Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Βλασίδης, αθόρυβος αυτοδίδακτος — «Αντρώθηκε» ως ζωγράφος στους τόπους του μαρτυρίου

Ο Βασί­λης Βλα­σί­δης, αθό­ρυ­βος αυτο­δί­δα­κτος εικα­στι­κός δημιουρ­γός, που με συνέ­πεια υπη­ρέ­τη­σε τη ζωγρα­φι­κή και αγω­νί­στη­κε με όλες του τις δυνά­μεις, ως το τέλος, για μια καλύ­τε­ρη Ελλά­δα. Ανή­κει σε αυτήν τη γενιά των εικα­στι­κών που με την τέχνη τους απο­τύ­πω­σαν τις πιο μεγά­λες στιγ­μές του λαού μας και στρα­τεύ­τη­καν με το δίκιο της εργα­τι­κής τάξης. Δεν δημιούρ­γη­σαν απο­κομ­μέ­νοι από την κοι­νω­νία, αλλά συν­δέ­θη­καν και εξέ­φρα­σαν τους βαθύ­τε­ρους πόθους της.

Γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη την 1η Γενά­ρη του 1907. Σε ηλι­κία 17 χρό­νων έρχε­ται μόνος του στην Αθή­να. Κάνει διά­φο­ρες δου­λειές, ενώ παράλ­λη­λα ως αυτο­δί­δα­κτος ζωγρά­φος στο διά­στη­μα μέχρι και την Κατο­χή ζωγρα­φί­ζει κυρί­ως σκί­τσα και γελοιο­γρα­φί­ες. Η Κατο­χή τον βρί­σκει να δου­λεύ­ει στην ΟΥΛΕΝ ως σχε­δια­στής. Οργα­νώ­νε­ται στο ΚΚΕ, ενώ πρω­το­στα­τεί στην οργά­νω­ση του σωμα­τεί­ου εργα­ζο­μέ­νων, του οποί­ου γίνε­ται πρόεδρος.

Αη-Στράτης, ο Περικλής Καρασκώγιας διαβάζει, 6-3-1954

Αη-Στρά­της, ο Περι­κλής Καρα­σκώ­γιας δια­βά­ζει, 6–3‑1954

Κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής, γίνε­ται ένα από τα στε­λέ­χη του ΕΑΜ. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση παρα­μέ­νει στην Αθή­να. Συλ­λαμ­βά­νε­ται την παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς του 1947 και εξο­ρί­ζε­ται στον Αγ. Κήρυ­κο Ικα­ρί­ας, αφού περ­νά πρώ­τα από τα μπου­ντρού­μια της Ασφά­λειας. Δέκα χρό­νια (έως το 1956) ο Β. Βλα­σί­δης, έζη­σε εξό­ρι­στος σε διά­φο­ρα ξερο­νή­σια (Μακρό­νη­σος, Αϊ- Στρά­της). Σ’ αυτούς τους τόπους του μαρ­τυ­ρί­ου «αντρώ­θη­κε» ως ζωγρά­φος, φιλο­τε­χνώ­ντας δεκά­δες έργα. Τη σκλη­ρή ζωή του εξό­ρι­στου απά­λυ­ναν οι αρμο­νί­ες των χρω­μά­των, τα τοπία και οι σύντρο­φοί του, που σα θέμα­τα, κυριαρ­χούν σε όλη τη μακρό­χρο­νη εικα­στι­κή του πορεία. Φίλος του καλ­λι­τέ­χνη, ο συνε­ξό­ρι­στος ποι­η­τής Γιάν­νης Ρίτσος έγρα­φε: «Με πόση αγά­πη σε σκέ­φτο­μαι, έτσι, να πάλ­λε­σαι ολά­κε­ρος σαν τεντω­μέ­νη χορ­δή απα­ντώ­ντας σε κάθε χρώ­μα, σχή­μα, γραμ­μή, σε κάθε ήχο, βλέμ­μα, σιω­πή απα­ντώ­ντας μ’ ένα μεγά­λο φωτει­νό χαμό­γε­λο σε όλη τη ζωή και σκε­πά­ζο­ντας μ’ αυτό το χαμό­γε­λο το βάθος της ψυχής και τον γκρε­μό της πληγής».

Οταν απο­φυ­λα­κί­ζε­ται, ανα­γκά­ζε­ται να μπει στο χώρο της δια­φή­μι­σης φιλο­τε­χνώ­ντας έντυ­πα, φυλ­λά­δια αλλά και εξώ­φυλ­λα βιβλί­ων, αφού η ζωγρα­φι­κή δεν μπο­ρεί να του εξα­σφα­λί­σει τα προς το ζην. Παράλ­λη­λα, όμως, ζωγρα­φί­ζει πολ­λά πορ­τρέ­τα και άλλα έργα. Το 1958 συμ­με­τέ­χει στην πρώ­τη του και τελευ­ταία ομα­δι­κή έκθε­ση ζωγρα­φι­κής με θέμα τον πόλε­μο, που διορ­γά­νω­σε ο Λεω­νί­δας Χρη­στά­κης στην αίθου­σα εκθέ­σε­ων «Κού­ρος». Το 1982 στο Τορό­ντο του Κανα­δά παρου­σιά­ζει την πρώ­τη ατο­μι­κή του έκθε­ση, με έργα που ζωγρα­φί­ζει εκεί.

«Το φως δε γέρα­σε ποτέ/ εσύ που αγά­πη­σες το φως/ πώς θα γερά­σεις;» Γ. Ρίτσος.

 

Αη-Στράτης, βγάζοντας το καίκι έξω, υδατογραφία 30×23 30-9-1954

Αη-Στρά­της, βγά­ζο­ντας το καΐ­κι έξω, 30–9‑1954

Ο Βασί­λης Βλα­σί­δης «έφυ­γε» στις 15 Φλε­βά­ρη 1997 σε ηλι­κία ενε­νή­ντα χρό­νων. Λίγες ημέ­ρες πριν φύγει από τη ζωή, στις 15 Φλε­βά­ρη 1997, το επι­σκέ­φτη­κε στο νοσο­κο­μείο ο φίλος και σύντρο­φός του Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, και σαν να κατα­λά­βαι­νε το τέλος, του λέει σε κάποια στιγ­μή: «Δε φοβά­μαι το θάνα­το, αλλά δε θέλω να πεθά­νω για ένα λόγο: Για­τί η ζωή είναι τόσο ωραία!»

(Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από άρθρο της Ηλιάν­νας Μόρ­το­γλου στο Ριζο­σπά­στη και όσα μας είπε ο Γιώρ­γος Φαρσακίδης)

Το πορ­τρέ­το του συνε­ξό­ρι­στού του Νίκου Πασχα­λί­δη. Το έφτια­ξε στον Αϊ-Στρά­τη. Όπως μου είπε ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης, που με «ξενα­γού­σε» σε έκθε­ση, το 2014, ο Βασί­λης Βλα­σί­δης ζωγρά­φι­σε το σύντρο­φό του λίγο μετά αφό­του έμα­θε την εκτέ­λε­ση του παι­διού του «και τα μάτια του βγή­καν μάτια νεκρού».

Με είδε ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης (συνε­ξό­ρι­στος και των δύο, δεκα­ε­ξί­μι­σι χρό­νια συνο­λι­κά εξο­ρία) που κοί­τα­ζα το πορ­τρέ­το επί­μο­να και έτσι μου είπε την ιστορία.

Ο Νίκος Πασχα­λί­δης μόλις είχε μάθει την εκτέ­λε­ση του γιου του. Η θλί­ψη του πατέ­ρα ζωγρα­φι­σμέ­νη στο βλέμ­μα. Και η τέχνη του Βλα­σί­δη να συλ­λά­βει και να απο­δώ­σει το θάνα­το, τον αδά­κρυ­το θρή­νο, την πίκρα του πατέ­ρα. Τρα­γι­κό πορ­τρέ­το. Τρα­γι­κή φιγούρα.

Ηρα­κλής Κακαβάνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο