Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Αυλωνίτης: Ένας γίγαντας της κωμωδίας

Αρκού­σε μια σκη­νή από την “Ωραία των Αθη­νών”, ένα πλά­νο από τη “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Φιλό­τι­μο” και ένα μόνο κάδρο από την “Καφε­τζού” ‑εκεί­νο στο τέλος μαζί με την Γεωρ­γία Βασι­λειά­δου στην καρέ­κλα του οδο­ντιά­τρου- για να κατα­λά­βεις το αστεί­ρευ­το, έμφυ­το ταλέ­ντο, το θεϊ­κό χάρι­σμα του Βασί­λη Αυλω­νί­τη. Ενός γίγα­ντα της κωμω­δί­ας, που αγα­πή­θη­κε τόσο όταν ήταν στις δόξες του, όσο και μετά το θάνα­τό του, μέσα από τις χιλιο­παιγ­μέ­νες ται­νί­ες του στην τηλεόραση.

Ο Αυλω­νί­της είχε όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά των μεγά­λων κωμι­κών που μπο­ρού­σαν με το τίπο­τα να χαρί­σουν το γέλιο, να συγκι­νή­σουν, να επι­κοι­νω­νή­σουν με το λαό, να περά­σουν από το δρά­μα στην κωμω­δία με μία σύσπα­ση του προ­σώ­που, ένα βλέμ­μα. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα πηγαί­ου ταλέ­ντου που ποτέ δεν σπού­δα­σε ηθο­ποι­ία, δικαιώ­νο­ντας τον θρυ­λι­κό Βιτό­ριο Γκά­σμαν που έλε­γε «θα βρεις περισ­σό­τε­ρο ταλέ­ντο σε μία λαϊ­κή αγο­ρά της Νάπο­λης από όλο το Χόλιγουντ…».

Η επέ­τειος του (ξαφ­νι­κού) θανά­του του (10 Μαρ­τί­ου 1970) είναι ευκαι­ρία να θυμη­θού­με πώς μπή­κε στο χώρο του θεά­μα­τος, πώς γλύ­τω­σε από μια “τρο­μο­κρα­τι­κή” επί­θε­ση της επο­χής του Μεσο­πο­λέ­μου, το πάθος του για τα άλο­γα, που τον ανά­γκα­σαν να παί­ξει σε απα­ρά­δε­κτες ται­νί­ες για να βγά­λει τα χρέη του και φυσι­κά τις κορυ­φαί­ες του στιγ­μές στη μεγά­λη οθόνη.

aulonitis2

Από πλακατζής θιασάρχης

Ο Βασί­λης Αυλω­νί­της γεν­νή­θη­κε την 1η Ιανουα­ρί­ου 1904 στο Θησείο. Ήταν το δεύ­τε­ρο παι­δί της οικο­γε­νεί­ας. Ο πατέ­ρας του τους εγκα­τέ­λει­ψε και πριν τελειώ­σει το δημο­τι­κό ανα­γκά­στη­κε να δου­λέ­ψει σε διά­φο­ρες δου­λειές, για να βοη­θή­σει τη μητέ­ρα του. Με την ολο­κλή­ρω­ση του στρα­τιω­τι­κού του, έπια­σε δου­λειά ως βοη­θός σκη­νο­γρά­φου στο θέα­τρο “Έντεν” στο Θησείο.

Μετά το τέλος των παρα­στά­σε­ων, ο θία­σος πήγαι­νε στο κοντι­νό ταβερ­νά­κι. Από κοντά και ο Αυλω­νί­της, που εξε­λί­χθη­κε στον “πλα­κα­τζή” της παρέ­ας. Ο θεα­τρι­κός επι­χει­ρη­μα­τί­ας Θόδω­ρος Σκού­ρας δεν έχα­σε την ευκαι­ρία και τον έσπρω­ξε στη σκη­νή. Είχε βρει θησαυ­ρό. Έτσι, σε ηλι­κία 20 ετών θα πρω­το­εμ­φα­νι­στεί στην οπε­ρέ­τα “Το κορί­τσι της γει­το­νιάς” κερ­δί­ζο­ντας το χειροκρότημα.

Η απή­χη­ση που είχε στο κοι­νό, τον έκα­νε μέσα σε μόλις τέσ­σε­ρα χρό­νια θια­σάρ­χη! Το ισχυ­ρό­τε­ρο όπλο του ήταν ο αυτο­σχε­δια­σμός και ειδι­κά στο απαι­τη­τι­κό είδος της επι­θε­ώ­ρη­σης που ανέ­βα­ζε με το θία­σό του. Πολ­λές φορές δεν χρεια­ζό­ταν ούτε κεί­με­νο ούτε σκη­νο­θέ­τη για να κάνει τους θεα­τές να παραληρούν.

Γλυτώνοντας από θαύμα

Στις 22 Αυγού­στου του 1931 κι ενώ έπαι­ζε στην επι­θε­ώ­ρη­ση “Κατερ­γά­ρα” που σατί­ρι­ζε τον Ελευ­θέ­ριο Βενι­ζέ­λο, φανα­τι­κός οπα­δός των βενι­ζε­λι­κών εισέ­βα­λε στο θέα­τρο πυρο­βο­λώ­ντας προς τη σκη­νή, σκο­τώ­νο­ντας έναν τεχνι­κό, τραυ­μα­τί­ζο­ντας θεα­τές, ενώ ο πρω­τα­γω­νι­στής γλί­τω­σε από θαύ­μα. Ο Αυλω­νί­της το πήρε προ­σω­πι­κά ‑ειδι­κά για τον αδό­κη­το θάνα­το του τεχνι­κού και είχε δηλώ­σει «Θα περά­σουν πολ­λά χρό­νια για να βγω σε αθη­ναϊ­κή σκηνή».

aulonitis1

Η αρρώστια με τα άλογα.…

Όμως, ο Βασί­λης Αυλω­νί­της είχε κι ένα αρρω­στη­μέ­νο πάθος. Τον ιππό­δρο­μο. Ο εθι­σμός του ήταν τόσο μεγά­λος που παρά τις τερά­στιες επι­τυ­χί­ες του στο θέα­τρο και το σινε­μά δεν του έμε­νε δραχ­μή. Προ­σπά­θη­σε να τον βοη­θή­σει η αγα­πη­μέ­νη του φίλη Γεωρ­γία Βασι­λειά­δου, αλλά δεν τα κατά­φε­ρε. Οι υπο­σχέ­σεις και οι όρκοι γινό­ντου­σαν θεα­τρι­κός αυτο­σχε­δια­σμός και τα χρέη του μεγά­λω­ναν πιο γρή­γο­ρα και από τη δημο­φι­λία του. Έτσι, ανα­γκά­στη­κε να ζητά δου­λειές στο σινε­μά, κυρί­ως ρολά­κια-ξεπέ­τες σε σαχλα­μά­ρες, που όμως του έδι­ναν τα χρή­μα­τα για το σανό… των αλόγων.

Γι αυτό τον λόγο οι επι­τυ­χί­ες του στον κινη­μα­το­γρά­φο δεν ήταν ανά­λο­γες του ταλέ­ντου του. Ακό­μη και τη μεγα­λύ­τε­ρη επι­τυ­χία του, το “Λατέρ­να, Φτώ­χεια και Φιλό­τι­μο” την πήρε κόντρα στον Φίνο, που πίστευε ότι δεν έπρε­πε να πάρει το ρόλο του Παυ­λά­ρα επει­δή είχε παί­ξει εκεί­νη την επο­χή σε κάποιες χαζο­ται­νί­ες. Τον διέ­ψευ­σε πανη­γυ­ρι­κά. Πέρα από τις κλα­σι­κές κωμω­δί­ες “Η Ωραία των Αθη­νών”, “Ο Θησαυ­ρός του Μακα­ρί­τη”, “Ο Κλέ­αρ­χος, η Μαρί­να και ο Κοντός”, έπαι­ξε πολ­λές φορές και ρόλους συμπρω­τα­γω­νι­στή, με εξαι­ρε­τι­κή επι­τυ­χία, όπως στην “Καφε­τζού”, στο αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό “Το Αμα­ξά­κι”, σε σκη­νο­θε­σία Ντί­νου Δημό­που­λου και δίπλα στον μέγι­στο Ορέ­στη Μακρή τον οποίο εγκα­τα­λεί­πει για να γίνει ταξι­τζής και λιγω­μέ­νος με τις ευκο­λί­ες του αυτο­κι­νή­του και το “πουα­μόρ”.…

Θα πρέ­πει να επι­ση­μαν­θεί ότι πολ­λές φορές έπε­σε θύμα και της ανε­πάρ­κειας των σκη­νο­θε­τών ή της επι­λο­γής να τον φορ­τώ­νουν με άσκο­πες ατά­κες και γκρι­μά­τσες, με χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο παρά­δειγ­μα τους “Γαμπρούς της Ευτυ­χί­ας”, θέλο­ντας να ικα­νο­ποι­ή­σουν το κοι­νό που ήθε­λε σε κάθε σκη­νή τον Αυλω­νί­τη. Πρέ­πει να παρα­δε­χτού­με όμως ότι ακό­μη και σε μέτριες ται­νί­ες κατά­φερ­νε αβο­ή­θη­τος από σενά­ριο και σκη­νο­θέ­τη να μας κλέ­βει την καρδιά.

Ο Αυλω­νί­της έζη­σε πίκρες, ταλαι­πω­ρή­θη­κε από κάκι­στα σενά­ρια και σκι­τζή­δες σκη­νο­θέ­τες, αλλά έφυ­γε δικαιω­μέ­νος από την αγά­πη του κόσμου, αφή­νο­ντας πίσω του ορι­σμέ­νες μεγα­λειώ­δης εμφα­νί­σεις και δυο παι­διά, όταν το 1970, ένα κρυο­λό­γη­μα εξε­λί­χθη­κε σε βρογ­χο­πνευ­μο­νία η οποία νίκη­σε την ταλαι­πω­ρη­μέ­νη υγεία του.

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο