«Μέριασε βράχε να διαβώ…».
Απαγγέλοντας δυνατά, για εκατοστή φορά απ΄ το πρωί, το ποίημά μου για την γιορτή του σχολείου, στάθηκα για λίγο και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη… Ήμουν πολύ αναστατωμένη ‑απελπισμένη- κι έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Με κόπο και κυρίως με πείσμα τα συγκρατούσα. «Δεν κλαίνε οι Σουλιώτισσες, δεν κλαίνε» διέταζα από μέσα μου τον εαυτό μου. Κι απέξω μου :
«το κύμ’ ανδρειωμένο λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.»
Δεν μπορούσα να βρω την δεύτερη άσπρη μου κάλτσα. Έψαξα παντού. Κατέβασα απ΄ το γοίκο – ή μήπως γίκο; συχωρεμένη πια λέξη, μάλλον όμως γοίκος από το «οίκος»-φλοκάτες και μαντανίες- άλλες συχωρεμένες λέξεις αυτές- ‚τα σώριασα όλα στο μικρό κρεβάτι. Τίποτα.
«Μέριασε! Μες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα, μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.»
Χώθηκα κάτω απ΄το μεγάλο κρεβάτι κι άρχισα να ψάχνω πυρετωδώς. Εκεί, πίσω απ΄ τα τσουβάλια με το τραγόμαλλο, βρήκα το κουτί τις καραμέλες μέντα που πάντα έκρυβε κάπου η γιαγιά για να μην τις της κλέψουμε. Εγώ.
Εγώ να μην τις κλέψω, ο αδερφός μου γεννήθηκε χωρίς γεύση. Μόνο το ξινό ένιωθε. Γι αυτό έκλεβε μόνο κορόμηλα. Μπήκα στον πειρασμό να φάω μια. Όταν την έβαλα στο στόμα μου τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν ποτάμι. Α, μπα… Δεν ήταν η απελπισία μου. Όχι ακόμη. Κάθε φορά η αψιά τους γεύση μου έφερνε δάκρυα και φτάρνισμα.
Μέχρι και σήμερα…
Ύστερα πείσμωσα. «Κάπου εδώ θα είσαι, βγες μόνο σου αλλιώς… Θα σου τις βρέξω για τα καλά παλιόκαλτσο μόλις σε βρω…» Επαναλάμβανα τα λόγια της γιαγιάς μου της Μαριώς, κάθε που με έψαχνε όταν κρυβόμουν μετά από κάποια σκανταλιά…
«Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα, βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.»
Τίποτα.
Και στην κουτσή ντουλάπα με τον σπασμένο καθρέφτη. Άδειασα όλα τα συρτάρια και τώρα ποιος την ακούει τη Μαριώ… Άδειασα και τις τσέπες από την πατατούκα του πατέρα. Μόνο ένα κουμπί είχε μέσα και το ψυχοχάρτι.
Άρχισα να διαβάζω τα ονόματα των πεθαμένων μας. Τους πιο πολλούς δεν τους ήξερα. Τις ιστορίες τους όμως τις είχα ακούσει.
Τον Αποστόλη. Τον γιο του παππού μου από την πρώτη του γυναίκα, που σκοτώθηκε στον Προφήτη Ηλία, στο Δομοκό, από όλμο, την ίδια ημέρα που έφευγαν πια οι Γερμανοί. Ήταν στην αρχή Ιταλόφιλος, λέει, αυτός… Όταν παραδόθηκαν όμως οι Ιταλοί πολέμησε τους Γερμανούς. Μπερδεμένα πράματα…
Τον Γιάννη… Τον αδερφό της μαμάς μου, τον αγνοούμενο μέχρι πέρσι… Κάποια στιγμή ήρθε η αρραβωνιαστικιά του και κει κάτω απ΄ τη μουριά στην αυλή μας, κλαίγοντας, διηγήθηκε στη μάνα το τραγικό του τέλος. Δεν καταλάβαινα ακριβώς τι έλεγαν. Κάτι για πόλεμο αδερφοκτόνο, ‑μάλλον επειδή σκοτώθηκε ο αδερφός της σκέφτηκα- αλλά πάλι αυτόν τον κρέμασαν με αγκαθωτό συρματόπλεγμα έλεγε η αρραβωνιαστικιά… Και ποιός; Ο άντρας της νονάς του, λέει, για να σώσει το δικό του γιο απ΄ το απόσπασμα… Πάντως πόλεμος ήταν όταν σκοτώθηκε.
Συμμοριτοπόλεμο τον είπε ο δάσκαλος στο σχολείο. Και μας ρώτησε ποιοί είχαμε θύματα στην οικογένεια. Δεν πρόσεξα ή μάλλον δεν ήξερα την λέξη «αντάρτες». Κάτι σαν «αντάρα» εγώ άκουσα. Και σήκωσα το χέρι μου με περηφάνια. «Τον θείο μου τον Γιάννη» είπα. Τον αδερφό της μαμάς μου… «Να ρωτήσετε τους γονείς σας κι αύριο να έρθετε να μας πείτε την ιστορία τους και μετά θα την γράψουμε έκθεση», μας έβαλε εργασία για το σπίτι ο δάσκαλος. « Κι όποιος γράψει την καλύτερη έκθεση, θα την διαβάσουμε στον Υπουργό που θα μας τιμήσει με την παρουσία του κατά την Εθνική μας Εορτή της εικοστής πέμπτης Μαρτίου… Ναι, ο κ. Λαδάς αυτοπροσώπως…».
Έτρεξα κι εγώ, χαρούμενη που θα είχα κατάδική μου ιστορία να πω, σίγουρη πως θα έγραφα την καλύτερη έκθεση, και πήγα στο σπίτι και ρώτησα τη μάνα… Κάγκελο εκείνη. «Καμία ιστορία δεν θα πεις εσύ αύριο. Τέλος.
Κατάλαβες; Δεν έχω όρεξη να με τραβολογάνε πάλι στα τμήματα…».
Όχι. Δεν κατάλαβα. Αλλά τα μάτια της μ΄έσκιαξαν.
Ήξερα κι από την άλλη φορά που την είχαν καλέσει στο τμήμα «δι υπόθεσίν της» τι τραβήξαμε… Μας αποχαιρέτησε λες και δεν θα την ξαναβλέπαμε ποτέ. Ωστόσο τότε την είχε καλέσει η αστυνομία για ένα πορτοφόλι που βρήκε στο παζάρι και το παρέδωσε. Με ένα κατοστάρικο μέσα. Εγώ θύμωσα πολύ μαζί της. Γιατί στο παζάρι είχε πάει για να πουλήσει την αγαπημένη μου χήνα. Αυτή με το μαύρο αστέρι στο μέτωπο. Και γιατί παρέδωσε το κατοστάρικο και έπειτα της ζητούσαν και τα ρέστα.
Την ξαναείδαμε. Και της το έδωσαν. Το κατοστάρικο. Γιατί δεν πήγε κανένας να ζητήσει το πορτοφόλι του. Κι όταν γύρισε μας αγκάλιαζε και έκλαιγε. Μάλλον όχι για το κατοστάρικο. Ούτε για την χήνα. Αυτήν την είχε φέρει πίσω, απούλητη έμεινε. Κι εγώ την είχα πια ολοδική μου, κατοικίδιο. Δεν ξανατόλμησε να την πάει στο παζάρι…
Και δεν είπα.
Τίποτα δεν είπα την άλλη μέρα. Έσκυψα το κεφάλι… Ο δικός μου θείος δεν ήταν ήρωας… Είπε όμως ο Τακούλης. Για τον θείο του το δάσκαλο που βασάνισαν και σκότωσαν οι συμμορίτες-ποιοί ήταν αυτοί άκουγα κάθε βράδυ Κυριακής, νομίζω στο ραδιόφωνο, στα «Δίχτυα της Αράχνης»… «ιστορίες ανθρώπων που πιάστηκαν στον ιστό της αράχνης, που τους υπνώτισε και τους αφάνισε… μ’ ένα θάνατο αργό, φριχτό, απαίσιο».
«και σὄγλειφα και σὄπλενα τα πόδια δουλωμένο, περήφανα μ’ εκοίταζες κι εφώναζες του κόσμου να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου. Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα, μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα, και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο που ’θε’ κάμω, με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.».
Μονορούφι το είπα…
Άδειασα και το συρτάρι της τραπεζαρίας. Μόνο χαρτιά πολυκαιρισμένα, ένα κουτί αλγκόν, ένα ρολό επίδεσμο και τις ταυτότητές τους είχαν εκεί. Πήρα την ταυτότητα της μάνας μου και κοίταξα την φωτογραφία. Δεν ήταν ποτέ αυστηρή η μανούλα μου, μια γλύκα ήταν… Κοίταξα τις ρυτίδες στο μέτωπό της. Το περήφανο μέτωπό της…
«Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη· τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι. Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι θα σε πατήσει στο λαιμό… Εξύπνησα λιοντάρι!…»
Τίποτα. Τίποτα. Η κάλτσα μου συνέχισε να με αγνοεί. Δεν καταλάβαινε από τέτοιους βρυχηθμούς. Και τώρα; Σουλιώτισσα ξεκάλτσωτη;
Και τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα. Επίδεσμο. Πως δεν το σκέφτηκα; Γρήγορα γρήγορα τύλιξα τον επίδεσμο στο γυμνό μου πόδι. Τον στέριωσα με μια καρφίτσα. Φόρεσα τα παπούτσια μου και ξεκίνησα για το σχολείο. Πρόλαβα και είπα ολόκληρο το ποίημα τρεις φορές όσο να φτάσω…
Εγώ θα άνοιγα την γιορτή. Λίγο πριν με κάλεσε ο δάσκαλος στο γραφείο του. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. «Θα δώσεις εσύ την ανθοδέσμη στον Υπουργό μας κ. Λαδά», είπε μόνο. «Όταν τελειώσεις με το ποίημά σου έλα μέσα να την πάρεις. Και πρόσεχε μην σου χαλάσει…»
Δεν το ήθελα. Ούτε κατάλαβα πως έγινε. Αυτός ο Τακούλης πάλι. Μου πήρε την κορδέλα από την ανθοδέσμη έτσι όπως περιμέναμε να τελειώσει η γιορτή. Με πείραζε και με έλεγε «συμμοριτάκι». Πήγα να τον κυνηγήσω… Και μου έπεσε η ανθοδέσμη. Άνοιξε το μπλε χαρτί περιτυλίγματος και έπεσαν στο χώμα τα τριαντάφυλλα. Τα μάζεψα αλλά δεν έβρισκα την καρφίτσα να στερεώσω το χαρτί γύρω τους. Την καρφίτσα… Ώπα… Έχω καρφίτσα. Στον επίδεσμο… Στην «κάλτσα» μου! Γρήγορα. Γρήγορα ξεπαπουτσώθηκα και έβγαλα τον επίδεσμο. Πήρα την πολύτιμη καρφίτσα. Και την καρφίτσωσα στην ανθοδέσμη.
Μέσα μου έλεγα τους τελευταίους στίχους του Βαλαωρίτη.
«Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
σα να ’ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.»
Όχι. Δεν το έκανα επίτηδες. Δεν φταίω εγώ. Η καρφίτσα φταίει. Και ο Τακούλης. Δεν την καρφίτσωσα καλά στην βιασύνη μου πάνω. Και μπήχτηκε στο χέρι του Υπουργού μας.
Την άλλη μέρα φώναξαν την μάνα στο τμήμα «δι υπόθεσίν της»…