Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ-ΑΛΕΞΙΟΥ, Η  «ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΣΑ ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ»

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //
φιλό­λο­γος – κρι­τι­κός λογοτεχνίας

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ένα αφιέρωμα στην παγκόσμια μέρα της γυναίκας

Λίγα λόγια για να θυμη­θού­με την ιστορία

Αύριο είναι 8 Μαρ­τί­ου μέρα που ταξι­δεύ­ει ο νους πίσω στην ιστο­ρία, στον 19ο αιώ­να, όταν το 1857 οι ηρω­ι­κές υφα­ντουρ­γί­νες –οι εργά­τριες στον ιμα­τι­σμό της Νέας Υόρ­κης-  βγή­καν στους δρό­μους διεκ­δι­κώ­ντας μια καλύ­τε­ρη ζωή. Δηλα­δή, αντί να δουλεύουν16 ώρες την ημέ­ρα, να δου­λεύ­ουν «μόνο» 10 ώρες (!). Επί­σης ζητού­σαν εξί­σω­ση του μισθού τους με το μισθό των αντρών, κατάρ­γη­ση των φυλε­τι­κών δια­κρί­σε­ων και γενι­κά άρση της ανι­σο­τι­μί­ας ανδρών και γυναι­κών. Οι εργο­στα­σιάρ­χες απα­ντούν με ομα­δι­κές απο­λύ­σεις και στέλ­νουν τους «μπρά­βους» τους για να κάμ­ψουν την απερ­γία. Επι­στρα­τεύ­ουν την αστυ­νο­μία και η δια­δή­λω­ση βάφε­ται στο αίμα. Γρά­φει η Ρίτα Μπού­μη-Παπά στο Μελέ­τες για την Ποί­η­ση (εκδ. «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», 1997): «Εκεί­νο το γυναι­κείο αίμα της 8ης Μαρ­τί­ου 1857 δεν ξεχά­στη­κε, επει­δή έσπευ­σαν οι αντλί­ες του Δήμου της Νέας Υόρ­κης και ξέπλυ­ναν αμέ­σως τα λιθό­στρω­τα. Ούτε επει­δή οι σκο­τω­μέ­νες μετα­φέρ­θη­καν βια­στη­κά στα νεκρο­τα­φεία και θάφτη­καν άψαλ­τες. Το αίμα, είναι γνω­στό, όταν χύνε­ται σε αγώ­νες, δε στε­γνώ­νει εύκο­λα. Κάπο­τε θα δικαιω­θεί» (σελ. 79). Στη Β’ Διε­θνή Συν­διά­σκε­ψη των σοσια­λι­στριών γυναι­κών στην πρω­τεύ­ου­σα της Δανί­ας, την Κοπεν­χά­γη, το 1910, η πρό­τα­ση της προ­έ­δρου, της Γερ­μα­νί­δας επα­να­στά­τριας Κλά­ρας Τσέτ­κιν γίνε­ται δεκτή: η 8η Μαρ­τί­ου καθιε­ρώ­νε­ται σαν Διε­θνής Μέρα της Γυναί­κας, σαν φόρο τιμής σ’ αυτές τις Αμε­ρι­κα­νί­δες εργά­τριες. Ήταν η πρώ­τη μαζι­κή απερ­γία γυναι­κών στην ιστο­ρία. Ο «γιορ­τα­σμός» στις καπι­τα­λι­στι­κές χώρες είναι είτε ανύ­παρ­κτος είτα ξεμπερ­δεύ­ο­νται με κάτι ανού­σιες κου­βέ­ντες στα μίντια που δεν έχουν καμ­μία σχέ­ση πια με την ουσία και μάλι­στα τώρα που τα με τόσο αίμα κατα­κτη­μέ­να εργα­σια­κά δικαιώ­μα­τα παίρ­νο­νται ολο­τα­χώς πίσω.

Κάποιες άλλες όχι αμελητέες πλευρές του γυναικείου ζητήματος

Μέσα από το έργο και την προ­σω­πι­κό­τη­τα της πρώ­της σοσια­λί­στριας συγ­γρα­φέα της Ελλά­δας, της σχε­δόν απο­σιω­πη­μέ­νης –είναι τυχαίο ότι απου­σιά­ζει από τις πιο δια­δε­δο­μέ­νες ιστο­ρί­ες λογο­τε­χνί­ας, όπως του Δημα­ρά, του Πολί­τη και του Μάριο Βίτι; — λογο­τέ­χνι­δας και αγω­νί­στριας Γαλά­τειας Καζαν­τζά­κη-Αλε­ξί­ου, που έζη­σε από τα 1881 μέχρι το 1962 θα φωτί­σου­με μια άλλη όψη του γυναι­κεί­ου ζητή­μα­τος, αυτή που θα μπο­ρού­σα­με να ονο­μά­σου­με «φιμω­μέ­νη γυναι­κεία δημιουρ­γι­κό­τη­τα». Ακό­μα και σήμε­ρα μέχρι και στις πιο ανα­πτυγ­μέ­νες κοι­νω­νί­ες δεν έχουν απαλ­λα­χτεί από σκου­ριές από το παρελ­θόν. Πόσο μάλ­λον στην επο­χή της Γαλά­τειας. Η Γαλά­τεια τολ­μού­σε να ενο­χλεί αμφι­σβη­τώ­ντας και απο­κα­θη­λώ­νο­ντας αυτό που λέμε «καθιε­ρω­μέ­νες» από­ψεις ιδιαί­τε­ρα σχε­τι­κά με το γυναι­κείο φύλο. Είχε το θάρ­ρος να ανα­δεί­ξει μέσα από τα έργα της το βούρ­κο της κοι­νω­νί­ας και απρο­κά­λυ­πτα να καταγ­γέλ­λει. Το χει­ρό­τε­ρο για τις κατε­στη­μέ­νες αντι­λή­ψεις της επο­χής της ήταν, ότι εξε­λί­χθη­κε σε κομμουνίστρια.

Φυσι­κά, οι λογο­τέ­χνες δεν είναι άνθρω­ποι ξεκομ­μέ­νοι από την κοι­νω­νία, την ιστο­ρία, τις συγκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες στις οποί­ες ζουν και δρουν. Είτε αντα­να­κλούν παθη­τι­κά την «περιρ­ρέ­ου­σα ατμό­σφαι­ρα» είτε παίρ­νουν άμε­ση πολι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή θέση.

Η λεγόμενη «γυναικεία γραφή»

Τί γίνε­ται όταν γρά­φουν γυναί­κες; Πρέ­πει να έχου­με υπό­ψη μας κάποια ιστο­ρι­κά-κοι­νω­νι­κά-ταξι­κά δεδο­μέ­να. Στην ιστο­ρία των κοι­νω­νιών η γυναί­κα ήταν στη μεγά­λη της πλειο­νό­τη­τα μακριά από τη σφαί­ρα της δημό­σιας ζωής, της πολι­τι­κής ζωής, από τις «μεγά­λες υπο­θέ­σεις». Η ζωή της εκτυ­λισ­σό­ταν κυρί­ως στα πλαί­σια της ιδιω­τι­κής σφαί­ρας, σπί­τι, παι­διά κλπ. Βέβαια εδώ πρέ­πει να δια­φο­ρο­ποι­ή­σου­με ταξι­κά, για­τί υπάρ­χει μια δια­πλο­κή του φυλε­τι­κού με το ταξι­κό. Η γυναί­κα από στρώ­μα­τα, όπως η Γαλά­τεια, μάθαι­νε γράμ­μα­τα και η μόνη διέ­ξο­δος για δημουρ­γία ήταν τα γράμ­μα­τα και η τέχνη κι αυτά σε ερα­σι­τε­χνι­κό επί­πε­δο.  Όχι για να ανα­κα­τευ­τεί στα σοβα­ρά στο εξω­τε­ρι­κό κόσμο. Δεν μιλά­με για τις κοι­νω­νι­κές τάξεις που στο σύνο­λό τους ήταν απο­κλει­σμέ­νες από κάθε εκπαί­δευ­ση μέχρι πολύ πρό­σφα­τα στην ιστο­ρία. Έχει παρα­τη­ρη­θεί –πολ­λές έρευ­νες έχουν γίνει για το θέμα – ότι η θεμα­τι­κή της γυναι­κεί­ας γρα­φής είναι  περισ­σό­τε­ρο προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη στο μικρό­κο­σμο της προ­σω­πι­κής  ζωής, στο σύμπλεγ­μα των δια­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων, στο οποίο είχε κλει­στεί για χιλιά­δες χρό­νια περιο­ρι­σμέ­νη σε λει­τουρ­γί­ες ανα­πα­ρα­γω­γής και συντή­ρη­σης είτε του εργα­τι­κού δυνα­μι­κού είτε του ανθρώ­πι­νου είδους, «πλα­κω­μέ­νη» με μύρια καθη­με­ρι­νά, πρα­κτι­κά καθή­κο­ντα, μακριά από τις σπου­δαί­ες, τις μεγά­λες υπο­θέ­σεις, απο­κλει­σμέ­νη απ’ οτι­δή­πο­τε ανα­πτύσ­σει το νου μπαί­νο­ντας στην ιστο­ρία σαν το «χέρ­σο πνεύ­μα». Οι περισ­σό­τε­ροι άντρες στο­χα­στές και επι­στή­μο­νες «επι­βε­βαί­ω­ναν» αυτό που βόλευε να ήταν επι­βε­βαιω­μέ­νο: τη γυναι­κεία κατω­τε­ρό­τη­τα.  Ήταν πάντα δύσκο­λο να συμ­με­τέ­χει στο προ­σκή­νιο στην πολιτική/κοινωνική ζωή, στα «κοι­νά».  Και όταν από ανά­γκη δού­λευε, δεν σήμαι­νε ότι γι αυτό ήταν απαλ­λαγ­μέ­νη από τ’ άλλα. Μέχρι σήμε­ρα οι περισ­σό­τε­ρες γυναί­κες ζουν μια πολυ­διά­σπα­ση σε πολ­λούς ρόλους και αν θέλουν να ασχο­λη­θούν με το γρά­ψι­μο, είναι δυσκο­λό­τε­ρο να βρουν την παρα­τε­τα­μέ­νη ηρε­μία για να συγκε­ντρω­θούν. Εδώ είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα λόγια της Κανα­δέ­ζας  Άλις Μόν­ρο που κέρ­δι­σε το 2013 το βρα­βείο Νόμπελ για τη λογο­τε­χνία: «…Κάποιο μέρος του εαυ­τού μου ήταν απόν για τα παι­διά και τα παι­διά αυτό το ανα­κα­λύ­πτουν. …Ήταν κακό, για­τί την έκα­νε (την κόρη μου) αντί­πα­λο αυτού που για μένα ήταν το πιο σημα­ντι­κό».  Δηλα­δή το γρά­ψι­μο. Η καλή δου­λειά σε κάθε τομέα απαι­τεί χρό­νο, αφο­σί­ω­ση, συγκέ­ντρω­ση,  ενα από­λυ­το δόσι­μο που δύσκο­λα μπο­ρεί να το πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μια γυναί­κα με παι­διά και μια οικο­γέ­νεια που τη θέλει δια­θέ­σι­μη για όλους.  Συχνά παρα­τη­ρεί­ται το φαι­νό­με­νο άντρες δημιουρ­γοί να έχουν τη γυναί­κα τους γραμ­μα­τέα και βοη­θό και να φρο­ντί­ζει επι­πλέ­ον για την απο­μό­νω­ση που χρειά­ζε­ται η δημιουρ­γία. Να μην ενο­χλεί­ται από κανέ­να, ούτε από τα παι­διά του. Το αντί­στρο­φο δεν παρα­τη­ρεί­ται παρά σε απει­ρο­ε­λά­χι­στες περι­πτώ­σεις. Η μεγα­λό­πνοη πνευ­μα­τι­κή δου­λειά θέλει χρό­νια μελέ­της. Θα παρα­θέ­σου­με πάλι τη Μόν­ρο: γρά­φει μυθι­στο­ρή­μα­τα και στρά­φη­κε στο διή­γη­μα, διό­τι μπο­ρού­σε να ξεκλέ­ψει χρό­νο από το νοι­κο­κυ­ριό και τα παι­διά μόνο για  σύντο­μα πράγ­μα­τα. Ο χρό­νος αυτός δεν έφτα­νε για μυθι­στο­ρή­μα­τα. Ανά­πτυ­ξε στη ζωή της το αίσθη­μα, ότι το να γρά­φεις έξω από το μεγά­λο ρεύ­μα, ήταν γυναι­κεί­ος τομέ­ας, ενώ  το μεγά­λο μυθι­στό­ρη­μα του μεγά­λου ρεύ­μα­τος ήταν των αντρών υπό­θε­ση. «Ηξε­ρα, ότι κάτι υπήρ­χε στους μεγά­λους συγ­γρα­φείς, από το οποίο ήμουν απο­κλει­σμέ­νη…». Είναι αρκε­τά χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα λόγια αυτά. Και εκεί που υπήρ­χαν καλύ­τε­ρες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, όπως στα ανώ­τε­ρα στρώ­μα­τα, υπήρ­χε η απο­θάρ­ρυν­ση, διό­τι η γυναί­κα έχει «άλλο» προ­ο­ρι­σμό. Παρ’ όλο που έχουν «σπά­σει» πολ­λά απ’ αυτά, το παρελ­θόν με την παρα­κα­τα­θή­κη του βαραί­νει και κάποια πράγ­μα­τα σήμε­ρα χει­ρο­τε­ρεύ­ουν ραγδαί­ως. Εννοώ την απου­σία ή την κατάρ­γη­ση των δομών της κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας, που σημαί­νει ότι πολ­λα μετα­κυ­λιού­νται στην ιδιω­τι­κή σφαί­ρα, δηλα­δή εκτός από λίγες εξαι­ρέ­σεις, στις γυναί­κες: γερο­κό­μη­ση, φύλα­ξη εγγο­νιών, νοσο­κό­μη­ση.    Οι στα­τι­στι­κές για την ελλη­νι­κή πεζο­γρα­φία εξα­κο­λου­θούν να δεί­χνουν ότι στα μυθι­στο­ρή­μα­τα των γυναι­κών συγ­γρα­φέ­ων κυριαρ­χεί η οικο­γε­νεια­κή, η ερω­τι­κή, η συναι­σθη­μα­τι­κή ζωή, οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις λόγω κλει­στής, εσω­στρα­φούς ζωής που αντα­να­κλά­ται με τη σει­ρά της σε μια ανα­δί­πλω­ση ως προς την κοι­νω­νι­κή ζωή και την πολι­τι­κή συνεί­δη­ση και δρά­ση. Μετά έρχο­νται σε μεγά­λη από­στα­ση τα ιστο­ρι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα (που άλλω­στε δίνουν την ευκαι­ρία να προ­βλη­θούν οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις γνω­στών προ­σω­πι­κο­τή­των) και τα επι­στη­μο­νι­κά, αστυ­νο­μι­κά κλπ. Στους άντρες πεζο­γρά­φους τα πολι­τι­κά, επι­στη­μο­νι­κά, αστυ­νο­μι­κά, τα περι­πε­τειώ­δη και τα του τρό­μου έρχο­νται πρώ­τα, αν και όχι τόσο συντρι­πτι­κά. Η  οικογενειακή/ερωτική/συναισθηματική ζωή κατα­λαμ­βά­νουν περί­που το μισό ποσο­στό σε σχέ­ση με τις γυναί­κες συγ­γρα­φείς και τρί­τα στους άντρες έρχο­νται τα ιστο­ρι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα. Βέβαια, δύσκο­λο είναι να βάλου­με δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές, για­τί το ένα είδος δια­χέ­ε­ται συχνά στο άλλο και πολ­λά δια­θέ­τουν στοι­χεία όλων των ειδών. Μιλά­με, ωστό­σο, για τάσεις που σαν τάση δεν έχουν αλλά­ξει ριζι­κά. Μιλά­με για έναν πανάρ­χαιο δια­χω­ρι­σμό ρόλων με επι­πτώ­σεις στην κοι­νω­νι­κή ψυχο­λο­γία: το συναί­σθη­μα (παρορ­μη­τι­κό­τη­τα χωρίς σκέ­ψη) είναι της γυναί­κας, το να σκέ­φτε­σαι του άντρα. Γύρω μας ακού­με συχνά του­λά­χι­στον από­η­χους του δια­χω­ρι­σμού αυτού. Διά­φο­ροι αντι­δρα­στι­κοί στο­χα­στές (ιδιαί­τε­ρα αυτοί που έχουν φασι­στι­κές αντι­λή­ψεις) έχουν προ­σά­ψει αυτά τα «γυναι­κεία» χαρα­κτη­ρι­στι­κά στη μάζα στο σύνο­λό της, στον όχλο,  στον κατώ­τε­ρο δηλα­δή. Ο συνειρ­μός είναι σαφής. Η επι­πό­λαια ή/και συντη­ρη­τι­κή ερμη­νεία τα βλέ­πει «εκ φύσε­ως» δοσμέ­να, αλλά μόνο «εκ φύσε­ως» δεν είναι. Οι νοο­τρο­πί­ες, οι τάσεις, τα ψυχι­κά υπο­στρώ­μα­τα κατα­σκευά­ζο­νται και πάνω σ’ αυτά, καθώς και στη βιο­λο­γία, στη­ρί­χθη­κε ο μύθος της γυναι­κεί­ας κατω­τε­ρό­τη­τας. Έχει λοι­πόν η γυναί­κα-συγ­γρα­φέ­ας ανά­γκη από «γρά­ψι­μο-θερα­πεία;» Να βγά­λει τα απω­θη­μέ­να, τα εσώ­ψυ­χά της; Και σε περί­πτω­ση που είναι κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νη, κατά πόσο το προ­βάλ­λει στα έργα της και με ποιο τρό­πο; Κατά πόσο κάνει τα βιβλία της μέσο πάλης; Στρέ­φε­ται περισ­σό­τε­ρο στα προ­βλή­μα­τα του φύλου της  και λιγό­τε­ρο στα μεγά­λα θέμα­τα της επο­χής και της κοι­νω­νί­ας; Είναι δηλα­δή, το γρά­ψι­μό της εσω­στρα­φές; Επι­κρα­τεί το συναί­σθη­μα πάνω στη λογι­κή;  Ξεκι­νώ­ντας απ’ αυτά τα ερω τήμα­τα μπο­ρού­με να δού­με από πιο κοντά και να κρί­νου­με το ποιόν της Γαλά­τειας Αλε­ξί­ου ως δημιουργού.

«Βαρέθηκα να ‘μαι κλεισμένη μεσ’ στο νεκροταφείο της ψυχής μου»

Πάντα υπήρ­χαν, ακό­μα και στις πιο σκο­τει­νές επο­χές, πόσο μάλ­λον στη νεό­τε­ρη επο­χή, άλλες γυναι­κεί­ες φωνές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περί­ο­δο που γεν­νιέ­ται το εργα­τι­κό κίνη­μα και εμφα­νί­ζο­νται και επι­στη­μο­νι­κά πια οι σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες στο ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο και μαζί μ’ αυτές καταρ­ρί­πτε­ται, επι­στη­μο­νι­κά του­λά­χι­στον –για­τί στο κοι­νό νου θα είχαν πολ­λή ζωή ακό­μα – ο μύθος της γυναι­κεί­ας κατω­τε­ρό­τη­τας και προ­βάλ­λε­ται θεω­ρη­τι­κά θεμε­λιω­μέ­νη η απαί­τη­ση της παναν­θρώ­πι­νης, άρα και της γυναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης που επί τέλους αρχί­ζει να υπο­λο­γί­ζε­ται στην κατη­γο­ρία «άνθρω­πος». Η γυναί­κα του παρό­ντος αφιε­ρώ­μα­τος , η Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη-Αλε­ξί­ου, είναι ένα παρά­δειγ­μα δια­νο­ού­με­νης που στα έργα της στο­χά­ζε­ται πάνω στα μεγά­λα ζητή­μα­τα της επο­χής της και σπά­ει τα δεσμά της πνευ­μα­τι­κής φίμω­σης του γυναι­κεί­ου φύλου. Δεν κάνει τα έργα της μόνο προ­σω­πι­κή κραυ­γή, αλλά και όπλο κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης και πολι­τι­κής-ιδε­ο­λο­γι­κής συνει­δη­το­ποί­η­σης. Τα έργα της- χει­ρί­στη­κε όλα τα είδη του γρα­πτού λόγου — είναι δια­μά­ντια μαχό­με­νης χει­ρα­φέ­τη­σης και ταυ­τό­χρο­να κοι­νω­νι­κής ανά­λυ­σης. Βρί­σκου­με ατομικές/προσωπικές και κοινωνικές/ ψυχι­κές κατα­στά­σεις, ρεα­λι­σμό και λυρι­σμό μαζί, καθη­με­ρι­νό­τη­τα συν­δε­δε­μέ­νη με επα­να­στα­τι­κή έξαρ­ση. Η Γαλά­τεια πίστευε ότι η Τέχνη, αν δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στις μεγά­λες προσ­δο­κί­ες του λαού, της ανά­γκης της επο­χής, χάνει τη δύνα­μή της. Γεν­νή­θη­κε το 1881 και πέθα­νε το 1962, όπως είπα­με. Άρα σε ώρι­μη ηλι­κία έζη­σε την τερά­στια ωθη­τι­κή δύνα­μη που κλό­νι­σε τον κόσμο του 20ου αιώ­να — την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917- και που έδω­σε στη δια­νό­η­ση και στην Τέχνη σ’ όλο τον κόσμο τα φτε­ρά μιας και­νούρ­γιας έμπνευ­σης με στο τιμό­νι της εξου­σί­ας τη νέα δύνα­μη της εργα­τιάς. Η Γαλά­τεια, αδερ­φή της Έλλης Αλε­ξί­ου, γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στην Κρή­τη στη στε­νή επαρ­χιώ­τι­κη κοι­νω­νία μιας Κρή­της του τέλους του 19ου  αιώ­να και των αρχών του πολυ­τά­ρα­χου 20ου σε σπί­τι με πολ­λά βιβλία της αφρό­κρε­μας της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας. Από πολύ νωρίς συνει­δη­το­ποί­η­σε τη «μοί­ρα» της γυναι­κεί­ας ζωής και έκα­νε πράγ­μα­τα που για την επο­χή ήταν προ­κλη­τι­κά, ριζο­σπα­στι­κά, ελευ­θε­ρια­κά: ήταν η πρώ­τη Κρη­τη­κιά που τόλ­μη­σε και έγι­νε συγ­γρα­φέ­ας. Άφη­σε τη σιγου­ριά του πατρι­κού σπι­τιού και ντυ­μέ­νη αντρι­κά πήγε να σμί­ξει με τον αγα­πη­μέ­νο της, το Νίκο Καζαν­τζά­κη. Στην Αθή­να πήγε να ζήσει μαζί του, αστε­φά­νω­τη και άντε­χε την ανέ­χειά τους. Μετου­σί­α­σε σε λογο­τε­χνία τον κατα­πιε­στι­κό για τη γυναί­κα θεσμό του γάμου στην τότε ελλη­νι­κή κοι­νω­νία. Ωστό­σο, όταν είχε χωρί­σει πια με τον Καζαν­τζά­κη, κρά­τη­σε τ’ όνο­μά του- είχε γίνει γνω­στή με αυτό το όνο­μα πριν γίνει γνω­στός ο Καζαν­τζά­κης, επο­μέ­νως δεν υπάρ­χει περί­πτω­ση «κλο­πής της δόξας» του – κάτι το οποίο ο ίδιος ο Καζαν­τζά­κης θεω­ρού­σε μεγά­λη τιμή του. Το πρώ­το της μυθι­στό­ρη­μα «Γέλα Παλιά­τσο» δημο­σιεύ­θη­κε το 1909 και δίνει την επα­να­στα­τη­μέ­νη ψυχή της γυναί­κας της κατα­δι­κα­σμέ­νης να είναι υπο­ταγ­μέ­νη στις προ­λή­ψεις και στα αφυ­κτι­κά όρια μιας γυναι­κεί­ας ζωής  σε «καθώς πρέ­πει»  οικο­γέ­νεια. Μιλώ­ντας στον εαυ­τό της αυτή η γυναί­κα θα πει: «Βαρέ­θη­κα να ‘μαι κλει­σμέ­νη μεσ’ στο νεκρο­τα­φείο της ψυχής μου, μη κάνο­ντας άλλο, παρά να περι­μέ­νω όλο και και­νούρ­γιους νεκρούς να θάψω, που φεύ­γουν κάθε μέρα από τον κόσμο της δικής μου ζωής». Όμως, η γυναί­κα της νου­βέ­λας στρέ­φε­ται προς τα έξω και εκφρά­ζει τον πόθο της για συμ­με­το­χή στη ζωή: «Πέρα από τα κάγκε­λά του είδα πως υπάρ­χει μια ζωή πολυ­σύν­θε­τη και παντο­κρα­τό­ρισ­σα. Η ζωή των άλλων. Αλυσ­σί­δα ασύ­ντρι­φτη κι ατέ­λειω­τη, οι ζωές, τα εκα­τομ­μύ­ρια οι ζωές – με ξεκου­φαί­νει με το δαι­μο­νι­σμέ­νο κρό­το της! Τί καλά! Θα πάω κι εγώ τώρα, να ενώ­σω το χαλ­κά της ζωής μου με τους χαλ­κά­δες που απο­τε­λού­νε την αλυσ­σί­δα όλη. Θα κου­δου­νί­σει κι ο δικός μου μεσ’ στους άλλους. Ετσι κ’ η δική μου ζωή θα βγά­λει κάποιους ήχους αγγί­ζο­ντας των άλλων τις ζωές» εκφρά­ζο­ντας μ’αυτά τα λόγια την τρα­γι­κή κοι­νω­νι­κή σιω­πή της γυναι­κεί­ας ζωής.

Ανάμεσα στο θαυμασμό και τη δυσφορία

Απ΄ο, τι κατα­λα­βαί­νου­με από τις αντι­δρά­σεις του ο αγα­πη­μέ­νος της, ο Νίκος Καζαν­τζά­κης, δυσα­να­σχέ­τι­σε με τόση γυναι­κεία ελευ­θε­ρία. Γρά­φει απ’ αφορ­μή του πρώ­του αυτού μυθι­στο­ρή­μα­τος της Γαλά­τειας: «…μέσα από το θαυ­μα­σμό που νιώ­θο­με για την ειλι­κρί­νεια και την επα­να­στα­τι­κό­τη­τα και τη σπαρ­τα­ρι­στή ανά­λυ­ση του Ridi Pagliaccio της Γαλά­τειας […] μια δυσφο­ρία μας κυριεύ­ει, μια παρά­ξε­νη συστο­λή, κάτι τι που πολύ από­το­μα πέφτει και πολύ κυνι­κό­τα­τα ξεσκε­πά­ζε­ται κι ορμά. Είναι ίσως πρό­λη­ψη, ισως συνή­θεια, ίσως ανά­γκη ψυχο­λο­γι­κή, τη γυναί­κα να τη θέλου­με τελεί­ως γυναί­κα, αδύ­να­τη κ’ευκολόσπαστη κ’ευκολοσυγκίνητη, που να μισεί την αλή­θεια ως κάτι τι ενά­ντια στον προ­ο­ρι­σμό της και ν’αγαπά «φύσει» την ψευ­τιά και την υπο­κρι­σία και τις χίλιες δυό από­χρω­σες του ατλα­ζιού και τις χίλιες δυό ηδο­νι­κές ανα­τρι­χί­λες της θάλασ­σας και της γάτας. Κι όταν στην τέχνη εξω­τε­ρι­κευ­τεί μια γυναί­κα ψυχόρ­μη­τα, νιώ­θο­με πως τότε μόνο θα δημιουρ­γή­σει έργα μεγά­λα, όταν απο­τυ­πώ­σει τέλεια τα κυμα­τι­στά της αυτά και ύπου­λα και τίγρι­νά της φυσι­κά – και όχι όταν το μικρό της το χέρι, που πρέ­πει πάντα να μας δρο­σί­ζει και να μας κλει τα μάτια, σμί­γει με το μεγά­λο το αδρό χέρι του άντρα και θέλει να ρίξει κάτω τα γλυ­κό­τα­τα ξόβερ­γα, που πλά­να κρύ­βο­νται κ’ενεδρέουν ανά­με­σα στα φύλ­λα της ύπαρ­ξης, για να μας γλυ­κά­νουν τη ζωή σκλα­βώ­νο­ντάς τηνε».

Ο Νίκος Καζαν­τζά­κης  δια­τυ­πώ­νει εδώ όλα τα αντι­δρα­στι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα των προ­κα­τα­λή­ψε­ων που ανα­φέ­ρα­με παρα­πά­νω, τη βασι­κή και καθό­λου κολα­κευ­τι­κή αντί­λη­ψη που επι­κρα­τού­σε για τη φύση και το χαρα­κτή­ρα του γυναι­κεί­ου φύλου. Η περι­γρα­φή του είναι περί­που κλα­σι­κή και αν τώρα πια μπο­ρεί να φαί­νο­νται παρα­τρα­βηγ­μέ­νες οι από­ψεις αυτές (αν και πολ­λοί τις ασπά­ζο­νται ακό­μα, κι ας μην το εκφρά­ζουν τόσο γλα­φυ­ρά), έχουν αφή­σει του­λά­χι­στον γερά υπο­λείμ­μα­τα και επι­βιώ­σεις που μάλ­λον αυξά­νο­νται με τα βήμα­τα πίσω της κοι­νω­νί­ας μας αυτή τη στιγ­μή σε όλα τα επί­πε­δα. Στο ίδιο κεί­με­νο λίγο παρα­κά­τω, ο Καζαν­τζά­κης δεί­χνει όμως και αυτο­γνω­σία και ειλι­κρί­νεια, έστω με το δικό του, μετα­φυ­σι­κό τρό­πο, λέγο­ντας: «Κι ακό­μα πιο πολύ – δεν ξέρω – η δυσφο­ρία που μου γεν­νά το Ridi Pagliaccio, ανα­βρύ­ζει ίσως από κάπου βαθύ­τε­ρη, μυστι­κό­τε­ρη πηγή. Η Γυναί­κα που, όταν αγα­πή­σει, αντί να συρ­θεί στα πόδια του κυρί­αρ­χού της, σκλά­βα, υψώ­νε­ται τόσο ανδιά­ντρο­πα και βεβη­λώ­νει την αγά­πη της δημο­σιεύ­ο­ντάς τηνε — μου κάνει κακό, είναι σα ν’α­νοί­γει την κάμα­ρά της, είναι σαν ν’ανασηκώνει τις κουρ­τί­νες του κρε­βα­τιού της και προ­σκα­λεί όλο τον κόσμο να σκύ­ψει απά­νω στα σεντό­νια και να δει και να λερώ­σει με τα χέρια του τα τσα­λα­κω­μέ­να , μου­σκεμ­μέ­να προ­σκε­φά­λια και να μολύ­νει με τα περί­ερ­γά του , τ’ακάθαρτα βλέμ­μα­τα, τις ιερές σεμνό­τη­τες της ασε­μνό­τα­της ηδο­νής. Οχι, πιο ντρο­πα­λή και πιο συμ­μα­ζε­μέ­νη και πιο σεβα­στή πρέ­πει να είναι η γυναι­κί­σια αγά­πη. Ο, τι κι αν λέμε, ο αλη­θι­νός ρόλος της γυναί­κας είναι ν’αγαπά, να πονεί, να χαί­ρε­ται και να σωπαί­νει. Και όχι να σηκώ­νε­ται και να δρα­σκε­λί­ζει το κατώ­φλι του σπι­τιού της και να βγαί­νει στα τρί­στρα­τα μεσό­γυ­μνη και να δεί­χνει σ’ όλους τους δια­βά­τες κλα­ψιά­ρα, τα μπρά­τσα της τα μπλα­βι­σμέ­να από τα φιλή­μα­τα του Αγα­πη­τι­κού, και την ψυχή της την κου­ρε­λια­σμέ­νη και κατα­ξε­σκι­σμέ­νη από μιαν άσπλα­χνη κι ανε­λε­ή­μο­νη αγά­πη». Και εφό­σον δηλώ­σει ο Καζαν­τζά­κης ότι «μας έρχε­ται να πάρου­με τη γυναί­κα αυτή και να την πάμε σπί­τι της και να διπλο­κλει­δώ­σου­με (!)» κατα­λή­γει «Γι’ αυτό μου κάνει κακό και προ­σβάλ­λει πολ­λές μέσα μου λεπτό­τη­τες, η Γυναί­κα (πάλι με κεφα­λαίο Γ !, Α.Ι.) που ξεπε­τιέ­ται έτσι ανυ­πό­τα­χτα στους φυσιο­λο­γι­κούς της νόμους και μιλά τόσο θαρ­ρε­τά και με τόση τρο­μα­κτι­κή ειλι­κρί­νεια για ο, τι ιερό και λει­τουρ­γι­κό­τα­το έχει η γυναι­κεία ζωή – για την Αγά­πη (κι αυτή με κεφα­λαίο Α, Α.Ι.). Σ’ αυτά τα λόγια έχου­με συμπυ­κνω­μέ­να όλη την αντι­δρα­στι­κή αντί­λη­ψη για τη γυναί­κα και τον προ­ο­ρι­σμό της και κατα­λα­βαί­νου­με τι είχε να αντι­με­τω­πί­σει η Γαλά­τεια στην επο­χή της, αλλά και πόσο δια­με­τρι­κά αντί­θε­τη ήταν η συγκρό­τη­σή της απ’ αυτή του Καζαν­τζά­κη. Αυτή: επα­να­στά­τρια στραμ­μέ­νη προς την κοι­νω­νία. Αυτός: καθό­λου επα­να­στά­της, στραμ­μέ­νος προς τα μέσα, στο μετα­φυ­σι­κό εγώ. Ωστό­σο, οι αντι­λή­ψεις του Καζαν­τζά­κης ήταν οι τρέ­χου­σες της επο­χής εκεί­νης κι όχι μόνο.

Η κατακόκκινη παραφωνία

Ένας ερω­τευ­μέ­νος Καζαν­τζά­κης ταλα­ντεύ­ε­ται ανά­με­σα στο θαυ­μα­σμό και τη δυσφο­ρία που μοιά­ζει σχε­δόν με τρό­μο. Τα ανα­κα­τε­μέ­να του αισθή­μα­τα για τη Γαλά­τεια φαί­νο­νται ακό­μα πιο γλα­φυ­ρά από τα εξής λόγια του γλωσ­σο­πλά­στη συγ­γρα­φέα, από την ίδια κρι­τι­κή: «Η Γαλά­τεια Αλε­ξί­ου. Ενα από τα ωραιό­τε­ρα και σπα­ρα­χτι­κό­τε­ρα θεά­μα­τα που είδα στη ζωή μου. Μέσα σε μιαν επαρ­χια­κή στε­νο­κέ­φα­λη κοι­νω­νία, η παρου­σία της προ­ξε­νεί σκάν­δα­λο στους αστούς. Την κοι­τά­ζουν με την έκπλη­ξη και την αγα­νά­κτη­ση που θα κοι­τά­ζουν τ’αγαθά καλό­βου­λα αστά­χυα του στα­ριού τη φου­ντω­μέ­νη παπα­ρού­να, που υψώ­νε­ται ανά­με­σά τους ορθό­στη­θη και ολά­νοι­χτη και παρα­δί­νει σ’ όλους τους ανέ­μους τα μυστι­κά της κι ανα­τα­ρά­ζει τα χεί­λια της, θέλο­ντας να πιει στό­μα με στό­μα τον ήλιο. Είναι μια κατα­κόκ­κι­νη κι αντάρ­τισ­σα παρα­φω­νία μέσα στην ασά­λευ­τη σκλα­βο­πλα­νταγ­μέ­νη ατμό­σφαι­ρα της επαρ­χιώ­τι­κης στα­χτό­χρω­μης ζωής…» (υπο­γράμ­μι­ση δική μου, Α.Ι.).

Στο επό­με­νο θα στα­θού­με περισ­σό­τε­ρο σε κάποια έργα της Γαλά­τειας Καζαντζάκη-Αλεξίου.

Συνε­χί­ζε­ται

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο