Η Laura Poitras (Λόρα Πόιτρας ‑βλ “Ατέχνως”) γεννημένη το 1964 στη Βοστώνη (Μασαχουσέτης ‑ΗΠΑ) είναι παραγωγός και σκηνοθέτης, γνωστή για το Έντουαρντ Σνόουντεν Citizenfour (2014), Ο όρκος (2010) Πατρίδα μου, πατρίδα μου (2006) κά.
Ειδικά σε μια κατάσταση όπως το Ιράκ, πρέπει να είστε εκεί για τους σωστούς λόγους. Η ζωή σας είναι στο όριο, όπως και οι ζωές των ανθρώπων γύρω σας. Ο σωστός λόγος δεν είναι να κάνεις μια επιτυχημένη ταινία, ο σωστός λόγος είναι ότι προσπαθείς να εκφράσεις κάτι και προσπαθείς να τιμήσεις εκείνους τους ανθρώπους που σου εμπιστεύονται τη ζωή τους. Είναι ένας πραγματικός έλεγχος πραγματικότητας. Φυσικά, θέλω επίσης να δει ο κόσμος τις ταινίες μου. Θέλω να έχουν επιτυχία. Αλλά όλοι εσείς που έχετε βάλει τη ζωή σας ένα στόχο, καλύτερα να λειτουργείτε ευθέως. Οι προθέσεις σας πρέπει να είναι καθαρές.
[για τη βιογραφία της]Είχα βγει από αυτό το πολύ πειραματικό υπόβαθρο και ένιωθα πραγματικά ότι θα περνούσα την καριέρα μου κάνοντας μικρές ταινίες δοκιμίου. Είμαι αρκετά ντροπαλός άνθρωπος. Δεν είναι τόσο άνετο για μένα να μπαίνω στις ζωές των ανθρώπων και δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μπορώ να κάνω τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ όπου παρακολουθείς πραγματικά το ταξίδι κάποιου από πολύ κοντά. Έμαθα τη μαγεία αυτού κατά τη διάρκεια αυτής της ταινίας [Πατρίδα μου, πατρίδα μου (2006)]. Τώρα, το να κινηματογραφώ ανθρώπους είναι στην πραγματικότητα το πράγμα για το οποίο ζω. Υπάρχει ένα είδος μαγείας για το οποίο μιλάει κάποιος όπως ο Albert Maysles όπου υπάρχει αυτή η απίστευτη σύνδεση με τα θέματά σας και κάτι βαθύ συμβαίνει, ένα απτό ανθρώπινο δράμα εκτυλίσσεται. Αυτό το συναίσθημα είναι η πυξίδα για όλα όσα κάνω τώρα. Και όταν νιώθω αυτή την αίσθηση ότι γνωρίζω ότι συμβαίνει μια τέτοια στιγμή — και μπορεί να είναι κάτι τόσο απλό όπως κάποιος που φτιάχνει τσάι ή τόσο τρομακτικό όσο ένας δικαστής που έρχεται να επιθεωρήσει ένα σπίτι για να κάνει έξωση — υπάρχει ένας σαφής παλμός και το νιώθεις. Και αυτό ήταν κάτι που ανακάλυψα, πραγματικά σκόνταψα, φτιάχνοντας το Flag Wars (2003). Αλλά είναι απολύτως αυτή η σύνδεση με τους ανθρώπους και η απαθανάτιση εκείνων των στιγμών στην κάμερα που καθοδηγεί τη δουλειά μου, πολύ διαφορετική από το να συνθέσω κάτι όμορφο με πιο αποστασιοποιημένο τρόπο. Αυτό ήταν ένα μεταμορφωτικό μάθημα για μένα.
Τα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο των σημαντικών καλλιτεχνών περιορίζονται συνήθως ακριβώς σε αυτό, δηλαδή σε βιογραφικά στοιχεία, παρουσίαση των κομβικών σημείων της καριέρας τους, αρχειακό υλικό, συνεντεύξεις και κρίσεις για την αποτίμηση και την παρακαταθήκη των δημιουργιών τους. Όχι όμως ένα ντοκιμαντέρ της Λόρα Πόιτρας.
Βέβαια, η βραβευμένη με Όσκαρ για το «Citizenfour» σκηνοθέτης καταφέρνει με το «All The Beauty And The Bloodshed» να επιτύχει όλα τα παραπάνω αναφορικά με τη σπουδαία φωτογράφο Ναν Γκόλντιν, αλλά πηγαίνει πολλά πιο βήματα πιο πέρα και δικαιολογεί τη θέση της στο Επίσημο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα της Βενετίας ‑και σίγουρα επάξια, με το πορτρέτο μιας καλλιτέχνη και ακτιβίστριας, που συνδυάζει το ατομικό τραύμα με το συλλογικό και δείχνει την οπτική της με την οποία η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Προσπαθεί ‑και κάνει σε ό,τι την αφορά μια πολιτική ταινία των σημερινών καιρών, που “η ζωή τραβάει την ανηφόρα, χωρίς σημαίες και ταμπούρλα”.
Για όσους δεν τη γνωρίζουν, η Nan Goldin (Ναν Γκόλντιν γεννημένη το 1953 ‑διερευνά υποκουλτούρες LGBT, στιγμές οικειότητας, την κρίση HIV/AIDS, την επιδημία οπιοειδών κά) είναι ένας ζωντανός θρύλος της φωτογραφίας που από τη 14ετία του ΄70 αιχμαλωτίζει με το φακό καθημερινές, προσωπικές και πολύ προσωπικές στιγμές, δικές της, των συντρόφων της, των φίλων της και άλλων καλλιτεχνών, από τις συλλογικότητες και τις υποκουλτούρες, queer και μη, στις οποίες γαλουχήθηκε και έγιναν η δική της οικογένεια. Φωτογραφίες που ξεχειλίζουν από ωμή τρυφερότητα και άγρια ομορφιά, αφιερωμένες σε αυτούς που έζησαν και ζουν στο περιθώριο, που απαθανατίζουν το φαινομενικά ευτελές και το μετατρέπουν σε κάτι αφοπλιστικά και καταλυτικά ανθρώπινο.
Η Γκόλντιν είναι και συνιδρύτρια ‑μετά την εξάρτηση της από τα οπιοειδή που σχεδόν της στοίχησαν τη ζωή, της οργάνωσης P.A.I.N (Prescription Addiction Intervention Now), η οποία έχει σκοπό όχι μόνο να ενημερώνει για τους κινδύνους των φαρμακευτικών παρασκευασμάτων που προκαλούν τον εθισμό, κυρίως του OxyContin, το οποίο εγκληματικά χορηγούνταν αφειδώς για χρόνια οδηγώντας τελικά στο θάνατο δεκάδες χιλιάδες Αμερικανών, αλλά ‑ως άλλος Δον Κιχώτης, να φέρει αντιμέτωπη με τη δικαιοσύνη την υπεύθυνη οικογένεια των δισεκατομμυριούχων φαρμακοβιομηχάνων Σάκλερ, που γνώριζε από την αρχή τις παρενέργειες αλλά φυσικά τις αποσιώπησε. Οι Σάκλερ, μάλιστα, ξέπλεναν τα βρώμικα κέρδη τους με μια σειρά από γενναίες χορηγίες και δωρεές σε όλα σχεδόν τα σημαντικά μουσεία και ιδρύματα τέχνης των Η.Π.Α και διεθνώς.
Πάνω σε αυτό το δίπτυχο, η Πόιτρας χτίζει μεθοδικά και μαεστρικά κάτι παραπάνω από μια απλή ταινία τεκμηρίωσης για τον διάλογο του έργου της Γκόλντιν με όλο το πολιτισμικό και πολιτικό συγκείμενο της εποχής του, υπογραμμίζει τις αντιστοιχίες και τις αντηχήσεις που είχαν όλα τα δραματικά γεγονότα της ζωής της πάνω σε μια ούτως ή άλλως βαθύτατα προσωπική και βιωματική καλλιτεχνική δημιουργία και μετατρέπει τον ίδιο τον ακτιβισμό σε τέχνη μέσα από τις ευφάνταστες δράσεις της οργάνωσης, συνθέτοντας τελικά έναν ύμνο για την αξία της συλλογικότητας και την μετουσίωση του τραύματος σε κινητήρια δύναμη για δράση και αλλαγή.
Τα τραυματικά παιδικά χρόνια στα βάθη της αμερικανικής suburbia και η αυτοκτονία της μεγαλύτερης αδερφής της Μπάρμπαρα, η οποία στιγμάτισε τη ζωή και το έργο της, η φυγή από το σπίτι και η γνωριμία με μια ομάδα απόκληρων που έγιναν έκτοτε η νέα της οικογένεια, η συνάντηση με τον Τζον Γουότερς και άλλες θρυλικές μορφές της underground σκηνής, οι κακοποιητικές σχέσεις και η σεξεργασία, η εκατόμβη του AIDS που αποδεκάτισε τους φίλους της, η αναγνώριση ενός έργου που απορρίφθηκε στην αρχή ως παρακμιακό, οι εξαρτήσεις και οι μάχες, ακόμα και ενάντια σε μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες της Αμερικής που θα μπορούσε να στοιχίσει την καριέρα της, εν ολίγοις «όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία» μιας απίστευτης ζωής που συνεχίζει να παλεύει και να εμπνέει, κάνουν αυτό το ντοκιμαντέρ κάτι παραπάνω από σημαντικό. Το καθιστούν απαραίτητο.
Σίγουρα δεν είναι Βερτόφ ούτε ανήκει στα 25 ντοκιμαντέρ που άλλαξαν τον κόσμο, ούτε στις 10 ‑μέσω promotion NetFix κλπ. Καλύτερες Ντοκιμαντέρ — Ταινίες -