«Τα τραγούδια των ανθρώπων
Είναι πιο όμορφα απ΄τους ίδιους
Πιο βαρειά από ελπίδα
Πιο λυπημένα
Πιο διαρκή»
Ναζίμ Χικμέτ
Πάει να σπάσει το κεφάλι μου, Ναζίμ αδερφέ μου, σφιγμένα τα δόντια μου και η νύχτα πίσσα, σαν τις έγνοιες μου. Με καταπίνει ένα νεφέλωμα σπειροειδές, κατασκότεινο, όλο βυθίζομαι ανεξέλεγκτα στο έξω μου χάος.
Μήτε ορθό λόγο δεν έχει πλέον. Ούτε από κει ούτε απ΄ εδώ. Μετανάστευσε κι αυτός σε τόπους άγνωστους, κρύφτηκε σε αρχαίες περγαμηνές για να τον ξετρυπώσουν οι αιώνες που έρχονται ατόφιο ξανά. Μήτε γεωμετρία στα σχολειά, μήτε και γλώσσα μητρική να νανουρίζει τρυφερά τα βυζαρούδια τις νύχτες που λυσσομανούν οι βοριάδες. Μηδέ εκείνα τα παλιά δημοτικά τραγούδια, στο ΄πα και στο ξαναλέω, τα που με λίγωναν στα νιάτα μου. Χάθηκαν μαζί με τα τραγούδια σου της όμορφής μας θάλασσας, που δρασκελούσαν το αρχιπέλαγος και πήδαγαν, καρντάση μου, τα σύνορα να σμίξουν σε νότες βυζαντινές και να κάνουν τους λαούς μας ένα ξανά. Πλανιούνται πλέον χρυσή σκόνη στ΄άστρα που δεν τα καταδέχοσαν και γλώσσα τους έβγαζες, Ναζίμ.
Πως ν’ αφήσω να χαθούν; Πού θα τα βρω όταν θα βυζαίνω τα μωρά που θα γεννηθούν; Όταν τίποτε άλλο δεν θα μπορεί να γλυτώσει την Έλλη μου απ΄ τον πνιγμό; Πρέπει τώρα να σκεφθώ. Ακόμη κι αν είναι ν΄ ανασκευάσω το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα. Η ενέργεια δεν αφανίζεται ποτέ σ’ ένα κλειστό σύστημα. Το σύμπαν αποδείχθηκε κλειστό σύστημα. Άρα κάπου υπάρχουν, κάπου ταξιδεύουν.
Πώς να το κάνω μόνη μου Ναζίμ; Εγώ η Νεφέλη και η Σεχραζάτ, εγώ η Τούρκα κι εγώ η Ρωμιά, η κόρη, η μητέρα, η γυναίκα, η αδερφή, κι ας είχα το μέτωπο στον ήλιο, κι ας ήμουν η ίδια ωραίο παιδί με τα μάτια χρυσά, ω Ναζίμ, αγαπημένε μου Ναζίμ! Η μήτρα μου γέννησε γιασεμιά μοσχοβολιστά και γαρούφαλα, γέννησε όμως και συρματοπλέγματα αγκαθωτά και καπνογόνα και χημικά και όπλα φονικά.
Ήρθε ο καιρός, Ναζίμ, που πιο πολύ απ΄τους ανθρώπους τις άγριες λέξεις τους φοβήθηκα. Εκείνες που ανοίγουν γκρεμούς. «Οι από κει κι οι από εδώ». Εκείνες που καλπάζουν στο σκοτάδι κραδαίνοντας πυρσούς αναμένους. «Κάψτε τους, ρουθούνι όρθιο μη μείνει από δαύτους, να πάνε από κει που ήρθαν». Εκείνες τις κραυγές και τα ουρλιαχτά που κόβουν στα δυο τη νύχτα, κυρτώνουν τη ράχη των σκυλιών κι ύστερα έντρομα βάζουν την ουρά στα σκέλια και γρυλίζοντας σιγανά χώνονται στην πρώτη κατακόμβη που θα βρουν.
Ένα γύρω, μου φράζουν κι εδώ τη μέρα, Ναζίμ, καίει ξανά κρυφά τους σπόρους η Ινώ. Κι ο βασιλιάς βαθιά κοιμάται, τις νύχτες που κυνηγούν τα σπλάχνα μου της ιστορίας τα φαντάσματα… Έτσι όπως τα ζυγώνουν, κι αστράφτουν μπαρουτιασμένα των αγριμιών τα μάτια, ο πατέρας τους δεν ακούει ούτε τις προσευχές τους.
Στα λιμάνια, ξέβρασαν όλο το σπαραγμό οι σπιλιάδες. Κοπετός σε όλες των ανθρώπων τις γλώσσες, κι όπως τους θωρώ από εδώ ψηλά, μέσα μου εγκαθίσταται ένα μόνο όνομα. Απόγνωση.
Που είναι η φωτιά που θα καούμε, Ναζίμ, για να γεννούνε τα σκοτάδια λάμψη;
Γεωργία Καλαμποκά, 8/3/2020
foto Keith Carter