Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βαγγέλης Κορακάκης: Πρέπει να βάλω τη ζωή μου σε τάξη σαν φυσιολογικός άνθρωπος …να ημερέψω το μυαλό μου

Μετά από πέντε χρό­νια απο­χής από τη δισκο­γρα­φία αλλά συνε­χούς δημιουρ­γί­ας, ο Βαγ­γέ­λης Κορα­κά­κης επι­στρέ­φει με το βιβλίο — cd «Άδο­λη σιω­πή» που κυκλο­φο­ρεί από τον Μετρονόμο.

Η «Άδο­λη σιω­πή» είναι η απο­τύ­πω­ση του ψυχι­σμού του Βαγ­γέ­λη Κορα­κά­κη με μικρά αφη­γή­μα­τα, που φανε­ρώ­νουν ποί­η­ση κρυμ­μέ­νων μυστι­κών και συνο­δεύ­ο­νται από δέκα τρα­γού­δια με το γνώ­ρι­μο και ιδιαί­τε­ρο λαϊ­κό του ύφος. Ερμη­νεύ­ει ο ίδιος και σε δύο τρα­γού­δια ο Βασί­λης Κορα­κά­κης. Στα φωνη­τι­κά συμ­με­τέ­χουν η Ασπα­σία Στρα­τη­γού και η Ανα­το­λή Μαριό­λα.

Την έκδο­ση επι­με­λή­θη­κε ο Θανά­σης Συλι­βός, ενώ το εξώ­φυλ­λο είναι ένα έργο του εικα­στι­κού Κώστα Λαδόπουλου.

Ο Βαγ­γέ­λης Κορα­κά­κης γεν­νή­θη­κε το 1961 στην Και­σα­ρια­νή. Μαγεύ­ε­ται απ’ τον ήχο του μπου­ζου­κιού που καθό­ρι­σε τη μετέ­πει­τα πορεία του. Η πρώ­τη του εμφά­νι­ση ως μου­σι­κός είναι το 1978 στο Θέα­τρο της Και­σα­ρια­νής, στην παρά­στα­ση «Ο Λεπέρ­ντης» σε μου­σι­κή Δήμου Μούτση.

Η επα­φή του με τη δισκο­γρα­φία ξεκι­νά το 1985 γρά­φο­ντας τη μου­σι­κή για τρία τρα­γού­δια σε στί­χους του Τάσου Σαμαρ­τζή. Το 1988 συστή­νε­ται ως συν­θέ­της — στι­χουρ­γός από τη δισκο­γρα­φι­κή εται­ρεία «Λύρα» με τον δίσκο «Οι άρχο­ντες». Από τότε έως και σήμε­ρα υπο­γρά­φει δεκα­πέ­ντε προ­σω­πι­κούς δίσκους και αρκε­τές συμ­με­το­χές. Το μου­σι­κό του στέ­κι «Κρύ­πτη», πρώ­ην «Μαγιο­πού­λα», στην Και­σα­ρια­νή, είναι σημείο ανα­φο­ράς στη νυχτε­ρι­νή διασκέδαση.

Ο Βαγ­γέ­λης είναι ο σεμνός και ταλα­ντού­χος λαϊ­κός δημιουρ­γός της διπλα­νής μας πόρ­τας εδώ στην Και­σα­ρια­νή που πάνω από 20 χρό­νια ακο­λου­θεί μια δια­κρι­τι­κή δια­δρο­μή στο χώρο της ελλη­νι­κής δισκογραφίας.Ολοκληρωμένος –αυτο­δί­δα­κτος, καλ­λι­τέ­χνης τρα­γου­δο­ποιός, γρά­φο­ντας ο ίδιος τη μου­σι­κή και τους στί­χους στα τρα­γού­δια του, παί­ζει μπου­ζού­κι και είναι ο πρώ­τος τους ερμηνευτής.

Το μου­σι­κό του ύφος ανα­γνω­ρί­σι­μο και οικείο παρα­πέ­μπει σε έναν λαϊ­κό ήχο παλαιό­τε­ρων επο­χών (10ετίες ΄50 και ΄60), με στοι­χεία σύγ­χρο­να και μελω­δί­ες καλο­δου­λε­μέ­νες και εύλη­πτες για τους γνω­ρί­ζο­ντες, με στί­χους απλούς με ταξι­κή-κοι­νω­νι­κή θεμα­το­λο­γία. Σχε­δόν όλα τα τρα­γού­δια του έχουν μελαγ­χο­λι­κό περιε­χό­με­νο, ακό­μα κι όταν μοιά­ζουν χαρούμενα.

Γεν­νή­θη­κε το 1961 στην Και­σα­ρια­νή, όπου εξα­κο­λου­θεί να ζει και δου­λεύ­ει. Η πρώ­τη του επα­φή με το μπου­ζού­κι ήρθε σε ηλι­κία 9 χρο­νών ‑απέ­να­ντι από το πατρι­κό του υπήρ­χε ένας ξυλουρ­γός που έφτια­χνε και μου­σι­κά όργα­να. Το πρώ­το του μπου­ζού­κι, τρί­χορ­δο, το απέ­κτη­σε στα 11, περ­νώ­ντας ο ίδιος χορδές.
Παντρεύ­τη­κε τη Μαριάν­να και έκα­νε 2 παι­διά, την Ελέ­νη και τον Βασί­λη, που –ταλα­ντού­χος, ακο­λου­θεί τα βήμα­τα του πατέ­ρα του, όντας από χρό­νια ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της ορχή­στρας τους. Εργά­στη­κε για λίγο σε γνω­στά μας και­σα­ρια­νιώ­τι­κα στέ­κια στην ταβέρ­να του Φίτσου­λα και το 1982 άνοι­ξε, μαζί με τον Γιώρ­γο Κού­κιο, το «Μακά­μι», τη μετέ­πει­τα «Μαγιο­πού­λα».

Το 1985, συμ­με­τέ­χει με 3 τρα­γού­δια στο δίσκο «Σε στρα­τό­πε­δα και πλοία».
Το 1988, τρα­γου­δά­ει τους «Άρχο­ντες», μαζί με τον άλλο αγα­πη­μέ­νο μας για το ήθος και τη μου­σι­κή του Γιώρ­γο Τζώρ­τζη, που ‑όπως θα πει ο Βαγ­γέ­λης, γρά­φτη­καν σε πακέ­τα τσι­γά­ρων και παί­ζο­νταν, πριν κυκλο­φο­ρή­σουν ακό­μα, στις λαϊ­κές ταβέρ­νες της Καισαριανής.
Το 1991 συμ­με­τέ­χει με 1 τρα­γού­δι στα «Μαθή­μα­τα Πατρι­δο­γνω­σί­ας» και το 1992 έρχο­νται οι «Μπου­ζου­ξή­δες με Πυξί­δες» με τον ίδιο ως ερμη­νευ­τή και μαζί του την πιτσι­ρί­κα Ελέ­νη Τσα­λι­γο­πού­λου, τον Κώστα Μάν­τζιο, τη Ρένα Στά­μου και την Αφε­ντού­λα Ραζέλη.
Το 1993 κυκλο­φο­ρεί το «Λαύ­ριο», έναν από τους καλύ­τε­ρους δίσκους του –χρυ­σό πλέ­ον, από την ανε­ξάρ­τη­τη εται­ρία «Τρο­χός» (επα­νεκ­δό­θη­κε από την FM Records το 1997, ενώ το 2006 γνώ­ρι­σε και 3η έκδο­ση –επαυ­ξη­μέ­νη, από το ΔΙΚΤΥΟ) και παράλ­λη­λα συμ­με­τέ­χει με 2 τρα­γού­δια στο δίσκο «Αντί­θε­τη πορεία» με τον Αντώ­νη Καλογιάννη.

Τότε περί­που τον απο­λαύ­σα­με πάνω από μια φορά στο μου­σι­κό στέ­κι Αγ. Γλυ­κε­ρί­ας | Γαλα­τσί­ου | Βεΐ­κου, όπου τρα­γού­δα­γε μαζί με το γιο του αρχο­ντο­ρε­μπέ­τη Πρό­δρο­μου Τσα­ου­σά­κη Δημή­τρη, που έφυ­γε πρόωρα.

1995: εκδί­δει το «Πικρό Φιλί» (LYRA), με το Γερά­σι­μο Ανδρε­ά­το, ο οποί­ος είναι και ο τρα­γου­δι­στής που έχει ερμη­νεύ­σει τα περισ­σό­τε­ρα τρα­γού­δια του.Το 1996 κυκλο­φο­ρεί ο δίσκος «Εκεί που σβή­νει ο άνε­μος» με τον Γερά­σι­μο Ανδρε­ά­το και πάλι, τη Χαρά Πομώ­νη και τη Νίκη Τσαϊρέλη.
1998: Ξεκι­νά­ει η συνερ­γα­σία με τον «άρχο­ντα» Δημή­τρη Μητρο­πά­νο -«του έρω­τα της φυγής» 7|15 τρα­γού­δια και με 6 τρα­γού­δια στο δίσκο της Κατε­ρί­νας Κού­κα «Φυσά­ει τρε­λός βοριάς».

Το 2000 συμ­με­τέ­χει με 1 τρα­γού­δι στον προ­σω­πι­κό δίσκο της Αφε­ντού­λας Ραζέ­λη «Στη φωτιά να ρίχνεις μέλι» και ακο­λου­θεί ο δίσκος του «Κρύ­πτη» στις αρχές του 2002 από τη νέα εται­ρεία ΔΙΚΤΥΟ, ένας βιω­μα­τι­κός και αντιε­μπο­ρι­κός, όπως τον χαρα­κτη­ρί­ζει ο ίδιος, δίσκος με άγνω­στους κυρί­ως τραγουδιστές.

2002: κυκλο­φο­ρεί από τη LYRA το cd-single «Μικρός Απρί­λης» με τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια του για τη Μαρία Ρουσ­σέα, ενώ το 2003 έχει συμ­με­το­χή στο δίσκο «Και τρα­γού­δια και άσμα­τα» με τη Χαρά Πομώνη.

Το 2004 υπο­γρά­φει τη μου­σι­κή και τους στί­χους στα τρα­γού­δια του δίσκου «Απ’ την αγά­πη γυρί­ζω μόνος» με ερμη­νευ­τή το Γερά­σι­μο Ανδρε­ά­το, ενώ το Δεκέμ­βρη της ίδιας χρο­νιάς συνερ­γά­ζε­ται με τη Γιώ­τα Νέγκα, στην οποία δίνει 12 τρα­γού­δια που περι­λαμ­βά­νο­νται στο δίσκο «Το Βέλος».

Το 2005 έχει συμ­με­το­χή με 1 τρα­γού­δι στο δίσκο «Δώδε­κα σολί­στες και μία φωνή», ενώ στο τέλος του χρό­νου κυκλο­φο­ρεί ο δίσκος «Γλυ­κο­χα­ρά­μα­τα», στον οποίο ο Γιάν­νης Ντου­νιάς, έπει­τα από 15 χρό­νια απου­σί­ας από τη δισκο­γρα­φία, επα­νέρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο ερμη­νεύ­ο­ντας συν­θέ­σεις του Βαγ­γέ­λη Κορακάκη.

Τέλος, το 2007 κυκλο­φο­ρεί ο δίσκος «Ο Βαγ­γέ­λης Κορα­κά­κης στη Μαγιο­πού­λα», όπου ο ίδιος ερμη­νεύ­ει γνω­στά τρα­γού­δια του σε ένα δίσκο – ανα­δρο­μή στο σύνο­λο της δισκο­γρα­φι­κής του διαδρομής.

Προσωπική δισκογραφία

1988: Οι Άρχοντες
1992: Μπου­ζου­ξή­δες με πυξίδες
1993: Λαύριο
1995: Πικρό Φιλί
1996: Εκεί που σβή­νει ο άνεμος
2002: Κρύπτη
2002: Μικρός Απρίλης
2004: Απ’την αγά­πη γυρί­ζω μόνος
2004: Το Βέλος
2006: Λαύ­ριο (Digital Remastering)
2006: Γλυκοχαράματα
2007: Ο Βαγ­γέ­λης Κορα­κά­κης στη Μαγιοπούλα
2009: Λεβέ­ντι­κες καρδιές
2012: Χωματόδρομος
2016: Θαλασ­σι­νά Παλάτια

 

Συμμετοχές

1985: Σε στρα­τό­πε­δα και πλοία [3 τρα­γού­δια, μόνο μου­σι­κή, σε στί­χους Τάσου Σαμαρ­τζή] 1991: Μαθή­μα­τα πατρι­δο­γνω­σί­ας (συμ­με­το­χή με 1 τραγούδι)
1993: Αντί­θε­τη πορεία (συμ­με­το­χή με 2 τραγούδια)
1998: Του έρω­τα και της φυγής (συμ­με­το­χή με 7 τραγούδια)
1998: Φυσά­ει τρε­λός βοριάς (συμ­με­το­χή με 6 τραγούδια)
2000: Στη φωτιά να ρίχνεις μέλι (συμ­με­το­χή με 1 τραγούδι)
2003: 13 Λαϊ­κά Γλυ­κο­σέρ­τι­κα (συμ­με­το­χή με 1 τραγούδι)
2003: Λαϊ­κά με συστά­σεις (συμ­με­το­χή με 1 τραγούδι)
2005: 12 σολί­στες μία φωνή (συμ­με­το­χή με 1 τραγούδι)
2007: Δεξιο­τέ­χνες και ερμη­νεί­ες 2 — Κώστας Καλα­φά­της (συμ­με­το­χή με 3 τραγούδια)
2008: Πράγ­μα­τα απλά (συμ­με­το­χή με το τρα­γού­δι “Στον άδι­κο το δρό­μο μου” που ερμη­νεύ­ει ο Σπύ­ρος Πατράς)
2010: Ο Σεβ­ντάς (συμ­με­το­χή με 1 τραγούδι)
2010: Παγί­δα η νοσταλ­γία (συμ­με­το­χή με 1 τραγούδι)

Άδολη σιωπή

Βαγγέλης Κορακάκης1991. Έχω φορ­τώ­σει τη βέσπα με δύο μπου­ζού­κια, δύο ρεζέρ­βες για­τί τα λάστι­χά της έσκα­γαν συχνά, ένα σακ-βουα­γιάζ με ρού­χα και ξεκι­νάω από την Και­σα­ρια­νή με προ­ο­ρι­σμό την Πύλο για την καλο­και­ρι­νή μου­σι­κή σεζόν.

Στον Άγιο Φλώ­ρο, ένα χωριό πριν την Καλαμά­τα, ξεκί­νη­σε να βρέ­χει. Αρά­ζω κάτω από τον μεγά­λο πλά­τα­νο του καφε­νεί­ου και παραγ­γέλ­νω ένα καφε­δάκι μέχρι να στα­μα­τή­σει ή βρο­χή. Οι στιγ­μές πού ζού­σα ήταν μαγι­κές. Μοσχο­βό­λα­γε ή γη από την κα­λοκαιρινή βρο­χού­λα, και τα βρεγ­μέ­να μου ρού­χα με έκα­ναν υπε­ρή­φα­νο για τη βέσπα μου, πού την καμά­ρωνα φορ­τω­μέ­νη κάτω από το μεγά­λο δέντρο.

Άνοι­ξα το ντου­λα­πά­κι της, έβγα­λα το μπλο­κά­κι μου και χωρίς να ξέρω τί γρά­φω, αλλά με μια αίσθη­ση ευφο­ρί­ας, το υπέ­γρα­ψα με το ψευ­δώ­νυ­μο «Βρά­χος Σταυ­ρα­ε­τός», πού γεν­νή­θη­κε στο μυα­λό μου εκεί­νη τη στιγμή.

Δεν ήξε­ρα τι ήταν αυτό πού μου είχε συμ­βεί. Μα για το μόνο πού ήμουν σίγου­ρος ήταν πώς, μαζί με τις πηγές πού ανέ­βλυ­ζαν δίπλα από το καφε­νείο, ξεχείλι­ζε και ή ψυχή μου. Από τότε ξεκι­νά­ει ή σχέ­ση μου με τα κεί­με­να πού σας παρα­θέ­τω στο βιβλίο μου.

2012. Παρου­σί­α­ση της και­νούρ­γιας μου δισκο­γρα­φι­κής δου­λειάς «Χωμα­τό­δρο­μος» στη μου­σι­κή ραδιο­φω­νι­κή εκπο­μπή συνακροάσεις.

Κάποια στιγ­μή ανέ­φε­ρα ότι έχω γρά­ψει κάποια κεί­μενα και παρα­τή­ρη­σα ότι υπήρ­ξε κάποιο ενδια­φέ­ρον από τούς παρευ­ρι­σκό­με­νους. Αυτό ήταν και ή αφορ­μή πού πήρα το θάρ­ρος για να συνα­ντη­θώ με ανθρώ­πους της τέχνης, να τούς τα δια­βά­σω, και παρό­λο πού ή απο­δο­χή των κει­μέ­νων ήταν ενθαρ­ρυ­ντι­κή, εγώ δεν ήμουν σίγου­ρος για αυτά πού έγρα­φα. Δεν ήξε­ρα, ούτε ξέρω τί είναι. Είχα πάντα το δίλημ­μα, τί δου­λειά έχω εγώ στο συγ­γρα­φι­κό χώρο. Εγώ είμαι μπου­ζου­ξής και γρά­φω λαϊ­κά τραγούδια.

2015. Συνά­ντη­ση με τον ποι­η­τή Μάνο Ελευ­θε­ρί­ου στα σκα­λο­πά­τια της Παλιάς Βουλής.
— Άκου­σα την εκπο­μπή πού έκα­νες στον «Αθή­να 9,84» και μου άρε­σαν τα κεί­με­να πού διάβασες.
Τον κοί­τα­ξα με το σεβα­σμό πού του άρμο­ζε, μα πάνω άπ’ όλα τον ευχα­ρι­στού­σα από μέσα μου για τη δύνα­μη πού μου έδι­νε με τα λόγια του.

2017. Άρτα. Μετά από συναυ­λία, συζη­τώ­ντας με κά­ποιο φίλο, του είπα ότι έχω γρά­ψει κεί­με­να πού τα συν­δυά­ζω με τα τρα­γού­δια μου, και αμέ­σως μου πρό­τει­νε να γίνει παρά­στα­ση για να τα παρου­σιά­σω στην πόλη του. Αυτό ήταν και ή σπί­θα πού με έκα­νε να στρω­θώ με περισ­σό­τε­ρο ζήλο πάνω από τα κεί­με­να μου, μιας και θα έπρε­πε να είμαι έτοι­μος για την παρου­σί­α­σή τους πλέ­ον στον κόσμο.

Όταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα ότι ή παρά­στα­ση δεν θα γίνει, χάρη­κα και ηρέ­μη­σα, αφού οι ανα­στο­λές μου ήταν πολ­λές και συνε­χό­με­νες για αυτά πού έγραφα.

Αυτά όμως δεν περί­με­ναν και συνε­χώς γεν­νού­σα και­νούρ­για, πάντα με την ίδια αίσθη­ση της λύτρω­σης όπως το 1991 στον Άγιο Φλώ­ρο. Τώρα πια, είχα την ανά­γκη να βρω τον άνθρω­πο πού είχα συνα­ντή­σει στα σκα­λο­πά­τια της Παλιάς Βου­λής, για να τού τα δια­βά­σω και να μου πει τη γνώ­μη του. Προ­σπά­θη­σα να επι­κοι­νω­νή­σω μαζί του, μα τις επό­με­νες ημέ­ρες ανα­κοι­νώ­θη­κε ό θάνα­τος τού ποιητή.

Πότε πετώ­ντας στα σύν­νε­φα και πότε βρι­σκό­με­νος στην απελ­πι­σία, κου­ρά­στη­κα πολύ μέχρι να απο­φα­σί­σω την έκδο­ση τους, έως και την τελευ­ταία στιγ­μή, που με το μπου­ζού­κι μου σε μια γωνία στο «Studio Μύθος», φορώ­ντας μάσκα, ηχο­γρά­φη­σα την “’Άδο­λη σιωπή”.

Βαγ­γέ­λης Κορακάκης

Προσωπογραφία

Πρέ­πει επι­τέ­λους να μπουν τα πράγ­μα­τα στη θέση τους. Πρέ­πει να βάλω τη ζωή μου σε τάξη σαν φυσιο­λο­γι­κός άνθρω­πος και να ημε­ρέ­ψω το μυα­λό μου, πού χάνε­ται συνε­χώς στο μεγά­λο μικρό­κο­σμο πού έχει φτιάξει.

Τώρα, θα μου πεί­τε, ποιο είναι το φυσιο­λο­γι­κό και ποιό είναι το αφύ­σι­κο. Αυτό είναι ένα δύσκο­λο ερώ­τη­μα, πού σηκώ­νει μεγά­λη συζή­τη­ση για τον εξής λόγο. Όλοι νομί­ζουν ότι έχουν δίκιο. Ό καθέ­νας υπο­στη­ρί­ζει αυτό πού πιστεύ­ει με όλη του τη δύνα­μη, από τον κομπι­να­δό­ρο πού στή­νει δου­λειές για να κονο­μά­ει μέχρι τον άτυ­χο οδο­κα­θα­ρι­στή πού του κλέ­ψα­νε το πορ­το­φό­λι. Τελι­κά, που μπαί­νει ή κόκ­κι­νη γραμ­μή μετα­ξύ του φυσιο­λο­γι­κού και του αφύ­σι­κου, του ηθι­κού και του ανή­θι­κου και τόσων άλλων δίπο­λων πού βασα­νί­ζουν τή σκέ­ψη μου;

Μα δε γίνεται. Δεν πάει άλλο. Πρέπει επιτέλους να μπουν τα πράγματα στη θέση τους.

Πολ­λές φορές προ­σπά­θη­σα να πιά­σω το κου­βά­ρι από την αρχή και σιγά-σιγά να ταξι­δέ­ψω στο λαβύ­ριν­θο του παρελ­θό­ντος μου, μήπως και κατα­λά­βω τί μου συμ­βαί­νει, για­τί δεν πρέ­πει να παρα­λεί­ψω να σας πω ότι κι έγώ είμαι ένας άπό αυτούς πού πιστεύ­ουν ότι έχει δίκιο. Με τάσεις αυτο­κρι­τι­κής βέβαια, αλλά δέν άπο­τε­λώ έξαί­ρε­ση τοΰ κανό­να: «Είμαι Ένας βασι­λιάς στο μεγά­λο μικρό­κο­σμο του μυα­λού μου».

Τι είναι άρα­γε αυτό πού καθο­ρί­ζει την αισθη­τι­κή και τη σκέ­ψη των ανθρώπων;

Θυμά­μαι, στη δεκα­ε­τία του 1970 όταν ήταν σε εξέ­λι­ξη τα έργα της πανε­πι­στη­μιού­πο­λης, μία μπουλ­ντό­ζα πού έσκα­βε έφε­ρε στο φώς έναν αρχαίο τάφο. Θυμά­μαι και το όνο­μα πού ήταν χαραγ­μέ­νο στην επι­τύμ­βια στή­λη: «Αδα­μά­ντιος — Αδα­μά­ντιου — Ποτάμιος».

Να πάω ακό­μα πιο πίσω, στη δεκα­ε­τία του 1960, τότε που ή δασκά­λα μας στο νηπια­γω­γείο, η κυρία Ελέ­νη, μας έβα­ζε να σηκώ­νου­με τη γρο­θιά και να φωνά­ζου­με τρεις φορές «Λαμπρά­κης» πριν από το σχό­λα­σμα. Όλα τα παι­διά της ηλι­κί­ας μου τότε είχαν όνει­ρο πώς θα απο­κτή­σουν ένα ποδή­λα­το ή ένα αυτο­κι­νη­τά­κι με πετά­λια, κι εγώ ζητού­σα από τον πατέ­ρα μου επί­μο­να να μου αγο­ρά­σει ένα γαϊ­δου­ρά­κι. Άσε πια εκεί­νο το μπου­ζού­κι στη σού­στα του παλια­τζή. Αυτό ήταν η χαρι­στι­κή βολή.

Δεν ξέρω αν όλα αυτά πού με συγκλό­νι­σαν στην παι­δι­κή μου ηλι­κία είναι φυσιο­λο­γι­κά, μα μπο­ρώ να σας πω και άλλα παρά­ξε­να που βίωνα.
Στα καλά καθού­με­να, μου έρχε­ται ή μυρω­διά από τη δερ­μά­τι­νη σάκα και τη γομο­λά­στι­χα που είχα στο δημο­τι­κό σχο­λείο, ενώ στο καθη­με­ρι­νό μου δρο­μο­λό­γιο από το σπί­τι που μένω στο δωμα­τιά­κι μου, ή γη που περ­πα­τάω νομί­ζω ότι μου­γκρί­ζει από τα σπί­τια πού γκρε­μί­σα­νε και ζητά­νε εκδίκηση.

Δεν ξέρω εάν όλα αυτά πού μου συμ­βαί­νουν είναι φυσιο­λο­γι­κά, μα προ­σπα­θώ­ντας να βάλω τα πράγ­μα­τα στη θέση τους θα ήθε­λα να σάς πω και κάτι ακόμη.
Όταν ή κατά­στα­σή μου επι­δει­νώ­νε­ται, φαντα­σιώ­νο­μαι ότι ηχο­γρα­φώ στην Columbia με τον Πρό­δρο­μο Τσαουσάκη.

(Βαγ­γέ­λης)

Περισσότερα εδώ

Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης Το μεγα­λείο ενός αγω­νι­στή της Αντί­στα­σης, του Θέμου Κορνάρου

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο