Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλης Φωτόπουλος, αθόρυβος μα σπουδαίος ζωγράφος, σκηνογράφος — ενδυματολόγος

Ο σπου­δαί­ος ζωγρά­φος, σκη­νο­γρά­φος — ενδυ­μα­το­λό­γος, τιμη­μέ­νος με Οσκαρ (1964, για τον «Ζορ­μπά» του Μ. Κακο­γιάν­νη), Βασί­λης Φωτό­που­λος, γεν­νή­θη­κε το  1934 στην Καλαμάτα

Με τη μητέ­ρα και τον αδελ­φό του, Διο­νύ­ση (επί­σης σπου­δαί­ος σκη­νο­γρά­φος), έρχο­νται στην Αθή­να, όπου σπου­δά­ζει ζωγρα­φι­κή, είχε προη­γη­θεί η μαθη­τεία στον Καλα­μα­τια­νό ζωγρά­φο Ευάγ­γε­λο Δρά­κο ενώ ως έφη­βος είχε μυη­θεί στη βυζα­ντι­νή αγιο­γρα­φία.  Η πρώ­τη του «έκθε­ση» είναι τα σκι­τσά­κια του στο περιο­δι­κό «Κυνη­γε­τι­κά Νέα».

Η πρώ­τη του επα­φή με το θέα­τρο ήταν τα μερο­κά­μα­τα που έκα­νε βάφο­ντας τα σκη­νι­κά για τον επι­θε­ω­ρη­σια­κό θία­σο του «Ακρο­πόλ» και στο θέα­τρο «Μπουρ­νέλ­λη». Το 1958, ο Κωστής Μπα­στιάς, τότε διευ­θυ­ντής της Λυρι­κής, του ανα­θέ­τει τη σκη­νο­γρα­φία και τον σχε­δια­σμό των κοστου­μιών για την όπε­ρα του Τζ. Μπ. Περ­γκο­λέ­ζι «Η υπη­ρέ­τρια κυρά». Ηταν η απαρ­χή της συνερ­γα­σί­ας του με την ΕΛΣ ως σκη­νο­γρά­φου και ενδυ­μα­το­λό­γου. Δεν αρκέ­στη­κε όμως στο στα­θε­ρό αυτό πόστο αλλά άρχι­σε να ταξι­δεύ­ει στο εξω­τε­ρι­κό, για να δει από κοντά τις εξε­λί­ξεις στα εικα­στι­κά και το θέατρο.

Το 1960 φεύ­γει από τη Λυρι­κή και ταξι­δεύ­ει σ’ όλη την Ευρώ­πη παρα­κο­λου­θώ­ντας τις εικα­στι­κές εξε­λί­ξεις. Το 1962 συνερ­γά­ζε­ται με τους Μ. Θεο­δω­ρά­κη, Μ. Κακο­γιάν­νη και Μποστ στην «Ομορ­φη Πόλη». Το 1963 συνερ­γά­ζε­ται με τον Ηλία Καζάν, ανα­λαμ­βά­νο­ντας μαζί με τον Τζιν Κάλα­χαν την καλ­λι­τε­χνι­κή διεύ­θυν­ση στο «Αμέ­ρι­κα-Αμέ­ρι­κα». Από το 1967 έως τη μετα­πο­λί­τευ­ση μένει στην Αμε­ρι­κή, κάνο­ντας πολ­λές κινη­μα­το­γρα­φι­κές και θεα­τρι­κές σκη­νο­γρα­φί­ες. Το 1973 ήρθε στην Ελλά­δα για να σκη­νο­θε­τή­σει την ται­νία «Ορέ­στης» (με σκη­νι­κά-κοστού­μια του αδελ­φού του Διο­νύ­ση). Επι­στρέ­φο­ντας ορι­στι­κά στην Ελλά­δα συνερ­γά­στη­κε με τους Ζυλ Ντασ­σέν-Μελί­να Μερ­κού­ρη στην μπρε­χτι­κή «Οπε­ρα της Πεντά­ρας». Από το 1964–1996, συνερ­γά­ζε­ται με τα κρα­τι­κά θέα­τρα και πολ­λούς σημα­ντι­κούς θιάσους.

Από το 1980 αφο­σιώ­νε­ται στη ζωγρα­φι­κή. Περι­η­γεί­ται σε μονα­στή­ρια όλης της χώρας, δου­λεύ­ο­ντας ως ανώ­νυ­μος αγιο­γρά­φος. Ατο­μι­κές εκθέ­σεις του έχουν γίνει στο Μου­σείο Βορ­ρέ (1991), στις «Νέες Μορ­φές» (1996), στην γκα­λε­ρί «Ζου­μπου­λά­κη» (1999). Μεγά­λο αφιέ­ρω­μα στο έργο του και στου αδελ­φού του έκα­νε το 1997 ο «Μύλος» της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εργα του υπάρ­χουν σε μου­σεία και ιδιω­τι­κές συλλογές.

Εχο­ντας δια­μορ­φώ­σει το δικό του κεφά­λαιο στην ελλη­νι­κή και διε­θνή σκη­νο­γρα­φία, με διά­ση­μες κινη­μα­το­γρα­φι­κές δου­λειές και ιστο­ρι­κές θεα­τρι­κές συνερ­γα­σί­ες, στα­μά­τη­σε τη σκη­νο­γρα­φι­κή του πορεία στη δεκα­ε­τία του ’90. Σημα­ντι­κό­τα­το είναι και το ζωγρα­φι­κό του έργο, επη­ρε­α­σμέ­νο από τη σκη­νο­γρα­φία και την ενα­σχό­λη­σή του με την αγιογραφία.

Ο Βασί­λης Φωτό­που­λος έφυ­γε από τη ζωή το 2007, στα 73 του χρόνια.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο