Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γεωργία Καλαμποκά, τέσσερα ποιήματα

Η χαράδρα

Ανθο­λο­γού­σα λοι­πόν ιστορίες
Μύθους και άγριους χορούς
Γεγο­νό­τα, πρό­σω­πα και τοπία
Ενθυ­μή­σεις από ξεχα­σμέ­να βιβλία
Ξεβαμ­μέ­να συν­θή­μα­τα από τοίχους
‑Ματω­μέ­νους ακόμα
Που είχαν μάτια από σφαίρες-
Σκου­ρια­σμέ­να συρματοπλέγματα
Κι ακάν­θι­να στε­φά­νια αμάραντα.
Είχα το νου μου.
Απέ­φευ­γα τις παγίδες
Εκεί­νες τις πεθα­μέ­νες λέξεις
Που τις κου­βά­λη­σαν τα λεξικά
Σαν νάταν εδώ το κιβού­ρι τους.
Με τη σπου­δή του ναυαγοσώστη
περι­συ­νέ­λε­γα τα υπολείμματα
Ενός ναυαγίου
Ναυα­γεί όμως ένας τόπος;
Ναι.
Τον ναυαγούν
Οι άρι­στες επιδόσεις
Μιας ασε­βούς κυριότητας,
Που κολα­κεύ­ει την αρπαγή
Και χτί­ζει πάνω στις ορφα­νε­μέ­νες ανάσες
Το κοντό­με­ρο πεπρω­μέ­νο της.
Ωστό­σο ακό­μα δεν γνωρίζω
Αν ήμουν το ναυαγοσωστικό
Ή ο ναυαγός.
Το μόνο που μπο­ρώ να καταθέσω
Με σιγουριά
Είναι πως κάποτε
Μια φού­χτα λιανοπαίδια
Νίκη­σαν τη χαράδρα.

Γέννηση

Άλλω­στε
Δε γεν­νη­θή­κα­με σπουδαίοι
Γυμνοί γεννηθήκαμε
Όλοι.
Ωστόσο
Οι περισσότεροι
Συνα­ντή­σα­με το πρώ­το χάραμα
Δίχως φάτνη
Μηδέ ζεστή ανά­σα αλόγου
Ν’ ασφα­λί­ζει τη νύχτα μας.
Ήταν κι εκεί­νοι που δεν κατάφεραν
Ούτε μέχρι το κλά­μα να φτάσουν
Έντρο­μοι κατά­πιαν τις ερω­τή­σεις τους
Η δική τους νύχτα είχε κοφτε­ρή ακοή.
Λίγοι, είναι αλήθεια,
Αγρύ­πνη­σαν με αφοβιά
Ως την αυγή.
Οι ίδιοι σήκω­σαν στην πλά­τη τους
Την πρώ­τη Κυριακή.
Οι άλλοι
Οι ελάχιστοι
Δήλω­σαν στα ληξιαρ­χεία του χρόνου
Τη γη δική τους.
Τότε
Όλα τ’ αστέ­ρια τ’ ουρανού
Γεν­νή­σα­νε θρήνους.
Έτσι
Οι άνε­μοι έγι­ναν το σπί­τι μας.
Και το δικό τους.
Ως εκεί­νη την ώρα που θα γεν­νη­θού­με ξανά.

Ο σουγιάς

Μεγά­λω­σα τρο­χί­ζο­ντας το σουγιά
Έναν τόσο δα μικρό σουγιά
Λάμα από φτη­νό τσίγκο.
Ώρες ατέ­λειω­τες το τρό­χι­σμα στην πέτρα
Τυλιγ­μέ­νη σταυ­ρω­τά μ’ ένα κομ­μά­τι δέρμα
Σαν καρ­βέ­λι ψωμιού.
Τότε κανέ­νας δεν διά­βα­ζε από χαρτιά
Οι γέροι διά­βα­ζαν τον καιρό
Τ΄ αγό­ρια τις φωλιές των πουλιών
Τα κορί­τσια τις γεύσεις.
Μεγά­λω­σα κυνη­γώ­ντας με το σου­γιά τις σιωπές
Αυτές που είδα ν’ απλώ­νο­νται στον τόπο μου
Όπως το χιόνι
Κυνή­γη­σα με το σου­γιά μου
Τις βου­βές μαρ­τυ­ρί­ες των ανώ­νυ­μων πετράδων
Που έχτι­ζαν σεμνά γεφύρια
Ό,τι δεν γύρι­σε ποτέ της να κοι­τά­ξει η ιστορία.
Όμως από τέτοιες σιω­πές γεν­νιέ­ται το χρέος
Σαν ανα­χώ­ρη­σαν οι αφη­γη­τές μου
Από­μει­να μόνη στο ίδιο στασίδι
Κρα­τώ­ντας το μικρό μου σουγιά.
Γύρω μου οι σκιές τους
Αχώ­ρη­τες και άχρο­νες περίμεναν
Να χαρά­ξω με το σου­γιά μου το χρόνο
Να φτυα­ρί­σω το χιό­νι της λήθης
Ώσπου να φανούν ξανά οι πελε­κη­μέ­νες πλάκες
Τα κρυ­φά μονοπάτια
Όσα πάντα γλυ­τώ­νουν απ’ τη φυρο­νε­ριά του χρόνου.
Έτσι από τις δικές τους σιω­πές έμαθα
Πως ίσως αύριο
Οι μετο­χές και τα ρήμα­τα πάψουν να υπάρχουν
Μόνο με το σου­γιά μου θα μιλώ στους ανθρώπους.
Για πολ­λά χρό­νια πίστευα
Πως έλλει­πε μια αφήγηση
Που θα συνέ­δεε μετα­ξύ τους τα πάντα.
Αργό­τε­ρα κατάλαβα
Πως η ζωή
Είναι σπαράγματα
Κι ασύ­ντα­κτες μνήμες
Σαν ένα μισο­τε­λειω­μέ­νο ψηφιδωτό
Κι ο καθέ­νας από μας
Αν έχει σουγιά
Θα προ­σθέ­σει ένα πετραδάκι
Ειδάλλως
Θα αφή­σει ένα κενό.
Και, πάντα, οι ίσκιοι του σύθαμπου
Εκεί στα Μνή­μα­τα θα γέρνουν
Ατε­λείς ιστορίες
Γι αυτό σπουδαίες.

Προσκλητήριο

Ακάν­θι­νοι καιροί
αλα­λά­ζο­ντας σιμώνουν
την πόρ­τα μας.
Οι θάλασ­σες ξεβρά­ζουν ορφα­νά βιολιά
οιμω­γές αλλότριες ( ; )
Κιό­τε­ψαν οι φάροι
νίπτουν τας χεί­ρας τους μετά των ενόχων.
Όχι από­ψε δε θα κοιμηθώ.
Θα περι­μέ­νω άγρυπνη
τον τελευ­ταίο ασπασμό.
Τα σήμα­ντρα. Τα σήμαντρα…
Ακού­ει κανείς;
(κι αν τρέ­ξω θα προλάβω;)
Άπα­ντες απόντες;

_________________________________________________________________________________________

Η Γεωργία Καλαμποκά είναι μαθηματικός και εργάζεται στο 4ο ΓΕΛ ΑΛΙΜΟΥ. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα “Εμένα μου το ΄παν τα πουλιά” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Εντύποις”. Τελευταία έχει γράψει μια ποιητική συλλογή με τίτλο “ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ”
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο