Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής που κατάλαβε καλύτερα τον Μαρξ

Γρά­φει ο 2310net //

Ποι­η­τές υπάρ­χουν πολ­λοί. Εξαι­ρε­τι­κοί ποι­η­τές επί­σης. Εξαι­ρε­τι­κοί, κομ­μου­νι­στές, έλλη­νες ποι­η­τές επί­σης υπάρ­χουν αρκε­τοί. Και είναι όλοι τους σπου­δαί­οι. Εκεί­νο που ξεχω­ρί­ζει στα δικά μου μάτια τον Γιάν­νη Ρίτσο είναι ένα: έχει κατα­λά­βει καλύ­τε­ρα από όλους τον Μαρξ.

Δεν κατέ­χω καμία πιστο­ποί­η­ση γνώ­σης ή κατα­νό­η­σης της τέχνης καλύ­τε­ρη από αυτή του συνη­θι­σμέ­νου ανθρώ­που. Ίσως μπο­ρώ να κατα­λά­βω την ποί­η­ση λίγο καλύ­τε­ρα απ’ ό,τι τη ζωγρα­φι­κή ή τη γλυ­πτι­κή. Την υπο­δέ­χο­μαι, μετέ­χω σε αυτή με τον ενθου­σια­σμό του ερα­σι­τέ­χνη αλλά και την άγνοια του μη-ειδικού.

Με αυτές τις ιδιό­τη­τες βρί­σκω στα ποι­ή­μα­τα του Ρίτσου απο­τυ­πω­μέ­νη ποι­τη­τι­κώ τω τρό­πω την σκέ­ψη του Μαρξ, ιδιαί­τε­ρα όπως αυτή αρθρώ­θη­κε στα φιλο­σο­φι­κά του κεί­με­να, αυτά της νεό­τη­τας. Στην ποί­η­ση του Ρίτσου εντο­πί­ζει κανείς την αγά­πη και το θαυ­μα­σμό για το μεγα­λείο της ζωής. Ζωής που συγκρού­ε­ται στα βρά­χια της βαρ­βα­ρό­τη­τας. Όπως ο Μαρξ μιλού­σε στα Οικο­νο­μι­κά και Φιλο­σο­φι­κά Χει­ρό­γρα­φα για την όλο ζωντά­νια τρα­χύ­τη­τα των Γάλ­λων κομ­μου­νι­στών εργα­τών, που οι ώρες των συγκε­ντρώ­σε­ών τους ήταν ένα ρήγ­μα, ένα διά­λειμ­μα ζωής μέσα στην ανυ­πό­φο­ρη καπι­τα­λι­στι­κή επι­βί­ω­ση που μύρι­ζε θάνα­το. Αν μπο­ρού­σε ίσως να έγρα­φε ο ίδιος ο Μαρξ ότι «άρμε­γαν με τα μάτια τους το φως της Οικουμένης».

Πώς μπο­ρεί να μη δια­βά­σει κανείς το «εδώ δεν είναι να ‘μαι εγώ πάνω από σένα ή εσύ πάνω από μένα. Εδώ είναι να ‘ναι ο καθέ­νας μας πάνω από τον εαυ­τό του» και να μην κάνει άμε­σα συνειρ­μούς με τα ίδια τα γρα­φό­με­να του Μαρξ έναν αιώ­να πριν τον Ρίτσο, όταν έβλε­πε ως δεί­κτη της ανά­πτυ­ξης της κοι­νω­νί­ας τη σχέ­ση του ανθρώ­που με τον συνάν­θρω­πο μακριά από το αλλο­τριω­μέ­νο περί­βλη­μα του καπι­τα­λι­στι­κού ολοκληρωτισμού.

Δια­βά­ζεις τη Σονά­τα και νομί­ζεις πως ακούς μου­σι­κή, βλέ­πεις σαν να υφαί­νε­ται μπρο­στά σου η εικό­να. Μια πολύ­πλευ­ρη ποί­η­ση. Όπως ήταν και τα γρα­πτά του Μαρξ, που ενώ ανέ­λυε την πολι­τι­κή οικο­νο­μία μετα­χει­ρι­ζό­με­νους τις πιο δύσκο­λες έννοιες παρέ­θε­τε στί­χους από ποι­ή­μα­τα ή εικό­νες από λογο­τε­χνι­κά έργα, ζωντα­νεύ­ο­ντας τα επι­στη­μο­νι­κά του γραπτά.

ritsos29aΔεν είναι παρά­λο­γο ένας ποι­η­τής να εμπνέ­ε­ται από τον Μαρξ. Ο Ρίτσος δεν ήταν ούτε ο πρώ­τος ούτε ο τελευ­ταί­ος. Πολ­λοί, ανά­με­σά τους και αρκε­τοί Έλλη­νες, ήταν –αν όχι στρα­τευ­μέ­νοι- του­λά­χι­στον βαθιά επη­ρε­α­σμέ­νοι από τον Μαρ­ξι­σμό. Εκεί­νο που κάνει τον Ρίτσο να ξεχω­ρί­ζει είναι ότι δεν έμει­νε στην δια της ποί­η­σης υπε­ρά­σπι­ση των ιδε­ών ή των αγώ­νων του λαού. Απο­κρυ­στάλ­λω­σε το έργο του Μαρξ με δια­λε­κτι­κό τρό­πο φτά­νο­ντας στη ρίζα του. Η ρίζα που-όπως έλε­γε και ο Μαρξ- είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Δεν γνω­ρί­ζω αν έφτα­σε εκεί σκό­πι­μα, έχο­ντας δηλα­δή μελε­τή­σει ενδε­λε­χώς τα μαρ­ξι­στι­κά κεί­με­να (αρκε­τά από τα οποία ήταν ακό­μα αδη­μο­σί­ευ­τα όταν έγρα­φε ο Ρίτσος). Υπο­θέ­τω πως όχι. Υπο­θέ­τω πως τον οδή­γη­σε το ένστι­κτο. Δηλα­δή ο συν­δυα­σμός της βαθιάς πνευ­μα­τι­κό­τη­τας με την συνει­δη­το­ποί­η­ση της αντί­φα­σης της βιω­μέ­νης ανε­λευ­θε­ρί­ας και του απέ­ρα­ντου των ανθρώ­πι­νων δυνατοτήτων.

Όμως δεν χρειά­ζε­ται περισ­σό­τε­ρη ανά­λυ­ση. Άλλω­στε η γλώσ­σα του Ρίτσου είναι απλή και από μόνη της τα λέει όλα:

Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακό­μα πιο απλοί.
Θα βρού­με αυτά τα λόγια
που παίρ­νου­νε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές, 
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα-σύκα
και τη σκάφη-σκάφη.

Κι έτσι που να χαμο­γε­λά­νε οι άλλοι
και να λένε:
“Τέτοια ποι­ή­μα­τα
σου φτιά­χνω εκα­τό την ώρα”.
Αυτό θέλου­με κι εμείς.
Για­τί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχω­ρί­σου­με, αδελ­φέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τρα­γου­δά­με
για να σμί­ξου­με τον κόσμο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο