Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βέροια: Ιδιαίτερη πετυχημένη η πρώτη παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αλέκου Χατζηκώστα «29 στιγμές»

«Πλημ­μύ­ρι­σε» από κόσμο πολυ­χώ­ρος της ΕΛΙΑΣ στη Βέροια κατά την πρώ­τη παρου­σί­α­ση του νέου βιβλί­ου (10ου!) του Βεροιώ­τη συγ­γρα­φέα και δημο­σιο­γρά­φου με τίτλο “29 Στιγ­μές” (Εκδό­σεις «ΑΤΕΧΝΩΣ») τη Δευ­τέ­ρα 5/12.

Για το βιβλίο μίλη­σε η φιλό­λο­γος-συγ­γρα­φέ­ας Ελέ­νη Καρα­γιάν­νη, ενώ απο­σπά­σμα­τα διά­βα­σε ο φιλό­λο­γος-ποι­η­τής και ηθο­ποιός Λευ­τέ­ρης Κορυ­φί­δης με τη μου­σι­κή συνο­δεία της Σίσ­συς Γεωρ­γο­πού­λου δικηγόρου-νομικού.

Ανά­με­σα σ’ αυτούς που την παρα­κο­λού­θη­σαν δια­κρί­να­με τους: Καλ­λί­στρα­το Γρη­γο­ριά­δη αντι­δή­μαρ­χο Βέροιας, Θανά­ση Δέλ­λα πρό­ε­δρο του ΚΑΠΑ, Γιάν­νη Τσα­να­ξί­δη δημο­τι­κό σύμ­βου­λο Βέροιας με την ΛΑΣ, Ολυ­μπία Απο­στό­λου μέλος του Π.Σ του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, Γιάν­νη Τσε­χε­λί­δη γραμ­μα­τέα της Τ.Ε Ημα­θί­ας του ΚΚΕ, περι­φε­ρε­ρεια­κό σύμ­βου­λο, Βασί­λη Κων­στα­ντι­νό­που­λο μέλος της Ν.Ε Ημα­θί­ας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τον Ηλία Λαζό πρό­ε­δρο του μπά­σκετ του ΦΙΛΙΠΠΟΥ και της ΕΚΑΣΚΕΜ (ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας υπήρ­ξε για χρό­νια αθλη­τής του), ο διευ­θυ­ντής Β/Θμιας Θανά­σης Αλα­τζό­γλου , ο Στέρ­γιος Μπο­ζί­νης μέλος κεντρι­κής διοί­κη­σης ΤΕΕ, εκπρό­σω­ποι μαζι­κών φορέ­ων, τοπι­κούς συγ­γρα­φείς όπως Ελέ­νη Δόμα­νου, Φώτης Σιμό­που­λος, Γιώρ­γος Σιώ­μος κ.α.

Ολό­κλη­ρη η παρέμ­βα­ση της Ελέ­νης Καραγιάννη

«Οι ανα­μνή­σεις είναι σαν εκεί­νες τις μεγά­λες πέτρες που κου­βα­λά κανείς σε ολό­κλη­ρη τη ζωή του και που όσο αυτή πλη­σιά­ζει στο τέρ­μα της, γίνο­νται ασήκωτες».

Στά­θη­κα για ώρα πολ­λή σε αυτές τις τρεις πρώ­τες σει­ρές του βιβλί­ου. Τις διά­βα­ζα και συλ­λο­γι­ζό­μουν πως καθό­λου τυχαία δεν είναι μια τέτοια εισα­γω­γή. Για­τί το βιβλίο του πολυ­γρα­φό­τα­του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα, το 10ο στη σει­ρά, και επο­μέ­νως έργο της συγ­γρα­φι­κής του ωρι­μό­τη­τας , δεν είναι τίπο­τα άλλο από 29 ανα­μνή­σεις που σαν πέτρες βαριές και ασή­κω­τες κατα­βυ­θί­ζο­νται σε ένα παλ­λό­με­νο κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό γίγνε­σθαι και μετου­σιώ­νο­νται σε λογοτεχνία.

29 στιγ­μιό­τυ­πα ζωής, 29 εικό­νες, 29 λήψεις ενός φωτο­γρα­φι­κού φακού, αυτή η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, με διά­σπαρ­τα θραύ­σμα­τα μνή­μης και βιω­μά­των και με ευαι­σθη­σί­ες βαθιές, συλ­λο­γι­κές και πολι­τι­κές, καθώς ο συγ­γρα­φέ­ας κινεί­ται ανά­με­σα στο ατο­μι­κό και το κοι­νω­νι­κό, ανά­με­σα στην ενερ­γή αφή­γη­ση και τη στά­σι­μη εξο­μο­λό­γη­ση με διά­θε­ση αναπόλησης.

Γι’ αυτό και το «παρελ­θόν» δεσπό­ζει σχε­δόν σε όλες τις αφη­γή­σεις, είναι παντα­χού παρόν, χωρίς όμως να εγκλω­βί­ζε­ται σε μία γλυ­κε­ρή νοσταλ­γία. Το παρελ­θόν συνε­νώ­νε­ται με το παρόν, γίνε­ται ο τιμη­τής και ο ακρι­βο­δί­καιος κρι­τής του, κι ανα­δει­κνύ­ε­ται οδο­δεί­κτης για το μέλ­λον. Κι εκεί ακρι­βώς εντο­πί­ζε­ται η αξία αυτών των διη­γη­μά­των, η σπου­δαιό­τη­τα τους, στον τρό­πο δηλα­δή με τον οποίο τέμνε­ται το αφη­γη­μα­τι­κό παρελ­θόν με το ζωντα­νό παρόν του αναγνώστη.

Ακό­μη και οι ήρω­ες των αφη­γή­σε­ων αξιο­ποιούν το παρελ­θόν, βιώ­νουν την Ιστο­ρία ως μορ­φή της δικής τους μοί­ρας και χρη­σι­μο­ποιούν τον ανα­στο­χα­σμό για ανα­θε­ω­ρή­σεις και ενερ­γο­ποί­η­ση προ­σω­πι­κής στά­σης ζωής με σαφή «πολι­τι­κό» χαρα­κτή­ρα. Έτσι, όταν ο πλά­τα­νος του Δεκα­πε­νταύ­γου­στου ξερι­ζώ­νε­ται στις πλα­γιές του Βερ­μί­ου μαζί με τις αθώ­ες παι­δι­κές μνή­μες, σαν αυτές που εικο­νί­ζο­νται στο εντυ­πω­σια­κά φιλο­τε­χνη­μέ­νο εξώ­φυλ­λο του βιβλί­ου, για να φυτευ­τεί στη θέση του μία ανε­μο­γεν­νή­τρια, φυτρώ­νει ο σπό­ρος της οικο­λο­γι­κής συνεί­δη­σης και της αγω­νι­στι­κής διά­θε­σης. Από την άλλη, το ραδιό­φω­νο των εκλο­γών του ’60 συμ­βο­λί­ζει τις αλλο­τι­νές επο­χές που πάντα ξανα­γυρ­νού­σε ο ήρω­ας όταν τα έβρι­σκε σκού­ρα στη ζωή του, ενώ μια τηλε­διά­σκε­ψη που­λιών αρκεί για να παρο­τρύ­νει κάποιον να ορθώ­σει το ανά­στη­μά του και να διεκ­δι­κή­σει επι­τέ­λους τη ζωή του χωρίς να περι­μέ­νει σωτήρες.

Αν και τα διη­γή­μα­τα δια­κρί­νο­νται σε ιστο­ρί­ες μνή­μης, έρω­τα, δρά­σης και μικρής φόρ­μας, δεν δίνε­ται η εντύ­πω­ση πως η συλ­λο­γή απο­τε­λεί­ται από ετε­ρό­κλη­τα μετα­ξύ τους κεί­με­να. Πρό­κει­ται για έργα με κοι­νές συντε­ταγ­μέ­νες που στο κέντρο τους τοπο­θε­τούν τον άνθρω­πο, τη δια­χρο­νι­κή ανθρώ­πι­νη συν­θή­κη, την έντα­ση των παθών και των αγώ­νων του και απλώ­νο­νται μπρο­στά στον ανα­γνώ­στη ως αλυ­σί­δα ιδε­ών, προ­σώ­πων και συναι­σθη­μά­των. Οι ιστο­ρί­ες δια­τρέ­χουν τον ελλη­νι­κό χωρο­χρό­νο της νεό­τε­ρης και σύγ­χρο­νης ιστο­ρί­ας μας εκκι­νώ­ντας από το καλο­καί­ρι του 44 με μία σοκο­λά­τα της κατο­χής ( μία ιστο­ρία αλη­θι­νή από την αντί­στα­ση) και διδά­σκουν ιστο­ρία μετα­φέ­ρο­ντας τον ανα­γνώ­στη από δεκα­ε­τία σε δεκα­ε­τία (από τον Μάη του 58 στην εκλο­γι­κή βρα­διά του 60, στα μέσα του 80, στις αρχές του 70, στις εκλο­γές του 96, στον Οκτώ­βρη του 81…), ενώ δεν λεί­πουν και ανα­φο­ρές στις πρό­σφα­τες σχε­τι­κά μέρες του εγκλει­σμού και της πανδημίας.

Οι χαρα­κτή­ρες των έργων γήι­νοι, οικεί­οι και γνώ­ρι­μοι συγκι­νούν με την απλό­τη­τα και την αυθε­ντι­κό­τη­τά τους. Νοσταλ­γούν, πονούν, αγω­νιούν, ελπί­ζουν, ονει­ρεύ­ο­νται και ερω­τεύ­ο­νται ατε­νί­ζο­ντας το φως μέσα από τα σκο­τά­δια. Μάχι­μοι και οργα­νω­μέ­νοι στη ζωή και το κίνη­μα, το λαϊ­κό, το φοι­τη­τι­κό, το εργα­τι­κό δεν οπι­σθο­χω­ρούν βήμα από την πίστη πως αυτός ο κόσμος μπο­ρεί και πρέ­πει να αλλά­ξει. Ιδε­ο­λό­γοι και ορα­μα­τι­στές, συμ­με­τέ­χουν σε κινη­το­ποι­ή­σεις και αγώ­νες κι όταν δια­σταυ­ρώ­νο­νται με ματαιώ­σεις, απο­γοη­τεύ­σεις και αδιέ­ξο­δα, δεν πτο­ού­νται και δεν απο­μα­κρύ­νο­νται σπι­θα­μή από αυτό που λογί­ζε­ται ως χρέ­ος και καθή­κον. Η στά­ση τους προ­κρί­νει έναν ενσυ­νεί­δη­το ανθρω­πι­σμό που υπε­ρα­σπί­ζε­ται την αξία της αλλη­λεγ­γύ­ης, της συλ­λο­γι­κό­τη­τας και της συντρο­φι­κό­τη­τας και αντι­στέ­κε­ται στην εξου­σία διεκ­δι­κώ­ντας δικαιο­σύ­νη και καλύ­τε­ρες συν­θή­κες ζωής.

Ξεχώ­ρι­σα κι αγά­πη­σα τη φιγού­ρα του πατέ­ρα. Ο πατέ­ρας ο αντι­στα­σια­κός, ο πατέ­ρας ο περή­φα­νος, ο πατέ­ρας ο λεβέ­ντης, ο πατέ­ρας ο αγω­νι­στής που σκιρ­τά η ψυχή του από πόθο για μία κοι­νω­νία γεμά­τη επα­να­στά­τες σαν τον Σπάρ­τα­κο, υψώ­νε­ται σε σύμ­βο­λο πολι­τι­κής φρό­νη­σης και πρό­τυ­πο ήθους και αγω­νι­στι­κό­τη­τας. Συμπλη­ρώ­νε­ται από τη φιγού­ρα της μάνας που θαρ­ρα­λέα και απο­φα­σι­στι­κά στα­μα­τά την κούρ­σα του Καρα­μαν­λή για να απαι­τή­σει ένα στέ­ρεο κερα­μί­δι πάνω από το κεφά­λι της, έστω και εκτός σχε­δί­ου πόλε­ως. Αλή­θεια, πόσο επί­και­ρο, ανα­ρω­τιέ­μαι, φαντά­ζει το αίτη­μά της στο παρόν του ανα­γνώ­στη που πόρ­τες σπι­τιών εντός σχε­δί­ου πόλε­ως τσα­κί­ζο­νται από τους κρα­τι­κούς λει­τουρ­γούς και ανή­μπο­ροι ηλι­κιω­μέ­νοι πετιού­νται άστε­γοι στον δρόμο.

Τα διη­γή­μα­τα κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά πλαι­σιω­μέ­να θυμί­ζουν στον ανα­γνώ­στη νιό­τη που δεν ξοδεύ­τη­κε, που δεν σπα­τα­λή­θη­κε άδι­κα αλλά νιό­τη που αφο­σιώ­θη­κε στον αγώ­να και τη δρά­ση. Και νιό­τη δίχως έρω­τα δεν λογί­ζε­ται για­τί όπως εύστο­χα παρα­τη­ρεί κι ο αφη­γη­τής ο έρω­τας και η επα­νά­στα­ση δίδυ­μα αδέρφια.

Αγα­πη­μέ­νο μοτί­βο του συγ­γρα­φέα ο έρω­τας δεν κυριαρ­χεί μόνο στα διη­γή­μα­τα που χαρα­κτη­ρί­ζο­νται ως ιστο­ρί­ες αγά­πης αλλά νοτί­ζει όλο το αφη­γη­μα­τι­κό του σύμπαν. Ο έρω­τας περι­γρά­φε­ται με πυκνό­τη­τα και έντα­ση, με πάθος, χάρη και μυστι­κό παλ­μό. Ο έρω­τας ο γλυ­κό­πι­κρος, ο αίσιος, ο ανα­ντα­πό­δο­τος, ο ανο­μο­λό­γη­τος, αυτός που σμί­γει και χωρί­ζει μέσα από σιω­πές, απου­σί­ες και απο­στά­σεις, καθα­γιά­ζει τη φύση του ανθρώ­που κι ολο­κλη­ρώ­νει τον σκο­πό της ύπαρ­ξής του.

Δεν είναι καθό­λου εύκο­λη υπό­θε­ση το διή­γη­μα. Μη σας ξεγε­λά η λιλι­πού­τεια έκτα­σή του. Το διή­γη­μα δεν συγ­χω­ρεί λάθη και αστο­χί­ες. Απε­χθά­νε­ται τις φλυα­ρί­ες. Είναι η τέχνη του υπαι­νιγ­μού και της απο­σιώ­πη­σης. Κι ο συγ­γρα­φέ­ας υπη­ρε­τεί επά­ξια αυτό το απαι­τη­τι­κό είδος γρα­φής. Η γρα­φή του ρεα­λι­στι­κή, βιω­μα­τι­κή και συχνά αυτο­βιο­γρα­φι­κή αφαι­ρεί το περιτ­τό και εστιά­ζει στο σημα­ντι­κό, σε αυτό που πρέ­πει να ειπω­θεί ή να εννοη­θεί. Τα αφη­γη­μα­τι­κά κάδρα στή­νο­νται με ακρί­βεια σαν πλά­να κινη­μα­το­γρα­φι­κά, κοφτά και στα­τι­κά, φωτί­ζο­ντας κάθε φορά ένα συγκε­κρι­μέ­νο επει­σό­διο που γίνε­ται αφορ­μή για σκέ­ψη και ανα­πό­λη­ση. Οι ιστο­ρί­ες δομού­νται πάνω στον άξο­να αιτί­ου απο­τε­λέ­σμα­τος και η τρι­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση επι­λέ­γε­ται προ­κει­μέ­νου το βίω­μα του συγ­γρα­φέα να κατα­στεί και κοι­νό κτή­μα των αναγνωστών.

Οι διά­λο­γοι απο­δί­δουν με αλη­θο­φά­νεια την ιδιό­λε­κτο των προ­σώ­πων, ενώ οι ανα­δρο­μές στο παρελ­θόν και οι εγκι­βω­τι­σμέ­νες αφη­γή­σεις ανα­δει­κνύ­ουν τη γνη­σιό­τη­τα και ιστο­ρι­κό­τη­τα του αφη­γη­μα­τι­κού υλι­κού. Στα αφη­γη­μα­τι­κά όπλα του συγ­γρα­φέα συγκα­τα­λέ­γο­νται επί­σης το χιού­μορ και η δια­κει­με­νι­κό­τη­τα. Οι δια­κει­με­νι­κές ανα­φο­ρές, διά­σπαρ­τες σχε­δόν σε όλα τα διη­γή­μα­τα, προ­έρ­χο­νται από τον χώρο της τέχνης (μου­σι­κή, τρα­γού­δια, ποι­ή­μα­τα, βιβλία, ται­νί­ες κινη­μα­το­γρα­φι­κές) και εξυ­πη­ρε­τούν την οικο­νο­μία της αφή­γη­σης. Το χιού­μορ από την άλλη απο­τε­λεί στοι­χείο συγ­γρα­φι­κής ευφυ­ΐ­ας με το οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας κλεί­νει παι­χνι­διά­ρι­κα το μάτι στον ανα­γνώ­στη καταρ­γώ­ντας τη μετα­ξύ τους απόσταση.

Η γλώσ­σα λιτή, απλή, απέ­ριτ­τη, στι­βα­ρή και ταυ­τό­χρο­να ποι­η­τι­κή δεν εκβιά­ζει το συναί­σθη­μα αλλά το φανε­ρώ­νει και το προ­κα­λεί. Συχνά το αιχ­μα­λω­τί­ζει μέσα σε λέξεις αιμο­φό­ρες και το αφή­νει να φτά­σει στον ανα­γνώ­στη. Έτσι, το συγ­γρα­φι­κό βίω­μα συμπυ­κνω­μέ­νο και απο­σταγ­μέ­νο ανα­βα­πτί­ζε­ται μέσω της γλώσ­σας και φέρ­νει μαζί του συγκί­νη­ση, δάκρυα στα μάτια και χαμό­γε­λο στα χεί­λη του αναγνώστη.

Η καλή Λογο­τε­χνία μάς υπο­ψιά­ζει για όλα τα σημα­ντι­κά. Δεν παρα­μορ­φώ­νει, δεν απο­κρύ­πτει αλή­θειες, δεν μιλά με μισό­λο­γα, ούτε εξι­δα­νι­κεύ­ει ούτε αφο­ρί­ζει. Θέτει τον ίδιο τον άνθρω­πο και τον κόσμο ως ερώ­τη­μα. Κι εδώ μιλά­με για καλή λογο­τε­χνία. Οι « 29 στιγ­μές» δεν είναι μία ακό­μα συλ­λο­γή διη­γη­μά­των αλλά μία φιλο­σο­φι­κή πραγ­μα­τεία, ένα εγχει­ρί­διο ιστο­ρί­ας και πολι­τι­κής θεω­ρί­ας, ένα βιβλίο ζωής που έρχε­ται να μας βρει την πιο κατάλ­λη­λη στιγ­μή. Στην περί­ο­δο που δια­νύ­ου­με που μοιά­ζει να είναι γεμά­τη σκο­τά­δια, χει­ρό­τε­ρα ίσως κι από αυτά της νιό­της μας, που καθη­με­ρι­νά βιώ­νου­με τα ασύλ­λη­πτα και τα αδια­νό­η­τα του κόσμου όλου, σκάν­δα­λα, δια­φθο­ρά, ασχή­μια, βρω­μιά, αδι­κία, έχου­με ανά­γκη από τέτοια βιβλία- μανι­φέ­στα ζωής.

Η γρα­φή του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα είναι φωτει­νή και αισιό­δο­ξη, πιστεύ­ει στη δημιουρ­γι­κή δύνα­μη του ανθρώ­που, επεν­δύ­ει στη ζωή, την ιστο­ρία και το όνει­ρο και μας καλεί να αντι­στα­θού­με, μας καλεί να μην εγκα­τα­λεί­ψου­με και να τολ­μή­σου­με την ύψι­στη προ­σω­πι­κή και πολι­τι­κή μάχη: «Να αγω­νι­στού­με για να παρα­μεί­νου­με άνθρωποι».

29 στιγ­μές, του Αλέ­κου Χατζηκώστα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο