Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεωργία Καλαμποκά: Νεφέλη

«Τα τρα­γού­δια των ανθρώπων
Είναι πιο όμορ­φα απ΄τους ίδιους
Πιο βαρειά από ελπίδα
Πιο λυπη­μέ­να
Πιο διαρ­κή»

Ναζίμ Χικ­μέτ

Πάει να σπά­σει το κεφά­λι μου, Ναζίμ αδερ­φέ μου, σφιγ­μέ­να τα δόντια μου και η νύχτα πίσ­σα, σαν τις έγνοιες μου. Με κατα­πί­νει ένα νεφέ­λω­μα σπει­ροει­δές, κατα­σκό­τει­νο, όλο βυθί­ζο­μαι ανε­ξέ­λεγ­κτα στο έξω μου χάος.
Μήτε ορθό λόγο δεν έχει πλέ­ον. Ούτε από κει ούτε απ΄ εδώ. Μετα­νά­στευ­σε κι αυτός σε τόπους άγνω­στους, κρύ­φτη­κε σε αρχαί­ες περ­γα­μη­νές για να τον ξετρυ­πώ­σουν οι αιώ­νες που έρχο­νται ατό­φιο ξανά. Μήτε γεω­με­τρία στα σχο­λειά, μήτε και γλώσ­σα μητρι­κή να νανου­ρί­ζει τρυ­φε­ρά τα βυζα­ρού­δια τις νύχτες που λυσ­σο­μα­νούν οι βοριά­δες. Μηδέ εκεί­να τα παλιά δημο­τι­κά τρα­γού­δια, στο ΄πα και στο ξανα­λέω, τα που με λίγω­ναν στα νιά­τα μου. Χάθη­καν μαζί με τα τρα­γού­δια σου της όμορ­φής μας θάλασ­σας, που δρα­σκε­λού­σαν το αρχι­πέ­λα­γος και πήδα­γαν, καρ­ντά­ση μου, τα σύνο­ρα να σμί­ξουν σε νότες βυζα­ντι­νές και να κάνουν τους λαούς μας ένα ξανά. Πλα­νιού­νται πλέ­ον χρυ­σή σκό­νη στ΄άστρα που δεν τα κατα­δέ­χο­σαν και γλώσ­σα τους έβγα­ζες, Ναζίμ.

Πως ν’ αφή­σω να χαθούν; Πού θα τα βρω όταν θα βυζαί­νω τα μωρά που θα γεν­νη­θούν; Όταν τίπο­τε άλλο δεν θα μπο­ρεί να γλυ­τώ­σει την Έλλη μου απ΄ τον πνιγ­μό; Πρέ­πει τώρα να σκε­φθώ. Ακό­μη κι αν είναι ν΄ ανα­σκευά­σω το δεύ­τε­ρο θερ­μο­δυ­να­μι­κό αξί­ω­μα. Η ενέρ­γεια δεν αφα­νί­ζε­ται ποτέ σ’ ένα κλει­στό σύστη­μα. Το σύμπαν απο­δεί­χθη­κε κλει­στό σύστη­μα. Άρα κάπου υπάρ­χουν, κάπου ταξιδεύουν.

Πώς να το κάνω μόνη μου Ναζίμ; Εγώ η Νεφέ­λη και η Σεχρα­ζάτ, εγώ η Τούρ­κα κι εγώ η Ρωμιά, η κόρη, η μητέ­ρα, η γυναί­κα, η αδερ­φή, κι ας είχα το μέτω­πο στον ήλιο, κι ας ήμουν η ίδια ωραίο παι­δί με τα μάτια χρυ­σά, ω Ναζίμ, αγα­πη­μέ­νε μου Ναζίμ! Η μήτρα μου γέν­νη­σε για­σε­μιά μοσχο­βο­λι­στά και γαρού­φα­λα, γέν­νη­σε όμως και συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα αγκα­θω­τά και καπνο­γό­να και χημι­κά και όπλα φονικά.

Ήρθε ο και­ρός, Ναζίμ, που πιο πολύ απ΄τους ανθρώ­πους τις άγριες λέξεις τους φοβή­θη­κα. Εκεί­νες που ανοί­γουν γκρε­μούς. «Οι από κει κι οι από εδώ». Εκεί­νες που καλ­πά­ζουν στο σκο­τά­δι κρα­δαί­νο­ντας πυρ­σούς ανα­μέ­νους. «Κάψ­τε τους, ρου­θού­νι όρθιο μη μεί­νει από δαύ­τους, να πάνε από κει που ήρθαν». Εκεί­νες τις κραυ­γές και τα ουρ­λια­χτά που κόβουν στα δυο τη νύχτα, κυρ­τώ­νουν τη ράχη των σκυ­λιών κι ύστε­ρα έντρο­μα βάζουν την ουρά στα σκέ­λια και γρυ­λί­ζο­ντας σιγα­νά χώνο­νται στην πρώ­τη κατα­κόμ­βη που θα βρουν.

Ένα γύρω, μου φρά­ζουν κι εδώ τη μέρα, Ναζίμ, καί­ει ξανά κρυ­φά τους σπό­ρους η Ινώ. Κι ο βασι­λιάς βαθιά κοι­μά­ται, τις νύχτες που κυνη­γούν τα σπλά­χνα μου της ιστο­ρί­ας τα φαντά­σμα­τα… Έτσι όπως τα ζυγώ­νουν, κι αστρά­φτουν μπα­ρου­τια­σμέ­να των αγρι­μιών τα μάτια, ο πατέ­ρας τους δεν ακού­ει ούτε τις προ­σευ­χές τους.
Στα λιμά­νια, ξέβρα­σαν όλο το σπα­ραγ­μό οι σπι­λιά­δες. Κοπε­τός σε όλες των ανθρώ­πων τις γλώσ­σες, κι όπως τους θωρώ από εδώ ψηλά, μέσα μου εγκα­θί­στα­ται ένα μόνο όνο­μα. Απόγνωση.

Που είναι η φωτιά που θα καού­με, Ναζίμ, για να γεν­νού­νε τα σκο­τά­δια λάμψη;

Γεωρ­γία Καλα­μπο­κά, 8/3/2020

foto Keith Carter

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο