Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βενετία 2022 | “All The Beauty & The Bloodshed” της Laura Poitras

Η Laura Poitras (Λόρα Πόι­τρας ‑βλ “Ατέ­χνως”) γεν­νη­μέ­νη το 1964 στη Βοστώ­νη (Μασα­χου­σέ­της ‑ΗΠΑ) είναι παρα­γω­γός και σκη­νο­θέ­της, γνω­στή για το Έντουαρντ Σνό­ου­ντεν Citizenfour (2014), Ο όρκος (2010) Πατρί­δα μου, πατρί­δα μου (2006) κά.

(αφη­γεί­ται)

Οι ται­νί­ες που πραγ­μα­τι­κά έχουν απή­χη­ση για μένα απο­τυ­πώ­νουν ένα ανθρώ­πι­νο δρά­μα καθώς εκτυ­λίσ­σε­ται. Κάποιος με ρώτη­σε κάπο­τε τι είναι το δρά­μα. Δρά­μα είναι αυτό [σηκώ­νει ένα πλα­στι­κό δοχείο με μέλι και το μετα­κι­νεί λίγα εκα­το­στά μακριά σε ένα άλλο σημείο στο τρα­πέ­ζι]… Είναι κίνη­ση. Δεν είναι οι άνθρω­ποι που μιλούν για αυτό που έκα­ναν, αλλά για το τι κάνουν και τις επι­λο­γές που κάνουν. Μετα­φέ­ρω αυτές τις ιδέ­ες για το δρά­μα, που είναι παλιές, σε αυτού του είδους τα σύγ­χρο­να φόρουμ και βρί­σκω αυτές τις ιστο­ρί­ες. Αυτές οι αρχές της δημιουρ­γί­ας ντο­κι­μα­ντέρ υπάρ­χουν εδώ και πολύ και­ρό — τι κάνει μια καλή ιστο­ρία; Είναι η εύρε­ση αυτών των συναρ­πα­στι­κών χαρα­κτή­ρων που αντι­με­τω­πί­ζουν κάποιου είδους σύγκρουση.

[2008]

Είμαι κάποια που τρέ­φει βαθύ σεβα­σμό για τη δια­δι­κα­σία. Η δια­δι­κα­σία εμπι­στο­σύ­νης πιθα­νό­τα­τα μιλά­ει για την εμπει­ρία μου ως μαγεί­ρισ­σας, καθώς και μαζί για την εμπει­ρία μου ως κινη­μα­το­γρα­φί­στρι. Πηγαί­νο­ντας σε μια εμπό­λε­μη ζώνη πρέ­πει να είσαι παρών\παρούσα, στη στιγ­μή. Νομί­ζω ότι αν προ­σεγ­γί­σεις αυτά τα “πράγ­μα­τα” [βρα­βεία] ως στό­χο, επι­θυ­μώ­ντας το τελι­κό προ­ϊ­όν πριν καν ξεκι­νή­σεις τη δια­δι­κα­σία, είσαι γαμημένος.

Ειδι­κά σε μια κατά­στα­ση όπως το Ιράκ, πρέ­πει να είστε εκεί για τους σωστούς λόγους. Η ζωή σας είναι στο όριο, όπως και οι ζωές των ανθρώ­πων γύρω σας. Ο σωστός λόγος δεν είναι να κάνεις μια επι­τυ­χη­μέ­νη ται­νία,  ο σωστός λόγος είναι ότι προ­σπα­θείς να εκφρά­σεις κάτι και προ­σπα­θείς να τιμή­σεις εκεί­νους τους ανθρώ­πους που σου εμπι­στεύ­ο­νται τη ζωή τους. Είναι ένας πραγ­μα­τι­κός έλεγ­χος πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Φυσι­κά, θέλω επί­σης να δει ο κόσμος τις ται­νί­ες μου. Θέλω να έχουν επι­τυ­χία. Αλλά όλοι εσείς που έχε­τε βάλει τη ζωή σας ένα στό­χο, καλύ­τε­ρα να λει­τουρ­γεί­τε ευθέ­ως. Οι προ­θέ­σεις σας πρέ­πει να είναι καθαρές.

[για τη βιο­γρα­φία της]

Είχα βγει από αυτό το πολύ πει­ρα­μα­τι­κό υπό­βα­θρο και ένιω­θα πραγ­μα­τι­κά ότι θα περ­νού­σα την καριέ­ρα μου κάνο­ντας μικρές ται­νί­ες δοκι­μί­ου. Είμαι αρκε­τά ντρο­πα­λός άνθρω­πος. Δεν είναι τόσο άνε­το για μένα να μπαί­νω στις ζωές των ανθρώ­πων και δεν μου πέρα­σε ποτέ από το μυα­λό ότι μπο­ρώ να κάνω τέτοιου είδους ντο­κι­μα­ντέρ όπου παρα­κο­λου­θείς πραγ­μα­τι­κά το ταξί­δι κάποιου από πολύ κοντά. Έμα­θα τη μαγεία αυτού κατά τη διάρ­κεια αυτής της ται­νί­ας  [Πατρί­δα μου, πατρί­δα μου (2006)]. Τώρα, το να κινη­μα­το­γρα­φώ ανθρώ­πους είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το πράγ­μα για το οποίο ζω. Υπάρ­χει ένα είδος μαγεί­ας για το οποίο μιλά­ει κάποιος όπως ο Albert Maysles όπου υπάρ­χει αυτή η απί­στευ­τη σύν­δε­ση με τα θέμα­τά σας και κάτι βαθύ συμ­βαί­νει, ένα απτό ανθρώ­πι­νο δρά­μα εκτυ­λίσ­σε­ται. Αυτό το συναί­σθη­μα είναι η πυξί­δα για όλα όσα κάνω τώρα. Και όταν νιώ­θω αυτή την αίσθη­ση ότι γνω­ρί­ζω ότι συμ­βαί­νει μια τέτοια στιγ­μή — και μπο­ρεί να είναι κάτι τόσο απλό όπως κάποιος που φτιά­χνει τσάι ή τόσο τρο­μα­κτι­κό όσο ένας δικα­στής που έρχε­ται να επι­θε­ω­ρή­σει ένα σπί­τι για να κάνει έξω­ση — υπάρ­χει ένας σαφής παλ­μός και το νιώ­θεις. Και αυτό ήταν κάτι που ανα­κά­λυ­ψα, πραγ­μα­τι­κά σκό­ντα­ψα, φτιά­χνο­ντας το Flag Wars (2003). Αλλά είναι απο­λύ­τως αυτή η σύν­δε­ση με τους ανθρώ­πους και η απα­θα­νά­τι­ση εκεί­νων των στιγ­μών στην κάμε­ρα που καθο­δη­γεί τη δου­λειά μου, πολύ δια­φο­ρε­τι­κή από το να συν­θέ­σω κάτι όμορ­φο με πιο απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νο τρό­πο. Αυτό ήταν ένα μετα­μορ­φω­τι­κό μάθη­μα για μένα.

Τα ντο­κι­μα­ντέρ για τη ζωή και το έργο των σημα­ντι­κών καλ­λι­τε­χνών περιο­ρί­ζο­νται συνή­θως ακρι­βώς σε αυτό, δηλα­δή σε βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία, παρου­σί­α­ση των κομ­βι­κών σημεί­ων της καριέ­ρας τους, αρχεια­κό υλι­κό, συνε­ντεύ­ξεις και κρί­σεις για την απο­τί­μη­ση και την παρα­κα­τα­θή­κη των δημιουρ­γιών τους. Όχι όμως ένα ντο­κι­μα­ντέρ της Λόρα Πόιτρας.

Βέβαια, η βρα­βευ­μέ­νη με Όσκαρ για το «Citizenfour» σκη­νο­θέ­της κατα­φέρ­νει με το «All The Beauty And The Bloodshed» να επι­τύ­χει όλα τα παρα­πά­νω ανα­φο­ρι­κά με τη σπου­δαία φωτο­γρά­φο Ναν Γκόλ­ντιν, αλλά πηγαί­νει πολ­λά πιο βήμα­τα πιο πέρα και δικαιο­λο­γεί τη θέση της στο Επί­ση­μο Δια­γω­νι­στι­κό Πρό­γραμ­μα της Βενε­τί­ας ‑και σίγου­ρα επά­ξια, με το πορ­τρέ­το μιας καλ­λι­τέ­χνη και ακτι­βί­στριας, που συν­δυά­ζει το ατο­μι­κό τραύ­μα με το συλ­λο­γι­κό και δεί­χνει την οπτι­κή της με την οποία η τέχνη μπο­ρεί να αλλά­ξει τον κόσμο. Προ­σπα­θεί ‑και κάνει σε ό,τι την αφο­ρά μια πολι­τι­κή ται­νία των σημε­ρι­νών και­ρών, που “η ζωή τρα­βά­ει την ανη­φό­ρα, χωρίς σημαί­ες και ταμπούρλα”.

Για όσους δεν τη γνω­ρί­ζουν, η Nan Goldin (Ναν Γκόλ­ντιν γεν­νη­μέ­νη το 1953 ‑διε­ρευ­νά υπο­κουλ­τού­ρες LGBT, στιγ­μές οικειό­τη­τας, την κρί­ση HIV/AIDS, την επι­δη­μία οπιοει­δών κά) είναι ένας ζωντα­νός θρύ­λος της φωτο­γρα­φί­ας που από τη 14ετία του ΄70 αιχ­μα­λω­τί­ζει με το φακό καθη­με­ρι­νές, προ­σω­πι­κές και πολύ προ­σω­πι­κές στιγ­μές, δικές της, των συντρό­φων της, των φίλων της και άλλων καλ­λι­τε­χνών, από τις συλ­λο­γι­κό­τη­τες και τις υπο­κουλ­τού­ρες, queer και μη, στις οποί­ες γαλου­χή­θη­κε και έγι­ναν η δική της οικο­γέ­νεια. Φωτο­γρα­φί­ες που ξεχει­λί­ζουν από ωμή τρυ­φε­ρό­τη­τα και άγρια ομορ­φιά, αφιε­ρω­μέ­νες σε αυτούς που έζη­σαν και ζουν στο περι­θώ­ριο, που απα­θα­να­τί­ζουν το φαι­νο­με­νι­κά ευτε­λές και το μετα­τρέ­πουν σε κάτι αφο­πλι­στι­κά και κατα­λυ­τι­κά ανθρώπινο.

Η Γκόλ­ντιν είναι και συνι­δρύ­τρια ‑μετά την εξάρ­τη­ση της από τα οπιοει­δή που σχε­δόν της στοί­χη­σαν τη ζωή, της οργά­νω­σης P.A.I.N (Prescription Addiction Intervention Now), η οποία έχει σκο­πό όχι μόνο να ενη­με­ρώ­νει για τους κιν­δύ­νους των φαρ­μα­κευ­τι­κών παρα­σκευα­σμά­των που προ­κα­λούν τον εθι­σμό, κυρί­ως του OxyContin, το οποίο εγκλη­μα­τι­κά χορη­γού­νταν αφει­δώς για χρό­νια οδη­γώ­ντας τελι­κά στο θάνα­το δεκά­δες χιλιά­δες Αμε­ρι­κα­νών, αλλά ‑ως άλλος Δον Κιχώ­της, να φέρει αντι­μέ­τω­πη με τη δικαιο­σύ­νη την υπεύ­θυ­νη οικο­γέ­νεια των δισε­κα­τομ­μυ­ριού­χων φαρ­μα­κο­βιο­μη­χά­νων Σάκλερ, που γνώ­ρι­ζε από την αρχή τις παρε­νέρ­γειες αλλά φυσι­κά τις απο­σιώ­πη­σε. Οι Σάκλερ, μάλι­στα, ξέπλε­ναν τα βρώ­μι­κα κέρ­δη τους με μια σει­ρά από γεν­ναί­ες χορη­γί­ες και δωρε­ές σε όλα σχε­δόν τα σημα­ντι­κά μου­σεία και ιδρύ­μα­τα τέχνης των Η.Π.Α και διεθνώς.

Πάνω σε αυτό το δίπτυ­χο, η Πόι­τρας χτί­ζει μεθο­δι­κά και μαε­στρι­κά κάτι παρα­πά­νω από μια απλή ται­νία τεκ­μη­ρί­ω­σης για τον διά­λο­γο του έργου της Γκόλ­ντιν με όλο το πολι­τι­σμι­κό και πολι­τι­κό συγκεί­με­νο της επο­χής του, υπο­γραμ­μί­ζει τις αντι­στοι­χί­ες και τις αντη­χή­σεις που είχαν όλα τα δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα της ζωής της πάνω σε μια ούτως ή άλλως βαθύ­τα­τα προ­σω­πι­κή και βιω­μα­τι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία και μετα­τρέ­πει τον ίδιο τον ακτι­βι­σμό σε τέχνη μέσα από τις ευφά­ντα­στες δρά­σεις της οργά­νω­σης, συν­θέ­το­ντας τελι­κά έναν ύμνο για την αξία της συλ­λο­γι­κό­τη­τας και την μετου­σί­ω­ση του τραύ­μα­τος σε κινη­τή­ρια δύνα­μη για δρά­ση και αλλαγή.

Τα τραυ­μα­τι­κά παι­δι­κά χρό­νια στα βάθη της αμε­ρι­κα­νι­κής suburbia και η αυτο­κτο­νία της μεγα­λύ­τε­ρης αδερ­φής της Μπάρ­μπα­ρα, η οποία στιγ­μά­τι­σε τη ζωή και το έργο της, η φυγή από το σπί­τι και η γνω­ρι­μία με μια ομά­δα από­κλη­ρων που έγι­ναν έκτο­τε η νέα της οικο­γέ­νεια, η συνά­ντη­ση με τον Τζον Γουό­τερς και άλλες θρυ­λι­κές μορ­φές της underground σκη­νής, οι κακο­ποι­η­τι­κές σχέ­σεις και η σεξερ­γα­σία, η εκα­τόμ­βη του AIDS που απο­δε­κά­τι­σε τους φίλους της, η ανα­γνώ­ρι­ση ενός έργου που απορ­ρί­φθη­κε στην αρχή ως παρακ­μια­κό, οι εξαρ­τή­σεις και οι μάχες, ακό­μα και ενά­ντια σε μία από τις πιο ισχυ­ρές οικο­γέ­νειες της Αμε­ρι­κής που θα μπο­ρού­σε να στοι­χί­σει την καριέ­ρα της, εν ολί­γοις «όλη η ομορ­φιά και η αιμα­το­χυ­σία» μιας απί­στευ­της ζωής που συνε­χί­ζει να παλεύ­ει και να εμπνέ­ει, κάνουν αυτό το ντο­κι­μα­ντέρ κάτι παρα­πά­νω από σημα­ντι­κό. Το καθι­στούν απαραίτητο.

Σίγου­ρα δεν είναι Βερ­τόφ ούτε ανή­κει στα 25 ντο­κι­μα­ντέρ που άλλα­ξαν τον κόσμο, ούτε στις 10 ‑μέσω promotion NetFix κλπ. Καλύ­τε­ρες Ντο­κι­μα­ντέρ — Ται­νί­ες -

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο