Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βαστίλες

Συνη­θί­σα­με τόσο τού­τα τα λου­ριά πάνω μας
που βήμα να κάνου­με δίχως αυτά δεν μπορούμε.
Πώς να ψιθυ­ρί­σεις ένα λόγο αλη­θι­νό μέσα από φίμωτρο;
Πώς να ξεφύ­γεις απ’ τη σκιά σου με τόσες πέτρες δεμέ­νες πάνω σου;
Είλω­τες μιας ζωής αλλό­τριας γινήκαμε
Σέρ­νο­ντας το βιός μας με κοφτές ανάσες
φοβού­με­νοι μη μας στε­ρή­σουν τη φυλα­κή μας.
Και πώς ανα­πνέ­ει κανείς έξω από ένα κελί;
Κόβου­με το κορ­μί μας κομμάτι-κομμάτι,
να μην προ­ε­ξέ­χει τίπο­τα από τα κάδρα,
να χωρά­ει ο τρό­μος στους τοί­χους που στολίζουμε,
— από­δει­ξη της μισής ζωής που επι­τρέ­πε­ται να ξοδέψουμε,
Όσο ακρι­βώς κοστί­ζει μιαν αγχόνη!
Κόβου­με τις ματιές μας, μικρά μικρά κομμάτια,
σαν στί­χους μοι­ρο­λο­γιού, σαν στάλες,
μη δού­με την αλή­θεια ολό­κλη­ρη και ραγίσουμε.
Κόβου­με τους ήχους σε κού­φιες νότες,
συλ­λα­βές ατά­κτως ερριμμένες,
μην ακου­στούν οι κραυ­γές μας και ενο­χλη­θού­με την ώρα που κοιμόμαστε,
την κάθε ώρα!
Κι όταν κάπου-κάπου,
όχι πολύ συχνά,
συνα­ντού­με κάποιον άνθρω­πο ολό­κλη­ρο, όρθιο, ακέραιο,
που τολ­μά — πώς τολμά; -
να αρθρώ­νει το όνο­μά του και να βαδί­ζει σαν
να ξέρει που πηγαί­νει — πώς τολμά; -
στρέ­φου­με με απο­στρο­φή το μισό μας βλέμμα,
τέτοιο από­κο­σμο θέα­μα μπο­ρεί να μας συντρίψει!
Και δεν υπάρ­χει τρό­μος πιο τρα­νός για τον γονατισμένο,
από τη γνώ­ση ότι μπο­ρεί, αν θέλει, να σταθεί!
Φοβού­με­νοι μην πέσουμε,
μάθα­με να σέρ­νου­με, γονα­τι­στοί, την ύπαρ­ξή μας,
σάρ­κες δίπλα σε σάρ­κες άλλων,
στοι­βαγ­μέ­νοι στις γωνιές, σαν σκόνη
Μαριάν­να Γιαννουράκου
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο