Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βαγγέλης Παπάζογλου, αρνήθηκε να δίνει τραγούδια στους λογοκριτές του Μεταξά

Ο Βαγ­γέ­λης Παπά­ζο­γλου κατα­τάσ­σε­ται μετα­ξύ των πρώ­των του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού, καθώς πάνω σε αυτόν και τον Πανα­γιώ­τη Τού­ντα στη­ρί­χθη­κε το λαϊ­κό τρα­γού­δι πριν το μπου­ζού­κι. Ο Β. Παπά­ζο­γλου ήταν κάτι παρα­πά­νω από το τρα­γού­δι. Υπήρ­ξε ένα από τα πρό­τυ­πα μιας αλη­θι­νής λαϊ­κής αισθη­τι­κής που κατα­ξιώ­θη­κε μέσα από τη στά­ση ζωής του.

Ο Βαγ­γέ­λης Παπά­ζο­γλου που «έφυ­γε» στις 27 Ιου­νί­ου 1943 δεν κατα­δέ­χθη­κε ποτέ να επα­να­λά­βει τον εαυ­τό του στο τρα­γού­δι. Ηταν όμως ανε­πα­νά­λη­πτος και σαν άνθρω­πος. Γι’ αυτόν το ρεμπέ­τι­κο ήταν φιλό­τι­μο και δεν το πρό­δω­σε ποτέ.

Αρνή­θη­κε να δίνει τρα­γού­δια στους λογο­κρι­τές του Μετα­ξά και όταν ήλθε η Κατο­χή, πέτα­ξε το όργα­νο και το κοστού­μι, άρπα­ξε ένα τσου­βά­λι και έκα­νε τον παλια­τζή στις γει­το­νιές, αρνού­με­νος να τρα­γου­δή­σει μέσα στο μαύ­ρο σκο­τά­δι για κατα­χτη­τές και συνερ­γά­τες τους, όταν ο λαός πέθαι­νε από την πεί­να και τις κακου­χί­ες. Από τις ίδιες κακου­χί­ες, «έφυ­γε» φυμα­τι­κός και ο ίδιος σε ηλι­κία μόλις 47 ετών.

Πάντα τρα­γού­δη­σε τα βάσα­να του λαού, και την αλή­θεια όσο πικρή και να ήταν, και στά­θη­κε βρά­χος ακλό­νη­τος σε αυτό. Κάπο­τε ο μεγά­λος Κλέ­ων Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, ο Αττίκ, όταν άκου­σε την «Μπα­μπέ­σα» και το «Στρί­βε κου­τσα­βά­κι», του μήνυ­σε πότε θέλει να ‘ρθει να τον δει. Και ο Βαγ­γέ­λης του απά­ντη­σε «να ‘ρθεις να με βρεις άμα αλλά­ξεις πάρ­τες. Εδώ καρά­βια χάνο­νται και πεθαί­νει ο κόσμος από την πρέ­ζα, για ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα θα γλε­ντά­με; Και μαρα­μέ­νες βιόλες;».

Ο Βαγ­γέ­λης Παπά­ζο­γλου γεν­νή­θη­κε στο Ντουρ­μπα­λί της Ιωνί­ας το 1896. Από την παι­δι­κή του ηλι­κία ξεκί­νη­σε την ενα­σχό­λη­σή του με τη μου­σι­κή, όταν έμα­θε μαντο­λί­νο, κιθά­ρα, βιο­λί και πάν­τζο, για να βρε­θεί σύντο­μα στην περί­φη­μη Σμυρ­ναί­ι­κη Εστου­δια­ντί­να του Σιδέ­ρη, γνω­στό­τε­ρη ως «Τα Πολι­τά­κια». Εκεί θα συνα­ντή­σει και τους Πανα­γιώ­τη Τού­ντα, Δημή­τρη Σέμ­ση και Σπύ­ρο Περι­στέ­ρη, που του έμα­θε ευρω­παϊ­κή μου­σι­κή σημειο­γρα­φία. Στην Ελλά­δα έφθα­σε με τα καρα­βά­νια των προ­σφύ­γων της Μικρα­σια­τι­κής Κατα­στρο­φής το 1922 και αφού πρώ­τα είχε πολε­μή­σει στο μέτω­πο. Το 1933–34 γίνε­ται ο πρώ­τος συν­θέ­της σε πωλή­σεις δίσκων.

Ενα από τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά των ευφυών και πρω­τό­τυ­πων ενορ­χη­στρώ­σε­ών του είναι ότι δε χρη­σι­μο­ποί­η­σε σε αυτές μπου­ζού­κι. Στα επό­με­να χρό­νια το κρά­τος …τον «τίμη­σε» κατα­δι­κά­ζο­ντας την τυφλή, από το 1929, γυναί­κα του Αγγέ­λα στην ανέ­χεια, και διώ­κο­ντας τον γιο του Γιώρ­γη για την αντι­στα­σια­κή και πολι­τι­κή του δρά­ση και ανε­χό­με­νο τη λεη­λα­σία του έργου του από «συνα­δέλ­φους» του μου­σι­κούς και δισκο­γρα­φι­κές εταιρείες.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο