Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του μ’ όλα τα φτερά, κι ένα
βράδυ με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε τον φουκαρά, βρε τον φουκαρά…
Εβδομηνταοκτώ ολάκερα χρόνια από τότε. Μαύρη μαυρίλα και πηχτό σκοτάδι κάτω από τους τρομακτικούς ήχους μιας θλιβερής σειρήνας. Τα μικρά παιδιά στριγκλίζοντας κρεμάστηκαν από τις ποδιές των μανάδων τους που βγήκαν έξαλλες στον δρόμο για το φρικιό που μας βρήκε… — ’’ Τι είναι τούτο πάλι;’’ – ’’ Πόλεμος Κυρά μου, πόλεμος… ’’
Το σιχαμερό ερπετό του φασισμού που βγήκε μέσα από τα σκέλια του καπιταλισμού είχε χτυπήσει τη χώρα μας.
Απέναντι στον Ιταλό επιτετραμμένο με το τελεσίγραφο στο χέρι, εκείνο το χάραμα της 28ης Οκτωβρίου, ειπώθηκε ένα μεγάλο Όχι. Από εκείνον που θα ήθελε να πει το μεγάλο Ναι. Ανδριάντες ονειρευότανε και χρυσά γράμματα με τ’ όνομα του στην Ιστορία. Πώς θα έλεγε λοιπόν ο ’’ φίλος ’’ δική σας είναι η Ελλάδα και πάρτε την. Ποντάριζε αλλού. Ήξερε την τρομαχτική ανισότητα και διαφορά μας σε πολεμικό και έμψυχο υλικό. Τις διαφορές των δύο στρατευμάτων. Τι θα κόστιζαν τα τρία απλά γράμματα; Τι θα κόστιζε ένα Όχι; Δυο τρεις τουφεκιές για την τιμή των όπλων και γρήγορα ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός για τις ορδές του Μουσολίνι.
Και κοίτα τι έγινε όμως. Το Όχι, τρία γράμματα της αλφαβήτου, δεν έμεινε ψεύτικος ήχος στα χαρτιά. Δεν στάθηκε λόγος τυπικός ειπωμένος μέσα σ’ ένα γραφείο, αλλά ξέφυγε έξω και έγινε πραγματικότητα, έγινε έργο, έγινε πράξη. Έγινε σκληρή κατάθεση από τον ελληνικό λαό. Έγινε ο αγώνας του αδικημένου που πάνε να του πάρουνε το χώμα που πατεί και τον αέρα που αναπνέει. Εγινε ο αγώνας του εργάτη, του δουλευτή, του ξωμάχου για το ψωμί και μία κούπα κρασί πλια στο τζάκι. Έγινε ο αγώνας της Ελληνίδας, της Ηπειρώτισσας μάνας, κόρης και αδερφής στα παγωμένα απόκρημνα της Πίνδου με το αγκωνάρι στην ράχη και την ψυχή στο στόμα.
Έγινε ο αγώνας του εξόριστου ιδεολόγου, του Κομμουνιστή, του Δημοκράτη. Ο αγώνας του καταπιεσμένου να ξετινάξει από πάνω του, τον ζυγό της αλυσοδεμένης σκέψης και το φίμωτρο της σιωπής. Ενός βρώμικου και απάνθρωπου φασιστικού καθεστώτος.
Έγινε ο αγώνας του Ανθρώπου για να μείνει η μάθηση και να γίνει Γνώση, η Γνώση να γίνει εμπειρία, και η Λευτεριά ψηλή όσο ταιριάζει στο μπόι του.
Τέλος έγινε ο αγώνας της Αθάνατης Ελληνικής ψυχής που την εμπλουτίζει η κληρονομιά του ’21, του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.
Ήταν όλα αυτά που δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους, οι μεγαλόσχημοι συζητητές εκείνου του πρωινού λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο.
Λίγες τουφεκιές για την τιμή των όπλων κι ύστερα σουλάτσο και σεργιάνι των καραμπινιέρων, στ’ άσπρα μάρμαρα του Ποσειδώνα και της Αθηνάς με φόντο ένα καταγάλανο ακρογιάλι, πνιγμένο στο θυμάρι, τη ρίγανη και το πεύκο.
Πόσο γελάστηκαν… Αντήχησε η τουφεκιά στην Πίνδο και ο δυνατός αχός απ’ τον ΑΈΡΑ που έφερε τη μεγάλη ΝΙΚΗ.
Το Όχι γράφτηκε, φαρδιά πλατιά με κόκκινα γράμματα στην Πίνδο.
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.