Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεωργία Βασιλειάδου, η πιο Ωραία των Αθηνών — Μοναδική και ανεπανάληπτη

Ήταν η πιο γοη­τευ­τι­κή άσχη­μη του ελλη­νι­κού θεά­τρου και του σινε­μά. Μία δυνα­τή προ­σω­πι­κό­τη­τα, μία θαυ­μά­σια ηθο­ποιός, ένα έμφυ­το ταλέ­ντο, που κατά­φε­ρε να επι­σκιά­σει καλ­λο­νές και δημο­φι­λείς ηθο­ποιούς με μια ματιά της, μια κου­βέ­ντα. Ο λόγος για την αξια­γά­πη­τη, με όλη τη σημα­σία της λέξης, Γεωρ­γία Βασι­λειά­δου, που ακό­μη και σήμε­ρα λατρεύ­ε­ται για τους ρόλους της γερο­ντο­κό­ρης, της καφε­τζούς, της θεί­ας είτε από το Σικά­γο είτε από τις φτω­χο­γει­το­νιές της Αθή­νας. Η ηθο­ποιός που μετέ­τρε­ψε την ασχή­μια της σε προ­τέ­ρη­μα και κατά­φε­ρε να περά­σει το μήνυ­μα ότι ο άνθρω­πος δεν κρί­νε­ται από την εξω­τε­ρι­κή εμφά­νι­ση, αλλά από την εσω­τε­ρι­κή γοη­τεία, την καλο­σύ­νη, το μεγα­λείο της ψυχής.

Κρυμμένο διαμάντι

Η Γεωρ­γία Ανα­στα­σί­ου, όπως ήταν το πραγ­μα­τι­κό όνο­μά της, γεν­νή­θη­κε στην Κυψέ­λη την 1η Ιανουα­ρί­ου του 1897 και μεγά­λω­σε σε μία οικο­γέ­νεια με 10 αδέλ­φια. Υπο­χρε­ώ­θη­κε να αφή­σει το σχο­λείο και να εργα­στεί από νωρίς, μετά τον ξαφ­νι­κό θάνα­το του πατέ­ρα της, ο οποί­ος ήταν αξιω­μα­τι­κός του Ιππι­κού. Σπού­δα­σε φωνη­τι­κή μου­σι­κή στη Γεν­νά­διο Σχο­λή και ξεκί­νη­σε την καριέ­ρα της στο Λυρι­κό Θέα­τρο ως χορω­δός στην όπε­ρα του Βέρ­ντι «Ο Ερνά­νης». Τρία χρό­νια μετά, το 1925, μπή­κε στο θέα­τρο, δου­λεύ­ο­ντας σε μεγά­λα σχή­μα­τα της επο­χής με Κυβέ­λη, Μαρί­κα Κοτο­πού­λη (1925–1931), Δημή­τρη Μυράτ (1932–1935). Η Μαρί­κα Κοτο­πού­λη, που την ανα­κά­λυ­ψε πρώ­τη, της είχε πει «Είσαι ένα δια­μά­ντι κρυμ­μέ­νο στα κάρ­βου­να. Θα σε πάρω να σε βγά­λω έξω». Στον κινη­μα­το­γρά­φο πρω­το­εμ­φα­νί­σθη­κε το 1930 στην ται­νία του Ολλαν­δού ηθο­ποιού και σκη­νο­θέ­τη Λου Τέλε­γκεν «Το Όνει­ρον του γλύπτου».

Στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του τριά­ντα, ύστε­ρα από ένα άτυ­χο γάμο, απο­φά­σι­σε να απο­συρ­θεί από τον κόσμο του θεά­μα­τος για να αφο­σιω­θεί στην ανα­τρο­φή της κόρης της. Ωστό­σο, το 1939 ο Αλέ­κος Σακελ­λά­ριος της προ­σέ­φε­ρε ένα μικρό ρόλο ο οποί­ος απο­τέ­λε­σε την αρχή μιας δεύ­τε­ρης καριέ­ρας. Ο Αλέ­κος Σακελ­λά­ριος έψα­χνε μια καρα­τε­ρί­στα για το ρόλο μιας κου­τσο­μπό­λας, στην μου­σι­κή κωμω­δία του “Κορί­τσια για Παντρειά”. Μετά από πολ­λά την ανα­κά­λυ­ψε στο γνω­στό καφε­νείο της Ομο­νοί­ας “Το Στέμ­μα”, στέ­κι των ηθο­ποιών — κυρί­ως κομπάρ­σων και δευ­τε­ρα­γω­νι­στών. Αρχι­κά πίστε­ψε ότι είναι κάποια μητέ­ρα ηθο­ποιού, μέχρι να μάθει ότι ήταν ηθο­ποιός έτοι­μη να τα παρα­τή­σει. Την πλη­σί­α­σε και παρά τους δισταγ­μούς της την έπει­σε να παί­ξει στο έργο του. Η επι­τυ­χία της μοναδική.

“Η Καφετζού”

Την ίδια χρο­νιά μπαί­νει και στο σινε­μά. Εμείς όμως θα τη γνω­ρί­σου­με από τις ται­νί­ες του 1946 “Παπού­τσι απ’ τον Τόπο σου” και φυσι­κά την κλα­σι­κή κωμω­δία του 1948 “Οι Γερ­μα­νοί Ξανάρ­χο­νται”. Και οι δυο είναι του Σακελ­λά­ριου. Το 1952, στον “Γρου­σού­ζη” του Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα, δίπλα στον Ορέ­στη Μακρή, θα παί­ξει και πάλι την κου­τσο­μπό­λα της γει­το­νιάς, ενώ το 1954 θα κάνει την πρώ­τη της πρω­τα­γω­νι­στι­κή εμφά­νι­ση στην αξέ­χα­στη κωμω­δία “Η Ωραία των Αθη­νών” του Νίκου Τσι­φό­ρου, δίνο­ντας “ρέστα” στο ρόλο της γερο­ντο­κό­ρης, προ­κα­λώ­ντας ντε­λί­ριο με την ερμη­νεία της. Το 1955 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στην περί­φη­μη “Καφε­τζού”, δίπλα πάλι στον Μίμη Φωτό­που­λο, δίνο­ντας και το στίγ­μα μίας ηθο­ποιού που όταν θέλει μπο­ρεί να υπη­ρε­τή­σει αξιέ­παι­να το δρά­μα και να περά­σει με ευκο­λία στην κωμω­δία και τού­μπα­λιν, μέσα σε μία σκηνή.

Στην Κορυφή

Το 1957 είναι όμως μια χρο­νιά σταθ­μός για την καριέ­ρα της. Θα παί­ξει σε μία από τις καλύ­τε­ρες ελλη­νι­κές ται­νί­ες όλων των επο­χών, “Το Αμα­ξά­κι” του Ντί­νου Δημό­που­λου, αλλά και στις απο­λαυ­στι­κές κωμω­δί­ες του Σακελ­λά­ριου “Η Θεία από το Σικά­γο” και “Η Κυρά μας η Μαμή”, δίπλα πάντα στον τερά­στιο Ορέ­στη Μακρή. Η ανα­γνώ­ρι­σή της φτά­νει στην κορυ­φή. Κι όμως, όπως θα παρα­τη­ρή­σου­με, θα μεί­νει ένα χρό­νο μακριά από τα στού­ντιο, λέγο­ντας όχι σε δου­λειές που δεν της ται­ριά­ζουν. Θα έρθει όμως το 1959 για να παί­ξει σε πέντε ται­νί­ες και ανά­με­σά τους στην κλα­σι­κή κωμω­δία “Ο Θησαυ­ρός του Μακα­ρί­τη”, αυτή τη φορά δίπλα στον Βασί­λη Αυλω­νί­τη. Τον επό­με­νο χρό­νο θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στη σάτι­ρα του Ροβή­ρου Μαν­θού­λη “Η Κυρία Δήμαρ­χος” και στην αξέ­χα­στη κωμω­δία “Η Μαρί­να, ο Κλέ­αρ­χος και ο Κοντός”, με Αυλω­νί­τη και Ρίζο, δηλα­δή με τους δυο συνα­δέλ­φους της με τους οποί­ους θα φτιά­ξουν τον θεα­τρι­κό θία­σο “Αυλω­νί­τη, Βασι­λειά­δου, Ρίζου”, με τον τρί­το να έχει την ικα­νό­τη­τα να αξιο­ποιεί το πηγαίο ταλέ­ντο και να κου­μα­ντά­ρει τον… ανέ­με­λο χαρα­κτή­ρα των άλλων δύο.

Το 1962 θα κάνει την τελευ­ταία τερά­στια επι­τυ­χία της, “Οι Γαμπροί της Ευτυ­χί­ας”, σε σκη­νο­θε­σία Σωκρά­τη Καψά­σκη και με την ίδια σύν­θε­ση πρω­τα­γω­νι­στών, ενώ στη συνέ­χεια θα παί­ξει σε αρκε­τές ται­νί­ες, όχι όμως με την ίδια επι­τυ­χία, καθώς ο λεγό­με­νος παλιός ελλη­νι­κός κινη­μα­το­γρά­φος αρχί­ζει να παρακ­μά­ζει, ενώ και η ίδια που γνω­ρί­σα­με μεγά­λη, είχε αρχί­σει να μπαί­νει στα βαθιά γερά­μα­τά της.

Η Γεωρ­γία Βασι­λειά­δου έφυ­γε από τη ζωή στις 12 Φεβρουα­ρί­ου 1980.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο