Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεωργία Καλαμποκά: Η καρφίτσα

«Μέρια­σε βρά­χε να διαβώ…».

Απαγ­γέ­λο­ντας δυνα­τά, για εκα­το­στή φορά απ΄ το πρωί, το ποί­η­μά μου για την γιορ­τή του σχο­λεί­ου, στά­θη­κα για λίγο και κοί­τα­ξα τον εαυ­τό μου στον καθρέ­φτη… Ήμουν πολύ ανα­στα­τω­μέ­νη ‑απελ­πι­σμέ­νη- κι έτοι­μη να βάλω τα κλά­μα­τα. Με κόπο και κυρί­ως με πεί­σμα τα συγκρα­τού­σα. «Δεν κλαί­νε οι Σου­λιώ­τισ­σες, δεν κλαί­νε» διέ­τα­ζα από μέσα μου τον εαυ­τό μου. Κι απέ­ξω μου :
«το κύμ’ ανδρειω­μέ­νο λέγει στην πέτρα του για­λού θολό, μελανιασμένο.»

Δεν μπο­ρού­σα να βρω την δεύ­τε­ρη άσπρη μου κάλ­τσα. Έψα­ξα παντού. Κατέ­βα­σα απ΄ το γοί­κο – ή μήπως γίκο; συχω­ρε­μέ­νη πια λέξη, μάλ­λον όμως γοί­κος από το «οίκος»-φλοκάτες και μαντα­νί­ες- άλλες συχω­ρε­μέ­νες λέξεις αυτές- ‚τα σώρια­σα όλα στο μικρό κρε­βά­τι. Τίποτα.

«Μέρια­σε! Μες στα στή­θη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα, μαύ­ρος βοριάς εφώ­λια­σε και μαύ­ρη τρικυμία.»

Χώθη­κα κάτω απ΄το μεγά­λο κρε­βά­τι κι άρχι­σα να ψάχνω πυρε­τω­δώς. Εκεί, πίσω απ΄ τα τσου­βά­λια με το τρα­γό­μαλ­λο, βρή­κα το κου­τί τις καρα­μέ­λες μέντα που πάντα έκρυ­βε κάπου η για­γιά για να μην τις της κλέ­ψου­με. Εγώ.

Εγώ να μην τις κλέ­ψω, ο αδερ­φός μου γεν­νή­θη­κε χωρίς γεύ­ση. Μόνο το ξινό ένιω­θε. Γι αυτό έκλε­βε μόνο κορό­μη­λα. Μπή­κα στον πει­ρα­σμό να φάω μια. Όταν την έβα­λα στο στό­μα μου τα μάτια μου άρχι­σαν να τρέ­χουν ποτά­μι. Α, μπα… Δεν ήταν η απελ­πι­σία μου. Όχι ακό­μη. Κάθε φορά η αψιά τους γεύ­ση μου έφερ­νε δάκρυα και φτάρνισμα.

Μέχρι και σήμερα…

Ύστε­ρα πεί­σμω­σα. «Κάπου εδώ θα είσαι, βγες μόνο σου αλλιώς… Θα σου τις βρέ­ξω για τα καλά παλιό­καλ­τσο μόλις σε βρω…» Επα­να­λάμ­βα­να τα λόγια της για­γιάς μου της Μαριώς, κάθε που με έψα­χνε όταν κρυ­βό­μουν μετά από κάποια σκανταλιά…

«Αφρούς δεν έχω γι’ άρμα­τα, κού­φια βοή γι’ αντά­ρα, έχω ποτά­μι αίμα­τα, μ’ εθέ­ριε­ψε η κατά­ρα του κόσμου που βαρέ­θη­κε, του κόσμου που ’πε τώρα, βρά­χε, θα πέσεις, έφτα­σεν η φοβε­ρή σου ώρα.»
Τίποτα.

Και στην κου­τσή ντου­λά­πα με τον σπα­σμέ­νο καθρέ­φτη. Άδεια­σα όλα τα συρ­τά­ρια και τώρα ποιος την ακού­ει τη Μαριώ… Άδεια­σα και τις τσέ­πες από την πατα­τού­κα του πατέ­ρα. Μόνο ένα κου­μπί είχε μέσα και το ψυχοχάρτι.

Άρχι­σα να δια­βά­ζω τα ονό­μα­τα των πεθα­μέ­νων μας. Τους πιο πολ­λούς δεν τους ήξε­ρα. Τις ιστο­ρί­ες τους όμως τις είχα ακούσει.

Τον Απο­στό­λη. Τον γιο του παπ­πού μου από την πρώ­τη του γυναί­κα, που σκο­τώ­θη­κε στον Προ­φή­τη Ηλία, στο Δομο­κό, από όλμο, την ίδια ημέ­ρα που έφευ­γαν πια οι Γερ­μα­νοί. Ήταν στην αρχή Ιτα­λό­φι­λος, λέει, αυτός… Όταν παρα­δό­θη­καν όμως οι Ιτα­λοί πολέ­μη­σε τους Γερ­μα­νούς. Μπερ­δε­μέ­να πράματα…

Τον Γιάν­νη… Τον αδερ­φό της μαμάς μου, τον αγνο­ού­με­νο μέχρι πέρ­σι… Κάποια στιγ­μή ήρθε η αρρα­βω­νια­στι­κιά του και κει κάτω απ΄ τη μου­ριά στην αυλή μας, κλαί­γο­ντας, διη­γή­θη­κε στη μάνα το τρα­γι­κό του τέλος. Δεν κατα­λά­βαι­να ακρι­βώς τι έλε­γαν. Κάτι για πόλε­μο αδερ­φο­κτό­νο, ‑μάλ­λον επει­δή σκο­τώ­θη­κε ο αδερ­φός της σκέ­φτη­κα- αλλά πάλι αυτόν τον κρέ­μα­σαν με αγκα­θω­τό συρ­μα­τό­πλεγ­μα έλε­γε η αρρα­βω­νια­στι­κιά… Και ποιός; Ο άντρας της νονάς του, λέει, για να σώσει το δικό του γιο απ΄ το από­σπα­σμα… Πάντως πόλε­μος ήταν όταν σκοτώθηκε.

Συμ­μο­ρι­το­πό­λε­μο τον είπε ο δάσκα­λος στο σχο­λείο. Και μας ρώτη­σε ποιοί είχα­με θύμα­τα στην οικο­γέ­νεια. Δεν πρό­σε­ξα ή μάλ­λον δεν ήξε­ρα την λέξη «αντάρ­τες». Κάτι σαν «αντά­ρα» εγώ άκου­σα. Και σήκω­σα το χέρι μου με περη­φά­νια. «Τον θείο μου τον Γιάν­νη» είπα. Τον αδερ­φό της μαμάς μου… «Να ρωτή­σε­τε τους γονείς σας κι αύριο να έρθε­τε να μας πεί­τε την ιστο­ρία τους και μετά θα την γρά­ψου­με έκθε­ση», μας έβα­λε εργα­σία για το σπί­τι ο δάσκα­λος. « Κι όποιος γρά­ψει την καλύ­τε­ρη έκθε­ση, θα την δια­βά­σου­με στον Υπουρ­γό που θα μας τιμή­σει με την παρου­σία του κατά την Εθνι­κή μας Εορ­τή της εικο­στής πέμ­πτης Μαρ­τί­ου… Ναι, ο κ. Λαδάς αυτοπροσώπως…».

Έτρε­ξα κι εγώ, χαρού­με­νη που θα είχα κατά­δι­κή μου ιστο­ρία να πω, σίγου­ρη πως θα έγρα­φα την καλύ­τε­ρη έκθε­ση, και πήγα στο σπί­τι και ρώτη­σα τη μάνα… Κάγκε­λο εκεί­νη. «Καμία ιστο­ρία δεν θα πεις εσύ αύριο. Τέλος.

Κατά­λα­βες; Δεν έχω όρε­ξη να με τρα­βο­λο­γά­νε πάλι στα τμήματα…».

Όχι. Δεν κατά­λα­βα. Αλλά τα μάτια της μ΄έσκιαξαν.

Ήξε­ρα κι από την άλλη φορά που την είχαν καλέ­σει στο τμή­μα «δι υπό­θε­σίν της» τι τρα­βή­ξα­με… Μας απο­χαι­ρέ­τη­σε λες και δεν θα την ξανα­βλέ­πα­με ποτέ. Ωστό­σο τότε την είχε καλέ­σει η αστυ­νο­μία για ένα πορ­το­φό­λι που βρή­κε στο παζά­ρι και το παρέ­δω­σε. Με ένα κατο­στά­ρι­κο μέσα. Εγώ θύμω­σα πολύ μαζί της. Για­τί στο παζά­ρι είχε πάει για να που­λή­σει την αγα­πη­μέ­νη μου χήνα. Αυτή με το μαύ­ρο αστέ­ρι στο μέτω­πο. Και για­τί παρέ­δω­σε το κατο­στά­ρι­κο και έπει­τα της ζητού­σαν και τα ρέστα.

Την ξανα­εί­δα­με. Και της το έδω­σαν. Το κατο­στά­ρι­κο. Για­τί δεν πήγε κανέ­νας να ζητή­σει το πορ­το­φό­λι του. Κι όταν γύρι­σε μας αγκά­λια­ζε και έκλαι­γε. Μάλ­λον όχι για το κατο­στά­ρι­κο. Ούτε για την χήνα. Αυτήν την είχε φέρει πίσω, απού­λη­τη έμει­νε. Κι εγώ την είχα πια ολο­δι­κή μου, κατοι­κί­διο. Δεν ξανα­τόλ­μη­σε να την πάει στο παζάρι…

Και δεν είπα.

Τίπο­τα δεν είπα την άλλη μέρα. Έσκυ­ψα το κεφά­λι… Ο δικός μου θεί­ος δεν ήταν ήρω­ας… Είπε όμως ο Τακού­λης. Για τον θείο του το δάσκα­λο που βασά­νι­σαν και σκό­τω­σαν οι συμ­μο­ρί­τες-ποιοί ήταν αυτοί άκου­γα κάθε βρά­δυ Κυρια­κής, νομί­ζω στο ραδιό­φω­νο, στα «Δίχτυα της Αρά­χνης»… «ιστο­ρί­ες ανθρώ­πων που πιά­στη­καν στον ιστό της αρά­χνης, που τους υπνώ­τι­σε και τους αφά­νι­σε… μ’ ένα θάνα­το αργό, φρι­χτό, απαίσιο».
«και σὄγλει­φα και σὄπλε­να τα πόδια δου­λω­μέ­νο, περή­φα­να μ’ εκοί­τα­ζες κι εφώ­να­ζες του κόσμου να ιδεί την κατα­φρό­νε­ση που πάθαι­νε ο αφρός μου. Κι αντίς εγώ κρυ­φά κρυ­φά, εκεί που σ’ εφι­λού­σα, μέρα και νύχτα σ’ έσκα­φτα, τη σάρ­κα σου εδα­γκού­σα, και την πλη­γή που σ’ άνοι­γα, το λάκ­κο που ’θε’ κάμω, με φύκη τον επλά­κω­να, τον έκρυ­βα στον άμμο.».

Μονο­ρού­φι το είπα…

Άδεια­σα και το συρ­τά­ρι της τρα­πε­ζα­ρί­ας. Μόνο χαρ­τιά πολυ­και­ρι­σμέ­να, ένα κου­τί αλγκόν, ένα ρολό επί­δε­σμο και τις ταυ­τό­τη­τές τους είχαν εκεί. Πήρα την ταυ­τό­τη­τα της μάνας μου και κοί­τα­ξα την φωτο­γρα­φία. Δεν ήταν ποτέ αυστη­ρή η μανού­λα μου, μια γλύ­κα ήταν… Κοί­τα­ξα τις ρυτί­δες στο μέτω­πό της. Το περή­φα­νο μέτω­πό της…

«Σκύ­ψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασ­σας τα βύθη· τα θέμε­λά σου τα ’φαγα, σ’ έκα­μα κου­φο­λί­θι. Μέρια­σε, βρά­χε, να δια­βώ! Του δού­λου το ποδά­ρι θα σε πατή­σει στο λαι­μό… Εξύ­πνη­σα λιοντάρι!…»

Τίπο­τα. Τίπο­τα. Η κάλ­τσα μου συνέ­χι­σε να με αγνο­εί. Δεν κατα­λά­βαι­νε από τέτοιους βρυ­χηθ­μούς. Και τώρα; Σου­λιώ­τισ­σα ξεκάλτσωτη;

Και τότε μου ήρθε η φαει­νή ιδέα. Επί­δε­σμο. Πως δεν το σκέ­φτη­κα; Γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα τύλι­ξα τον επί­δε­σμο στο γυμνό μου πόδι. Τον στέ­ριω­σα με μια καρ­φί­τσα. Φόρε­σα τα παπού­τσια μου και ξεκί­νη­σα για το σχο­λείο. Πρό­λα­βα και είπα ολό­κλη­ρο το ποί­η­μα τρεις φορές όσο να φτάσω…

Εγώ θα άνοι­γα την γιορ­τή. Λίγο πριν με κάλε­σε ο δάσκα­λος στο γρα­φείο του. Η καρ­διά μου πήγαι­νε να σπά­σει. «Θα δώσεις εσύ την ανθο­δέ­σμη στον Υπουρ­γό μας κ. Λαδά», είπε μόνο. «Όταν τελειώ­σεις με το ποί­η­μά σου έλα μέσα να την πάρεις. Και πρό­σε­χε μην σου χαλάσει…»

Δεν το ήθε­λα. Ούτε κατά­λα­βα πως έγι­νε. Αυτός ο Τακού­λης πάλι. Μου πήρε την κορ­δέ­λα από την ανθο­δέ­σμη έτσι όπως περι­μέ­να­με να τελειώ­σει η γιορ­τή. Με πεί­ρα­ζε και με έλε­γε «συμ­μο­ρι­τά­κι». Πήγα να τον κυνη­γή­σω… Και μου έπε­σε η ανθο­δέ­σμη. Άνοι­ξε το μπλε χαρ­τί περι­τυ­λίγ­μα­τος και έπε­σαν στο χώμα τα τρια­ντά­φυλ­λα. Τα μάζε­ψα αλλά δεν έβρι­σκα την καρ­φί­τσα να στε­ρε­ώ­σω το χαρ­τί γύρω τους. Την καρ­φί­τσα… Ώπα… Έχω καρ­φί­τσα. Στον επί­δε­σμο… Στην «κάλ­τσα» μου! Γρή­γο­ρα. Γρή­γο­ρα ξεπα­που­τσώ­θη­κα και έβγα­λα τον επί­δε­σμο. Πήρα την πολύ­τι­μη καρ­φί­τσα. Και την καρ­φί­τσω­σα στην ανθοδέσμη.

Μέσα μου έλε­γα τους τελευ­ταί­ους στί­χους του Βαλαωρίτη.
«Ο βρά­χος εβου­βά­θη­κε. Το κύμα στην ορμή του
εκα­τα­πό­ντι­σε μεμιάς το κού­φιο το κορ­μί του.
Χάνε­ται μες στην άβυσ­σο, τρί­βε­ται, σβηέ­ται, λιώνει
σα να ’ταν από χιόνι.
Επά­νω­θέ του εβό­γκη­ξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασ­σα κι εκλεί­στη­κε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ’ταν το στοι­χειό κανείς παρά το κύμα
που παί­ζει γαλα­νό­λευ­κο επά­νω από το μνήμα.»

Όχι. Δεν το έκα­να επί­τη­δες. Δεν φταίω εγώ. Η καρ­φί­τσα φταί­ει. Και ο Τακού­λης. Δεν την καρ­φί­τσω­σα καλά στην βια­σύ­νη μου πάνω. Και μπή­χτη­κε στο χέρι του Υπουρ­γού μας.

Την άλλη μέρα φώνα­ξαν την μάνα στο τμή­μα «δι υπό­θε­σίν της»…

Τ’ αγί­νω­τα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο