Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Διαμαντόπουλος:  Μεγάλος εργάτης του θεάτρου και του κινηματογράφου, ανήσυχος και αγωνιζόμενος άνθρωπος, σεμνός κομμουνιστής

Ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος γεν­νή­θη­κε το 1920 στον Πει­ραιά. Σπού­δα­σε αρχι­κά στη δρα­μα­τι­κή σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου, αλλά ανα­ζη­τώ­ντας το και­νού­ριο, μόλις ο Κάρο­λος Κουν δημιούρ­γη­σε τη σχο­λή του εντά­χθη­κε από τους πρώ­τους στη νεο­σύ­στα­τη σχο­λή του “Θεά­τρου Τέχνης”. Σε αυτό έκα­νε την πρώ­τη ερμη­νεία, το 1942, παί­ζο­ντας μαζί με τον ΕΑΜί­τη επί­σης δάσκα­λό του Κ. Κουν, στην “Αγριό­πα­πια” του Ιψεν, την “παρ­θε­νι­κή” παρά­στα­ση του “ΘΤ”, στο οποίο παρέ­μει­νε μέχρι το 1949, ερμη­νεύ­ο­ντας περί τους τριά­ντα πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους σε έργα των Πιρα­ντέλ­λο, Ιψεν, Τσέ­χωφ, Πρί­σλεϋ, Ο’Νηλ, Ξενό­που­λου, Λόρ­κα, Ουίλ­λιαμς, Μύλ­λερ κ. ά. Ακο­λού­θη­σε συνερ­γα­σία με το θία­σο Κατε­ρί­νας (“Νίνα” του Ρου­σέν) και το 1950 προ­σε­λή­φθη στο Εθνι­κό, όπου μέχρι το 1953 πρω­τα­γω­νί­στη­σε σε έργα των Πιρα­ντέλ­λο, Τσέ­χωφ, Μπ. Σω κ. ά.

Την ίδια χρο­νιά συγκρο­τεί δικό του θία­σο και ανε­βά­ζει τους “Εκα­τομ­μυ­ριού­χους της Νάπο­λης” του Ντε Φίλι­πο και το πιρα­ντελ­λι­κό “Ο άνθρω­πος, το κτή­νος και η αρε­τή”. Το 1954 παί­ζει στο σαιξ­πη­ρι­κό “Ρωμαί­ος και Ιου­λιέ­τα” με το θία­σο Χατζήσκου.Το χει­μώ­να ’54 — ’55 επα­να­κάμ­πτει στο “Θέα­τρο Τέχνης” με τα σολι­στι­κά μονό­πρα­κτα του Τσέ­χωφ “Αρκού­δα” και “Οι βλα­βε­ρές συνέ­πειες του καπνού” και του Πιρα­ντέλ­λο “Ο άνθρω­πος με το λου­λού­δι στο στό­μα”, με τα οποία επέ­δει­ξε τη μεγά­λη υπο­κρι­τι­κή “στό­φα” του. Επα­νέρ­χε­ται στο ΕΘ και παί­ζει Σαίξ­πηρ, Αρι­στο­φά­νη, Πιρα­ντέλ­λο, Μερι­μέ. Το 1958 ιδρύ­ει με τη σύζυ­γό του Μαρία Αλκαίου,το “Νέο Θέα­τρο” και μέχρι το 1966 ανε­βά­ζει θεα­τρι­κά ποιο­τι­κό και θεμα­τι­κά προ­ο­δευ­τι­κό ρεπερ­τό­ριο (Καμπα­νέλ­λη, Κασ­σό­να, Μπρεχτ, Ντε Φίλι­πο, τα έργα για την ελλη­νι­κή φτω­χο­λο­γιά “Πέντε στρέμ­μα­τα παρά­δει­σο” των Γ. Σταύ­ρου — Α. Φρα­γκιά, Κορο­μη­λά κ. ά. ), απο­σπώ­ντας με τη δου­λιά την κρα­τι­κή διά­κρι­ση με το “Χρυ­σό Σταυ­ρό Γεωρ­γί­ου Α”.

Με την επι­κρά­τη­ση της δικτα­το­ρί­ας αυτο­ε­ξο­ρί­ζε­ται, μαζί με τη γυναί­κα του, στο Παρί­σι. Επι­στρέ­φο­ντας στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’70, χάρη στον Σωκρά­τη Καρα­ντη­νό προ­σλαμ­βά­νε­ται στο ΚΘΒΕ, και πρω­τα­γω­νι­στεί σε παρα­στά­σεις του Μίνου Βολανάκη.Συμβάλλοντας στην ίδρυ­ση του “Θεά­τρου Σάτι­ρας” του Γ. Μιχα­λα­κό­που­λου, έπαι­ξε μαζί του το 1973 — 74 στην επί­και­ρη πολι­τι­κή σάτι­ρα του Κ. Μουρ­σε­λά “Ω, τι κόσμος, μπα­μπά”, στο “Ας παί­ξου­με τους δολο­φό­νους” του Φάι­φερ και το “Συνερ­γό” του Ντύρ­ρεν­ματ — η σκη­νο­θε­σία δική του. Την ίδια επο­χή μαζί με τον Γ. Μιχα­λα­κό­που­λο παί­ζει στην αξέ­χα­στη, συμ­βο­λι­κή τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά “Εκεί­νος κι εκείνος”.

Ακο­λου­θούν πρω­τα­γω­νι­στι­κές ερμη­νεί­ες του με διά­φο­ρους θιά­σους (“Μιστέ­ριο Μπού­φο”, “Σφή­κες” “Αννα Καρέ­νι­να”, “Φοί­νισ­σες”) και οι σπου­δαί­ες ερμη­νεί­ες του στον μπρε­χτι­κό “Κύκλο με την κιμω­λία” και στο “Βολ­πό­νε” του Τσόν­σον. Το 1993 δημιουρ­γεί το “Σύγ­χρο­νο Θέατρο”,όπου ανε­βά­ζει την αντι­φα­σι­στι­κή “Ανά­κρι­ση” του Βάις.

Στο ενερ­γη­τι­κό του είχε ακό­μη: Τη θητεία του σαν δάσκα­λος στις σχο­λές του Εθνι­κού Θεά­τρου, του “Θεά­τρου Τέχνης” και στο “Θεα­τρι­κό Εργα­στή­ρι” του, το οποίο δημιούρ­γη­σε παράλ­λη­λα με τον τελευ­ταίο θία­σο “Νέο Θέα­τρο”. Το θεα­τρι­κό έργο “Καλι­καν­τζα­ραί­οι” που ο ίδιος το ανέ­βα­σε το 1979 στο Θέα­τρο Λυκα­βητ­τού. Πολ­λές ται­νί­ες (“Μαρί­νος Κοντά­ρας”, “Τελευ­ταία απο­στο­λή”, “Νυχτε­ρι­νή περι­πέ­τεια” σε σενά­ριο — σκη­νο­θε­σία Αγ. Τερ­ζά­κη, “Η αρπα­γή της Περ­σε­φό­νης”, “Το αμα­ξά­κι”, “Ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες”, “Μάθε παι­δί μου γράμ­μα­τα” κ. ά. ) και τηλε­ο­πτι­κές σει­ρές (“Συμ­βο­λαιο­γρά­φος”, “Χατζη­μα­νου­ήλ”, “Αλέ­ξαν­δρος Δελ­μού­ζος”, “Κλει­δα­ρό­τρυ­πα” σε δικό σενά­ριο και σκη­νο­θε­σία κ. ά. ).

Πιστός στις κομ­μου­νι­στι­κές του ιδέ­ες ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος , στά­θη­κε πάντα ονει­ρο­πό­λος. Οπως έλε­γε σε συνέ­ντευ­ξή του στο “Ρ”: “Εγώ ευτυ­χώς δεν έχω πάψει να ονει­ρεύ­ο­μαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστί­ζει κόπους, δια­ψεύ­σεις. Ομως αυτό δε με πει­ρά­ζει. Το να αγω­νί­ζε­ται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή”.Ο Β. Δια­μα­ντό­που­λος ήξε­ρε ότι “πρέ­πει να έχου­με ανοι­χτά τα μάτια μας, για­τί το κεφά­λαιο και ο καπι­τα­λι­σμός ξέρει πολ­λά κόλπα”,παρασύροντας λαούς, ακό­μα και ανθρώ­πους με αρι­στε­ρές ιδέ­ες. Μιλώ­ντας για τα χρό­νια της Αντί­στα­σης, έλε­γε ότι αυτά “έβα­λαν τα θεμέ­λια της στα­θε­ρό­τη­τάς μου στο ΚΚΕ. Κι επι­πλέ­ον πιστεύω ότι ο κομ­μου­νι­σμός είναι στέ­ρε­ος. Κυκλο­φο­ρεί μέσα στο ανθρώ­πι­νο αίμα. Ο Μαρξ δεν εφεύ­ρε έτσι μια φιλο­σο­φία, αλλά την άντλη­σε από την ανθρώ­πι­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Είναι όνει­ρο ανθρώ­πι­νο, όνει­ρο δικό μας, το να υπάρ­ξει μια κοι­νω­νία ελεύ­θε­ρη και οι άνθρω­ποι να ζουν με ισό­τη­τα και δικαιοσύνη”.

- Τι απο­τέ­λε­σε οδη­γό στην προ­σω­πι­κή σας δια­δρο­μή και τον προ­σω­πι­κό σας αγώ­να στη ζωή και στο θέατρο;

- Οδη­γός μου, υπήρ­ξε πάντα το ενδια­φέ­ρον για τον συνάν­θρω­πο. Για­τί πίστευα και εξα­κο­λου­θώ να πιστεύω ότι δεν μπο­ρού­με να υπάρ­ξου­με μόνοι. Υπάρ­χου­με επει­δή συνυ­πάρ­χου­με. Αν απο­μο­νω­θού­με, όπως συμ­βαί­νει δυστυ­χώς στις μέρες μας, νομί­ζω ότι αυτό σημαί­νει θάνατο.

- Είναι και η ιδε­ο­λο­γι­κή σας τοπο­θέ­τη­ση που παρα­μέ­νει ακλόνητη.

- Βεβαί­ως.

- Το να παρα­μέ­νει κανείς ακλό­νη­τος στην επο­χή μας δεν είναι και εύκο­λο…

- Δεν είναι από πεί­σμα. Είμαι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος. Δε διεκ­δι­κού­με το αλά­θη­το του ιδε­ο­λο­γι­κού μας χώρου, υπάρ­χουν όμως κάποιες βασι­κές αρχές που μένουν αναλ­λοί­ω­τες και αδια­πραγ­μά­τευ­τες. Δεν παρα­μέ­νω από καθή­κον. Είναι στά­ση ζωής. Ετσι λει­τουρ­γώ. Το να είναι κανείς τίμιος, είναι και εξυπνάδα.

- Εχε­τε πλη­ρώ­σει κάποια πράγματα;

- Και πλη­ρώ­νω ακόμη.

Ο Βασί­λης Δια­μα­ντό­που­λος πέθα­νε από ανα­κο­πή καρ­διάς στις 5 Μαΐ­ου 1999, σε ηλι­κία 78 ετών.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο