Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βασίλη Λιόγκαρη: Μακρονήσι

Πως από μακριά το Μακρο­νή­σι θ’ αντικρίσω
χωρίς σύγκρυο;
Πώς να στα­θώ αντι­κρι­στά το πόδι να πατήσω
στο ύψος που ταιριάζει;
Τι να ντυθώ;
Τι να βάλω;
Όπως κι όπως δεν μπο­ρείς να πας στο Μακρονήσι.
…………………
Τόπος ιερός
Κρα­νί­ου τόπος
Γυμνός
Κοτρό­νια κι αφά­νες κι ασπά­λα­θοι κι αγέ­ρη­δες και φίδια
και γυμνοσάλιαγκοι.
Ύμνος και θρήνος
και βόγκος και κόλαση.
Δεμέ­να κεφά­λια, σπα­σμέ­να χεροπόδαρα
Τσα­κι­σμέ­να κορμιά.
Ένα γύρω χιλιά­δες μάτια.
Χιλιά­δες στόματα.
Κι όλοι τα ίδια.
Σαν δε σκύψεις.
Σε περ­νάν για τα’ απέναντι
τρε­λό ή νεκρό.
Ανθρω­πο­μά­ζα άφω­νη αγριεμένη
ανοί­γει το πέρα­σμα για τη χαράδρα.
Κολα­στή­ριον και Βάρα­θρον και Άβυσσος
Πυρ. Καθαρτήριον.
Παλι­κά­ρι, αθλη­τι­κός και λεβεντόκορμος.
Θα πέσει στο αγκα­θό­συρ­μα και μες τα αίμα­τα, θα τρέξει
αγκο­μα­χώ­ντας κατά τη θάλασ­σα σκούζοντας.
Μεριά­στε να δια­βώ. Δε θα μου φρά­ξε­τε εσείς το δρόμο.
Ύστε­ρα θα τον ανα­σύ­ρουν από την θάλασσα
πνιγμένο.
Κι Όλυ­μπος ήταν και Προμηθέας
Κι ανάλ­γη­τος Δίας με τους γκρεμούς.
Και λόγος και ιδέα και πίστη.
Το καψό­νι της Δίψας απ’ τα χειρότερα.
Από βρα­δύς μας φέραν μπακαλιάρο.
Τις επό­με­νες μέρες οι στά­μνες δε θα φύγουν να γεμίσουν.
Τρί­τη μέρα.
Το τελευ­ταίο φλυ­τζά­νι το δώσα­με στον Βαβά­κο, τον τρελό
της σκηνής.
Το σάλιο στέ­γνω­σε, κόλ­λη­σε στο λαιμό.
Και το στό­μα ξερό.
Την άλλη μέρα μας φέραν τις στά­μνες γεμάτες
θαλασσόνερο.
Το μεση­μέ­ρι της 5ης μέρας μας φέρα­νε επι­τέ­λους νερό.
Κι αλμύ­ρα κι ήλιος καυ­τός και βάσανο
Τιτά­να και γίγα­ντα λαέ.
Να… κοί­τα αυτό είναι το Μακρονήσι.
Στά­σου σεμνά και προσκύνησε.
Τόπος ιερός
Κρα­νί­ου τόπος
Βόγκος και Θρή­νος και Καημός
και ύμνος και θάνατος.
Τα Μακρο­νή­σια της γης να μη ξαναγίνουν.

Βασί­λης Λιόγκαρης
Ιστορίες
στοχασμού
και αναψυχής
Εκδό­σεις: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΑΘΗΝΑ 2005

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο