Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Βιογραφία ενός δραπέτη σκλάβου» του Μιγέλ Μπαρνέτ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Βιο­γρα­φία ενός δρα­πέ­τη σκλά­βου»
 Μιγέλ Μπαρνέτ
Εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Εποχή»
Μετά­φρα­ση: Δέσποι­να Μάρκου

Το μυθι­στό­ρη­μα-μαρ­τυ­ρία «Βιο­γρα­φία ενός δρα­πέ­τη σκλά­βου» του Κου­βα­νού συγ­γρα­φέα Μιγέλ Μπαρ­νέτ, απο­τέ­λε­σε από τη στιγ­μή που πρω­το­εκ­δό­θη­κε το 1966 σταθ­μό στη λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή λογο­τε­χνία. Κυκλο­φό­ρη­σε το 1991 στα ελλη­νι­κά από τις εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή». Ηταν το πρώ­το βιβλίο που πραγ­μα­τευό­ταν τη ζωή των νέγρων σκλά­βων που είχαν μετα­φερ­θεί με τη βία από την Αφρι­κή στη Νότια Αμε­ρι­κή, καθώς και τους αγώ­νες τους για την ανε­ξαρ­τη­σία της νέας τους πατρί­δας. Η αφή­γη­ση του «πρω­τα­γω­νι­στή» ξεχω­ρί­ζει με τη σχε­δόν αμεί­λι­κτη αμε­σό­τη­τά της του απλού ανθρώ­που που τρά­βη­ξε πολ­λά, χωρίς να γίνει μελο­δρα­μα­τι­κός. Η ωμό­τη­τα της κατα­πί­ε­σης κερ­δί­ζει εκφρα­στι­κή δύνα­μη ακρι­βώς λόγω της απλό­τη­τας της γλώσ­σας, που σχε­δόν λακω­νι­κά περι­γρά­φει τα πιο απάν­θρω­πα πράγματα.

«Τα έζησα και πρέπει να τα λέω»

Στην εισα­γω­γή του ο Μπαρ­νέτ αφη­γεί­ται το πώς και το για­τί του βιβλί­ου του. Στα μέσα του 1963, στον τύπο της Κού­βας, υπήρ­ξε ένα αφιέ­ρω­μα σε ηλι­κιω­μέ­νους άντρες και γυναί­κες, που είχαν περά­σει τα 100. Ανά­με­σα σ’ αυτούς ήταν μια γυναί­κα 100 και ένας άντρας 104 χρο­νών. Είχαν ζήσει τη δου­λεία και τον πόλε­μο της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας του τέλους του 19ου αιώ­να. Αυτά που έλε­γαν τρά­βη­ξαν την προ­σο­χή του Μπαρ­νέτ. Ο άντρας έλε­γε, ότι υπήρ­ξε κάπο­τε σκλά­βος που δρα­πέ­τευ­σε στα βου­νά της επαρ­χί­ας Λας Βίγιας. Ο συγρα­φέ­ας πήγε στο σπί­τι του και συζή­τη­σαν ώρες ολό­κλη­ρες. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν το παρόν βιβλίο.

Τα κεφά­λαια του βιβλί­ου μιλούν στο πρώ­το μέρος με τίτλο «Η δου­λεία» για τις πρώ­τες μνή­μες, για τη ζωή στα παρα­πήγ­μα­τα, τη ζωή στο βου­νό. Στο δεύ­τε­ρο μέρος με τίτλο «Η κατάρ­γη­ση της δου­λεί­ας» για τη ζωή στα εργο­στά­σια ζάχα­ρης και το τρί­το μέρος μιλά­ει για τον πόλε­μο της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας και τη ζωή στον πόλε­μο αυτό του δρα­πέ­τη σκλά­βου. Ο λεγό­με­νος Νόμος για την Κατάρ­γη­ση της Δου­λεί­ας, που κήρυτ­τε την κατάρ­γη­ση της δου­λεί­ας στην Κού­βα,  χρο­νο­λο­γεί­ται από τις 13 του Φλε­βά­ρη 1880. Ομως, οι δού­λοι παρέ­μει­ναν στη δικαιο­δο­σία των αφε­ντι­κών τους και έτσι συνε­χί­στη­κε ουσια­στι­κά η δου­λεία, που ήθε­λε ακό­μα 60 χρό­νια να καταργηθεί.

Ο δρα­πέ­της πρω­τα­γω­νι­στής του βιβλί­ου δεν γνώ­ρι­σε ποτέ τους γονείς του. Γεν­νή­θη­κε σ’ ένα για­τρείο, όπου πήγαι­ναν τις έγκους νέγρες για να γεν­νή­σουν. Στη δική του περί­πτω­ση ήταν κάποιο εργο­στά­σιο: «Οι νέγροι που­λιό­ντα­νε σαν καλο­θρεμ­μέ­να γου­ρου­νά­κια κι έτσι με πού­λη­σαν κι εμέ­να αμέ­σως, γι’αυτό και δε θυμά­μαι τίπο­τα από εκεί­νο το μέρος. .……Αυτό πάντως που ξέρω σίγου­ρα είναι ότι μια φορά  δρα­πέ­τευ­σα από εκεί. Επα­να­στά­τη­σα, διά­βο­λε, και δρα­πέ­τευ­σα. Για­τί ποια­νού του άρε­σε να δου­λεύ­ει! Με πιά­σαν στα πρά­σα, όμως, κι έφα­γα τις χρο­νιάς μου. Ακό­μα τις νοιώ­θω τις ξυλιές. Με έδε­σαν γερά και με ξανά­στρω­σαν στη δου­λειά, με αλυ­σί­δες κι όλα τα υπό­λοι­πα. Τα λες σήμε­ρα και κανείς δε σε πιστεύ­ει. Εγώ όμως τα έζη­σα και πρέ­πει να τα λέω.» (σελ. 24).

«Δεν ξέρω πώς οι θεοί επέτρεψαν τη δουλεία»

Πάντα οι αποι­κιο­κρά­τες μελε­τού­σαν τα έθι­μα, τα ήθη και τις αδυ­να­μί­ες των λαών που αλυ­σό­δε­σαν για να τις εκμε­ταλ­λευ­τούν. Η αφή­γη­ση του νέγρου σκλά­βου για το πώς «την πάτη­σαν» οι λαοί της Αφρι­κής και τους έπια­ναν σκλά­βους οι δου­λέ­μπο­ροι μπο­ρεί να είναι μόνο μια πλευ­ρά, αλλά σημα­ντι­κό είναι, ότι από τη ρωγ­μή της προ­σω­πι­κής μνή­μης κατα­λα­βαί­νου­με πολ­λά. Προ­λή­ψεις, θρη­σκεί­ες, δει­σι­δαι­μο­νί­ες έπαι­ξαν το δόλιο ρόλο τους, όπως πάντα για να σκλα­βώ­νε­ται η ανθρω­πό­τη­τα: «Οι πιο δυνα­τοί θεοί είναι οι θεοί της Αφρι­κής. Εγώ πιστεύω ότι είναι βέβαιο πως πετού­σαν. Και με τις μαγεί­ες έκα­ναν ό, τι τους κάπνι­ζε. Δεν ξέρω πώς επέ­τρε­ψαν τη δου­λεία. Η αλή­θεια είναι ότι κάθο­μαι και σκέ­φτο­μαι και άκρη δεν βγά­ζω. Για μένα, όλα ξεκί­νη­σαν με τα κατα­κόκ­κι­να μαντι­λά­κια. Τη μέρα που πέρα­σαν το τεί­χος. Το τεί­χος στην Αφρι­κή ήταν παλαιό, σ’ όλο το μήκος της όχθης. Ηταν ένα τεί­χος από φοί­νι­κες και κάτι παρα­πλα­νη­τι­κά ζωύ­φια που τσι­μπού­σαν σαν δια­βό­λοι. Για πολ­λά χρό­νια προ­κα­λού­σαν τρο­μά­ρα στους λευ­κούς που προ­σπα­θού­σαν να βάλουν πόδι στην Αφρι­κή. Ομως, τα κατα­κόκ­κι­να μαντι­λά­κια τους διέ­λυ­σαν όλους. Και οι βασι­λιά­δες κι όλοι οι υπό­λοι­ποι παρα­δό­θη­καν με μεγά­λη ευκο­λία. Οταν οι βασι­λιά­δες έβλε­παν τους λευ­κούς – νομί­ζω πως πρώ­τοι ήρθαν οι Πορ­το­γά­λοι – να βγά­ζουν τα κατα­κόκ­κι­να μαντι­λά­κια σαν να ‘θελαν να χαι­ρε­τή­σουν, έλε­γαν στους νέγρους: «Αντε, τρά­βα να βρεις ένα κατα­κόκ­κι­νο μαντι­λά­κι, τρέ­χα.» Και οι νέγροι, κατα­μα­γε­μέ­νοι από το κατα­κόκ­κι­νο χρώ­μα, έτρε­χαν σαν τα πρό­βα­τα στα πλοία κι εκεί ακρι­βώς τους βού­τα­γαν. Στο νέγρο πάντα άρε­σε ιδιαί­τε­ρα το κόκ­κι­νο χρώ­μα. Χάρη σ’ αυτό το χρώ­μα τους αλυ­σό­δε­σαν και τους έστει­λαν στην Κού­βα. Κι ύστε­ρα δεν μπό­ρε­σαν να ξανα­γυ­ρί­σουν στη γη τους. Γι’ αυτό υπάρ­χουν σκλά­βοι στην Κού­βα (σελ. 22).

Ο Μιγέλ Μπαρ­νέτ ανα­φέ­ρει το θέμα των θρη­σκευ­τι­κών τελε­τουρ­γιών, των μαντεί­ων, των θεο­τή­των παρο­τρυ­μέ­νος από εθνο­λο­γι­κά ενδια­φέ­ρο­ντα σχε­τι­κά με τις θρη­σκεί­ες αφρι­κα­νι­κής προ­έ­λευ­σης που δια­τη­ρού­νται ακό­μα στην Κού­βα. Οι Μαρξ-Ενγκελς στην αρθρο­γρα­φία τους για το ρόλο των καπι­τα­λι­στι­κών δυνά­με­ων στην Ασία μιλούν και για το στοι­χείο της λατρεί­ας των δυνά­με­ων της Φύσης ή των ζώων (πχ της αγε­λά­δας στην Ινδία ή και του πίθη­κου) και πώς μπό­ρε­σαν να το εκμε­ταλ­λευ­τούν οι Ευρω­παί­οι κατα­κτη­τές. Αλλο χτυ­πη­τό παρά­δειγ­μα εκμε­τάλ­λευ­σης τοπι­κής κουλ­τού­ρας είναι αυτό του Ερνά­ντο Κορ­τές στο Μεξι­κό το 1519, όπου άρχι­κά τον πέρα­σαν για το λευ­κό θεό με γένεια, που θαρ­χό­ταν από Ανα­το­λάς σύμ­φω­να με κάποια μυθο­λο­γία των Αζτέ­κων. Οι Ισπα­νοι το ήξε­ραν αυτό.

Το διαρκές έγκλημα

Σ’ αυτό το σημείο να κάνου­με μια δια­δρο­μή σε κεί­με­να του Μαρξ, που δένουν όλες τις προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες βασά­νων των θυμά­των του διαρ­κούς καπι­τα­λι­στι­κού εγκλή­μα­τος σε βάρος των λαών της γης. Τα κεί­με­να που ακο­λου­θούν μπο­ρεί να τα βρει ο ανα­γνώ­στης στην άκρως επί­και­ρη αρθρο­γρα­φία των Μαρξ-Ενγκελς του 1853 στο «Η αποι­κιο­κρα­τία στην Ασία, Ινδία/Περσία/Αφγανιστάν» των Μαρξ-Ενγκελς, εκδό­σεις «Αγρα».

Ο καπι­τα­λι­σμός ήταν παγκο­σμιο­ποι­η­μέ­νος εδώ και 500 χρό­νια και η πορεία του στη γη συνο­δεύ­τη­κε από ένα διαρ­κές έγκλη­μα για την από­κτη­ση πρώ­των υλών για τη βιο­μη­χα­νία του. Ηταν ανα­πό­φευ­κτο, ιστο­ρι­κά νομο­τε­λεια­κό, αυτοί που έχουν τα πιο εξε­λιγ­μέ­να μέσα παρα­γω­γής να επι­βλη­θούν σε άλλους που βρί­σκο­νται σε «χαμη­λώ­τε­ρη» βαθ­μί­δα ανά­πτυ­ξης. Εδώ δεν μπαί­νει άλλη ηθι­κή παρά αυτή της αστι­κής, εμπο­ρι­κής τάξης στην ξέφρε­νη εξά­πλω­σή της στα πέρα­τα της γης. «Ηταν ο Βρε­τα­νός εισβο­λέ­ας εκεί­νος που έσπα­σε τον ινδι­κό αργα­λειό και κατέ­στρε­ψε τα αδρά­χτια. Η Αγγλία άρχι­σε με το να εκτο­πί­ζει τα ινδι­κά βαμ­βα­κε­ρά από την ευρω­παϊ­κή αγο­ρά, κατό­πιν εισά­γα­γε τις κλω­στές στο Ινδο­στάν και στο τέλος πλημ­μύ­ρι­σε την ίδια την πατρί­δα του βαμ­βα­κιού με βαμ­βα­κε­ρά»,  θα πει ο Μαρξ στο «Η βρε­τα­νι­κή κυριαρ­χία στην Ινδία», που γρά­φτη­κε το 1853 στο ως άνω βιβλίο. Σε άλλο σημείο θα γρά­φει: «Σε κάθε περί­πτω­ση, δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει αμφι­βο­λία ότι η αθλιό­τη­τα που προ­κά­λε­σαν οι Βρε­τα­νοί στο Ινδο­στάν είναι ουσια­στι­κά δια­φο­ρε­τι­κού είδους και πιο έντο­νη από όλα όσα είχε υπο­στεί το Ινδο­στάν στο παρελ­θόν. Δεν ανα­φέ­ρο­μαι απλώς στον ευρω­παϊ­κό δεσπο­τι­σμό που φυτεύ­τη­κε πάνω στον ασια­τι­κό δεσπο­τι­σμό από τη βρε­τα­νι­κή Εται­ρεία των Ανα­το­λι­κών Ινδιών, σχη­μα­τί­ζο­ντας έναν συν­δυα­σμό πιο τερα­τώ­δη από οποιο­δή­πο­τε θεί­ον τέρας στο Ναό της Σάλ­σεττ (νήσος της Σάλ­σεττ, βορεί­ως της Βομ­βά­ης με 109 βου­δι­στι­κούς ναούς). Αυτό δεν είναι ιδιαί­τε­ρο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της βρε­τα­νι­κής αποι­κια­κής κυριαρ­χί­ας, αλλά μόνο μίμη­ση της ολλαν­δι­κής και μάλι­στα σε τέτοιο βαθ­μό που να αρκεί, για να περι­γρά­ψου­με το χαρα­κτη­ρι­στι­κό τρό­πο δρά­σης της βρε­τα­νι­κής Εται­ρεί­ας των Ανα­το­λι­κών Ινδιών, να επα­να­λά­βου­με κατά λέξη αυτά που είπε για την παλαιά ολλαν­δι­κή Εται­ρεία των Ανα­το­λι­κών Ινδιών ο Sir Stamford Raffles, ο Εγγλέ­ζος Κυβερ­νή­της της [ολλαν­δι­κής αποι­κί­ας της] Ιάβας:

«Η Ολλαν­δι­κή Εται­ρεία έδρα­σε μόνο με το πνεύ­μα του κέρδους

      και έβλε­πε τους [Ιαβα­νέ­ζους] υπη­κό­ους με λιγό­τε­ρη φρο­ντί­δα ή 

     προ­σο­χή από εκεί­νη με την οποία αντι­με­τώ­πι­ζε, πρω­τύ­τε­ρα, ένας

       ιδιο­κτή­της φυτεί­ας στις Δυτι­κές Ινδί­ες μια συμ­μο­ρία που έμπαινε

      μέσα στα κτή­μα­τά του, μια κι ο τελευ­ταί­ος είχε πλη­ρώ­σει για να 

     αγο­ρά­σει με λεφτά ανθρώ­πι­νη ιδιο­κτη­σία, πράγ­μα που ο άλλος δεν

     το είχε κάνει, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας όλους τους υπαρ­κτούς μηχανισμούς

    δεσπο­τι­σμού για να απο­στραγ­γί­ζει από το λαό και την παρα­μι­κρή ικμάδα

     που μπο­ρού­σε να συνει­σφέ­ρει και την τελευ­ταία στα­γό­να εργα­σί­ας, κι

     έτσι επι­δεί­νω­νε τα ελατ­τώ­μα­τα μιας ιδιό­τρο­πης και μισο­βάρ­βα­ρης διοίκησης, 

    με το να τη χει­ρί­ζε­ται με όλη την έμπει­ρη πονη­ριά των πολιτικάντηδων

     και όλο τον συμ­φε­ρο­ντο­λό­γο εγω­ι­σμό των εμπό­ρων που ζητούν να έχουν

    το μονο­πώ­λιο στα πάντα».

Και σχο­λιά­ζει ο Μαρξ: «Ολοι οι εμφύ­λιοι πόλε­μοι, οι εισβο­λές, οι επα­να­στά­σεις, οι κατα­κτή­σεις, οι λιμοί, που η επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη δρά­ση τους στο Ινδο­στάν μπο­ρεί να φανεί τόσο παρά­ξε­να πολύ­πλο­κη, γορ­γή και κατα­στρο­φι­κή, δεν προ­χώ­ρη­σαν πιο βαθιά από την επι­φά­νεια. Ηταν η Αγγλία εκεί­νη που γκρέ­μι­σε ολό­κλη­ρη τη διάρ­θρω­ση της ινδι­κής κοι­νω­νί­ας, χωρίς να φανεί μέχρι τώρα κανέ­να σημείο απο­κα­τά­στα­σης. Αυτή η απώ­λεια του παλιού του κόσμου χωρίς την από­κτη­ση ενός και­νούρ­γιου, προσ­δί­δει ένα ιδιαί­τε­ρο είδος μελαγ­χο­λί­ας στην παρού­σα αθλιό­τη­τα του Ινδού και δια­χω­ρί­ζει το Ινδο­στάν, κάτω από την κυριαρ­χία της Βρε­τα­νί­ας, από όλες τις αρχαί­ες παρα­δό­σεις του και από όλη την περα­σμέ­νη ιστο­ρία του» (σελ. 29, 30, 31).

Μιλώ­ντας για τη διά­λυ­ση των μικρών ινδι­κών κοι­νο­τή­των, που βασί­ζο­νταν στην οικο­τε­χνία, βλέ­που­με την αμεί­λι­κτη επέμ­βα­ση της ιστο­ρί­ας, στην οποία όποιος δια­θέ­τει πιο ανα­πτυγ­μέ­να μέσα παρα­γω­γής εκτο­πί­ζει τους άλλους. Ετσι συνε­χί­ζει ο Μαρξ: «Η εγγλέ­ζι­κη  παρέμ­βα­ση έβα­λε το κλω­στή­ριο στο Λαν­κα­σάιαρ και τον αργα­λειό στη Βεγ­γά­λη ή σάρω­νε τον Ινδό κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γό, δια­λύ­ο­ντας αυτές τις μικρές μισο­βάρ­βα­ρες-μισο­πο­λι­τι­σμέ­νες κοι­νό­τη­τες, ανα­τι­νά­ζο­ντας την οικο­νο­μι­κή τους βάση και παρά­γο­ντας έτσι τη μεγα­λύ­τε­ρη και, για να πού­με την αλή­θεια, τη μονα­δι­κή κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση που συντε­λέ­στη­κε ποτέ στην Ασία» (σελ. 36, 37).

Υπάρ­χει λοι­πόν και η θετι­κή πλευ­ρά. Οι συν­θή­κες αυτές τρά­βη­ξαν τους λαούς αυτούς έξω από έναν αιώ­νιο κοι­νω­νι­κό λήθαρ­γο ετοι­μά­ζο­ντας το έδα­φος για τη σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Αν δεν γίνει αυτή, όμως, οι συνέ­πειες για τους λαούς θα είναι πάντα κακές, όπως το ζού­με σήμε­ρα με τους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς πολέ­μους. Ο Μαρξ δεν είναι συναι­σθη­μα­τί­ας και η ιστο­ρία είναι μια αμεί­λι­κτη θεά που ακο­λου­θεί τους- καμιά φορά – ανε­ξι­χνί­α­στους δρό­μους της. Ετσι, παρα­κά­τω, ο Μαρξ τονί­ζει, παρ’ όλο που «το ανθρώ­πι­νο αίσθη­μα αρρω­σταί­νει όταν γίνε­ται μάρ­τυ­ρας της απο­διορ­γά­νω­σης και διά­λυ­σης .…..αυτών των μυριά­δων εργα­τι­κών πατριαρ­χι­κών και ακίν­δυ­νων κοι­νω­νι­κών οργα­νώ­σε­ων», που τα μέλη τους βασα­νί­ζο­νται και χάνουν τον αρχαίο πολι­τι­σμό τους, «…δεν πρέ­πει να ξεχνού­με ότι αυτές οι ειδυλ­λια­κές χωριά­τι­κες κοι­νό­τη­τες, όσο ακίν­δυ­νες κι αν φαί­νο­νταν, υπήρ­ξαν πάντο­τε το στέ­ρεο θεμέ­λιο του ανα­το­λι­κού δεσπο­τι­σμού, περιό­ρι­ζαν το ανθρώ­πι­νο πνεύ­μα μέσα στη στε­νό­τε­ρη δυνα­τή περί­με­τρο, μετα­τρέ­πο­ντάς το σε ένα χωρίς αντι­στά­σεις εργα­λείο της πρό­λη­ψης, υπο­δου­λώ­νο­ντάς το σε παρα­δο­σια­κούς κανό­νες, στε­ρώ­ντας του κάθε μεγα­λείο και ιστο­ρι­κή ενερ­γη­τι­κό­τη­τα. Δεν πρέ­πει να ξεχνού­με τον βάρ­βα­ρο εγω­ι­σμό που, προ­ση­λω­μέ­νος σε κάποιο άθλιο κομ­μα­τά­κι γης, παρέ­με­νε ατά­ρα­χος θεα­τής μπρο­στά στην ερεί­πω­ση ολό­κλη­ρων αυτο­κρα­το­ριών, μπρο­στά στην εκτέ­λε­ση ανεί­πω­των βιαιο­πρα­γιών, τη σφα­γή του πλη­θυ­σμόυ των μεγά­λων πόλε­ων, ενδια­φε­ρό­με­νος απο­κλει­στι­κά για τα δει­νά της Φύσης και μένο­ντας ο ίδιος αβο­ή­θη­τη λεία οποιου­δή­πο­τε επι­δρο­μέα τον έβα­ζε στό­χο. Δεν πρέ­πει να ξεχνού­με, ότι αυτή η ανά­ξια, τελ­μα­τω­μέ­νη και φυτο­ζω­ού­σα ζωή, αυτό το παθη­τι­κό είδος ύπαρ­ξης προ­κα­λού­σε από την άλλη μεριά, σαν αντί­βα­ρο, άγριες, άσκο­πες, αχα­λί­νω­τες δυνά­μεις κατα­στρο­φής και μετέ­τρε­πε τον ίδιο το φόνο σε θρη­σκευ­τι­κή τελε­τουρ­γία στο Ινδο­στάν. Δεν πρέ­πει να ξεχνού­με ότι αυτές οι μικρές κοι­νό­τη­τες ήταν μολυ­σμέ­νες με δια­κρί­σεις κάστας και με δου­λεία.….…. ότι μετα­μόρ­φω­ναν μια αυτο­α­να­πτυσ­σό­με­νη κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση σε μια αιώ­νια φυσι­κή μοί­ρα φέρ­νο­ντας έτσι μια απο­κτη­νω­τι­κή λατρεία της Φύσης.……» (σελ. 37/38).

Ακό­μα και σήμε­ρα συνα­ντού­με στην πολι­τι­κή ζωή νοσταλ­γι­κές αναρ­χο­πρά­σι­νες τάσεις επι­στρο­φής στην παλαιά «ρομα­ντι­κή» κατά­στα­ση της μικρο­πα­ρα­γω­γής. Τάσεις, που είναι ιστο­ρι­κά αντι­δρα­στι­κές. Η νομο­τε­λεια­κή εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας πρέ­πει να αξιο­ποι­η­θεί. Η με τα λόγια του Μαρξ «μια μεγά­λη κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση να δια­φε­ντεύ­ει τα επι­τεύγ­μα­τα της αστι­κής επο­χής» και η ανθρώ­πι­νη πρό­ο­δος να μη μοιά­ζει «μ’ αυτό το απο­τρό­παιο ειδω­λο­λα­τρι­κό ξόα­νο που δεν πίνει νέκταρ παρά μόνο μέσα από τα κρα­νία των σφαγιασμένων». 

Δεν χρειά­ζε­ται λοι­πόν μοι­ρο­λα­τρεία και νοσταλ­γία περα­σμέ­νων και ξεπε­ρα­σμέ­νων κατα­στά­σε­ων. Η Αγγλία και οι άλλες αποι­κιο­κρα­τι­κές δυνά­μεις έγι­ναν, θέλο­ντας και μη, το ασυ­νεί­δη­το εργα­λείο της ιστο­ρι­κής προ­ό­δου: «Η Αγγλία, είναι αλή­θεια, προ­κα­λώ­ντας μια κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση στο Ινδο­στάν, έδρα­σε μονά­χα προς όφε­λος των πιο βρο­με­ρών συμ­φε­ρό­ντων της και τα επέ­βα­λε με τον πιο βλα­κώ­δη τρό­πο. Δεν είναι, όμως, αυτό το ζήτη­μα. Το ζήτη­μα είναι άλλο: μπο­ρεί η ανθρω­πό­τη­τα να εκπλη­ρώ­σει το πεπρω­μέ­νο της χωρίς μια ριζι­κή επα­νά­στα­ση στην κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση της Ασί­ας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλή­μα­τα της Αγγλί­ας, αυτή ήταν το ασυ­νεί­δη­το όργα­νο της Ιστο­ρί­ας για να επέλ­θει η εν λόγω επα­νά­στα­ση. Τότε, όποια κι αν είναι η πικρία και τα προ­σω­πι­κά μας αισθή­μα­τα μπρο­στά στο θέα­μα του κατα­πο­ντι­σμού ενός αρχαί­ου κόσμου, έχου­με το δικαί­ω­μα, από τη σκο­πιά της Ιστο­ρί­ας, να φωνά­ξου­με μαζί με τον Γκαίτε: 

                   «Για­τί το βάσα­νο αυτό εμάς να βασανίζει

                    αφού στη μέγι­στη χαρά μας οδηγεί

                   μήπως ψυχές μυριά­δες δεν χαθήκαν

                   απ’ του Τιμούρ το σκή­πτρο το βαρύ;»

(σελ. 38/39)

Ζήτη­μα λοι­πόν η ανθρω­πό­τη­τα να πίνει νέκταρ, αλλά όχι από κρα­νία σφαγιασμένων!

Οι προσωπικές ιστορίες σαν συστατικά μέρη μιας μεγάλης σύνθεσης

Επι­στρέ­φου­με στο βιβλίο του Μιγέλ Μπαρ­νέτ. Η πλέ­ον πιο ακραία εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο είναι η δου­λεία, όπου ο σκλά­βος είναι ιδιο­κτη­σία του αφέ­ντη. Δηλα­δή, όπου ο ένας άνθρω­πος είναι ιδιο­κτη­σία του άλλου. Η κάθε δια­μαρ­τυ­ρία τιμω­ρεί­ται βάναυ­σα, με βασα­νι­στή­ρια. Ο γέρος πρώ­ην δού­λος αφη­γεί­ται: «Είδα πολ­λές φρι­κια­στι­κές τιμω­ρί­ες στη διάρ­κεια της δου­λεί­ας. Γι’ αυτό δε μ’άρεσε αυτή η ζωή. Στο σπί­τι με τη χύτρα ήταν το ξύλο, που ήταν η χει­ρό­τε­ρη τιμω­ρία. Υπήρ­χαν ξύλα όρθια ή ξαπλω­τά. Γίνο­νταν από φαρ­διές σανί­δες με τρύ­πες, απ’ όπου υπο­χρέ­ω­ναν το σκλά­βο να περ­νά­ει τα πόδια του, τα χέρια του και το κεφά­λι. Τους άφη­ναν έτσι κλει­δα­μπα­ρω­μέ­νους για δυο-τρεις μήνες σαν τιμω­ρία για οτι­δή­πο­τε ασή­μα­ντο είχαν κάνει. Μαστί­γω­ναν και τις έγκυους, αλλά ξαπλω­μέ­νες μπρού­μυ­τα και αφού έκα­ναν ένα λάκ­κο στο χώμα για να προ­φυ­λάσ­σουν την κοι­λιά τους.

Τους έδι­ναν κάτι καμ­τσι­κιές! Βέβαια, πρό­σε­χαν να μη χτυ­πή­σουν το μωρό, για­τί τα χρειά­ζο­νταν, φυσι­κά. Η πιο συνη­θι­σμέ­νη τιμω­ρία ήταν το μαστί­γιο. Μαστί­γω­νε ο ίδιος ο επι­στά­της μ’ ένα λου­ρί από δέρ­μα αγε­λά­δας που χάρα­ζε το δέρ­μα. Το καμ­τσί­κι το έφτια­χναν από καν­νά­βι, απ’ οποιο­δή­πο­τε κλα­δί που έβρι­σκαν στο βου­νό. Εκαι­γε σαν διά­βο­λος κι έκο­βε το δέρ­μα σε λου­ρί­δες. Εχω δει πολ­λούς νέγρους ομορ­φά­ντρες με κατα­κόκ­κι­νες πλά­τες. Κατό­πιν έβα­ζαν πάνω στις πλη­γές φύλ­λα καπνού βου­τηγ­μέ­να σε κάτου­ρο και αλά­τι» (σελ. 47/48).

Μην ξεχνά­με ωστό­σο, ότι και στις μητρό­πο­λεις η τερά­στια πλειο­ψη­φία των λαών περ­νού­σε μια άθλια ζωή και ότι στις αποι­κί­ες οι ντό­πιοι άρχο­ντες κατα­πί­ε­ζαν στυ­γνά τους δικούς τους λαούς. Δεν είναι μόνο φυλε­τι­κό το θέμα, αλλά και ταξικό.

Το βιβλίο δίνει μια γλα­φυ­ρή εικό­να της ζωής των μαύ­ρων στην Κού­βα πριν την Επα­νά­στα­ση, βιω­μα­τι­κά αφη­γη­μέ­νη. Μας δίνει τις απα­ραί­τη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες για να κατα­λά­βου­με τί παει να πει αισχρή εκμε­τάλ­λευ­ση, τί παει να πει ξεζού­μι­σμα. Οι επί μέρους «βιο­γρα­φί­ες» μύριων ανθρώ­πων απο­τε­λούν την πολύ­τι­μη ύλη για να μαθευ­τεί η ιστο­ρι­κή αλή­θεια. Απ’ αυτή την άπο­ψη επι­βάλ­λε­ται το διά­βα­σμά του. Είναι ένα βιβλίο, για το οποίο λίγα μπο­ρεί να πει κανείς, διό­τι μιλά­ει από μόνο του. Δεν χρειά­ζε­ται συστά­σεις. Στο τέλος του βιβλί­ου ο πρω­τα­γω­νι­στής συγκρί­νει Ισπα­νούς και Αμε­ρι­κά­νους. Ζυγί­ζει τη συμπε­ρι­φο­ρά τους με το δικό του απλό τρό­πο στη­ρι­ζό­με­νος στην βιω­μα­τι­κή εμπει­ρία και κατα­λή­γει, ότι δεν θέλει να πεθά­νει, αλλά να πολε­μή­σει σ’ όλες τις μάχες που θα έρθουν, αλλά με.…..ματσέτα, διό­τι «…δεν μπαί­νω τώρα σε χαρά­κω­μα, ούτε πιά­νω στο χέρι μου αυτά τα όπλα που υπάρ­χουν σήμε­ρα. Μου φτά­νει η ματσέ­τα» (σελ. 217).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο