Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Αντετοκούνμπο, o Έλληνας

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Ενο­χλή­θη­σαν από τις δηλώ­σεις του Γιάν­νη οι αυτο­τι­τλο­φο­ρού­με­νου Έλλη­νες, αυτοί δηλα­δή που μονο­πω­λούν αυτή την ιδιό­τη­τα ‑έτσι το νιώ­θουν- και αυτο­χρί­ζο­νται σε βαφτι­στές, βαπτί­ζο­ντας τους μεν «Έλλη­νες», τους δε «ανθέλ­λη­νες» καθό­σον  κατέ­χουν ‑τρο­μά­ρα τους- τη μεζού­ρα  και μετρούν ανά­λο­γα τη συνεί­δη­ση του καθε­νός. Μπα, με πήγε πολύ πίσω αυτή η κατά­στα­ση. Με γύρι­σε στα παι­δι­κά μου χρόνια.

«Μπα, πιδά­κι μ’ δεν είσαι  εσύ Έλλη­νας. Τούρ­κος είσαι… Σαϊτάν’ς».  Πόσες και πόσες φορές δεν άκου­σα αυτή την κου­βέ­ντα από τη για­γιά μου. Πόσες φορές δεν με στό­λι­σε με τον χαρα­κτη­ρι­σμό: «Τούρ­κος, κατά­ντη­σες ντίπ κατά ντιπ». Κι όσο άκου­γα αυτόν τον τίτλο «Τούρ­κος», τόσο «Τούρ­κευα» και έκα­να  και τι δεν έκα­να… μέχρι που με πήγαν και με διά­βα­ζαν για να φρο­νι­μέ­ψω. «Τούρ­κος», λοι­πόν, συνα­κό­λου­θο του ονό­μα­τός μου. Εξ ου και τα παρά­γω­γα «τουρ­κό­γυ­φτος», «τουρ­κό­πια­σμα», «τουρ­κό­σπερ­μα». Τα άκου­γα όλα αυτά σε καθη­με­ρι­νή βάση, ώσπου μια μέρα ο δάσκα­λος του χωριού, εκεί στην πλα­τεία μίλη­σε σε κάποιον όχι επι­τι­μη­τι­κά, αλλά διδα­κτι­κά και του είπε: «Δεν είναι Τούρ­κος το παι­δί. Έλλη­νας είναι».

Εκεί ήταν που κι εγώ «τα πήρα στο κρα­νίο» και ήθε­λα να παρα­μο­νεύ­σω και όταν το βρά­δυ πήγαι­νε σπί­τι του αυτός που με είπε «Τούρ­κο» να του ρίξω κανέ­να στού­μπο και να τον κοπα­νή­σω για τα καλά στο ρζάφτ’, να θρου­μπια­στεί και να πάει κατά διόλ’. Δεν το έκα­να όμως, για­τί ήξε­ρα πολύ καλά ότι είμαι Έλλη­νας. Το πιστο­ποιού­σαν χίλια δυο πράγ­μα­τα. Το πρώ­τον ότι είχα γεν­νη­θεί στα Τζου­μέρ­κα που ανή­καν στην ελλη­νι­κή επι­κρά­τεια. Εδώ ντό­πιος, γηγε­νής. Τώρα είχα την απο­ρία μια και ο παπ­πούς μου είχε έρθει σώγα­μπρος στο χωριό και είχε γεν­νη­θεί  σε μέρος της Ηπεί­ρου που απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε το 1913. Αυτός όταν γεν­νή­θη­κε δεν ήταν ελλη­νι­κό το έδα­φος. Υπό­δου­λο ήταν στην Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία. Άρα, ο παπ­πούς  ήταν Έλλη­νας ή Τούρκος;

Χτύ­πη­σε και εκεί­νη η δικτα­το­ρία (1967–1974) με το σύν­θη­μά της  «Ελλάς  Ελλή­νων Χρι­στια­νών» που με βεβαί­ω­σε πως είμαι Έλλη­νας αφού είμαι και Χρι­στια­νός, κάθε βδο­μά­δα στην εκκλη­σία, ψάλ­της και βοη­θός του παπά – Νάσιου, αλλά εκεί που άρχι­ζα να το πιστεύω, συμπλη­ρώ­θη­κε το σύν­θη­μα: «Ελλάς Ελλή­νων Χρι­στια­νών καθο­λι­κώς Δια­μαρ­τυ­ρο­μέ­νων».  Ένα μπέρ­δε­μα, ένας αχταρ­μάς, μια αγγου­ρο­ντο­μα­το­σα­λά­τα  στο μυα­λό. Άιντε να τα ξεκα­θα­ρί­σεις. Και έμει­ναν εκεί. Τα σκέ­πα­σα, τα πίστρω­σα και τα άφη­σα. Για κάμπο­σα χρό­νια. Το μόνο που ήξε­ρα ήταν ένα ποί­η­μα που κάπως έτσι τέλειω­νε: «Νιώ­θω για σε πατρί­δα μου στα σπλά­χνα χαλασμό».

Κι ο χαλα­σμός δεν έλυ­σε το πρό­βλη­μα. Εκεί­νη η μάνα μου «ο Θεός να ‘ναι μαζί της» είχε για τα καλά φαγω­θεί να σπου­δά­σω εγώ στη Νομι­κή. Τι το ‘θελε;  Χαΐρ’ πήγε.  Μπο­ρεί να σπού­δα­σα, αλλά ούτε Νομι­κά έμα­θα και περισ­σό­τε­ρο απο­μπερ­δεύ­τη­κα. Τι μού έλε­γαν για εθνι­κή συνεί­δη­ση που σήμαι­νε υπο­κει­με­νι­κό στοι­χείο του έθνους, εγώ ένα ήξε­ρα. Γεν­νή­θη­κα στην Ελλά­δα; Είμαι Έλλη­νας. Αλλά στε­κό­μουν και λίγο στα ξαδέρ­φια μου που ζού­σαν στην Αμε­ρι­κή και είχαν δυο ιθα­γέ­νειες: Αμε­ρι­κά­νι­κη  και Αυστρα­λια­νή.  Και όταν ερχό­ντου­σαν στην Ελλά­δα με τάπω­ναν για τα καλά με την ελλη­νι­κή ιστο­ρία που ήξε­ραν και τον ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό που δόξαζαν.

Παρέ­βλε­πα ακό­μη και κάτι μανά­βη­δες, χασά­πη­δες στη γει­το­νιά μου που είχαν βάλει κάτι ταμπέ­λες πως, όποιος είναι Έλλη­νας, δικαιού­ται έκπτω­ση 10%. Ήθε­λα να μην πιστεύω και κεί­να που εκσφεν­δό­νι­σε δια­δι­κτυα­κώς ένας υπο­ψή­φιος. Επί­δο­μα τέκνων  αφο­ρά μόνο σε «παι­διά που γεν­νιού­νται από Έλλη­νες γονείς». Και τόσα, και τόσα άλλα που στην  πορεία ανα­γκά­στη­κε να τα ανα­κα­λέ­σει. Ώσπου πήρα την απά­ντη­ση από τον Γιάν­νη  Αντε­το­κούν­μπο που όλοι τον θυμή­θη­καν κι όλοι τον θαυ­μά­ζουν  και τον ονο­μά­ζουν πλέ­ον σήμε­ρα Έλλη­να. Είναι Έλλη­νας, για­τί θέλει και το πιστεύ­ει και το νιώ­θει και το αισθά­νε­ται και το δια­λα­λεί. Και λει­τουρ­γεί ως Έλλη­νας. Γεια σου βρε Γιάν­νη. Να αγιά­σει το στό­μα σου Έλλη­νά μου!

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο