Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Σκαρίμπας, πνεύμα μαχητικό και ανυπότακτο

Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας γεν­νή­θη­κε σαν σήμε­ρα, 28 Σεπτεμ­βρί­ου του 1893.

Στο­χα­στής μονα­δι­κός και φύση ανή­συ­χη, που δεν μπό­ρε­σε ποτέ να ανε­χθεί τη συμ­βα­τι­κό­τη­τα, ο ριζο­σπά­στης δια­νοη­τής και λογο­τέ­χνης Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας , μάς κλη­ρο­δό­τη­σε ένα πλού­σιο και πολύ­μορ­φο έργο, που τον κατα­τάσ­σει στην πρω­το­πο­ρία της ελλη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας. Οπλι­σμέ­νος με το δρα­στι­κό λόγο του, που δεν «χάρι­ζε κάστα­να», ο Γ. Σκα­ρί­μπας , συγ­γρα­φέ­ας ελεύ­θε­ρος, ανυ­πό­τα­κτος και αμί­μη­τος, έμει­νε απρο­σκύ­νη­τος, μέχρι τα στερ­νά του — «έφυ­γε» από τη ζωή στις 21 Γενά­ρη 1984. Με γλώσ­σα ιδιό­τυ­πη και ύφος εντε­λώς προ­σω­πι­κό, ο καυ­στι­κός, ανα­τρε­πτι­κός, ευφά­ντα­στος, πρω­το­πό­ρος συγ­γρα­φέ­ας, υπήρ­ξε μονα­δι­κή αλλά και πολυ­διά­στα­τη φυσιο­γνω­μία των Ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των. Ασχο­λή­θη­κε με όλα σχε­δόν τα είδη του γρα­πτού λόγου, δημιουρ­γώ­ντας έργα αιφ­νι­δια­στι­κά, πρω­τό­τυ­πα, ανε­ξάρ­τη­τα από σχο­λές και ρεύ­μα­τα, μνη­μεία μιας προ­σω­πι­κής τέχνης και υλι­κά μιας δικής του μυθολογίας.

Πεζο­γρά­φος, ποι­η­τής, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, βιβλιο­κρι­τι­κός, αθυ­ρό­στο­μος αρθρο­γρά­φος και επι­στο­λο­γρά­φος, μανιώ­δης καρα­γκιο­ζο­παί­χτης, υπο­νο­μευ­τής της σύμ­βα­σης, ο Γ. Σκα­ρί­μπας εισέ­βα­λε ολό­φρε­σκος στην κου­ρα­σμέ­νη από τις επα­να­λή­ψεις της ηθο­γρα­φί­ας λογο­τε­χνία της δεκα­ε­τί­ας του ’30 και διέ­σχι­σε ακά­θε­κτος τις μετα­πο­λε­μι­κές δεκα­ε­τί­ες με το δικό του μονα­δι­κό τρό­πο. Σου­ρε­α­λι­στής χωρίς να εντα­χθεί ποτέ στην παρέα των σου­ρε­α­λι­στών, πολέ­μιος της ρεα­λι­στι­κής γρα­φής και της ηθο­γρα­φί­ας, χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη γλώσ­σα με τρό­πο παρά­δο­ξο, σαν παρω­δία της γλώσ­σας των λογί­ων με μια εκού­σια ανα­στά­τω­ση της σύντα­ξης και της λογι­κής. Κατέ­στρε­ψε τους παρα­δο­σια­κούς θεσμούς της αφή­γη­σης, παρα­βί­α­σε τη σύντα­ξη και τη γραμ­μι­κή της τάξη και κατέ­γρα­ψε την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με πνεύ­μα ανή­συ­χο και καυ­στι­κό. Τα γρα­πτά του γεμά­τα ευαι­σθη­σία, οξυ­δέρ­κεια, χιού­μορ και αυτο­σαρ­κα­σμό, συν­θέ­τουν ένα έργο που απο­τε­λεί παντο­τι­νή πνευ­μα­τι­κή αξία. Μαζί με τη σπου­δαία πεζο­γρα­φία του, ο Γ. Σκα­ρί­μπας μάς δώρι­σε και μία ποί­η­ση ανα­τρε­πτι­κή και ξεχω­ρι­στή, η οποία όμως έμει­νε στη σκιά της πρώ­της και εν πολ­λοίς άγνω­στη, ενώ εκτός από εκπλη­κτι­κός λεξι­πλά­στης και στι­χο­πλό­κος υπήρ­ξε και αιρε­τι­κός ιστο­ρι­κός. Η δημιουρ­γι­κή «δια­δρο­μή» του πολύ­μορ­φη: «Καη­μοί στο Γρι­πο­νή­σι», «Το θείο Τρα­γί», «Μαριά­μπας», «Ουλα­μούμ», «Το σόλο του Φίγκα­ρω», «Εαυ­τού­λη­δες», «Ο ήχος του κώδω­νος», «Περί­πο­λος Ζ’», «Το Βατερ­λώ δύο γελοί­ων», «Η μαθη­τευο­μέ­νη των τακου­νιών», «Φυγή προς τα εμπρός», «Βοϊ­δάγ­γε­λοι», «Ο Σεβα­λιέ Σερ­βάν της κυρί­ας», «Το ’21 και η αλή­θεια», «Τυφλο­βδο­μά­δα στη Χαλ­κί­δα», «Τρεις άδειες καρέ­κλες», «Τα που­λιά με το λάστι­χο», «Τα Καγκου­ρώ», «Σπα­ζο­κε­φα­λιές στον ουρα­νό», «Αντι-Καρα­γκιό­ζης ο Μέγας», «Η κυρία του τρέ­νου», «Ο πάτερ Συνέσιος»…

Χωρίς ποτέ του να θεω­ρεί ότι είναι σπου­δαί­ος, αυτός ο ιδιαί­τε­ρος και πρω­το­πό­ρος λογο­τέ­χνης, ο οποί­ος μάλι­στα δεν είχε μιμη­τές, είχε επι­λέ­ξει να ζει μακριά από τους όποιους (με την καλή ή την κακή έννοια του όρου) λογο­τε­χνι­κούς κύκλους. Ετσι, από τη Χαλ­κί­δα όπου διέ­με­νε, είχε την ελευ­θε­ρία να κρί­νει και συχνά να κατα­κε­ραυ­νώ­νει. Ο μπαρ­μπα-Γιάν­νης υπήρ­ξε ένας ποτα­μός λαϊ­κής σοφί­ας, γνώ­σης, σπου­δής, πάθους για τη γυμνή αλή­θεια και αγω­νι­στι­κό­τη­τα. Με το οξύ, ευθύ­βο­λο, σαρ­κα­στι­κό και μαχη­τι­κό του πνεύ­μα έβα­λε ενα­ντί­ον δει­λών και «κατε­στη­μέ­νων» της πολι­τι­κής και του πνεύ­μα­τος, ενα­ντί­ον εθνι­κών μειο­δο­τών, προ­σκυ­νη­μέ­νων της εξου­σί­ας και ξένων «προ­στα­τών».

Σφυ­ρο­κο­πού­σε ό,τι ήταν ξένο προς τις πεποι­θή­σεις του, είτε για την τέχνη είτε για την πολι­τι­κή. Ερι­χνε τα «βέλη» του σε όσους είχαν… λυγι­σμέ­νη μέση. Με το ασυ­γκρά­τη­το στό­μα του, με τη φλο­γε­ρή πένα του καυ­τη­ρί­α­ζε το κατε­στη­μέ­νο, την «ιστο­ρι­κάν­τζα» και τους μεγα­λο­σχή­μο­νες της ακα­δη­μαϊ­κής, πανε­πι­στη­μια­κής και λογο­τε­χνι­κής κάστας των Αθη­νών. Στους «ευνου­χι­στές της Ιστο­ρί­ας και τους αλλου­βρε­χή­τες της αλή­θειας» πετού­σε κατα­πρό­σω­πο το κάθε του βιβλίο, άρθρο, σημεί­ω­μα… Αμεί­λι­κτα στη­λί­τευε την «πνευ­μα­τι­κή μας ηγε­σία», που ενα­γω­νί­ως πάλευε να μη δοθεί το Νόμπελ λογο­τε­χνί­ας σε κορυ­φαί­ες μορ­φές των ελλη­νι­κών γραμ­μά­των, όπως οι Αγγε­λος Σικε­λια­νός, Γιάν­νης Ρίτσος, Κώστας Βάρ­να­λης, Νίκος Καζαν­τζά­κης. Ο Γ. Σκα­ρί­μπας δεν ανε­χό­ταν την υπο­κρι­σία, το κίβδη­λο, το πνευ­μα­τι­κό σκο­τά­δι… Και εν γνώ­σει του μαγνή­τι­ζε τη μήνιν του συστή­μα­τος απέ­να­ντί του.

 

Ριζο­σπά­στης / Ρου­μπί­νη Σούλη

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο