Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βούρλα: Η μεγάλη απόδραση κομμουνιστών, από τις θεαματικότερες αποδράσεις στα διεθνή χρονικά

Ιού­λιος. Σαν σήμε­ρα, πριν από 63 χρό­νια. Είκο­σι επτά κομ­μου­νι­στές κρα­τού­με­νοι δρα­πε­τεύ­ουν στις 17 Ιου­λί­ου 1955, μετά από τέσ­σε­ρις μήνες επί­μο­χθης και επι­κίν­δυ­νης προ­ε­τοι­μα­σί­ας, από τις φυλα­κές των Βούρ­λων. Η από­δρα­ση εκεί­νη υπήρ­ξε μια από τις θεα­μα­τι­κό­τε­ρες στα διε­θνή χρο­νι­κά και, μολο­νό­τι χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ελά­χι­στα μέσα και αυτο­σχέ­δια εργα­λεία, εξευ­τέ­λι­σε τους δεσμώ­τες της επο­χής. Η ιστο­ρία των Βούρ­λων ξεκι­νά όμως πολύ νωρί­τε­ρα. Όταν για πρώ­τη φορά χτί­ζε­ται σε λιμά­νι της Μεσο­γεί­ου ένα δημό­σιο πορ­νείο για να εξυ­πη­ρε­τεί τις ανά­γκες ναυ­τι­κών και εργα­τών. Είναι ο χώρος που ενέ­πνευ­σε τον Μάρ­κο Βαμ­βα­κά­ρη, τη Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη τη Λιλί­κα Νάκου, τον Μ. Καρα­γά­τση και πολ­λούς άλλους ακό­μα. Είναι ο χώρος που στέ­γα­σε απελ­πι­σμέ­νες γυναί­κες και εξε­λί­χθη­κε σε μια φρι­κτή φυλακή.

APODRASI4

Βούρλα: Η μεγάλη απόδραση

Τον Ιού­λιο του 1955 είκο­σι επτά βαρυ­ποι­νί­τες κομ­μου­νι­στές δρα­πε­τεύ­ουν από τις φυλα­κές των Βούρ­λων, στην περιο­χή της Δρα­πε­τσώ­νας του Πει­ραιά. Η εκπλη­κτι­κή από­δρα­ση των 27 κρα­τού­με­νων κομ­μου­νι­στών επι­φέ­ρει ισχυ­ρό­τα­το πλήγ­μα στην Ασφά­λεια, η οποία αντι­δρά με δρα­κό­ντεια μέτρα για τη σύλ­λη­ψή τους και οι δρα­πέ­τες επι­κη­ρύσ­σο­νται με τον ν.1871 «περί ληστο­κρα­τεί­ας» και με σημα­ντι­κά για την επο­χή χρη­μα­τι­κά ποσά, ως «λίαν επι­κίν­δυ­νοι δια την δημο­σί­αν ασφά­λειαν». H επι­κή­ρυ­ξη δεν απέ­δω­σε. Παρ’ όλα αυτά οι περισ­σό­τε­ροι συνε­λή­φθη­σαν αργό­τε­ρα. Οι συν­θή­κες όμως κάτω από τις οποί­ες σχε­διά­στη­κε και υλο­ποι­ή­θη­κε η από­δρα­ση των 27 κρα­τού­με­νων κομ­μου­νι­στών από τις φυλα­κές στα Βούρ­λα, την καθι­στούν μια από τις θεα­μα­τι­κό­τε­ρες απο­δρά­σεις στα διε­θνή χρο­νι­κά. Ο εξευ­τε­λι­σμός για τους δεσμώ­τες είναι μεγάλος.

Τα Βούρ­λα της Δρα­πε­τσώ­νας πήραν την ονο­μα­σία τους από το ελώ­δες έδα­φος και τα βούρ­λα που φύο­νταν εκεί. Δεν ήταν μια τοπο­θε­σία που θα επέ­λε­γε για να κατοι­κή­σει κανείς. Σε αυτόν τον τόπο εγκα­τά­λει­ψης και παρακ­μής στή­θη­καν, τον 19ο αιώ­να, αρχι­κά οι εγκα­τα­στά­σεις των πορ­νεί­ων με σκο­πό να εξυ­πη­ρε­τούν τις ανά­γκες των πλη­ρω­μά­των, ελλη­νι­κών και ξένων πλοί­ων. Την περί­ο­δο της Κατο­χής, οι Ιτα­λοί και οι Γερ­μα­νοί μετέ­τρε­ψαν το συγκρό­τη­μα των οίκων ανο­χής σε φυλα­κές που το 1995 θεω­ρού­νταν πλέ­ον φυλα­κές υψί­στης ασφα­λεί­ας υπό την ονο­μα­σία Δικα­στι­κές Φυλα­κές Πειραιώς.

Οι φυλα­κές των Βούρ­λων αρθρώ­νο­νταν σε τρεις πτέ­ρυ­γες. Από τις τρεις πτέ­ρυ­γες, η πρώ­τη και η δεύ­τε­ρη χρη­σι­μο­ποιού­νταν για τους ποι­νι­κούς κρα­τού­με­νους και η τρί­τη πτέ­ρυ­γα για τους πολι­τι­κούς. Κάθε πτέ­ρυ­γα είχε 24 κελιά των πέντε ατό­μων. Το 1954, και με βάση τον… περί­φη­μο Μετα­ξι­κό νόμο 375/36, η κυβέρ­νη­ση του «Ελλη­νι­κού Συνα­γερ­μού», υπό τον Αλέ­ξαν­δρο Παπά­γο, προ­χώ­ρη­σε σε ομα­δι­κές συλ­λή­ψεις στε­λε­χών του παρά­νο­μου μηχα­νι­σμού του ΚΚΕ με την κατη­γο­ρία της κατα­σκο­πεί­ας σε βάρος της χώρας.

Στα τέλη του 1954, γεν­νή­θη­κε η ιδέα της από­δρα­σης στους κομ­μου­νι­στές που βρί­σκο­νταν κρα­τού­με­νοι στα Βούρ­λα. Οι δρα­πέ­τες τήρη­σαν αυστη­ρά τους νόμους της συνω­μο­τι­κό­τη­τας, βασί­στη­καν στην εφευ­ρε­τι­κό­τη­τά τους και ευνο­ή­θη­καν από τις συμ­πτώ­σεις. Διέ­φυ­γαν μέσα από σήραγ­γα που κατα­σκευά­στη­κε από τους κρα­τού­με­νους, σε τέσ­σε­ρις μήνες, και ξεκί­νη­σε κάτω από το κρε­βά­τι κρα­τού­με­νου στο κελί 13, το οποίο βρι­σκό­ταν κοντύ­τε­ρα από κάθε άλλο στον εξω­τε­ρι­κό τοί­χο των φυλα­κών, απέ­να­ντι από το εργο­στά­σιο «Ντε­στρέ». Οι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι έπρε­πε να τρυ­πή­σουν το τσι­με­ντέ­νιο δάπε­δο, να σχη­μα­τί­σουν «πηγά­δι» βάθους τριών μέτρων, από όπου θα ξεκι­νού­σε η σήραγ­γα με διά­με­τρο 80 εκα­το­στά και μήκος 18–19 μέτρα. Η υπό­γεια σήραγ­γα θα περ­νού­σε κάτω από τα θεμέ­λια του τοί­χου της φυλα­κής και του εξω­τε­ρι­κού μαντρό­τοι­χου, θα διέ­σχι­ζε την οδό Δογά­νη, θα περ­νού­σε τον εξω­τε­ρι­κό τοί­χο του εργο­στα­σί­ου «Ντε­στρέ» και θα κατέ­λη­γε στους λου­τή­ρες του εργο­στα­σί­ου. Τα εργα­λεία για την από­δρα­ση ήταν αρχι­κά ένα κοπί­δι και ένα τσα­γκα­ρά­δι­κο σφυ­ρί, αργό­τε­ρα προ­στέ­θη­κε σε αυτά ένα σκε­πάρ­νι. Για την όλη επι­χεί­ρη­ση «στρα­το­λο­γή­θη­καν» δύο γυναί­κες που συν­δέ­ο­νταν αισθη­μα­τι­κά με τους κρα­τού­με­νους, και τους έδω­σαν σημα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για τις συν­θή­κες γύρω από τις φυλα­κές, την από­στα­ση μέχρι την Νεστρέ, τις σκο­πιές κ.λπ.

Για την προ­ε­τοι­μα­σία απαι­τή­θη­καν τρεις μήνες. Άλλους τέσ­σε­ρις μήνες πήρε το σκά­ψι­μο της σήραγ­γας. Ακού­γε­ται απλό; Για τις συν­θή­κες που επι­κρα­τού­σαν και τα δια­θέ­σι­μα μέσα, ήταν μια ασύλ­λη­πτη επι­χεί­ρη­ση, κάτω από τρα­γι­κά δύσκο­λες συν­θή­κες κιν­δύ­νου. Η σήραγ­γα μήκους 18 μέτρων υπο­στυ­λώ­θη­κε με επάρ­κεια. Για να κρύ­ψουν τα μπά­ζα, οι κρα­τού­με­νοι ζήτη­σαν άδεια να φτιά­ξουν παρ­τέ­ρι με άνθη στο εσω­τε­ρι­κό προ­αύ­λιο, η άδεια τους δόθη­κε και σε λίγο και­ρό το σημείο γέμι­σε άνθη μέσα σε γκα­ζο­τε­νε­κέ­δες που είχαν το χώμα και χαλί­κια από το άνοιγ­μα της σήραγ­γας. Όσο το έργο προ­χω­ρού­σε τόσο δυσκο­λό­τε­ρη γινό­ταν η κατά­στα­ση μέσα στη σήραγ­γα από τη ζέστη και την έλλει­ψη αέρα. Γι’ αυτό κάθε τέταρ­το άλλα­ζαν και οι βάρ­διες του σκαψίματος.

APODRASI2

Το μεση­μέ­ρι της Κυρια­κής 17 Ιου­λί­ου 1955, μετά το συσ­σί­τιο, οι κρα­τού­με­νοι φορούν πιτζά­μες πάνω από τα ρού­χα τους, κάλ­τσες πάνω από τα παπού­τσια τους, μαντή­λια στα κεφά­λια τους. Κατά ομά­δες δια­σχί­ζουν τη σήραγ­γα και φτά­νουν στο εργο­στά­σιο «Ντε­στρέ», κάνο­ντας το βήμα προς την ελευθερία…

Τα νέα μαθεύ­τη­καν στις τρεις το μεση­μέ­ρι της Κυρια­κής, όταν μπή­καν στην Γ΄ Πτέ­ρυ­γα ο υπαρ­χι­φύ­λα­κας με τρεις φύλα­κες για την καθιε­ρω­μέ­νη κατα­μέ­τρη­ση των κρα­του­μέ­νων. Στα τελευ­ταία κελιά της πτέ­ρυ­γας — τα κελιά 13,14 και 15 — δεν υπήρ­χε κανέ­νας. Οι 27 δρα­πέ­τες ήταν οι Βαρ­δής Βαρ­δι­νο­γιάν­νης, φοι­τη­τής Νομι­κής 33 ετών, Ανδρέ­ας Βελ­λής, φοι­τη­τής Πολυ­τε­χνεί­ου, 26 ετών, Γκα­στόν Βερ­ναρ­δής, τελειό­φοι­τος Ιατρι­κής, 31 ετών, Γιώρ­γος Γεωρ­γί­ου, εργά­της, 55 ετών, Αρι­στο­τέ­λης Γεωρ­γού­λιας, έμπο­ρος, τελειό­φοι­τος Νομι­κής, 38 ετών, Βασί­λης Δου­κά­κης, μετα­φρα­στής, 30 ετών, Χαρά­λα­μπος Καλα­τζής, έμπο­ρος, 28 ετών, Σταύ­ρος Καρ­ράς, σπου­δα­στής Πολυ­τε­χνεί­ου, 30 ετών, Βασί­λης Κάτρης, εργά­της, 30 ετών, Παντε­λής Κιουρ­τζής, έμπο­ρος, 42 ετών, Ζήσι­μος Κόκλας, δημό­σιος υπάλ­λη­λος, 40 ετών, Μιχά­λης Κολο­κο­τρώ­νης, αρτερ­γά­της, 30 ετών, Κώστας Λιναρ­δά­τος, δημο­σιο­γρά­φος, τελειό­φοι­τος Νομι­κής, 33 ετών, Αλέ­κος Λογα­ράς, γεω­πό­νος, 29 ετών, Ανδρέ­ας Μπαρ­τζώ­κας, λογι­στής, 28 ετών, Δημή­τρης Μυριαν­θό­που­λος, εργά­της, 42 ετών, Δημή­τριος Πανου­σό­που­λος, ιδιω­τι­κός υπάλ­λη­λος, ετών 26, Αλέ­κος Παπα­λε­ξί­ου, φοι­τη­τής Ιατρι­κής, 36 ετών, Αλέ­ξης Παπού­λιας, δικη­γό­ρος, 41 ετών, Στέ­λιος Πάσιος, σιδη­ρο­δρο­μι­κός, 31 ετών, Περι­κλής Ροδά­κης, μετα­φρα­στής, 30 ετών, Σταύ­ρος Σιδέ­ρης, πτη­νο­τρό­φος, 30 ετών, Σωτή­ρης Σωτη­ρό­που­λος, κτη­μα­τί­ας, 35 ετών, Λεω­νί­δας Τζε­φρώ­νης, τελειό­φοι­τος Πολυ­τε­χνεί­ου, 35 ετών, Κυριά­κος Τσα­κί­ρης, φοι­τη­τής Νομι­κής, 39 ετών, Κώστας Φίλης, καθη­γη­τής Φιλο­λο­γί­ας, 28 ετών και Γεώρ­γιος Χατζη­πέ­τρου, υδραυ­λι­κός, 33 ετών.

Η κινη­το­ποί­η­ση των αρχών είναι αστρα­πιαία, κλεί­νουν αμέ­σως οι δρό­μοι με μπλό­κα και έλεγ­χο των περα­στι­κών. Σε λίγη ώρα τις φυλα­κές των Βούρ­λων επι­σκέ­πτο­νται ο υπουρ­γός Δημό­σιας Τάξης, ο αρχη­γός της Χωρο­φυ­λα­κής, ο διοι­κη­τής της Γενι­κής Ασφά­λειας, ο εισαγ­γε­λέ­ας και ο διοι­κη­τής του Τμή­μα­τος Μετα­γω­γών Πει­ραιά. Οι ανώ­τε­ροι απει­λού­σαν για άμε­σα στρα­το­δι­κεία. Ο εξευ­τε­λι­σμός ήταν μεγά­λος. Το χτύ­πη­μα για τους δεσμώ­τες ήταν τρομερό.

Στις 21 Ιου­λί­ου 1955 στην Εφη­με­ρί­δα της Κυβερ­νή­σε­ως δημο­σιεύ­ε­ται από­φα­ση με την οποία οι δρα­πέ­τες επι­κη­ρύσ­σο­νται με τον νόμο «περί ληστο­κρα­τεί­ας» με χρη­μα­τι­κές αμοι­βές έως 30.000 δραχ­μές για τον φόνο ή τη σύλ­λη­ψη των δρα­πε­τών και έως 15.000 δραχ­μές για την απο­τε­λε­σμα­τι­κή κατά­δο­σή τους «εις τας αρμό­διας Αρχάς». Αυστη­ρές ποι­νές προ­βλέ­φθη­καν και για όσους τους έκρυ­βαν. Τα μέτρα δεν απέ­δω­σαν. Δεκα­πέ­ντε από τους δρα­πέ­τες συνε­λή­φθη­σαν αρκε­τό και­ρό αργό­τε­ρα, από αυτούς οι 13 μετά από κατά­δο­ση, και οι άλλοι δύο τυχαία. Δέκα κατά­φε­ραν να δια­φύ­γουν στο εξω­τε­ρι­κό. Ένας, ο Γεωρ­γί­ου, σκο­τώ­θη­κε από σφαί­ρα αστυ­νο­μι­κού απο­σπά­σμα­τος «επι­χει­ρώ­ντας να εξέλ­θη παρα­νό­μως των ελλη­νι­κών συνό­ρων», σύμ­φω­να με σχε­τι­κό αστυ­νο­μι­κό δελτίο.

Η από­δρα­ση από τις φυλα­κές των Βούρ­λων απα­σχό­λη­σε για ημέ­ρες τον ελλη­νι­κό Τύπο. «Τι προ­κύ­πτει από την μεγά­λην από­δρα­σιν 27 κομ­μου­νι­στών της Κυρια­κής — Ολό­κλη­ρον τμή­μα του παρά­νο­μου μηχα­νι­σμού του Κ.Κ. Ελλά­δος παρα­μέ­νει ανέ­πα­φον και συνε­χί­ζει την ανα­τρε­πτι­κήν δρά­σιν του, πιθα­νώς υπό την αρχη­γία του Ακρι­τί­δη» έγρα­ψε η εφη­με­ρί­δα Απο­γευ­μα­τι­νή. «Η κατα­πλη­κτι­κή ομα­δι­κή από­δρα­σις των κομ­μου­νι­στι­κών στε­λε­χών – Μέχρις ώρας ουδείς συνε­λή­φθη από τους 27 κομ­μου­νι­στάς τους δρα­πε­τεύ­σα­ντας από τας φυλα­κάς Βούρ­λων το από­γευ­μα της Κυρια­κής υπό μυθι­στο­ρη­μα­τι­κάς συν­θή­κας», ανέ­φε­ρε η εφη­με­ρί­δα Ακρόπολις.

«Υπό τα βλέμ­μα­τα της “ισχυ­ράς” κυβερ­νή­σε­ως – 27 κομ­μου­νι­σταί απέ­δρα­σαν εκ των φυλα­κών Βούρ­λων υπό μυθι­στο­ρη­μα­τι­κάς συν­θή­κας – Από δια­νοι­γεί­σαν υπό­γειον σήραγ­γα διέ­φυ­γον εις παρα­κεί­με­νον εργο­στά­σιον», έγρα­ψε η εφη­με­ρί­δα Ελευθερία.

Σήμε­ρα τα Βούρ­λα έχουν δώσει τη θέση τους σε πολυώ­ρο­φες πολυ­κα­τοι­κί­ες που δεν υπο­ψιά­ζουν για το ιστο­ρι­κό βάρος αυτής της περιοχής…

Κρατικό πορνείο

Αρκε­τές δεκα­ε­τί­ες πριν από τη μεγά­λη από­δρα­ση, τα Βούρ­λα είχαν άλλη απο­στο­λή. Προ­κει­μέ­νου να στα­μα­τή­σει τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες πολ­λών κατοί­κων του Πει­ραιά για τα χαμαι­τυ­πεία που ξεφύ­τρω­ναν σαν τα μανι­τά­ρια για να καλύ­πτουν τις ανά­γκες ναυ­τι­κών και εργα­τών και τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες για τη δια­σπο­ρά των ιερό­δου­λων στην πόλη, η δημο­τι­κή αρχή του Πει­ραιά το 1867 λαμ­βά­νει την από­φα­ση ανέ­γερ­σης ομα­δι­κών οίκων ανο­χής σε απο­μα­κρυ­σμέ­νο σημείο. Την 1η Ιου­λί­ου του 1875 ο δήμος Πει­ραιά, με ψήφι­σμά του, ανα­θέ­τει την κατα­σκευή κρα­τι­κών πορ­νεί­ων στον εργο­λά­βο Νικό­λαο Μπό­μπο­λα. Το έργο ολο­κλη­ρώ­θη­κε την 1η Ιανουα­ρί­ου 1876 και το συγκρό­τη­μα των Βούρ­λων τέθη­κε σε λειτουργία.

Εκεί­νη την επο­χή ο Πει­ραιάς δεν κατοι­κού­νταν μόνο από εργά­τες και ναυ­τι­κούς. Συγκέ­ντρω­νε και μια σει­ρά από ντα­ή­δες και όσο κατευ­θυ­νό­ταν κανείς προς τη συνοι­κία των Βούρ­λων, η κατά­στα­ση χει­ρο­τέ­ρευε με τον νόμο της «δίκο­πης» στα στέ­κια του υποκόσμου.

Από τον Απρί­λιο του 1873 η κυβέρ­νη­ση, με Διά­ταγ­μα, είχε απα­γο­ρεύ­σει ρητά την κατοί­κη­ση των κοι­νών γυναι­κών του Πει­ραιά σε οποιο­δή­πο­τε άλλο μέρος πλην του προ­βλε­πό­με­νου στα Βούρ­λα, γεγο­νός που ανή­γα­γε το συγκρό­τη­μα πορ­νεί­ων των Βούρ­λων ως τον από­λυ­το, νόμι­μο χώρο άσκη­σης της πορ­νεί­ας και άρα τον κατε­ξο­χήν Σεξουα­λι­κό Τόπο.

Τα Βούρ­λα δεν έμοια­ζαν με κανέ­να άλλο πορ­νείο στα λιμά­νια της Μεσο­γεί­ου για­τί ήταν τα μόνα πορ­νεία υπό την προ­στα­σία της Χωρο­φυ­λα­κής και του κρά­τους. Το συγκρό­τη­μα τοπο­θε­τού­νταν σε ένα ολό­κλη­ρο οικο­δο­μι­κό τετρά­γω­νο και κατα­λάμ­βα­νε έκτα­ση περί­που 12 στρεμ­μά­των. Το οικό­πε­δο ήταν περί­κλει­στο και είχε μία μονα­δι­κή είσο­δο, που δεν βρι­σκό­ταν στον κεντρι­κό δρό­μο αλλά στην πλαϊ­νή πλευ­ρά της οδού Ψαρ­ρών. Αρι­στε­ρά της πόρ­τας βρι­σκό­ταν ένα θυρω­ρείο-φυλά­κιο με όργα­νο υπη­ρε­σί­ας για έλεγ­χο της εισό­δου. Τα Βούρ­λα ήταν οργα­νω­μέ­να σε πτέ­ρυ­γες, οι οποί­ες δια­τάσ­σο­νταν περι­με­τρι­κά σε σχή­μα Π γύρω από μια κεντρι­κή αυλή. Κατά μια εκδο­χή στο κέντρο της αυλής υπήρ­χε ένα διώ­ρο­φο κτί­σμα, όπου στο ισό­γειο βρι­σκό­ταν το καφε­νείο των προ­α­γω­γών και στον όρο­φο η Αστυ­νο­μία. Η κατά­τα­ξη των κορι­τσιών γινό­ταν σύμ­φω­να με τη ηλι­κία τους: στην πρώ­τη πτέ­ρυ­γα (αρι­στε­ρή) διέ­με­ναν οι γυναί­κες που ήταν από 40–50 χρο­νών αλλά και μεγα­λύ­τε­ρες. Στη μεσαία βρί­σκο­νταν οι γυναί­κες από 18 μέχρι 40 ετών, ενώ στην τελευ­ταία (δεξιά) πτέ­ρυ­γα έβα­ζαν τις νεο­φερ­μέ­νες νεα­ρές, από ηλι­κί­ας 14 έως 18 ετών. Εντός του συνοι­κι­σμού στε­γα­ζό­ταν και μαγέ­ρι­κο. Η Αστυ­νο­μία, μέσα στα πολ­λά καθή­κο­ντά της είχε και την προ­στα­σία των ιερό­δου­λων από πιθα­νούς καβγά­δες ανά­με­σα σ’ αυτές, τους πελά­τες, τους προ­α­γω­γούς. Συχνά οι πόρ­νες δια­τη­ρού­σαν δεσμούς με κάποιους από τους πελά­τες τους, κάνο­ντάς τους «αγα­πη­τι­κούς». Τότε οι ρόλοι αντι­στρέ­φο­νταν και, αντί οι αγα­πη­τι­κοί να πλη­ρώ­νουν για τη συνεύ­ρε­ση, οι πόρ­νες τους χάρι­ζαν ρού­χα ή χρή­μα­τα από τα δεδου­λευ­μέ­να τους, εις ένδει­ξη της ανα­βάθ­μι­σης της σχέ­σης τους. Οι αγα­πη­τι­κοί στα Βούρ­λα ήταν αρκε­τοί. Μια τέτοια περί­πτω­ση ήταν και αυτή του μεγά­λου ρεμπέ­τη Μάρ­κου Βαμ­βα­κά­ρη, ο οποί­ος επι­σκε­πτό­ταν το συγκρό­τη­μα των Βούρ­λων συχνά και, όπως και ο ίδιος έχει απο­κα­λύ­ψει, μια από τις αγά­πες του αυτές ήταν και η Ζιγκο­ά­λα. Οι ενδια­φε­ρό­με­νοι για τις κοπέ­λες των Βούρ­λων ήταν πολ­λοί, και γι’ αυτό δεν έλει­παν και οι αντι­δι­κί­ες για τα μάτια της ίδιας κοπέ­λας. Στη θέση της αντι­ζη­λί­ας βρέ­θη­καν και Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης με τον άλλο μεγά­λο ρεμπέ­τη της επο­χής του, τον Νίκο Μάθε­ση. Από την αντι­ζη­λία αυτή ο Μάρ­κος εμπνεύ­στη­κε και το γνω­στό «Μαύ­ρα μάτια μαύ­ρα φρύ­δια, κατσα­ρά μαύ­ρα μαλ­λιά, άσπρο πρό­σω­πο σαν κρί­νος και στο μάγου­λο ελιά».

Η Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη ανα­φέρ­θη­κε στις γυναί­κες των Βούρ­λων στο ποί­η­μά της «Το αμαρ­τω­λό» που γρά­φει ανά­με­σα στα άλλα: «Στη Σμύρ­νη Μέλ­πω. Ηρώ στη Σαλονίκη./ Στο Βόλο Κατι­νί­τσα έναν καιρό./ Τώρα στα Βούρ­λα τη φωνά­ζου­νε Λέλα./ Ο τόπος μου ποιος ήταν; Ποιοι οι δικοί μου;/ Αν ξέρω, ανά­θε­μά με./ Σπί­τι — πατρί­δα έχω τα μπορ­ντέ­λα” και συνε­χί­ζει: “Πνιγ­μέ­νου καρα­βιού σάπιο σανίδι,/ Όλη η ζωή μου του χαμού./ Κι από την κόλα­σή μου στο φωνάζω:/ Εικό­να σου είμαι κοι­νω­νία και σου μοιάζω».

Το 1934 η κυκλο­φο­ρία της εφη­με­ρί­δας «Ακρό­πο­λις» εκτι­νάσ­σε­ται, όταν η σπου­δαία συγ­γρα­φέ­ας Λιλί­κα Νάκου, ως νέα τότε δημο­σιο­γρά­φος, κλή­θη­κε να ερευ­νή­σει τα Βούρ­λα. Η Λιλί­κα Νάκου πήγε στα Βούρ­λα παρι­στά­νο­ντας στην αρχή τη μοδί­στρα. Όταν γνω­ρί­στη­κε με τις κοπέ­λες των Βούρ­λων και κέρ­δι­σε την εμπι­στο­σύ­νη τους, τότε τους απο­κά­λυ­ψε την ιδιό­τη­τά της.

Το ρεπορ­τάζ παρου­σιά­στη­κε στην πρώ­τη σελί­δα της «Ακρό­πο­λις» σε συνέ­χειες και ανέ­βα­σε σημα­ντι­κά την κυκλο­φο­ρία της εφημερίδας.

Στα πορ­νεία των Βούρ­λων ανα­φέ­ρε­ται και ο Καρα­γά­τσης στο μυθι­στό­ρη­μα του «το 10»:

«Ήταν οι Δικα­στι­κές Φυλα­κές, τα παλιά Βούρ­λα, ο απαι­σιό­τε­ρος οίκος ανο­χής που υπήρ­ξε στην Ελλά­δα […] Μόνον όποια δεν την ήθε­λαν τα οργα­νω­μέ­να σε ιδιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις “σπί­τια” κατα­ντού­σε στα Βούρ­λα. Νοί­κια­ζε μια καμα­ρού­λα και δού­λευε για λογα­ρια­σμό της, δίχως “μαμά”. Από πρώ­τη όψη η εικό­να φαί­νε­ται ευχά­ρι­στη: Ελεύ­θε­ρη η γυναί­κα, δίχως εκμε­τάλ­λευ­ση μεσα­ζό­ντων, είχε τους πελά­τες της κι έβγα­ζε το ψωμί της. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως ήταν δια­φο­ρε­τι­κή. Μολο­νό­τι την τάξη την κρα­τού­σε ιδιαί­τε­ρο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα, εγκα­τα­στη­μέ­νο μέσα στον πορ­νο­συ­νοι­κι­σμό, οι κάθε λογής ρου­φιά­νοι και σωμα­τέ­μπο­ροι είχαν εκεί το στέ­κι τους, κι εκμε­ταλ­λεύ­ο­νταν τις γυναί­κες με τον εκβια­σμό και την τρο­μο­κρα­τία, κάνο­ντάς τους το βίο αβί­ω­το. Ένε­κα τού­του, κατα­πώς είπα­με, μόνον οι από­κλη­ρες της δου­λειάς κατέ­λη­γαν στα Βούρλα».

K.B.

Πηγές:

- «Η μεγά­λη από­δρα­ση από τα Βούρ­λα»- εφη­με­ρί­δα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (2 Αυγού­στου 2015)

- «Βούρ­λα-Τρού­μπα. Μια περι­ή­γη­ση στο χώρο του υπο­κό­σμου και της πορ­νεί­ας του Πει­ραιά (1840–1968)», Βασί­λης Πισι­μί­σης ‑εκδό­σεις Τσαμαντάκη

- «Η μεγα­λύ­τε­ρη από­δρα­ση», Εφη­με­ρί­δα των Συντα­κτών, Δημή­τρης Γκιώ­νης (Ιού­λιος 2015)

- «Ξεχα­σμέ­να Πρω­το­σέ­λι­δα», Γιάν­νης Ράγκος ‑εκδό­σεις Polaris

- «Κάτι να μεί­νει από μένα-πόρ­νες στα Βούρ­λα», Τέτη Σώλου-εκδό­σεις Ars Libri

- «Πει­ραιάς: από τα Βούρ­λα στην Τρού­μπα», Βασι­λι­κή Ροδίτη

- Βιβλιο­θή­κη της Βου­λής των Ελλήνων

Πηγή: thepressroom.gr / ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο