γί­τη, αψη­φώ­ντας τις πιθα­νό­τη­τες γλι­στρά­ει μποέμικα,
τρέ­μει στο κρύο τζά­μι το φως του φεγγαριού,
τη συμ­μα­χία νοσταλ­γί­ας και σιωπής
τέμνουν οι λάμ­ψεις που πάλ­λο­νται στο σαλόνι,
η Darcy, μετά την περι­ή­γη­σή της στο μουσείο,
μαθη­τεύ­ει στη νύχτα, στην τέχνη,
στην ειλι­κρί­νεια που έχει το ολό­γυ­μνο σώμα της
ακού­γο­ντας το δίσκο  του Erik Satie,  Gymnopédies.

Μια κού­πα πρά­σι­νο τσάι,
ένα κρουα­σάν στο κρυ­στάλ­λι­νο πιατάκι,
το βαζά­κι πορ­σε­λά­νης με τη μαρμελάδα,
η μικρή λινή πετσέτα,
όλα τακτο­ποι­η­μέ­να πάνω στον αση­μέ­νιο δίσκο.

Άνα­ψε το πορτατίφ,
κάθι­σε ανα­παυ­τι­κά στην πολυθρόνα,
«Maurice Utrillo», ψιθύρισε.

Ξεφυλ­λί­ζο­ντας το λεύ­κω­μα που είχε αγοράσει,
παρα­τή­ρη­σε πιο προ­σε­κτι­κά τα έργα του,
κατα­λά­βαι­νε για­τί είχε αγα­πη­θεί τόσο,
για­τί η για­γιά της επέμενε
πως ολό­κλη­ρη η τέχνη του, είναι μια ευα­νά­γνω­στη μετάφραση
της σκέ­ψης πολ­λών απλών ανθρώπων,
πως, τα τοπία του, μαζί με τα συναι­σθή­μα­τα που γεννούν,
σου επι­βάλ­λουν και την ομορ­φιά του ταξιδιού,
ενός ταξι­διού μονα­δι­κού στο χρόνο
φτά­νει να μην είσαι μόνο φιλό­τε­χνος, αλλά και «ολί­γον οινόφιλος» ,
το δεύ­τε­ρο το τόνι­ζε κλεί­νο­ντας το μάτι.

Σήκω­σε το φλυ­τζά­νι, από­λαυ­σε μια γουλιά,
γύρι­σε την κλεψύδρα,
η άμμος άρχι­σε να τρέ­χει, προλάβαινε,
η για­γιά, στη φωτο­γρα­φία, καθι­στή στην καρέκλα,
φορού­σε πρά­σι­νη φού­στα και κοντο­μά­νι­κο πουκάμισο,
η μητέ­ρα της, όρθια,
στο εμπρι­μέ μακρύ της φόρεμα,
μπο­ρού­σε να δια­κρί­νει τη λεπτή μετα­ξω­τή δαντέλα,
αυτή στις ραφές και στα βολάν,
ρομα­ντι­κή υπεν­θύ­μι­ση μιας άλλης εποχής,
η για­γιά ήταν εκεί­νη που διά­λε­γε τα υφά­σμα­τα και έρα­βε τα ρού­χα της…

Χαμο­γε­λα­στές και οι δύο, ίδιο χτένισμα,
τα ίδια λεπτά χεί­λη, τα ίδια μακριά λεπτά δάχτυλα,
δια­φο­ρε­τι­κοί όμως κόσμοι.
Θυμή­θη­κε τις δια­φω­νί­ες τους, τις ασή­μα­ντες, και τις μεγάλες,
κάπο­τε αιτία για ένα καυ­γά, είχε γίνει
η «Suzanne Valadon»,
μητέ­ρα του Maurice Utrillo, ζωγρά­φος και η ίδια,
«κόρη ανύ­πα­ντρης μητέ­ρας, ερω­μέ­νη του συν­θέ­τη Erik Satie»
τόνι­ζε η γιαγιά,
«παθια­σμέ­νη επα­να­στά­τρια, μοντέ­λο, η Valadon, με τη ζωγρα­φι­κή της
κόντρα στο κατε­στη­μέ­νο, έσπα­σε τα στε­ρε­ό­τυ­πα της γυναι­κεί­ας απεικόνισης»,
πει­σμα­τι­κά η μητέρα,
με αυτή τη φρά­ση είχε φου­ντώ­σει η αντιπαράθεση…
μετά είχαν πάρει ένα τελάρο
και ζωγρά­φι­ζαν από κοι­νού στο μουσαμά,
η μία πίνο­ντας λευ­κό κρα­σί, και η άλλη τρώ­γο­ντας σοκολατάκια.

Γέλα­σε, «Χρεια­ζό­μα­στε τις φωτο­γρα­φί­ες» , μονολόγησε
σίγου­ρη πως ο χρόνος,
έρχε­ται κάποια στιγ­μή που τις βάζει σε κορνίζες,
πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης,
στο πάσο της κουζίνας,
στο μεγά­λο τρα­πέ­ζι, στα κομοδίνα,
ή, πεταγ­μέ­νες ατά­κτως στα συρτάρια,
για να σκο­ντά­φτει το βλέμ­μα, να πέφτει πάνω τους,
να τις χαϊδεύει,
να ανα­μο­χλεύ­εις παρελ­θόν και στιγμές,
πριν η λήθη σε ξελο­γιά­σει κλειδώνοντας
ξεφλου­δι­σμέ­να παρά­θυ­ρα και πόρ­τες της θύμησης.

Δυο ρώγες δάκρυα κρε­μά­στη­καν στα βλέφαρα,
από την ίδια θέση που καθό­ταν τρά­βη­ξε στην άκρη την κουρτίνα,
έξω, μια ομί­χλη πηχτή σαν γάλα χαμή­λω­νε στο πλακόστρωτο,
τρε­λαι­νό­ταν γι’ αυτή την ατμόσφαιρα,
απο­λάμ­βα­νε το πώς μπο­ρού­σε να μετου­σιώ­νε­ται σε μυστή­ριο το ασαφές,
προσ­δί­δο­ντας μυθι­κές δια­στά­σεις στα δέντρα, στα κεραμίδια,
στα δαι­δα­λώ­δη σοκάκια,
στους κήπους, στα εμβλη­μα­τι­κά κτί­ρια, στα μικρά καφέ,
στα κιτρι­νι­σμέ­να φύλ­λα της κληματαριάς,
στην ψυχή της, ψυχή από την ψίχα της Μονμάρτης.

«Χρεια­ζό­μα­στε τις φωτογραφίες»,
ξανα­γύ­ρι­σε την κλε­ψύ­δρα, η Darcy,
σηκώθηκε,
αλλά­ζο­ντας θέση ο μαύ­ρος γάτος μετα­κι­νή­θη­κε μαζί της,
πήρε μια παρ­τι­τού­ρα από τη βιβλιοθήκη,
ζέστα­νε τα χέρια της στη μικρή θερμάστρα,
κάθι­σε στο πιάνο,

Erik Satie — Gnossienne No.1…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης /
Ζωή Δικταί­ου / Μον­μάρ­τη, Ιού­νιος 2022

Charilyn

Γερ­νού­σε, κου­ρα­σμέ­νη, μα ήσυ­χη πια,
στην ασφά­λεια μιας σοφί­τας του έκτου ορόφου,
στο όγδοο δια­μέ­ρι­σμα του Παρισιού,
στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα,
επι­θυ­μί­ες, όνει­ρα, λαχτά­ρες, όλα είχαν πεθάνει.

Στην πόρ­τα, είχε κρε­μά­σει μια μικρή χαλκογραφία,
κάθε φορά που πήγαι­νε να την ανοί­ξει, διάβαζε,
«τώρα επι­τέ­λους ζήσε, ζήσε, ζήσε…»

Πάλευε να μην ξυπνή­σουν τα φαντάσματα,
να μην αφή­σει ν’ ανα­δυ­θούν στη μαρ­μα­ρυ­γή της όχθης
εκεί που έλιω­νε το φως του φεγγαριού,
δεν ήθε­λε να αφή­σει το πεδίο ελεύ­θε­ρο στην καταφρόνεση,
ούτε να βρουν τρό­πο εκεί­νες οι σπα­τα­λη­μέ­νες μέρες,
να διεκ­δι­κή­σουν μερίδιο.

Μετρού­σε το έλλειμ­μα της αγά­πης στα δύο κομ­μέ­να δάχτυλα
του αρι­στε­ρού χεριού,
τα είχε κρα­τή­σει ενθύ­μιο ο πρώ­τος ερα­στής και κατο­πι­νός ντα­βα­τζής της,
θυμό­ταν με τρό­μο την απειλή,
τα λόγια του, της τρυ­πού­σαν ακό­μη τα τύμπανα,
‑καί­τοι νεκρός-
σαν από κακο­γραμ­μέ­νη μαγνητοταινία.

Μετρού­σε, στις σελί­δες του ημε­ρο­λο­γί­ου της,
το πικρό φλι­τζά­νι του έρω­τα, που είχε πιει ως τον πάτο,
τις γρο­θιές στο στο­μά­χι κάθε φορά που αρνιόταν,
χάπια, αλκο­όλ, χασίς,
βαριά μυστι­κά και ανο­μο­λό­γη­τες ιστορίες,
βγαλ­μέ­νες από την υγρή και απο­πνι­κτι­κή ατμό­σφαι­ρα των υπονόμων.

Μετρού­σε, τη βία, σημειώ­νο­ντας πάνω στο χάρτη
τα μπου­ντρού­μια των πλη­ρω­μέ­νων συνευρέσεων,
μετρού­σε, τη σκο­τει­νή πλευ­ρά της «Πόλης του Φωτός»
στις χοντρές κηλί­δες που άφη­νε ο ιδρώ­τας και το αίμα
στα βρό­μι­κα σεντόνια,
μετρού­σε, το φόβο,
στο στοι­χειω­μέ­νο παρά­πο­νο που κατά­πι­νε μαζί με το λυγμό
κάθε φορά που την που­λού­σαν, φτη­νό εμπόρευμα,
κάθε φορά, που πλα­γιά­ζο­ντας με κάποιον
βγά­ζο­ντας το σφι­κτό κορ­σέ με τις μπανέλες
βυθι­ζό­ταν στην άβυσ­σο και όχι στην ηδονή.

Μετρού­σε, στους ωροδείχτες,
τις συμ­φο­ρές που της είχε τάξει η μοί­ρα, ερή­μην της,
μετρού­σε, τους χάρ­τι­νους αγγέ­λους στα τετράδια,
και στα διπλω­μέ­να τους φτε­ρά, την οδύ­νη της να είναι γυναίκα.

Έβγα­λε το κόκ­κι­νο μαντίλι,
κοί­τα­ξε στον καθρέ­φτη, τα ολό­λευ­κα μαλ­λιά της,
μαζε­μέ­να πίσω, σε κλασ­σι­κό σινιόν,
ως να μην παρου­σί­α­ζε κανέ­να ενδια­φέ­ρον το πρόσωπο,
απο­στρέ­φο­ντας το βλέμ­μα από το είδω­λο της,
γύρι­σε την πλάτη,
σέρ­νο­ντας αργά τις χνου­δω­τές παντό­φλες στο πάτωμα,
απο­μα­κρύν­θη­κε λίγα μόλις βήματα,
πλη­σί­α­σε, άνοι­ξε το ένα μόνο φύλ­λο στο παράθυρο,
αφή­νο­ντας το μαντί­λι της να παρα­συρ­θεί στον άνεμο
με την ίδια απο­ρία που έχουν αιώ­νες, οι περισ­σό­τε­ρες γυναίκες,
«για­τί να είναι τόσο σκλη­ρή, τόσο άδι­κη η ζωή…», ψιθυριστά,
θαρ­ρείς και φοβό­ταν πως κάποιος που όρι­ζε ακό­μη την τύχη της
μπο­ρού­σε να ακούσει,
έτρι­ψε αμή­χα­να τα οκτώ δάχτυ­λα στα χέρια,
χάι­δε­ψε με συμπό­νια εκεί­να του αρι­στε­ρού χεριού,
μετά, αφέ­θη­κε, ακο­λου­θώ­ντας με το βλέμ­μα το φευ­γιό του μαντιλιού.

Το έβλε­πε να πετά­ει από σοφί­τα σε σοφί­τα και από μπαλ­κό­νι σε μπαλκόνι,
να μπερ­δεύ­ε­ται στις ζαρ­τι­νιέ­ρες με τα γερά­νια και τις πρασινάδες,
να περ­νά ανά­με­σα από κάγκε­λα και κεραίες,
ύστε­ρα να τινά­ζε­ται πιο ψηλά, πάνω από τις καπνοδόχους,
και πάνω από τις στέγες,
ψηλά, πολύ ψηλά,
ώσπου με μια ξαφ­νι­κή ριπή, αφού στρο­βι­λί­στη­κε κάμποσο,
περ­νώ­ντας ξυστά από το γλυ­πτό διά­ζω­μα της Μαντλέν,
χαμή­λω­σε, αγκά­λια­σε έναν από τους 52 κίο­νες στο περιστύλιο,
δεν ήταν γρα­φτό, γλί­στρη­σε απα­λά στο επό­με­νο φύσημα,
και τέλος, προ­σγειώ­θη­κε στο φανοστάτη.

Αλλά­ζο­ντας αστρα­πιαία το κίτρι­νο της λάμπας σε αμυ­δρό κόκκινο,
έκα­νε τους περα­στι­κούς, του­ρί­στες και μη,
να στα­θούν καχύ­πο­πτα, με περιέργεια,
δεν άκου­γε τι έλεγαν,
υπέ­θε­τε όμως από τις χειρονομίες
ποιες μπο­ρεί να ήταν οι σκέ­ψεις τους.

Πώς λοι­πόν να μη φέρει στο μυα­λό της τη Ραχάμπ,
διά­ση­μη εταί­ρα της Ιεριχούς,
αυτή πρώ­τη, μετά από προει­δο­ποί­η­ση του δια­δό­χου του Μωυσή,
είχε κρε­μά­σει ένα σκοι­νί βαμ­μέ­νο σε χρώ­μα άλι­κο, στην εξώπορτα,
σημά­δι, για να γνωρίζουν
ποιο σπί­τι δεν έπρε­πε να παρα­δώ­σουν στις φλό­γες οι Ισραηλίτες,
κάπου το είχε δια­βά­σει, αδιά­φο­ρο οπωσδήποτε,
το σκέ­φτη­κε όμως,
θαρ­ρείς και ο ναός, ή, η ίδια η Μαντλέν,
κιν­δύ­νευαν από την είσο­δο κάποιων,
οπό­τε αυτό το διαφορετικό,
το δηλω­μέ­νο ως φως των οίκων ανο­χής και ενοχής,
ίσως και να τους εμπόδιζε…

Ένα ρίγος που δια­πέ­ρα­σε τη ραχο­κο­κα­λιά της, την ανάγκασε
να κου­μπώ­σει τα φιλ­ντι­σέ­νια κου­μπιά της ζακέ­τας μέχρι επάνω,
της φάνη­κε του­λά­χι­στον αστείο,
το ότι στην προ­ο­δευ­τι­κή απο­γύ­μνω­ση του κόσμου
και της χρε­ο­κο­πη­μέ­νης αρετής,
εκεί­νη, η Charilyn,
η παρά τη θέλη­σή της πόρνη,
που την είχαν ξεγυ­μνώ­σει άγαρ­μπα τόσες φορές,
αισθα­νό­ταν ακό­μη ντυμένη…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης /
Ζωή Δικταί­ου / Parc Monceau, Ιού­νιος 2022

Maid

Στον και­ρό μας, και­ρός των συκο­φα­ντη­μέ­νων αθώων,
τυλιγ­μέ­νη στη φθι­νο­πω­ρι­νή πάχνη, μια κουρούνα,
ρεμ­βά­ζο­ντας από το παρ­τέ­ρι τη τζα­μα­ρία, περί­με­νε το μερί­διο της
από το πρω­ι­νό της Maid.

Στη μικρή κου­ζί­να είχε ετοι­μά­σει ζεστή πικρή σοκολάτα,
τρεις κου­τα­λιές κακάο και μια κουβερτούρα,
πρό­σθε­σε λίγο μέλι όσο ήταν ακό­μη στο μπρίκι,
την αρω­μά­τι­σε με κανέλα,
συμπλη­ρώ­νο­ντας λίγες στα­γό­νες Grand Marnier
έσκυ­ψε πάνω από τον ατμό ανα­σαί­νο­ντας βαθιά το άρωμα.

Γέμι­σε το μεγά­λο φλι­τζά­νι, ενθύμιο,
μια μικρή ραγισματιά
στο χεί­λος, την είχε καλύ­ψει με λιω­μέ­νο ασήμι,
κάθε φορά όμως που την άγγι­ζε, θυμόταν,
το σημά­δι από ένα τραύμα,
‑απόρ­ροια μιας συμπλο­κής- , που είχε η για­γιά της στα χείλη.

Έκο­ψε τέσ­σε­ρις λοξές, πλα­για­στές φέτες από τη μπαγκέτα,
που είχε ήδη τσι­μπο­λο­γή­σει στη δια­δρο­μή από το φούρ­νο στο σπίτι.

Ανοί­γο­ντας το γυά­λι­νο βάζο με το βού­τυ­ρο, «μόνο τόσο λίγο…»,
πριν προ­λά­βει να κάνει ένα μορ­φα­σμό δυσφορίας
για το ελά­χι­στο του βάζου,
θυμή­θη­κε και πάλι τη γιαγιά,
«όσο πιο λίγο μένει, τόσο περισ­σό­τε­ρο απλώνεται…»

Μια ματιά στο δρό­μο, πρό­σε­ξε τα φύλ­λα στις δεντροστοιχίες,
τόσο μικρά κι όμως λίκνι­ζαν τον άνεμο,
στά­θη­κε στο μισά­νοι­χτο παράθυρο,
η κου­ρού­να εξοι­κειω­μέ­νη είχε πλη­σιά­σει στο γείσο,
ανε­βο­κα­τε­βά­ζο­ντας το ράμ­φος προ­τι­μού­σε τη βρόμη,
από τα ψίχουλα.

«Υπο­κλί­νο­μαι πρώ­τα στα φτε­ρά, και μετά στα θέλω σου»,
ο ψίθυρος,
το τρα­γού­δι από την πλα­τεία Place du Tertre,
με τη φωνή του Yves Montand, «Le Temps des Cerises»,

ποί­η­ση του Jean Baptiste Clément,
«ένα μόνο τρα­γού­δι», πόσες αναμνήσεις,
και όλα τα κρί­μα­τα του θεού, στους αγώνες.

Η Maid, θα συνέ­χι­ζε να υμνεί, τη μίμη­ση του ωραί­ου ως πρέπον,
θα συντη­ρού­σε με όποιο κόστος,
την ανά­γκη της να μεί­νει στρα­τευ­μέ­νη στην τέχνη,
και με αυτή, την τέχνη, ονειρευόταν,
να φτά­σει σε βαθιά γερά­μα­τα με το ρολόι της ακούρδιστο,
να αφή­νε­ται στο φως,
να δια­μαρ­τύ­ρε­ται στους δρόμους,
να μαθη­τεύ­ει σε απο­ρί­ες και λάμ­ψεις περ­πα­τώ­ντας στη βροχή,
να γοη­τεύ­ε­ται στον απο­δη­μη­τι­κό καιρό
από την ομορ­φιά του κάρ­βου­νου και των παστέλ,
μα και των αφη­ρη­μέ­νων σχη­μά­των με τα ζωη­ρά χρώματα,
μέχρι το ταξί­δι στη μουσική,
ελεύ­θε­ρη, αδέ­σμευ­τη, πίνο­ντας πικρή σοκολάτα,
μελε­τώ­ντας ποιητές,
τους «διερ­μη­νείς των θεών», υπο­στή­ρι­ζε ο Πλάτωνας,
να μπο­ρού­σε να αισθά­νε­ται την αξία της δημιουργίας,
να αγνο­εί, εξου­σί­ες και πρέπει,
να συντάσ­σε­ται με την αλή­θεια, και τ’ αθέ­ρι­στα στά­χυα του έρωτα.

Όχι, δεν θ’ ανέ­βαι­νε ποτέ, η Maid,
στη «χρυ­σή καρό­τσα» της βασί­λισ­σας, όχι,
φοβό­ταν πως ό,τι γυα­λί­ζει οδη­γεί στον κατήφορο,
έβλε­πε με καθα­ρά μάτια και ξάστε­ρο νου,
κι είχε ακό­μη ο κόσμος, πολ­λές, «καρό­τσες και βασίλισσες»,
εξαι­ρε­τι­κά επικίνδυνες
όταν δοξά­ζο­νται στο όνο­μα της λήθης.

Οι προ­γο­νι­κές φωτο­γρα­φί­ες με τα στέμματα
είχαν τόσο, μα τόσο πολύ ξεθω­ριά­σει, για εκείνη,
είχαν σβή­σει μαζί με ένα σωρό εθι­μο­τυ­πί­ες, που δε σήμαιναν
τίπο­τα πια,
αυτό, το φαντα­χτε­ρό παρελ­θόν της χλι­δής των εστεμμένων,
που πατού­σε σε χιλιά­δες εγκλή­μα­τα και ανο­χύ­ρω­τες ψυχές,
αυτή η αλα­ζο­νεία της απληστίας,
που άνοι­γε πληγές,
δεν την άγγιζε,
ούτε καν της κέντρι­ζε την περιέργεια,
ήξε­ρε όμως καλά, πως και στη σύγ­χρο­νη εποχή
υπήρ­χαν αφοσιωμένοι,
κάποιοι, όταν ξυπνού­σαν από το αρρω­στη­μέ­νο τους εγώ,
σερ­νό­ταν πίσω από τη «χρυ­σή καρό­τσα», νέοι και γέροι,
άντρες και γυναίκες,
με τα κίνη­τρα της κίβδη­λης ευημερίας,
για μια δήθεν ειρή­νη σε σαθρό υπό­στε­γο μέλλον,
αγνο­ώ­ντας πως η πραγ­μα­τι­κή δύνα­μη του ανθρώπου,
είναι στο πνεύμα,
και ναι,
ομο­λό­γη­σε στον εαυ­τό της,
γοη­τευ­μέ­νη από τα άχρα­ντα του φθι­νο­πώ­ρου του βίου της,
«δεν είναι πάντα η επο­χή των κερασιών».

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης /
Ζωή Δικταί­ου / Κέρ­κυ­ρα 8 Σεπτέμ­βρη 2022, ο νους στη Μονμάρτη

Γεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962.
Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμματα.
Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαίδευση.
Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού καιρού.
Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις.
Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθινοπώρου.
Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία …
Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογο­τε­χνία Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο (μυθι­στό­ρη­μα) Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια (μυθι­στό­ρη­μα) Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, (διη­γή­μα­τα) Αύριο, στά­χυα οι λέξεις (ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή) Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα (διη­γή­μα­τα) Λασί­θι, Τόπος Μέγας (αφή­γη­μα) κά, με συμ­με­το­χές στις ποι­η­τι­κές ανθο­λο­γί­ες “Μονό­λο­γοι”,  “Γράμ­μα­τα της ποίησης”.

Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως.

facebook logo click

Ζωή Δικταίου FaceBook

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο