Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βιντσέντζο Μπελίνι, ο συνθέτης που έγραψε τις αθάνατες όπερες, «Νόρμα» και «Υπνοβάτις»

Στις 3 Νοεμ­βρί­ου 1801 γεν­νιέ­ται ο Ιτα­λός συν­θέ­της Βιν­τσέν­τζο Μπε­λί­νι. Κατα­γό­ταν από οικο­γέ­νεια μου­σι­κών, άρχι­σε να σπου­δά­ζει μου­σι­κή από παι­δί και το 1812, με υπο­τρο­φία του δήμου Κατά­νης, πήγε στη Νάπο­λη να συνε­χί­σει τις σπου­δές του στο Ωδείο Σαν Σεμπα­στιά­νο, στη Νάπο­λη. Εκεί ανέ­βα­σε στο ωδείο την πρώ­τη του όπε­ρα Άντελ­σον και Σαλ­βί­νι και το 1827 έκα­νε την πρώ­τη του εμφά­νι­ση στο κοι­νό από το θέα­τρο Σαν Κάρ­λο με την όπε­ρα Μπιάν­κα και Φερνάντο.

Εγρα­ψε 11 όπε­ρες, μετα­ξύ των οποί­ων: «Οι Καπου­λέ­τοι και οι Μοντέ­γοι», «Η υπνο­βά­τις», «Που­ρι­τα­νοί». Το σημα­ντι­κό­τε­ρο έργο του είναι η όπε­ρα «Νόρ­μα», που παρου­σιά­στη­κε για πρώ­τη φορά το 1831 στη Σκά­λα του Μιλά­νου. Οι παρα­στά­σεις των έργων του συνο­δεύ­ο­νταν συχνά από πατριω­τι­κές εκδη­λώ­σεις. Την επο­χή της ανά­πτυ­ξης του εθνι­κού απε­λευ­θε­ρω­τι­κού κινή­μα­τος στην Ιτα­λία, το κοι­νό έβρι­σκε ένα επί­και­ρο πολι­τι­κό περιε­χό­με­νο στις όπε­ρες του Μπε­λί­νι. Ηταν ο μεγα­λύ­τε­ρος δάσκα­λος του ιτα­λι­κού bel canto. Η βάση της μου­σι­κής του είναι η καθα­ρή φωνη­τι­κή μελω­δία — ρευ­στή, πλα­στι­κή και δια­κρί­νε­ται για τη συνε­χή της ανά­πτυ­ξη. Πολ­λοί δια­κε­κρι­μέ­νοι Ιτα­λοί τρα­γου­δι­στές τελειο­ποί­η­σαν την τεχνι­κή τους, ερμη­νεύ­ο­ντας έργα του Μπελίνι.

Πέθα­νε στο Πιτό της Γαλ­λί­ας σε ηλι­κία 34 ετών το 1835 και ο θανα­τός του συνε­χί­ζει να είναι και σήμε­ρα ένα μυστή­ριο. Πάντα αιω­ρού­νταν στους μου­σι­κούς αιθέ­ρες η υπο­ψία ότι  δεν άφη­σε τού­το το μάταιο κόσμο φυσιο­λο­γι­κά στα 34 του χρό­νια, αλλά ότι δολο­φο­νή­θη­κε με δηλη­τή­ριο, είτε από συμ­φέ­ρον είτε από πάθος…

Οι φήμες, που κυκλο­φό­ρη­σαν αμέ­σως μετά τον αιφ­νί­διο θάνα­το του Μπε­λί­νι, έλε­γαν ότι ο συν­θέ­της δεν πέθα­νε από ελο­νο­σία. Οτι κάποιο «χέρι» που τον μισού­σε του έρι­ξε δηλη­τή­ριο την τελευ­ταία νύχτα από εκεί­νες τις σκο­τει­νές, νεφε­λώ­δεις και μονα­χι­κές μέρες που έζη­σε σχε­δόν απο­μο­νω­μέ­νος. Ο Μπε­λί­νι υπήρ­ξε ένας πολύ ωραί­ος άνδρας και ίσως αυτή η ομορ­φιά, που του επέ­τρε­πε να έχει όποια γυναί­κα ήθε­λε, να προ­κά­λε­σε το φθό­νο, τη ζήλια, το μίσος και φυσι­κά το θάνα­τό του. Είχε πολ­λές σχέ­σεις, μα εκεί­νη που είχε διάρ­κεια ήταν με την Τζου­ντί­τα Του­ρί­να, την πανέ­μορ­φη, πάμπλου­τη αλλά παντρε­μέ­νη Μιλα­νέ­ζα. Η σχέ­ση του με τη σοπρά­νο Μαρία Μαλι­μπράν έμοια­ζε να είναι πιο ήρε­μη και πιο φυσιο­λο­γι­κή, ενώ ο πραγ­μα­τι­κός μεγά­λος έρω­τας της ζωής του ήταν η Μαντα­λέ­να Φου­μα­λό­ρι, που πέθα­νε από καρ­δια­κό επεισόδιο.

Ο καθη­γη­τής Νταλ­μάς έγρα­φε στη νεκρο­ψία: «Το συκώ­τι ήταν πιο μεγά­λο από μια γρο­θιά, μια γρο­θιά γεμά­τη κίτρι­νο πύον».

(Με στοι­χεία από δημο­σιεύ­μα­τα του Ριζοσπάστη)

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο