Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βιτόριο Γκάσμαν, κορυφαίος Ιταλός ηθοποιός, γέννημα του ιταλικού λαϊκού κινήματος στο χώρο του πολιτισμού

Ο κορυ­φαί­ος ηθο­ποιός της Ιτα­λί­ας, που δια­πλά­στη­κε, εξε­λί­χθη­κε και ταυ­τί­στη­κε με το βαθύ­τα­τα προ­ο­δευ­τι­κό αισθη­τι­κό κίνη­μα του νεοϊ­τα­λι­κού ρεα­λι­σμού, ένα κίνη­μα «γέν­νη­μα» του δυνα­μι­κού προ­πο­λε­μι­κού, αλλά και μετα­πο­λε­μι­κού ιτα­λι­κού λαϊ­κού κινή­μα­τος στο χώρο του πολι­τι­σμού, κίνη­μα που εξέ­θρε­ψε και λάμπρυ­νε — θεμα­το­λο­γι­κά, μορ­φο­λο­γι­κά και ανά­δει­ξε πλη­θώ­ρα σπου­δαί­ων προ­ο­δευ­τι­κών δημιουρ­γών — τον Ιτα­λι­κό Κινη­μα­το­γρά­φο, επη­ρε­ά­ζο­ντας και άλλους κινη­μα­το­γρα­φι­στές σε όλο τον κόσμο, πέθα­νε στις 29 Ιου­νί­ου του 2000, σε ηλι­κία 78 ετών.

Ο Γκά­σμαν παρου­σί­α­σε  αρκε­τά χρό­νια πριν το θάνα­τό του, σοβα­ρή κατά­θλι­ψη, η οποία, από κάποιους συμπα­τριώ­τες του, που τον γνώ­ρι­ζαν καλά, απο­δι­δό­ταν στην επί πολ­λά χρό­νια, ακού­σια καλ­λι­τε­χνι­κή απρα­ξία του, καθώς και το θέα­τρο και ο κινη­μα­το­γρά­φος της πατρί­δας του αχρη­στεύ­τη­καν, σχε­δόν εντε­λώς, από μια κυβερ­νη­τι­κή πολι­τι­κή, δου­λι­κή στον ιμπε­ρια­λι­σμό της αμε­ρι­κα­νι­κής βιο­μη­χα­νί­ας του θεά­μα­τος — ακρο­ά­μα­τος, μια πολι­τι­κή που άφη­σε τη σύγ­χρο­νη ιτα­λι­κή θεα­τρι­κή και κυρί­ως την ακμά­ζου­σα κινη­μα­το­γρα­φία, αβο­ή­θη­τες στο από­λυ­το περι­θώ­ριο. Λέγε­ται ότι η παρα­τε­τα­μέ­νη κατά­θλι­ψη του Γκά­σμαν εμφά­νι­σε και ενδεί­ξεις — συμ­πτώ­μα­τα της νόσου Αλτσχάιμερ.

Ο Β. Γκά­σμαν, γεν­νή­θη­κε την 1η Σεπτεμ­βρί­ου στη Γένο­βα το 1922, αλλά μεγά­λω­σε στη Ρώμη. Σπού­δα­σε θέα­τρο και με αυτό άρχι­σε την καριέ­ρα του, ερμη­νεύ­ο­ντας πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους (λ.χ Αμλετ, Οθέλ­λος). Ο μετα­πο­λε­μι­κός ιτα­λι­κός κινη­μα­το­γρά­φος δε θα μπο­ρού­σε παρά να αξιο­ποι­ή­σει το μεγά­λο υπο­κρι­τι­κό ταλέ­ντο, αλλά και την ανδρι­κή λάμ­ψη του Γκά­σμαν . Ετσι ο κινη­μα­το­γρά­φος τον «τρά­βη­ξε» από το θέα­τρο, απο­σπώ­ντας μονα­δι­κής εμβέ­λειας ερμη­νεί­ες του (λ.χ στο «Κλέ­ψας του κλέ­ψα­ντος», «Μπραν­κα­λε­ό­νε», «Ο φαμ­φα­ρό­νος», «Αρω­μα γυναί­κας» και πολ­λές άλλες). Η διε­θνής κινη­μα­το­γρα­φι­κή φήμη του έφθα­σε στο Χόλι­γουντ, όπου πήγε στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’50 και συνερ­γά­στη­κε για ται­νί­ες όπως το «Πόλε­μος και Ειρή­νη». Στην Αμε­ρι­κή έκα­νε τον πρώ­το του γάμο με την Αμε­ρι­κα­νί­δα ηθο­ποιό Σέλεϊ Ουί­ντερς, με την οποία χώρι­σε γρή­γο­ρα. Από τους τρεις γάμους του απέ­κτη­σε τέσ­σε­ρα παι­διά. Προς τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’70, θέλο­ντας να γυρί­σει στο θέα­τρο δημιούρ­γη­σε έναν περιο­δεύ­ο­ντα θία­σο, που δεν είχε και μεγά­λη τύχη, και δρα­μα­τι­κή σχολή.

Από το μπάσκετ στο σανίδι

Ο Γκά­σμαν, που είχε το έμφυ­το χάρι­σμα του ηθο­ποιού, αλλά και εξαι­ρε­τι­κή παι­δεία, θα πίστευε κανείς ότι μας έρχε­ται από τη μεγά­λη λαϊ­κή σχο­λή ηθο­ποι­ί­ας του ιτα­λι­κού νότου. Άλλω­στε ο ίδιος είχε πει εύστο­χα ότι «σε μια λαϊ­κή αγο­ρά της Νάπο­λης βρί­σκεις περισ­σό­τε­ρο ταλέ­ντο απ’ ό,τι σε όλο το Χόλι­γουντ». Κι όμως, είχε γεν­νη­θεί στη Γένο­βα, από Γερ­μα­νό πατέ­ρα και Εβραία μητέ­ρα. Γρή­γο­ρα ανα­κά­λυ­ψε την κλί­ση του και πήγε στη Ρώμη για να σπου­δά­σει στην Εθνι­κή Ακα­δη­μία Δρα­μα­τι­κής Τέχνης, παρό­τι είχε ταλέ­ντο και στο μπά­σκετ, έχο­ντας και το προ­νό­μιο του ύψους.

Ο Βιτό­ριο Γκά­σμαν, αν ήταν απο­λαυ­στι­κός στη μεγά­λη οθό­νη, στο σανί­δι, για όσους είχαν την τύχη να τον δουν, ήταν ένα πραγ­μα­τι­κό θηρίο, μία μονα­δι­κή εμπει­ρία. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στο θέα­τρο το 1942, ενώ δέκα χρό­νια μετά ‑αφού συνερ­γά­στη­κε, για μερι­κά χρό­νια με τον Λου­κί­νο Βισκόντι‑, θα δημιουρ­γή­σει το δικό του θία­σο, το ιτα­λι­κό “ Θέα­τρο Τέχνης”, ανε­βά­ζο­ντας κλα­σι­κά έργα, από Αισχύ­λο και Σενέ­κα, μέχρι Ίψεν, Σαίξ­πηρ και Ανουίγ.

Πικρό Ρύζι

Ο πρώ­τος του αξιό­λο­γος ρόλος στο σινε­μά ήταν αυτός του Τζά­κο­μο Καζα­νό­βα το 1947 στο “ Il Cavaliere Misterioso” του Ρικάρ­ντο Φρέ­ντα, έχο­ντας δίπλα του την Ιβόν Σαν­σόν. Δυο χρό­νια αργό­τε­ρα θα παί­ξει στο περί­φη­μο “ Πικρό Ρύζι” του σημα­ντι­κού Τζου­ζέ­πε ντε Σάντις, όπου ο νεο­ρε­α­λι­σμός κολ­λά­ει με τη σεξουα­λι­κό­τη­τα, έχο­ντας ως συμπα­ρα­στά­τες τον Ραλφ Βαλό­νε και τη αλη­σμό­νη­τη Σιλ­βά­να Μάγκα­νο. Θα ξανα­συ­να­ντη­θούν οι τρεις τους το 1951 στην “ Άννα”, μια ται­νία που θα γνω­ρί­σει τερά­στια επι­τυ­χία. Η Μάγκα­νο μαγεύ­ει χορεύ­ο­ντας και ο Γκά­σμαν ως αλη­τή­ριος έδει­ξε τι μπο­ρού­με να περι­μέ­νου­με από το ταλέ­ντο του.

Η Αμερική και ο θρίαμβος της επιστροφής

Μετά από μία πετυ­χη­μέ­νη περι­πέ­τεια στην Αμε­ρι­κή για πέντε έξι χρό­νια, όπου γύρι­σε αρκε­τές ται­νί­ες και παντρεύ­τη­κε τη Σέλεϊ Γουί­ντερς, ο Γκά­σμαν θα επι­στρέ­ψει στην Ιτα­λία για να κάνει θαύ­μα­τα. Η αρχή του προ­σω­πι­κού του θριάμ­βου θα αρχί­σει το 1958 στην κλα­σι­κή κωμω­δία “ Ο Κλέ­ψας του Κλέ­ψα­ντος” του Μονι­τσέ­λι, έχο­ντας δίπλα του τους Μαρ­τσέ­λο Μαστρο­γιά­νι, Τοτό, Κλά­ου­ντια Καρ­ντι­νά­λε και μια σει­ρά από εκπλη­κτι­κούς καρα­τε­ρί­στες. Στο ρόλο του παλι­κα­ρά, απο­τυ­χη­μέ­νου μπο­ξέρ και γόη είναι κάτι παρα­πά­νω από συγκλο­νι­στι­κός. Συμπυ­κνώ­νει όλη την “ κομέ­ντια ντελ άρτε” μέσα σε λίγα λεπτά. Την επό­με­νη χρο­νιά, ξανά με τον Μονι­τσέ­λι, θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει, μαζί με τον Αλμπέρ­το Σόρ­ντι, στο αντι­πο­λε­μι­κό αρι­στούρ­γη­μα “ Ο Μεγά­λος Πόλεμος”.

Ο Φανφαρόνος

Τη δεκα­ε­τία του ‘60 άρχι­σε να γίνε­ται ιδιαι­τέ­ρως επι­λε­κτι­κός, παί­ζο­ντας μόνο σε πέντε ται­νί­ες. Μία απ’ αυτές όμως ήταν και η περί­φη­μη πικρή κωμω­δία “ Ο Φαν­φα­ρό­νος” του Ντί­νο Ρίζι, όπου δίνει τα ρέστα του, τρέ­χο­ντας με την ανοι­κτή Alfa Romeo του, έχο­ντας δίπλα του τον νεα­ρό Ζαν-Λουί Τρε­ντι­νιάν. Όλο το πνεύ­μα της μετα­πο­λε­μι­κής Ιτα­λί­ας σε δυο ώρες. Θα παί­ξει και στο αγα­πη­μέ­νο σπον­δυ­λω­τό φιλμ του Ρίζι “ Τα Τέρα­τα”, έχο­ντας δίπλα του τον εξαί­σιο Ούγκο Τονιά­τσι. Θα ακο­λου­θή­σει η απο­λαυ­στι­κή κωμω­δία του Μονι­τσέ­λι “ Οι Γεν­ναί­οι του Μπραν­κα­λε­ό­νε”, που μοιά­ζει με προ­οί­μιο των ται­νιών των Μόντι Πάι­θονς. Το 1969 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στο χαρι­τω­μέ­νο “ Η Ωραία και ο Ναπο­λι­τά­νος”, που έχει τη δική του αξία καθώς θα συνυ­πάρ­ξει με την Σοφία Λόρεν.

Άρωμα μεγαλείου

Τη δεκα­ε­τία του ‘70 θα γυρί­σει κάποιες ται­νί­ες, πολ­λές φορές με την πανέ­μορ­φη Μόνι­κα Βίτι, ενώ γίνε­ται φανε­ρό ότι είναι κοντά η επο­χή κρί­σης του ιτα­λι­κού σινε­μά, με την κυριαρ­χία της αμε­ρι­κα­νι­κής κινη­μα­το­γρα­φι­κής βιο­μη­χα­νί­ας και την εξά­ντλη­ση μιας γενιάς δημιουρ­γών, που έγρα­ψαν τη δική τους ιστο­ρία στον σινε­μά. Ωστό­σο, θα γυρί­σει το “ Άρω­μα Γυναί­κας” του Ντί­νο Ρίζι δίνο­ντας ρεσι­τάλ ως τυφλός από­στρα­τος. Το ρόλο επα­νέ­λα­βε μετά από 20 χρό­νια ο Αλ Πατσί­νο, χαρί­ζο­ντάς του δικαί­ως το Όσκαρ Α’ Ρόλου. Κι όμως ο Γκά­σμαν ήταν καλύτερος.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο