Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάγκικ Αλτουνιάν: θα τον αποχαιρετήσουμε τη Δευτέρα 20 Φλεβάρη

Ο Gagik Altunyan γεν­νή­θη­κε στο Ερε­βάν της Αρμε­νί­ας το 1957. Σπού­δα­σε στο ινστι­τού­το καλών τεχνών Τερ­λε­με­ζιάν του Ερε­βάν (1975–1981). Φοί­τη­σε από την Ακα­δη­μία Καλών Τεχνών της Αρμε­νί­ας με ειδι­κό­τη­τα στη Ζωγρα­φι­κή και στη Γλυ­πτι­κή (1983–1989).

Έκα­νε μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές με υπο­τρο­φία στο τμή­μα ζωγρα­φι­κής της Ακα­δη­μί­ας Καλών Τεχνών της Μόσχας (1991–1994). Έχει δια­τε­λέ­σει ως κρι­τι­κός τέχνης στο Μου­σείο Μοντέρ­νας Τέχνης της Αρμε­νί­ας (1992–1993) και έχει διδά­ξει ως καθη­γη­τής στην Αρχι­τε­κτο­νι­κή σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου του Ερε­βάν (1993–1995).

Από το 1995 είχε εγκα­τα­στα­θεί με την οικο­γέ­νεια του στην Ελλά­δα και είναι μέλος του Επι­με­λη­τη­ρί­ου Εικα­στι­κών Τεχνών Ελλά­δας. Έχει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει 17 –του­λά­χι­στον, ατο­μι­κές εκθέ­σεις στην Ελλά­δα και την Αρμε­νία και έχει συμ­με­τά­σχει σε πολ­λές ομα­δι­κές εντός και εκτός συνόρων.

Έργα του υπάρ­χουν σε δημό­σιους χώρους και σε ιδιω­τι­κές συλ­λο­γές στην Ελλά­δα και το εξω­τε­ρι­κό, μετα­ξύ αυτών –τελευ­ταία (2018) το γλυ­πτό του ΟΜΗΡΟΣ, στο Δήμο Αλίμου.

Τα έργα του Gagik Altunyan χαρα­κτη­ρί­ζει η παι­δι­κό­τη­τα στη γρα­φή του και το έντο­νο χρώ­μα. Μέσα από την απλό­τη­τα που φαι­νο­με­νι­κά βλέ­πει ο θεα­τής, όσο τα παρα­τη­ρεί ανα­κα­λύ­πτει κρυμ­μέ­νες έννοιες. Τον Gagik Altunyan τον απα­σχο­λούν προ­βλή­μα­τα όπως η μετα­νά­στευ­ση και οι δεσμοί της οικο­γέ­νειας στη σημε­ρι­νή επο­χή και προ­σπα­θεί μέσα από την παι­δι­κή του γρα­φή να δει ο θεα­τής πιο βαθιά και με μάτια πιο καθα­ρά, προ­βλή­μα­τα που απα­σχο­λούν όλο τον κόσμο.

Θα τον αποχαιρετήσουμε τη Δευτέρα 20 Φλεβάρη στις 11.00 πμ  στο νεκροταφείο του Σχιστού

Όπως ανα­φέ­ρει ο Μάνος Στε­φα­νί­δης, καθη­γη­τής Ιστο­ρί­ας της Τέχνης στο Πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών «Ο Γκά­γκικ Αλτου­νιάν είναι ένας γλύ­πτης που επι­μέ­νει να ζωγρα­φί­ζει κι ένας ζωγρά­φος που γνω­ρί­ζει και αξιο­ποιεί τα μυστι­κά της γλυ­πτι­κής όσο λίγοι ομό­τε­χνοί του. Ο θεα­τής έχει την ευκαι­ρία να δει πόσον χρω­μα­τι­κό δυνα­μι­σμό, πόσην χει­ρο­νο­μια­κή εκφρα­στι­κό­τη­τα κρύ­βουν οι πίνα­κές του αλλά και πόση ευαι­σθη­σία ως προς την επε­ξερ­γα­σία των υλι­κών εντο­πί­ζε­ται στη γλυ­πτι­κή του. Είτε πρό­κει­ται για μακέ­τες μνη­μεια­κών συν­θέ­σε­ων είτε για αυτο­τε­λή έργα. Είτε για σχέ­δια, είτε για μικρο­γλυ­πτά. Κατά την άπο­ψη μου η ποιό­τη­τα και το βάθος ενός δημιουρ­γού μπο­ρούν να δια­πι­στω­θούν από τις επι­δό­σεις του στις μικρές δια­στά­σεις και την ελά­χι­στη φόρ­μα. Για­τί εκεί φαί­νε­ται καλύ­τε­ρα η πρω­το­τυ­πία και η ευε­λι­ξία της σκέ­ψης του. Στο έλασ­σον το μείζον.

Ένα είναι επί­σης γεγο­νός: Ο κόσμος παύ­ει να είναι σκο­τει­νός και απει­λη­τι­κός όσο τον εξι­στο­ρού­με, όσο τον εξει­κο­νί­ζου­με. Κι ότι για ν’ απο­κτή­σουν πάλι ο κόσμος κι ο άνθρω­πος μορ­φή, δεν απαι­τού­νται παρά λίγο χρώ­μα και λίγο χώμα. Λάσπη και πηλός. Και βέβαια ο δημιουρ­γός που θα τα αξιοποιήσει».

Gagik Altunyan: Οι ήρωες μου υπάρχουν μέσα μου γιατί τους θυμάμαι και τους αγαπάω

Πέρα­σαν χρό­νια από τότε που ο Gagik Altunyan άφη­σε την πατρί­δα του κι εγκα­τα­στά­θη­κε στην Ελλά­δα. Η Αρμε­νία όμως ζει στην καρ­διά του, στις μνή­μες , στο έργο του. Τα προ­βλή­μα­τα της μετα­νά­στευ­σης, των σχέ­σε­ων, της οικο­γέ­νειας, ο φόβος του πολέ­μου είναι θέμα­τα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται στη δου­λειά του. Ο καλ­λι­τέ­χνης μας προ­τρέ­πει να προ­βλη­μα­τι­στού­με και να ανι­χνεύ­σου­με το έργο του μέσα από ένα κόσμο όπου τα παι­διά έχουν τον πρώτο.

Στο έργο σας η νοσταλ­γία ξεχει­λί­ζει. Πιστεύ­ε­τε ότι μπο­ρεί να διε­γεί­ρει ανθρώ­πους να ζωντα­νέ­ψουν και να νοσταλ­γή­σουν πράγ­μα­τα της ζωής τους;

Ζωγρα­φί­ζω ότι με συγκι­νεί, θυμά­μαι τους δρό­μους μου, τους φίλους και την οικο­γέ­νειά μου, την ζεστή και θερ­μή προ­σέγ­γι­ση στην οποία έχω μεγα­λώ­σει. Αυτό δεν είναι να ζεις στον παρελ­θόν, αυτό είναι απλά μια ματιά προς τα πίσω και πίστη προς το μέλ­λον. Είμαι σίγου­ρος πως η ανά­μνη­ση των παι­δι­κών χρό­νων συγκι­νεί τους πάντες. Αυτή είναι η νοσταλ­γία της ειλι­κρί­νειας, της καθα­ρό­τη­τας και της αμε­σό­τη­τας. Με λίγα λόγια το πιστεύω και μάλ­λον είμαι σίγουρος.

Σε κάποια έργα η μνή­μη φθά­νει στα δύσκο­λα χρό­νια του πολέ­μου. Έχο­ντας ζήσει αυτά τα χρό­νια πιστεύ­ε­τε ότι υπάρ­χουν πράγ­μα­τα από τις μέρες εκεί­νες που μπο­ρεί να νοσταλ­γή­σει κάποιος;

Δεν πρέ­πει απα­ραί­τη­τα να νοσταλ­γείς τις περα­σμέ­νες ημέ­ρες, όπως και τώρα υπάρ­χουν και καλές και κακές ημέ­ρες. Τις καλές ημέ­ρες τις ανα­πο­λείς, ακό­μα χαμο­γε­λάς κι όλας στην σκέ­ψη τους, τις κακές απλά δεν μπο­ρείς να τις ξεχά­σεις, και αυτό είναι ένα κομ­μά­τι σου και ένας δρό­μος που έχεις περά­σει και το να μην μιλάς για αυτά απλά είναι αδύνατο.

Αρμέ­νιοι και Έλλη­νες έχουν  ένα πανάρ­χαιο κοι­νό χαρα­κτη­ρι­στι­κό. Μετα­να­στεύ­ουν συνε­χώς… Ο καλ­λι­τέ­χνης που μετα­να­στεύ­ει τι αφή­νει πίσω και τι προσ­δο­κά να βρει στην και­νούρ­για στέγη;

Όχι μόνο ο καλ­λι­τέ­χνης αλλά ο οποιοσ­δή­πο­τε άνθρω­πος αφή­νο­ντας την χώρα του πρώ­τα απ’ όλα χάνει την πατρί­δα του, τους συγ­γε­νείς του, τον κύκλο του, τις συνή­θειές του. Με μια κου­βέ­ντα αυτά που χάνεις ειναι πολύ περισ­σό­τε­ρα σε σχέ­ση με αυτά που βρί­σκεις. Αν μιλή­σω λίγο πιο σκλη­ρά αυτό που θα βρεις είναι ένα κομ­μά­τι ψωμί σε ένα πιο ήρε­μο περι­βάλ­λον. Στην περί­πτω­ση μου αυτό δια­φέ­ρει. Οι Έλλη­νες και οι Αρμέ­νιοι μοιά­ζουν όχι μόνο στην μετα­νά­στευ­ση. Οι δύο αυτοί λαοί από την δική μου οπτι­κή έχουν πολ­λά κοι­νά. Είναι πιο εύκο­λο να μετράς σε τι μοιά­ζουν παρά τις δια­φο­ρές τους. Με ειλι­κρί­νεια, είναι σχε­δόν ίδιοι λαοί με όλες τους τις συνή­θειες. Αυτός είναι ο λόγος που μέσα σε αυτά τα 18 χρό­νια εγώ καμιά μέρα δεν έχω νιώ­σει ξένος.

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

Θα ήταν παρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νο αν λέγα­με ότι με το πρό­σχη­μα μιας ξεχα­σμέ­νης ανά­μνη­σης, στο έργο σας έχου­με μια εκ βαθέ­ων εξομολόγηση;

Ο οποιοσ­δή­πο­τε καλ­λι­τέ­χνης αν είναι αλη­θι­νός στην δου­λειά του κάνει εξο­μο­λό­γη­ση, δεν πιστεύω ότι υπάρ­χει κάτι επι­κίν­δυ­νο στην ερώτηση.

Στους πίνα­κες σας δια­κρί­νω την παι­δι­κή ηλι­κία του καλ­λι­τέ­χνη. Μια αγα­πη­σιά­ρι­κη συνεύ­ρε­ση μορ­φών και ηρώ­ων. Είναι τα προ­σω­πι­κά σας παρα­μύ­θια, οι προ­σω­πι­κοί σας μύθοι;

Οι ανα­μνή­σεις και οι μορ­φές της ζωής μου έχουν μετα­τρα­πεί σε ήρω­ες παρα­μυ­θιών και για εμέ­να είναι πολύ ευχά­ρι­στο το γεγο­νός ότι το κατα­νο­εί­τε και εσείς. Οι ήρω­ες μου ειναι απλοί, αυθόρ­μη­τοι, άμε­σοι και ζωη­ροί οι οποί­οι και υπάρ­χουν και δεν υπάρ­χουν. Υπάρ­χουν μέσα μου για­τί τους θυμά­μαι και τους αγα­πάω και από την άλλη δεν υπάρ­χουν για­τί ήταν πολύ μακρι­νοί σχε­δόν ξεχα­σμέ­νοι. Όπως είπα­τε και εσείς έχουν γίνει παραμύθια.

Καλέ­μι ή πινέλο;

Εγώ στο επάγ­γελ­μα μου ειμαι γλύ­πτης. Έχω μάθει και σπου­δά­σει γλυ­πτι­κή. Αλλά σήμε­ρα μπο­ρώ χωρίς σκέ­ψη να πω οτι είναι και τα δύο πολύ σημα­ντι­κά για εμέ­να. Αν έχεις βάλει στό­χο να κάνεις κάτι καλό και τα δυο ειναι εξί­σου δύσκο­λα και εξί­σου ενδια­φέ­ρο­ντα. Πρέ­πει όμως να ομο­λο­γή­σω πως η γλυ­πτι­κή με «τρα­βά­ει» περισσοτερο.

Ο ήλιος της Ελλά­δας ή η βαρυ­χει­μω­νιά και η σύντο­μη άνοι­ξη της Αρμενίας;

Και ο ήλιος της Ελλά­δας και η βαρυ­χει­μω­νιά και η άνοι­ξη της Αρμε­νί­ας… Και τα δύο είναι δικά μου και τα δύο έχουν την ίδια αξία για εμέ­να. Η βαρυ­χει­μω­νιά και η άνοι­ξη της Αρμε­νί­ας μεγά­λω­σε και δια­μόρ­φω­σε εμέ­να και την γυναί­κα μου. Ο ήλιος της Ελλά­δας μεγά­λω­σε και δια­μόρ­φω­σε τα παι­διά μου (για τα οποία είμαι ευγνώ­μον). Οπό­τε και η Ελλά­δα και η Αρμε­νία ισά­ξια έχουν επέν­δυ­ση στην ζωή μας. Και οι δύο είναι πατρί­δες μας.

Περισ­σό­τε­ρα έργα του Gagik Altunyan εδώ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο