Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεωργία Καλαμποκά: Δέκα γροθιές

«… Δεν υπάρ­χει τίπο­τα πιο δρα­μα­τι­κό από τις συσπά­σεις, τους τελευ­ταί­ους επι­θα­νά­τιους ρόγ­χους της φλό­γας ενός κεριού»,
Gaston Bachelard-

Από­ψε έρχο­νται από πολύ μακριά οι ελαιώνες.
Έρχε­ται από πολύ μακριά η θάλασσα.
Μυρί­ζει κιό­λας γλυ­κιά άνοι­ξη και Πασχα­λιά. Απ΄αλλού. Από άλλοτε.
Ψηλός ο φρά­χτης και τα για­σε­μιά άρω­μα κάποιας περα­σμέ­νης ζωής.
Η συντρι­βή του χρόνου.
Ένας βυζα­ντι­νός ακά­θι­στος συνειρμός
με προ­σκα­λεί σε άλλες μέρες, μια δρα­σκε­λιά πίσω μου…
Θέλω ν΄ακούσω ξανά τη σιω­πή και τη γαλήνη,
Εδώ στο μπαλ­κο­νά­κι μου, έγκλειστος,
καθώς μονά­χος μου μουρ­μου­ρί­ζω τρυ­φε­ρά στη νύχτα
«είμα­στε ακό­μη ζωντανοί».
Ξάφνου…
Κίτρι­να φώτα, στην αχλύ του δρόμου
Δακρυ­σμέ­να καμιό­νια στη σειρά
οι πεθα­μέ­νοι μακά­βριο κομβόι
άκλαυ­τοι περ­νούν απ΄την οθό­νη μου.
Εκεί, στη διπλα­νή μας πόρτα,
ο φωτο­γρά­φος κουρ­νιά­ζει κι αυτός
σ΄ένα μπαλ­κο­νά­κι σαν το δικό μου.
Προ­σπα­θεί να κρα­τή­σει το χέρι σταθερό
Τα μάτια δε βοη­θά­νε, έπε­σε αντά­ρα, θολώ­νει ο φακός του.

Κι εδώ η κατα­χνιά μου δεν μ’ αφή­νει να δω καθαρά.
Προ­σπα­θώ να λυγί­σω το λυγμό,
μη μπει μέσα μου και με πνίξει.
Η σκέ­ψη βέλος καρ­φώ­νε­ται στο μυαλό
Ο θάνα­τος από πνιγ­μό είναι –λένε- φριχτός.
Κουρ­κου­νιά­ζω στο πάτωμα.
Πάνω μου δια­βαί­νει η μελωδία
«θα ρθει η δική μας η σειρά…»
Συρ­τό τσί­ριγ­μα στις χορ­δές, ρυθ­μός βελούδινος.
Κεντή­μα­τα με σταυ­ρο­βε­λο­νιές του Μάνου
κι η μέρα που ξημε­ρώ­νει εαρι­νή ισημερία.

Οι ποι­η­τές ακραγ­γί­ζουν παρά­φω­να πληκρολόγια
Άτολ­μοι και διστα­κτι­κοί ανά­με­σα στο πριν και στο τώρα.
Αιω­ρού­νται στα ερτζια­νά στί­χοι ερμαφρόδιτοι.
Άλλο­τε παρηγορητικοί
σαν τη θεία μετά­λη­ψη του μελλοθάνατου.
Άλλο­τε αλλοπρόσαλλοι
σαν το γέλιο του τρελού.
Ξεχά­στε την Ύπαρ­ξη, ωρέ, εδώ σταυ­ρώ­νει ο θάνα­τος τη ζωή…
Απλές κου­βέ­ντες όπως
Νοσοκομεία,
γιατροί,
μάσκες,
απολυμαντικά…
ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ…
Να τα δικά μας όπλα ποιητές!

Κάποιοι, πολ­λοί, χειροκροτούν,
κάθε Κυρια­κή, (για πόσες ακόμη;)
στα μπαλ­κό­νια τους και­νού­ριους ήρωες.

Θέλω να σκού­ξω όσο ακό­μη προφταίνω.
«Ουρ­λιάξ­τε, πανά­θε­μά σας
τα συν­θή­μα­τα των για­τρών στα μπαλ­κό­νια σας,
ουρ­λιάξ­τε όσο ακό­μη έχε­τε ανάσα!».
Ποιός του έχρι­σε ήρωες
και τους στέλ­νει στη μάχη ξεβράκωτους;

Ψάχνω τους ήρω­ες στο καντράν του τηλε­φώ­νου μου
Δεν μπο­ρεί, κάπου εδώ είναι, τους βλέπω…
Δυο — τρία αστέ­ρια άνα­ψαν στα χέρια τους.
Υψω­μέ­νες οι γρο­θιές των δέκα για­τρών ραγί­ζουν το θάνατο…

Κοι­τά­ζω το θερ­μό­με­τρο, μετά το ρολόι μου.
Η ανά­σα μου λιγοστή.
«Είστε ευπα­θής ομά­δα;», στο κεφά­λι μου βουί­ζει η καταδίκη…
Δε θέλω να πάρω το 1135.
Οι εντολές.
Οι εντο­λές είναι οι ελα­φριές περι­πτώ­σεις να παρα­μεί­νουν στο σπίτι.
Βλέ­πε­τε δεν υπάρ­χουν αντι­δρα­στή­ρια για όλους.
Ή μήπως σήμε­ρα είναι η μέρα,
που λένε πρέ­πει να εξε­τά­ζο­νται οι έχο­ντες συμπτώματα;
Έχω μπερ­δευ­τεί πια.
Θέλω να βγω στο μπαλ­κό­νι μου και να ουρλιάξω:

Σε γνω­ρί­ζω από την κόψη
Του σπα­θιού την τρομερή
Σε γνω­ρί­ζω από την όψη
Που με βια μετρά­ει τη γη…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο