Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Β·λ‑α·δ‑ι-μ-η‑ρ _Ι-λ-ι-τ‑ς

Το 1924 έμπαι­νε φέρ­νο­ντας έναν παγω­μέ­νο χει­μώ­να, που λυσ­σο­μα­νού­σε μέσα στη χιο­νι­σμέ­νη χώρα… με διαρ­κείς ανε­μο­στρό­βι­λους και καταιγίδες.
Τις νοτιο­δυ­τι­κές σιδη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές τις είχε σκε­πά­σει το χιό­νι. Οι άνθρω­ποι παλαί­βα­νε με τα- θεριε­μέ­να στοι­χεία. Καθα­ρί­ζα­νε τούς δρό­μους, πού τούς σκέ­πα­σε βου­νό το χιό­νι, για να περά­σουν τα τραί­να. ’Απ’ την παγω­νιά και τους χιο­νο­στρό­βι­λους κοβό­ντα­νε τα ξεπα­για­σμέ­να σύρ­μα­τα του τηλε­γρά­φου κι άπ’ τις δώδε­κα γραμ­μές δού­λευαν μόνο τρεις: ό ινδο­ευ­ρω­παϊ­κός τηλέ­γρα­φος και δύο απευ­θεί­ας γραμμές.
Στο τηλε­γρα­φείο τού σταθ­μού Σεπε­τόφ­χα τρεις συσκευ­ές μορς συνέ­χι­ζαν το αδιά­κο­πο μουρ­μου­ρη­τό τους, που μόνο ένα πεπει­ρα­μέ­νο αφτί μπο­ρού­σε να κατα­λά­βει. Οι τηλε­γρα­φή­τριες είναι νέες, το μάκρος της κορ­δέ­λας που χτυ­πή­σα­νε απ΄ την πρώ­τη μέρα της δου­λιάς τους, δεν ξεπερ­νά­ει τα είκο­σι χιλιό­με­τρα, ενώ ό γέρος συνά­δερ­φός τους άρχι­σε πια την τρί­τη εκα­το­ντά­δα χιλιο­μέ­τρων. Αυτός όταν δια­βά­ζει, συν­δυά­ζο­ντας τα δύσκο­λα γράμ­μα­τα και τις φρά­σεις δε ζαρώ­νει σαν και δαύ­τες το μέτω­πό του.
Αντι­γρά­φει στο χαρ­τί λέξη με λέξη, ακού­γο­ντας το χτύ­πο της συσκευ­ής. Παίρ­νει με τ’ αφτί: «Σ’ όλους, σ’ όλους, σ’ όλους!».
Ο τηλε­γρα­φη­τής γρά­φει και σκέ­φτε­ται: «ως φαί­νε­ται, πάλι καμιά εγκύ­κλιος για ξεχιό­νι­σμα». Έξω χιο­νο­στρό­βι­λος, ό άνε­μος πετά­ει στα παρά­θυ­ρα χού­φτες το χιό¬νι. Τού φάνη­κε πώς κάποιος χτύ­πη­σε το παρά­θυ­ρο, γύρι­σε το κεφά­λι και άθε­λα καμά­ρω­σε την ομορ­φιά του σχέ­διου, που ζωγρά­φι­σε ή παγω­νιά στά τζά­μια. Κανένα
Ανθρώ­πι­νο χέρι δε θα μπο­ρού­σε να δου­λέ­ψει τέτοιο λεπτό κομ­ψο­τέ­χνη­μα από φύλ­λα και μίσχους.
Απορ­ρο­φη­μέ­νος άπ’ αυτό το θέα­μα, έπα­ψε ν’ ακού­ει τη συσκευή κι όταν απο­τρά­βη­ξε το βλέμ­μα άπ’ το παρά­θυ­ρο και πήρε στην παλά­μη την κορ­δέ­λα, για να δια­βά­σει τις λέξεις πού τού ξέφυ­γαν, ή συσκευή μετάδινε:
«Στις …στις έξι και πενή­ντα… βράδυ»… 
Ο τηλε­γρα­φη­τής τα έγρα­ψε γρή­γο­ρα αφού πέτα­ξε την κορ­δέ­λα, ακού­μπη­σε το κεφά­λι, στο χέρι του κι άρ¬χισε ν’ Ακού­ει: «χτες στο Γκόρ­κι, πέθα­νε…» ο τηλε­γρα­φη­τής έγρα­φε αργά. Πόσες φορές στη ζωή του άκου­σε χαρού­με­νες και τρα­γι­κές ειδήσεις.
Πρώ­τος μάθαι­νε τον ξένο, πόνο και την ευτυ­χία. Από πολύν και­ρό πια έπα­ψε να μπαί­νει στο νόη­μα των μετρη­μέ­νων ξεκομ­μέ­νων φρά­σε­ων, τις έπαιρ­νε με τ’ αφτί και μηχα­νι­κά τις έγρα­φε στο χαρ­τί, χωρίς να σκε­φτεί το περιε­χό­με­νό τους.
Να, τώρα κάποιος πέθα­νε, κάποιον ειδο­ποιούν γι’ αυτό.
Ο τηλε­γρα­φη­τής είχε ξεχά­σει την επικεφαλίδα:
«Σ’ όλους, σ’ όλους, σ’ όλους!».
Η συσκευή χτυπούσε.
«Β·λ‑α·δ‑ι- μ‑η-ρ _Ι-λ-ι-τ‑ς», μετέ­φρα­ζε ο γέρο-τηλε­γρα­φη­τής τα χτυ­πή­μα­τα τού μικρού σφυ­ριού σε γράμματα.
Καθό­ταν ήσυ­χα, λίγο κου­ρα­σμέ­νος. Κάπου πέθα­νε κάποιος Βλα­δί­μηρ Ίλιτς.
Σε κάποιον θα γρά­ψει σήμε­ρα τρα­γι­κά λόγια, κάποιος θα θρη­νή­σει μ΄ Από­γνω­ση και λύπη, αλλά γι’ αυτόν αυτό είναι ξένο, αυτός είναι ένας ουδέ­τε­ρος μάρτυρας.
Η συσκευή χτυ­πά­ει τελεί­ες, παύ­λες, ξανά τελεί­ες, ξανά παύ­λες, κι αυτός άπ’ τούς γνω­στούς ήχους έχει πια συν­θέ­σει το πρώ­το γράμ­μα και το έγρα­ψε στό χαρτί,—«Λ» ύστε­ρα το δεύ­τε­ρο «Ε», δίπλα με προ­σπά­θεια έγρα­ψε «Ν» . Δυο φορές ξανά­γρα­ψε, την πλά­για γραμ­μή το Ν …Ανά­με­σα στις δύο κάθε­τες, αμέ­σως πρό­στε­σε το «I» κι αυτό­μα­τα πια συνέ­λα­βε το τελευ­ταίο —«Ν».
Η συσκευή χτυ­πού­σε παύ­ση κι ο τηλε­γρα­φη­τής, για
ένα δέκα­το του δευ­τε­ρο­λέ­πτου, στα­μά­τη­σε το βλέμ­μα του ατή λέξη πού έγραψε.

ΛΕΝΙΝ.

Η συσκευή εξα­κο­λου­θού­σε να χτυ­πά­ει, αλλά ή σκέ­ψη, πού τυχαία σκό­ντα­ψε στο γνω­στό όνο­μα, ξανα­γύ­ρι­σε σ’ αυτό.
Ο τηλε­γρα­φη­τής κοί­τα­ξε ακό­μα μια φορά την τελευ­ταία λέξη —«ΛΕΝΙΝ».
Τί; ο Λένιν; Στο φακό του ματιού του καθρε­φτί­στη­κε σ’ όλη του τη συνέ­χεια το κεί­με­νο του τηλε­γρα­φή­μα­τος. Κάμπο­σες στιγ­μές ο τηλε­γρα­φη­τής κοί­τα­ξε το χαρ­τί και για πρώ­τη φορά στα τριά­ντα δύο χρό­νια της δου­λιάς του δεν πίστε­ψε το γραμμένο.
Τρεις- φορές διέ­τρε­ξε· βια­στι­κά τις σει­ρές, αλλά οι λέξεις, πει­σμα­τι­κά, μέναν οι ίδιες:
«Πέθα­νε ό Βλα­δί­μηρ Ίλιτς Λένιν».
Ο γέρος τινά­χτη­κε όρθιος, σήκω­σε την κορ­δέ­λα και κόλ­λη­σε τα μάτια του πάνω της. Η κορ­δέ­λα, πού ήτα­νε δύο μέτρα, επι­βε­βαί­ω­σε αυτό πού του φάνη­κε απί­στευ­το! 0 τηλε­γρα­φη­τής γύρι­σε προς τις συντρό­φισ­σές του το νεκρω­μέ­νο του πρό­σω­πο κι αυτές Ακού­σα­νε την τρο­μαγ­μέ­νη του κραυγή!
—Πέθα­νε ο Λένιν!
Η είδη­ση για το μεγά­λο χαμό γλί­στρη­σε άπ’ το τηλε­γρα­φείο στην ολά­νοι­χτη πόρ­τα και με γρη­γο­ρά­δα θυελ­λώ­δι­κου Ανέ­μου στρι­φο­γύ­ρι­σε στο σταθ­μό, όρμη­σε μέσα στη χιο­νο­θύ­ελ­λα, στρο­βι­λί­στη­κε στις γραμ­μές και στα κλει­διά και χύθη­κε σαν παγω­μέ­νο ρεύ­μα προς τη μισά­νοι­χτη σιδε­ρέ­νια αυλό­πορ­τα του μηχανοστάσιου.
Στο μηχα­νο­στά­σιο, στο πρώ­το συνερ­γείο, οι εργά­τες μικρο­διορ­θω­τές, για­τρεύ­α­νε μιαν Ατμο­μη­χα­νή. Ο γέρο Πολι­τόφ­σκι τρύ­πω­νε ο ίδιος κάτω άπ’ τη μηχα­νή και έδει­χνε στους τεχνί­τες τ’ αρρω­στη­μέ­να μέρη. Ό Ζαχάρ Μπρου­ζάκ ίσιω­νε μαζί με τον Αρτιόμ τα καμπου­ρια­σμέ­να σίδε­ρα της σκά­ρας. Ο Επρου­ζάκ την κρα­τού­σε πάνω στ’ αμό­νι κι ο Αρτιόμ χτυ­πού­σε με το σφυρί.
Ο Ζαχάρ είχε γερά­σει τα τελευ­ταία χρό­νια. Τα όσα έζη­σε χάρα­ξαν μια βαθιά αυλα­κιά στο μέτω­πό του, κι ασή­μω­σαν τα μηνίγ­για του. Καμπού­ρια­σε ή ράχη του και στα μάτια του πού βαθού­λω­σαν, βασί­λευε το φώς.
Στο φωτι­σμέ­νο άνοιγ­μα της πόρ­τας του μηχα­νο­στά­σιου γλί­στρη­σε ένας άνθρω­πος, που τον κατά­πιαν αμέ­σως οι βρα­δυ­νοί ίσκιοι. Τα χτυ­πή­μα­τα των σφυ­ριών πνί­ξα­νε την πρώ­τη κραυ­γή, αλλά όταν ο άνθρω­πος έφτα­σε κοντά τους, ο Αρτιόμ έμει­νε με σηκω­μέ­νο το σφυ­ρί στο χέρι.
Σύντρο­φοι! Πέθα­νε ό Λένιν!
Το χέρι του Αρτιόμ αργο­γλί­στρη­σε άπ’ τον ώμο κι ακού­μπη­σε το σφυ­ρί αθό­ρυ­βα στο τσι­με­ντέ­νιο πάτωμα.
—Τι είπες; —και το χέρι του άρπα­ξε σαν τανά­λια το πετσί του κοντο­γο­νιού, αφτου­νού πού ΄φερε τη φοβε­ρή είδηση.
Κατα­χιο­νι­σμέ­νος και βαρια­να­σαί­νο­ντας ό άλλος ξανά­πε υπό­κω­φα και κοφτά:
Ναι, σύντρο­φοι, ό Λένιν πέθανε.
Κι επει­δή ο άνθρω­πος δε φώνα­ζε πια, ο Αρτιόμ κατά­λα­βε τη φρι­χτή αλή­θεια. και τώρα μόλις πρό­σε­ξε το πρό­σω­πό του. Ήταν ο γραμ­μα­τέ­ας της κομ­μα­τι­κής οργάνωσης.
Απ’ τα ορύγ­μα­τα κάτω άπ’ τις μηχα­νές, ξετρύ­πω­ναν οι εργά­τες και ακού­γα­νε σιω­πη­λοί για το θάνα­το εκεί­νου, πού τ’ όνο­μά του τόξε­ρε όλος ο κόσμος.
Κοντά στην αυλό­πορ­τα του μηχα­νο­στά­σιου τους τρό­μα­ξε όλους το σφύ­ριγ­μα της ατμομηχανής.
Στο σφύ­ριγ­μα απά­ντη­σε και δεύ­τε­ρο στην άκρη του σταθ­μού, και τρίτο …
Στο δυνα­τό, γεμά­το ανη­συ­χία κάλε­σμά τους, προ­στέ­θη­κε το σφύ­ριγ­μα του ηλε­χτρι­κού σταθ­μού, υψί­φω­νο και δια­πε­ρα­στι­κό. Σαν σφύ­ριγ­μα οβίδας.
Με ήχο καθα­ρού χαλ­κού σκέ­πα­σε τις κραυ­γές τους ή γορ­γο­κί­νη­τη όμορ­φη ατμο­μη­χα­νή «Σ», του επι­βα­τι­κού τραί­νου πού ήταν έτοι­μο να φύγει, για. το Κίεβο.
Ο στρα­τιώ­της της Γκε­πε­ού τρό­μα­ξε απ’ τ΄ ανα­πά­ντε­χο, όταν ο μηχα­νο­δη­γός της πολω­νι­κής ατμο­μη­χα­νής, πού εκτε­λού­σε την κατευ­θεί­αν συγκοι­νω­νία Σεπε­τόφ­χα- Βαρ­σο­βία, μαθαί­νο­ντας την αίτια του συνα­γερ­μού, αφού για ένα λεφτό αφου­γκρά­στη­κε, ύστε­ρα αργο­σή­κω­σε το χέρι και τρά­βη­ξε προς τα κάτω την αλυ­σί­δα, που άνοι­γε τη δικλεί­δα της σειρήνας.
Ήξε­ρε πώς σφυ­ρί­ζει για τελευ­ταία φορά, ότι γι’ αυτό θα τον πάψουν, αλλά το χέρι του δεν απο­τρα­βή­χτη­κε άπ’ την αλυ­σί­δα, και το ούρ­λια­σμα της ατμο­μη­χα­νής ξεσή­κω­νε άπ’ τούς μαλα­κούς κανα­πέ­δες του κου­πέ τούς ξαφ­νια­σμέ­νους πολω­νούς ταχυ­δρο­μι­κούς και διπλωμάτες.

Το μηχα­νο­στά­σιο γέμι­ζε ανθρώπους.

Μπαί­ναν κι απ’ τις τέσ­σε­ρεις πόρ­τες κι όταν το μεγά­λο χτί­ριο ξεχεί­λι­σε, μέσα στη θλι­βε­ρή σιω­πή ακού­στη­καν τα πρώ­τα λόγια.
Μιλού­σε ό γραμ­μα­τέ­ας του κόμ­μα­τος της επαρ­χί­ας Σεπε­τόφ­κα, ο παλιές μπολ­σε­βί­κος Σαράμπριν.
—Σύντρο­φοι ! Πέθα­νε ο ηγέ­της του παγκό­σμιου προ­λε­τα­ριά­του, ο Λένιν. Ανε­πα­νόρ­θω­τη ή απώ­λεια για το κόμ­μα μας. Πέθα­νε εκεί­νος πού δημιούρ­γη­σε και δια­παι­δα­γώ­γη­σε το Μπολ­σε­βί­κι­κο Κόμ­μα, Αδιάλ­λα­χτο προς τούς εχθρούς …
Ο θάνα­τος του ηγέ­τη του Κόμ­μα­τος και της Εργα­τι­κής τάξης, καλεί τα καλύ­τε­ρα παι­διά του προ­λε­τα­ριά­του στις γραμ­μές μας…
Ήχοι του πέν­θι­μου έμβα­τή­ριου, εκα­το­ντά­δες ξεσκού­φω­τα κεφά­λια, κι ο Αρτιόμ, που τα τελευ­ταία δεκα­πέ­ντε χρό­νια δεν είχε κλά­ψει, ένιω­σε ν’ ανε­βαί­νει στο λαρύγ­γι του ένας λυγ­μός, κ’ οι γεροί ώμοι του τραντάχτηκαν.
Νόμι­ζε κανέ­νας πώς οι τοί­χοι της λέσχης των σιδη­ρο­δρο­μι­κών δε θα βαστά­ξουν την πίε­ση της ανθρώ­πι­νης μάζας. Έξω ανυ­πό­φο­ρη παγω­νιά, τα δύο έλα­τα στην είσο­δο ντυ­μέ­να στο χιό­νι, αλλά στην αίθου­σα ήτα­νε πνι­γε­ρή ζέστα απ’ την πυρω­μέ­νη σόμπα κι απ’ την ανά­σα των εξα­κό­σιων ανθρώ­πων, πού τρέ­ξα­νε να πάρουν μέρος στην πέν­θι­μη συνέ­λευ­ση της κομ­μα­τι­κής οργάνωσης.
Τώρα δεν ήταν ό συνη­θι­σμέ­νος θόρυ­βος κι οι ομι­λί­ες. Το μεγά­λο πέν­θος έπνι­γε τις φωνές, οι άνθρω­ποι μιλού­σα­νε σιγα­νά και σ’ ολο­νών τα μάτια μπο­ρού­σε κανέ­νας να δια­βά­σει τη θλι­βε­ρή έγνοια, θάλε­γε κανέ­νας πώς εδώ μαζεύ­τη­κε το πλή­ρω­μα του βαπο­ριού, πού έχα­σε το δοκι­μα­σμέ­νο τιμο­νιέ­ρη του μέσα στη φουρ­τού­να της θάλασσας.
Αθό­ρυ­βα πήρα­νε τις θέσεις τους τα μέλη του προ­ε­δρεί­ου. Ο ρωμα­λέ­ος Σιρο­τέν­κο σήκω­σε το κου­δού­νι προ­σε­χτι­κά, μόλις πού κου­δού­νι­σε· και το ξανά­φη­σε στο τραπέζι.
Ήταν αρκε­τό, και λίγο-λίγο μια κατα­θλι­πτι­κή ησυ­χία βασί­λε­ψε στην αίθουσα.
(…)
🚩🚩 Πώς δενό­τα­νε τ’ ατσά­λι \ (κυκλο­φό­ρη­σε σαν σήμε­ρα πριν 88+ χρόνια)
«Το πιο ακρι­βό στον άνθρω­πο είναι η ζωή.
Αυτή του δίνε­ται μια φορά και πρέ­πει να τη ζήσει κανείς έτσι που να μη τον βασα­νί­ζει ο πόνος για τα χρό­νια που τα ‘ζησε άσκο­πα, για να μην τον καί­ει η ντρο­πή για το πρό­στυ­χο και το τιπο­τέ­νιο παρελ­θόν και να μπο­ρέ­σει πεθαί­νο­ντας να πει:
🚩🚩 Όλη μου τη ζωή, όλες μου τις δυνά­μεις τις έδω­σα στο πιο ωραίο ιδα­νι­κό του κόσμου — στον αγώ­να για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της ανθρω­πό­τη­τας
Έτσι όπως ο ίδιος γρά­φει, έζη­σε τη ζωή του ο Νικο­λάι Οστρόφ­σκι. Έγι­νε σύμ­βο­λο ηρω­ι­σμού και ακλό­νη­της πίστης στα ιδα­νι­κά της λευ­τε­ριάς και της δικαιο­σύ­νης, αγα­πή­θη­κε απ’ όλον τον κόσμο και πέρα­σε στην αθανασία.

Ο ήρω­άς του, ο Πάβελ Κορ­τσά­γκιν, προ­σω­πο­ποιεί τα καλύ­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα της γενιάς που πραγ­μα­το­ποί­η­σε τη Μεγά­λη Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση στη Ρωσία. Η μοί­ρα του ήταν και μοί­ρα του συγ­γρα­φέα, που καρ­φω­μέ­νος στο κρε­βά­τι συνέ­χι­σε μέχρι την τελευ­ταία του πνοή να υπη­ρε­τεί το κόμ­μα και το λαό. Το βιβλίο του Νικο­λάι Οστρόφ­σκι «Πώς δενό­τα­νε το ατσά­λι» είναι το χρο­νι­κό μιας επο­χής, σελί­δες απ’ την ιστο­ρία ενός λαού, αφιέ­ρω­μα στους απλούς ανθρώ­πους, εργά­τες κι αγρό­τες, που άλλα­ξαν την όψη του κόσμου κι άνοι­ξαν το δρό­μο για το φωτει­νό μέλ­λον ολό­κλη­ρης της ανθρωπότητας.

🚩🚩 «ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ ΔΕΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΤΙΑ & ΣΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΨΥΧΟΣ.
🚩🚩 Τότε γίνε­ται ΔΥΝΑΤΟ και ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΦΟΒΑΤΑΙ !!
(…)
https://ekdoseis-atexnos.gr/book/%CF%83%CE%AC%CF%80%CE%B9%CE%B5%CF%82-%CE%B6%CF%89%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%AD%CE%B1-%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%86%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85/
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο