Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
«Βιογραφία ενός δραπέτη σκλάβου»
Μιγέλ Μπαρνέτ
Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Μετάφραση: Δέσποινα Μάρκου
Το μυθιστόρημα-μαρτυρία «Βιογραφία ενός δραπέτη σκλάβου» του Κουβανού συγγραφέα Μιγέλ Μπαρνέτ, αποτέλεσε από τη στιγμή που πρωτοεκδόθηκε το 1966 σταθμό στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Κυκλοφόρησε το 1991 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Ηταν το πρώτο βιβλίο που πραγματευόταν τη ζωή των νέγρων σκλάβων που είχαν μεταφερθεί με τη βία από την Αφρική στη Νότια Αμερική, καθώς και τους αγώνες τους για την ανεξαρτησία της νέας τους πατρίδας. Η αφήγηση του «πρωταγωνιστή» ξεχωρίζει με τη σχεδόν αμείλικτη αμεσότητά της του απλού ανθρώπου που τράβηξε πολλά, χωρίς να γίνει μελοδραματικός. Η ωμότητα της καταπίεσης κερδίζει εκφραστική δύναμη ακριβώς λόγω της απλότητας της γλώσσας, που σχεδόν λακωνικά περιγράφει τα πιο απάνθρωπα πράγματα.
«Τα έζησα και πρέπει να τα λέω»
Στην εισαγωγή του ο Μπαρνέτ αφηγείται το πώς και το γιατί του βιβλίου του. Στα μέσα του 1963, στον τύπο της Κούβας, υπήρξε ένα αφιέρωμα σε ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες, που είχαν περάσει τα 100. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν μια γυναίκα 100 και ένας άντρας 104 χρονών. Είχαν ζήσει τη δουλεία και τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας του τέλους του 19ου αιώνα. Αυτά που έλεγαν τράβηξαν την προσοχή του Μπαρνέτ. Ο άντρας έλεγε, ότι υπήρξε κάποτε σκλάβος που δραπέτευσε στα βουνά της επαρχίας Λας Βίγιας. Ο συγραφέας πήγε στο σπίτι του και συζήτησαν ώρες ολόκληρες. Το αποτέλεσμα ήταν το παρόν βιβλίο.
Τα κεφάλαια του βιβλίου μιλούν στο πρώτο μέρος με τίτλο «Η δουλεία» για τις πρώτες μνήμες, για τη ζωή στα παραπήγματα, τη ζωή στο βουνό. Στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Η κατάργηση της δουλείας» για τη ζωή στα εργοστάσια ζάχαρης και το τρίτο μέρος μιλάει για τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τη ζωή στον πόλεμο αυτό του δραπέτη σκλάβου. Ο λεγόμενος Νόμος για την Κατάργηση της Δουλείας, που κήρυττε την κατάργηση της δουλείας στην Κούβα, χρονολογείται από τις 13 του Φλεβάρη 1880. Ομως, οι δούλοι παρέμειναν στη δικαιοδοσία των αφεντικών τους και έτσι συνεχίστηκε ουσιαστικά η δουλεία, που ήθελε ακόμα 60 χρόνια να καταργηθεί.
Ο δραπέτης πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς του. Γεννήθηκε σ’ ένα γιατρείο, όπου πήγαιναν τις έγκους νέγρες για να γεννήσουν. Στη δική του περίπτωση ήταν κάποιο εργοστάσιο: «Οι νέγροι πουλιόντανε σαν καλοθρεμμένα γουρουνάκια κι έτσι με πούλησαν κι εμένα αμέσως, γι’αυτό και δε θυμάμαι τίποτα από εκείνο το μέρος. .……Αυτό πάντως που ξέρω σίγουρα είναι ότι μια φορά δραπέτευσα από εκεί. Επαναστάτησα, διάβολε, και δραπέτευσα. Γιατί ποιανού του άρεσε να δουλεύει! Με πιάσαν στα πράσα, όμως, κι έφαγα τις χρονιάς μου. Ακόμα τις νοιώθω τις ξυλιές. Με έδεσαν γερά και με ξανάστρωσαν στη δουλειά, με αλυσίδες κι όλα τα υπόλοιπα. Τα λες σήμερα και κανείς δε σε πιστεύει. Εγώ όμως τα έζησα και πρέπει να τα λέω.» (σελ. 24).
«Δεν ξέρω πώς οι θεοί επέτρεψαν τη δουλεία»
Πάντα οι αποικιοκράτες μελετούσαν τα έθιμα, τα ήθη και τις αδυναμίες των λαών που αλυσόδεσαν για να τις εκμεταλλευτούν. Η αφήγηση του νέγρου σκλάβου για το πώς «την πάτησαν» οι λαοί της Αφρικής και τους έπιαναν σκλάβους οι δουλέμποροι μπορεί να είναι μόνο μια πλευρά, αλλά σημαντικό είναι, ότι από τη ρωγμή της προσωπικής μνήμης καταλαβαίνουμε πολλά. Προλήψεις, θρησκείες, δεισιδαιμονίες έπαιξαν το δόλιο ρόλο τους, όπως πάντα για να σκλαβώνεται η ανθρωπότητα: «Οι πιο δυνατοί θεοί είναι οι θεοί της Αφρικής. Εγώ πιστεύω ότι είναι βέβαιο πως πετούσαν. Και με τις μαγείες έκαναν ό, τι τους κάπνιζε. Δεν ξέρω πώς επέτρεψαν τη δουλεία. Η αλήθεια είναι ότι κάθομαι και σκέφτομαι και άκρη δεν βγάζω. Για μένα, όλα ξεκίνησαν με τα κατακόκκινα μαντιλάκια. Τη μέρα που πέρασαν το τείχος. Το τείχος στην Αφρική ήταν παλαιό, σ’ όλο το μήκος της όχθης. Ηταν ένα τείχος από φοίνικες και κάτι παραπλανητικά ζωύφια που τσιμπούσαν σαν διαβόλοι. Για πολλά χρόνια προκαλούσαν τρομάρα στους λευκούς που προσπαθούσαν να βάλουν πόδι στην Αφρική. Ομως, τα κατακόκκινα μαντιλάκια τους διέλυσαν όλους. Και οι βασιλιάδες κι όλοι οι υπόλοιποι παραδόθηκαν με μεγάλη ευκολία. Οταν οι βασιλιάδες έβλεπαν τους λευκούς – νομίζω πως πρώτοι ήρθαν οι Πορτογάλοι – να βγάζουν τα κατακόκκινα μαντιλάκια σαν να ‘θελαν να χαιρετήσουν, έλεγαν στους νέγρους: «Αντε, τράβα να βρεις ένα κατακόκκινο μαντιλάκι, τρέχα.» Και οι νέγροι, καταμαγεμένοι από το κατακόκκινο χρώμα, έτρεχαν σαν τα πρόβατα στα πλοία κι εκεί ακριβώς τους βούταγαν. Στο νέγρο πάντα άρεσε ιδιαίτερα το κόκκινο χρώμα. Χάρη σ’ αυτό το χρώμα τους αλυσόδεσαν και τους έστειλαν στην Κούβα. Κι ύστερα δεν μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν στη γη τους. Γι’ αυτό υπάρχουν σκλάβοι στην Κούβα (σελ. 22).
Ο Μιγέλ Μπαρνέτ αναφέρει το θέμα των θρησκευτικών τελετουργιών, των μαντείων, των θεοτήτων παροτρυμένος από εθνολογικά ενδιαφέροντα σχετικά με τις θρησκείες αφρικανικής προέλευσης που διατηρούνται ακόμα στην Κούβα. Οι Μαρξ-Ενγκελς στην αρθρογραφία τους για το ρόλο των καπιταλιστικών δυνάμεων στην Ασία μιλούν και για το στοιχείο της λατρείας των δυνάμεων της Φύσης ή των ζώων (πχ της αγελάδας στην Ινδία ή και του πίθηκου) και πώς μπόρεσαν να το εκμεταλλευτούν οι Ευρωπαίοι κατακτητές. Αλλο χτυπητό παράδειγμα εκμετάλλευσης τοπικής κουλτούρας είναι αυτό του Ερνάντο Κορτές στο Μεξικό το 1519, όπου άρχικά τον πέρασαν για το λευκό θεό με γένεια, που θαρχόταν από Ανατολάς σύμφωνα με κάποια μυθολογία των Αζτέκων. Οι Ισπανοι το ήξεραν αυτό.
Το διαρκές έγκλημα
Σ’ αυτό το σημείο να κάνουμε μια διαδρομή σε κείμενα του Μαρξ, που δένουν όλες τις προσωπικές ιστορίες βασάνων των θυμάτων του διαρκούς καπιταλιστικού εγκλήματος σε βάρος των λαών της γης. Τα κείμενα που ακολουθούν μπορεί να τα βρει ο αναγνώστης στην άκρως επίκαιρη αρθρογραφία των Μαρξ-Ενγκελς του 1853 στο «Η αποικιοκρατία στην Ασία, Ινδία/Περσία/Αφγανιστάν» των Μαρξ-Ενγκελς, εκδόσεις «Αγρα».
Ο καπιταλισμός ήταν παγκοσμιοποιημένος εδώ και 500 χρόνια και η πορεία του στη γη συνοδεύτηκε από ένα διαρκές έγκλημα για την απόκτηση πρώτων υλών για τη βιομηχανία του. Ηταν αναπόφευκτο, ιστορικά νομοτελειακό, αυτοί που έχουν τα πιο εξελιγμένα μέσα παραγωγής να επιβληθούν σε άλλους που βρίσκονται σε «χαμηλώτερη» βαθμίδα ανάπτυξης. Εδώ δεν μπαίνει άλλη ηθική παρά αυτή της αστικής, εμπορικής τάξης στην ξέφρενη εξάπλωσή της στα πέρατα της γης. «Ηταν ο Βρετανός εισβολέας εκείνος που έσπασε τον ινδικό αργαλειό και κατέστρεψε τα αδράχτια. Η Αγγλία άρχισε με το να εκτοπίζει τα ινδικά βαμβακερά από την ευρωπαϊκή αγορά, κατόπιν εισάγαγε τις κλωστές στο Ινδοστάν και στο τέλος πλημμύρισε την ίδια την πατρίδα του βαμβακιού με βαμβακερά», θα πει ο Μαρξ στο «Η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία», που γράφτηκε το 1853 στο ως άνω βιβλίο. Σε άλλο σημείο θα γράφει: «Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι η αθλιότητα που προκάλεσαν οι Βρετανοί στο Ινδοστάν είναι ουσιαστικά διαφορετικού είδους και πιο έντονη από όλα όσα είχε υποστεί το Ινδοστάν στο παρελθόν. Δεν αναφέρομαι απλώς στον ευρωπαϊκό δεσποτισμό που φυτεύτηκε πάνω στον ασιατικό δεσποτισμό από τη βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, σχηματίζοντας έναν συνδυασμό πιο τερατώδη από οποιοδήποτε θείον τέρας στο Ναό της Σάλσεττ (νήσος της Σάλσεττ, βορείως της Βομβάης με 109 βουδιστικούς ναούς). Αυτό δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της βρετανικής αποικιακής κυριαρχίας, αλλά μόνο μίμηση της ολλανδικής και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να αρκεί, για να περιγράψουμε το χαρακτηριστικό τρόπο δράσης της βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, να επαναλάβουμε κατά λέξη αυτά που είπε για την παλαιά ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών ο Sir Stamford Raffles, ο Εγγλέζος Κυβερνήτης της [ολλανδικής αποικίας της] Ιάβας:
«Η Ολλανδική Εταιρεία έδρασε μόνο με το πνεύμα του κέρδους
και έβλεπε τους [Ιαβανέζους] υπηκόους με λιγότερη φροντίδα ή
προσοχή από εκείνη με την οποία αντιμετώπιζε, πρωτύτερα, ένας
ιδιοκτήτης φυτείας στις Δυτικές Ινδίες μια συμμορία που έμπαινε
μέσα στα κτήματά του, μια κι ο τελευταίος είχε πληρώσει για να
αγοράσει με λεφτά ανθρώπινη ιδιοκτησία, πράγμα που ο άλλος δεν
το είχε κάνει, χρησιμοποιώντας όλους τους υπαρκτούς μηχανισμούς
δεσποτισμού για να αποστραγγίζει από το λαό και την παραμικρή ικμάδα
που μπορούσε να συνεισφέρει και την τελευταία σταγόνα εργασίας, κι
έτσι επιδείνωνε τα ελαττώματα μιας ιδιότροπης και μισοβάρβαρης διοίκησης,
με το να τη χειρίζεται με όλη την έμπειρη πονηριά των πολιτικάντηδων
και όλο τον συμφεροντολόγο εγωισμό των εμπόρων που ζητούν να έχουν
το μονοπώλιο στα πάντα».
Και σχολιάζει ο Μαρξ: «Ολοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι εισβολές, οι επαναστάσεις, οι κατακτήσεις, οι λιμοί, που η επαναλαμβανόμενη δράση τους στο Ινδοστάν μπορεί να φανεί τόσο παράξενα πολύπλοκη, γοργή και καταστροφική, δεν προχώρησαν πιο βαθιά από την επιφάνεια. Ηταν η Αγγλία εκείνη που γκρέμισε ολόκληρη τη διάρθρωση της ινδικής κοινωνίας, χωρίς να φανεί μέχρι τώρα κανένα σημείο αποκατάστασης. Αυτή η απώλεια του παλιού του κόσμου χωρίς την απόκτηση ενός καινούργιου, προσδίδει ένα ιδιαίτερο είδος μελαγχολίας στην παρούσα αθλιότητα του Ινδού και διαχωρίζει το Ινδοστάν, κάτω από την κυριαρχία της Βρετανίας, από όλες τις αρχαίες παραδόσεις του και από όλη την περασμένη ιστορία του» (σελ. 29, 30, 31).
Μιλώντας για τη διάλυση των μικρών ινδικών κοινοτήτων, που βασίζονταν στην οικοτεχνία, βλέπουμε την αμείλικτη επέμβαση της ιστορίας, στην οποία όποιος διαθέτει πιο αναπτυγμένα μέσα παραγωγής εκτοπίζει τους άλλους. Ετσι συνεχίζει ο Μαρξ: «Η εγγλέζικη παρέμβαση έβαλε το κλωστήριο στο Λανκασάιαρ και τον αργαλειό στη Βεγγάλη ή σάρωνε τον Ινδό κλωστοϋφαντουργό, διαλύοντας αυτές τις μικρές μισοβάρβαρες-μισοπολιτισμένες κοινότητες, ανατινάζοντας την οικονομική τους βάση και παράγοντας έτσι τη μεγαλύτερη και, για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική κοινωνική επανάσταση που συντελέστηκε ποτέ στην Ασία» (σελ. 36, 37).
Υπάρχει λοιπόν και η θετική πλευρά. Οι συνθήκες αυτές τράβηξαν τους λαούς αυτούς έξω από έναν αιώνιο κοινωνικό λήθαργο ετοιμάζοντας το έδαφος για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αν δεν γίνει αυτή, όμως, οι συνέπειες για τους λαούς θα είναι πάντα κακές, όπως το ζούμε σήμερα με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Ο Μαρξ δεν είναι συναισθηματίας και η ιστορία είναι μια αμείλικτη θεά που ακολουθεί τους- καμιά φορά – ανεξιχνίαστους δρόμους της. Ετσι, παρακάτω, ο Μαρξ τονίζει, παρ’ όλο που «το ανθρώπινο αίσθημα αρρωσταίνει όταν γίνεται μάρτυρας της αποδιοργάνωσης και διάλυσης .…..αυτών των μυριάδων εργατικών πατριαρχικών και ακίνδυνων κοινωνικών οργανώσεων», που τα μέλη τους βασανίζονται και χάνουν τον αρχαίο πολιτισμό τους, «…δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι ειδυλλιακές χωριάτικες κοινότητες, όσο ακίνδυνες κι αν φαίνονταν, υπήρξαν πάντοτε το στέρεο θεμέλιο του ανατολικού δεσποτισμού, περιόριζαν το ανθρώπινο πνεύμα μέσα στη στενότερη δυνατή περίμετρο, μετατρέποντάς το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες, στερώντας του κάθε μεγαλείο και ιστορική ενεργητικότητα. Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον βάρβαρο εγωισμό που, προσηλωμένος σε κάποιο άθλιο κομματάκι γης, παρέμενε ατάραχος θεατής μπροστά στην ερείπωση ολόκληρων αυτοκρατοριών, μπροστά στην εκτέλεση ανείπωτων βιαιοπραγιών, τη σφαγή του πληθυσμόυ των μεγάλων πόλεων, ενδιαφερόμενος αποκλειστικά για τα δεινά της Φύσης και μένοντας ο ίδιος αβοήθητη λεία οποιουδήποτε επιδρομέα τον έβαζε στόχο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι αυτή η ανάξια, τελματωμένη και φυτοζωούσα ζωή, αυτό το παθητικό είδος ύπαρξης προκαλούσε από την άλλη μεριά, σαν αντίβαρο, άγριες, άσκοπες, αχαλίνωτες δυνάμεις καταστροφής και μετέτρεπε τον ίδιο το φόνο σε θρησκευτική τελετουργία στο Ινδοστάν. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτές οι μικρές κοινότητες ήταν μολυσμένες με διακρίσεις κάστας και με δουλεία.….…. ότι μεταμόρφωναν μια αυτοαναπτυσσόμενη κοινωνική κατάσταση σε μια αιώνια φυσική μοίρα φέρνοντας έτσι μια αποκτηνωτική λατρεία της Φύσης.……» (σελ. 37/38).
Ακόμα και σήμερα συναντούμε στην πολιτική ζωή νοσταλγικές αναρχοπράσινες τάσεις επιστροφής στην παλαιά «ρομαντική» κατάσταση της μικροπαραγωγής. Τάσεις, που είναι ιστορικά αντιδραστικές. Η νομοτελειακή εξέλιξη της ιστορίας πρέπει να αξιοποιηθεί. Η με τα λόγια του Μαρξ «μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση να διαφεντεύει τα επιτεύγματα της αστικής εποχής» και η ανθρώπινη πρόοδος να μη μοιάζει «μ’ αυτό το αποτρόπαιο ειδωλολατρικό ξόανο που δεν πίνει νέκταρ παρά μόνο μέσα από τα κρανία των σφαγιασμένων».
Δεν χρειάζεται λοιπόν μοιρολατρεία και νοσταλγία περασμένων και ξεπερασμένων καταστάσεων. Η Αγγλία και οι άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις έγιναν, θέλοντας και μη, το ασυνείδητο εργαλείο της ιστορικής προόδου: «Η Αγγλία, είναι αλήθεια, προκαλώντας μια κοινωνική επανάσταση στο Ινδοστάν, έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρομερών συμφερόντων της και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο. Δεν είναι, όμως, αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι άλλο: μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένο της χωρίς μια ριζική επανάσταση στην κοινωνική κατάσταση της Ασίας; Αν όχι, τότε, όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή ήταν το ασυνείδητο όργανο της Ιστορίας για να επέλθει η εν λόγω επανάσταση. Τότε, όποια κι αν είναι η πικρία και τα προσωπικά μας αισθήματα μπροστά στο θέαμα του καταποντισμού ενός αρχαίου κόσμου, έχουμε το δικαίωμα, από τη σκοπιά της Ιστορίας, να φωνάξουμε μαζί με τον Γκαίτε:
«Γιατί το βάσανο αυτό εμάς να βασανίζει
αφού στη μέγιστη χαρά μας οδηγεί
μήπως ψυχές μυριάδες δεν χαθήκαν
απ’ του Τιμούρ το σκήπτρο το βαρύ;»
(σελ. 38/39)
Ζήτημα λοιπόν η ανθρωπότητα να πίνει νέκταρ, αλλά όχι από κρανία σφαγιασμένων!
Οι προσωπικές ιστορίες σαν συστατικά μέρη μιας μεγάλης σύνθεσης
Επιστρέφουμε στο βιβλίο του Μιγέλ Μπαρνέτ. Η πλέον πιο ακραία εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο είναι η δουλεία, όπου ο σκλάβος είναι ιδιοκτησία του αφέντη. Δηλαδή, όπου ο ένας άνθρωπος είναι ιδιοκτησία του άλλου. Η κάθε διαμαρτυρία τιμωρείται βάναυσα, με βασανιστήρια. Ο γέρος πρώην δούλος αφηγείται: «Είδα πολλές φρικιαστικές τιμωρίες στη διάρκεια της δουλείας. Γι’ αυτό δε μ’άρεσε αυτή η ζωή. Στο σπίτι με τη χύτρα ήταν το ξύλο, που ήταν η χειρότερη τιμωρία. Υπήρχαν ξύλα όρθια ή ξαπλωτά. Γίνονταν από φαρδιές σανίδες με τρύπες, απ’ όπου υποχρέωναν το σκλάβο να περνάει τα πόδια του, τα χέρια του και το κεφάλι. Τους άφηναν έτσι κλειδαμπαρωμένους για δυο-τρεις μήνες σαν τιμωρία για οτιδήποτε ασήμαντο είχαν κάνει. Μαστίγωναν και τις έγκυους, αλλά ξαπλωμένες μπρούμυτα και αφού έκαναν ένα λάκκο στο χώμα για να προφυλάσσουν την κοιλιά τους.
Τους έδιναν κάτι καμτσικιές! Βέβαια, πρόσεχαν να μη χτυπήσουν το μωρό, γιατί τα χρειάζονταν, φυσικά. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν το μαστίγιο. Μαστίγωνε ο ίδιος ο επιστάτης μ’ ένα λουρί από δέρμα αγελάδας που χάραζε το δέρμα. Το καμτσίκι το έφτιαχναν από καννάβι, απ’ οποιοδήποτε κλαδί που έβρισκαν στο βουνό. Εκαιγε σαν διάβολος κι έκοβε το δέρμα σε λουρίδες. Εχω δει πολλούς νέγρους ομορφάντρες με κατακόκκινες πλάτες. Κατόπιν έβαζαν πάνω στις πληγές φύλλα καπνού βουτηγμένα σε κάτουρο και αλάτι» (σελ. 47/48).
Μην ξεχνάμε ωστόσο, ότι και στις μητρόπολεις η τεράστια πλειοψηφία των λαών περνούσε μια άθλια ζωή και ότι στις αποικίες οι ντόπιοι άρχοντες καταπίεζαν στυγνά τους δικούς τους λαούς. Δεν είναι μόνο φυλετικό το θέμα, αλλά και ταξικό.
Το βιβλίο δίνει μια γλαφυρή εικόνα της ζωής των μαύρων στην Κούβα πριν την Επανάσταση, βιωματικά αφηγημένη. Μας δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για να καταλάβουμε τί παει να πει αισχρή εκμετάλλευση, τί παει να πει ξεζούμισμα. Οι επί μέρους «βιογραφίες» μύριων ανθρώπων αποτελούν την πολύτιμη ύλη για να μαθευτεί η ιστορική αλήθεια. Απ’ αυτή την άποψη επιβάλλεται το διάβασμά του. Είναι ένα βιβλίο, για το οποίο λίγα μπορεί να πει κανείς, διότι μιλάει από μόνο του. Δεν χρειάζεται συστάσεις. Στο τέλος του βιβλίου ο πρωταγωνιστής συγκρίνει Ισπανούς και Αμερικάνους. Ζυγίζει τη συμπεριφορά τους με το δικό του απλό τρόπο στηριζόμενος στην βιωματική εμπειρία και καταλήγει, ότι δεν θέλει να πεθάνει, αλλά να πολεμήσει σ’ όλες τις μάχες που θα έρθουν, αλλά με.…..ματσέτα, διότι «…δεν μπαίνω τώρα σε χαράκωμα, ούτε πιάνω στο χέρι μου αυτά τα όπλα που υπάρχουν σήμερα. Μου φτάνει η ματσέτα» (σελ. 217).