Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεωργία Καλαμποκά: Η σύναξη των αγίων

Έρχο­νται πάντα στην ώρα τους.
Και οι τρεις.
Όταν το ρολόι τ’ Αη Γιωρ­γιού χτυ­πά­ει μεσάνυχτα.

Εγώ τις περι­μέ­νω εξαγνισμένη.

Ανε­βά­στα­γη πηγαι­νο­έρ­χο­μαι όλο το από­γευ­μα. Ανα­δύ­ο­μαι απ΄τα χαλά­σμα­τα του παλιού μας σπι­τιού, βάτος καιγόμενη.

Κάπο­τε ήταν αρχο­ντό­σπι­το χτι­σμέ­νο από μαστό­ρους της Πυρ­σό­γιαν­νης. Κιου­πρου­λή­δες, έλε­γε ο Τσι­μπου­κο­νί­κος. Για τα γιο­φύ­ρια ήταν εκεί. Αυτός όμως, εκτός απ΄το πασχα­λι­νό αρνί, είχε και την Πεντά­μορ­φη δεμέ­νη με άλυσ­σο στην αχυ­ρώ­να για πεσκέ­σι. Την πρό­σφε­ρε στο μεθυ­σμέ­νο Πρω­το­μά­στο­ρα από­βρα­δο της Κυρια­κής του Πάσχα. Κάποιοι, κακό­γλωσ­σοι, είπαν είχε και παρέα αυτός, τον Πελε­κά­νο του. Έναν κοντό κι ασού­σου­μο για να ‘ναι η θυσία αβά­σκα­ντη. Το σίγου­ρο είναι, πως επέ­βλε­πε ο Τσι­μπου­κο­νί­κος απ΄ την κλει­δα­ρό­τρυ­πα, τόσο κρα­σί που είχαν πιει, μη πάει η προ­σφο­ρά στρά­φι. Έτσι, ξημε­ρώ­νο­ντας τ΄ Άη Γιωρ­γού, εκεί­νη τη χρο­νιά μετά το μεγά­λο σει­σμό, έσφα­ξαν τον πιο βαρ­βά­το κόκ­κο­ρα στα θεμέ­λια καθώς η μάνα της σουρομαδιόταν.Την Πεντά­μορ­φη την είχε από χρό­νια ξεγραμ­μέ­νη. Αλλά ποτέ δεν το πιστεύ­εις το κακό το τέλος πως στ΄αλήθεια ήρθε, είναι εδώ…

Να η πελε­κη­μέ­νη πέτρα, με αμμο­δε­σιά, να και μια σκά­λα μαρ­μά­ρι­νη. Κανέ­νας δε θυμά­ται πως βρέ­θη­κε μάρ­μα­ρο Έρέ­τριας σε κεί­νο το ασή­μα­ντο καμπο­χώ­ρι. Αλλά, Τσι­μπου­κο­νί­κος ήταν αυτός. Στα νιά­τα του γυρο­λό­γος, έτσι παντρεύ­τη­κε και τη Μαριώ, από δεύ­τε­ρο χέρι παρ­μέ­νη. Ο άντρας της, ποτέ δεν είχε επι­στρέ­ψει από κεί­νο τον πρώ­το Πόλε­μο. Να και μια κίτρι­νη τρια­ντα­φυλ­λιά στο κεφα­λό­σκα­λο, που ακό­μη με στοι­χειώ­νει και νου δεν έχω άλλο χρώ­μα ν΄αγαπήσω, μήτε άλλο άρω­μα να με κερ­δί­σει μπορεί.

Ανε­βά­στα­γη πηγαι­νο­έρ­χο­μαι από το σπί­τι στο Κοι­μη­τή­ριο και πάλι πίσω. Κοι­τά­ζω τις φωτο­γρα­φί­ες τους στα μνή­μα­τα μονο­λο­γώ­ντας “γίνε­σθε ουν φρό­νι­μοι ως όφεις”. Απ΄ το πέτρι­νο το μόνο που απέ­μει­νε απ΄ την πυρ­κα­γιά που έβα­λε η Μαριώ είναι το υπό­γειο. Εκεί χρό­νο με το χρό­νο, εμμο­νι­κή ρακο­συλ­λέ­κτρα εγώ, έχω ενα­πο­θέ­σει τα που δε θέλω να λησμονηθούν.

Όταν σωθεί το τελευ­ταίο φως, κατε­βαί­νω τη χορ­τα­ρια­σμέ­νη σκά­λα. Μια φορά το χρό­νο, πάντα τ΄ Αη Γιωρ­γιού. Να απο­κα­θη­λώ­σω τα σκου­ρια­σμέ­να εργα­λεία. Τα δικά μου ανα­θή­μα­τα είναι. Ξεκρε­μώ απ΄το τοί­χο το τσιγ­γέ­λι και το ξυστρί. Αρπά­ζω και το λυσγά­ρι. Το λυσγά­ρι για να φυτέ­ψω μια και­νού­ρια κίτρι­νη αγριο­τρια­ντα­φυλ­λιά. Κάθε χρό­νο φυτεύω, ποτέ δεν πιά­νει… Το ξυστρί για το φιδό­δερ­μά μου. Το τσι­γκέ­λι για την Περ­σε­φό­νη. Κι ένα παλιό οπλο­πο­λυ­βό­λο για να το ξανα­δώ­σω στην Αντιγόνη. ..

Ψέμα­τα είπε στους στρα­το­δί­κες. Η Αντι­γό­νη. Για το οπλο­πο­λυ­βό­λο. Πήγαν με τη Μαριώ και το περι­μά­ζε­ψαν. Κάτω απ΄την πατ΄λιά που το ΄χε κρυ­μέ­νο, όταν έπια­σαν την ομά­δα της των ανταρ­τών του Δια­μα­ντή στη Στρώμη.

Ανη­φο­ρί­ζω φορ­τω­μέ­νη τη Γόλι­να. Έτσι κι αλλιώς κανέ­νας δε ζει πλέ­ον εδώ για να με κατα­δώ­σει. Εδώ έρχο­νται μόνο οι μελ­λο­θά­να­τοι. Τι να φοβη­θείς από τους καταδικασμένους;

Πάω πρώ­τα απ’ τον Οβρά. Εκεί που πάντα συνα­ντιού­νταν οι γυναί­κες της γενιάς μου με τους παλιούς τους αγα­πη­μέ­νους. Αλλά ποτέ δεν τους ακο­λου­θού­σαν. Ποτέ. Όσα παρα­κά­λια κι αν άκου­γαν. Πάντα επέ­στρε­φαν στο υπόγειο.

Κάθο­μαι στη βρύ­ση με το λιγο­στό πια νερό και αγνα­ντεύω για λίγο την πέτρι­νη γέφυ­ρα του τρέ­νου. Έπει­τα αρχί­ζω την ιεροτελεστία.

Ξυστρί­ζω όλες τις παλιές πλη­γές να στά­ξει αίμα καθα­ρό. Να θυμη­θεί το σώμα όλα τα παλιά μαρ­τύ­ρια και τις ξεχα­σμέ­νες ηδο­νές. Κατα­δύ­ο­μαι κατό­πιν απο μάτι του Οβρά, πέρα­σμα στε­νό και σκο­τει­νό να φτά­σω στα έγκα­τά μου. Στον πάτο του πηγα­διού με περι­μέ­νει η Περ­σε­φό­νη μ΄ ένα σκου­ρια­σμέ­νο τσιγ­γέ­λι να με κρε­μά­σει ανά­πο­δα, να στραγ­γί­σω. Ένα μερό­νυ­χτο. Αδειά­ζω από αίμα και ανα­μνή­σεις, μόνο την ανε­ξί­τη­λη μου­σι­κή θα χρεια­στώ στο Μυστή­ριο. Αυτή που φτιά­χνε­ται από τις κραυ­γές των αλύ­τρω­των ψυχών λίγο πριν τους λια­νί­σουν οι βασα­νι­στές τους.

Στο τέλος ανα­δύ­ο­μαι πάλ­λευ­κη. Σέρ­νο­μαι ανά­με­σα από κοτρώ­νες με άγριες εξο­χές να απαλ­λα­χθώ από τον άσπρο μου χιτώ­να. Τον συμα­ζεύω κατό­πιν και τον κρα­τώ αγκα­λιά όπως το πρώ­το μου μωρό. Το απο­θέ­τω στο φαγω­μέ­νο μάρ­μα­ρο της Αγί­ας Τρά­πε­ζας. Το πρώ­το φιδό­δερ­μα της Άνοιξης.

Με περι­μέ­νουν και οι τρεις.
Κάθε τ΄ Άη Γιωργιού.
Η Μαριώ, η Αντι­γό­νη και η Πεντάμορφη.
Η σύνα­ξη των δικών μου αγίων.

Γεωρ­γία Καλα­μπο­κά 30/1/2020

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο