Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Στεφανίδης, κομμουνιστής, άοκνος εργάτης της Τέχνης

Ο Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης γεν­νή­θη­κε στις 24 Ιου­νί­ου του 1919 στη Φερ­γκα­νά (σημε­ρι­νό Σκό­μπε­λεφ) του Ουζ­μπε­κι­στάν. Από την πλευ­ρά του φιλό­τε­χνου πατέ­ρα του προ­έρ­χε­ται από αστι­κή οικο­γέ­νεια. Τα πρώ­τα χρό­νια της ζωής του τα πέρα­σε στην Stefanidis 7Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, με τον πατέ­ρα του σε δου­λειά επι­στά­τη. Ακο­λου­θεί η μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή με απο­τέ­λε­σμα η οικο­γέ­νειά του να βρε­θεί το 1925 με προ­σφυ­γι­κό κλή­ρο στη Ραφή­να Αττι­κής. Όταν εγκα­θί­στα­νται στην Αθή­να, οι δυσκο­λί­ες μεγα­λώ­νουν. Μικρο­πω­λη­τής στην αρχή, παι­δί για όλες τις δου­λειές στα δεκα­τρία του στην εφη­με­ρί­δα «Εστία». Κατό­πιν φοι­τά στη Σχο­λή Καλών Τεχνών με δασκά­λους τους Μπι­σκί­νη, Αργυ­ρό, Παρ­θέ­νη και στα θεω­ρη­τι­κά τους Παπα­ντω­νί­ου και Πρε­βε­λά­κη — εργα­ζό­με­νος πάλι παράλ­λη­λα σε δου­λειές του ποδαριού.
Στην Κατο­χή εντάσ­σε­ται στις γραμ­μές της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Γρά­φει στους τοί­χους, χαρά­ζει πλή­θος προ­κη­ρύ­ξε­ων που κυκλο­φο­ρούν παρά­νο­μα, καθώς και το πασί­γνω­στο σήμα της ΕΠΟΝ, δημιουρ­γεί αντι­φα­σι­στι­κές και αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κές γελοιο­γρα­φί­ες, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας σε όλη αυτή την αντι­στα­σια­κή δρά­ση το ψευ­δώ­νυ­μο «Φάνης».
Ο τραυ­μα­τι­σμός του στη μαχη­τι­κή δια­δή­λω­ση για την επι­στρά­τευ­ση, στις 5 Μάρ­τη 1943, γίνε­ται αφορ­μή να μεί­νει αρκε­τό και­ρό κλει­σμέ­νος στο εργα­στή­ριό του, ασχο­λού­με­νος απο­κλει­στι­κά με την καλ­λι­τε­χνι­κή δου­λειά της Οργάνωσης.
Ήταν η περί­ο­δος, που, όπως λέει ο Γ. Στε­φα­νί­δης, «το ατε­λιε­δά­κι της οδού Καπλα­νών, μετα­τρά­πη­κε σε εργα­στή­ρι του καλ­λι­τε­χνι­κού συνερ­γεί­ου της ΕΠΟΝ. Κρυ­φά και με συνω­μο­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες, τυπώ­να­με μικρές αφί­σες, που έπει­τα τις κολ­λού­σα­με στους δρό­μους. Εχο­ντας, μερι­κές φορές, τη βοή­θεια του Γιώρ­γου Βακιρ­τζή και του Από­στο­λου Μπάρ­μπο­γλου, ξεκι­νή­σα­με με έναν πολύ­γρα­φο με στέν­σιλ. Τη λύση, όμως, την έδω­σε ένα αυτο­σχέ­διο “ταχυ­πιε­στή­ριο”, που σχε­δί­α­σα, το οποίο τύπω­νε αρκε­τά καλά και γρή­γο­ρα. Ηταν σχέ­δια που εξέ­φρα­ζαν την πολι­τι­κή γραμ­μή της ημέ­ρας, την οποία έφερ­νε από “πάνω” ο Διο­νύ­σης, που δεν ήταν άλλος από το Νίκο Καραντηνό».
Το 1948 εξο­ρί­ζε­ται στο Κοντο­πού­λι της Λήμνου. «Στα τοπία αυτής της περιό­δου, δεν έκα­να τίπο­τα ιδιαί­τε­ρο για να δεί­ξω την εξο­ρία. Όμως, τα έβλε­πα με το μάτι του εξό­ρι­στου. Μέσα από κεί­νη τη σκιά. Έτσι, σε κανέ­να έργο μου εκεί­νης της περιό­δου δεν υπάρ­χει ο ήλιος. Δεν τον είδα κι ας ήταν ο ήλιος όπως σε όλα τα μέρη της Ελλά­δας…». Και συνε­χί­ζει: «Φύγα­με από το Κοντο­πού­λι, αφή­νο­ντας ο καθέ­νας μας και κάτι εκεί, μα το κυριό­τε­ρο, αφή­σα­με μια χρο­νιά απ’ τη ζωή μας. Στις “απο­σκευ­ές” μου είχα μια ξύλι­νη βαλί­τσα με διπλό πάτο. Εκεί έκρυ­ψα όλα τα σχέ­διά μου… Όταν φτά­σα­με στο Μού­δρο, μάθα­με ότι τελι­κά θα μας πάνε στη Μακρό­νη­σο. Και μας πήγαν. Εκεί δεν τρά­βη­ξα ούτε μια γραμ­μή και δεν μπο­ρώ να πω τίπο­τα γι’ αυτήν. Η Μακρό­νη­σος ούτε περι­γρά­φε­ται, ούτε ζωγραφίζεται».
Το 1952 επι­στρέ­φει στην Αθή­να με κλο­νι­σμέ­νη υγεία. Παντρεύ­ε­ται τη Σού­λα Νικο­λο­πού­λου, που τον περί­με­νε όλο αυτόν τον και­ρό και κάνει οικο­γέ­νεια. Από το μηδέν, στή­νει στο κέντρο της Αθή­νας στην οδό Μαυ­ρο­μι­χά­λη, μαζί με τον αδελ­φό του Μενέ­λαο, που και εκεί­νος εξο­ρί­στη­κε για πολ­λά χρό­νια, ένα δια­φη­μι­στι­κό ατε­λιέ, κάνο­ντας μακέ­τες, φωτο­γρα­φί­σεις, εξώ­φυλ­λα, αλλά και εικα­στι­κό έργο. Η χού­ντα βρί­σκει το 1967 τον Γιάν­νη στο ατε­λιέ της Μαυ­ρο­μι­χά­λη χωρίς σχε­δόν καθό­λου δου­λειά. Οι δυο τους τότε με τον Μενέ­λαο, ξεκι­νούν και υλο­ποιούν εξ’ ολο­κλή­ρου μόνοι μέσα σε είκο­σι χρό­νια την περί­φη­μη «Ελλη­νι­κή Μυθο­λο­γία των Αδελ­φών Στε­φα­νί­δη». Θα ήταν παρά­λει­ψη να μην ανα­φερ­θεί η βαθιά μου­σι­κή του παι­δεία και η ικα­νό­τη­τά του στην κατα­σκευή μου­σι­κών οργάνων.
Δια­κρί­σεις: Tιμή­θη­κε με διά­κρι­ση εικο­νο­γρά­φη­σης (Mencione) από την πανευ­ρω­παϊ­κή οργά­νω­ση Pier Paolo Vergerio για το βιβλίο του “Αργο­ναύ­τες” της σει­ράς “Ελλη­νι­κή Μυθο­λο­γία”, στην Πάδο­βα της Ιτα­λί­ας, το 1989, με Α΄ βρα­βείο Εικο­νο­γρά­φη­σης του Κύκλου Ελλη­νι­κού Παι­δι­κού Βιβλί­ου (IBBY) για τα χαρα­κτι­κά του μυθι­στο­ρή­μα­τός του “Πέτρα κυλι­σά­με­νη”, το 1999, με διά­κρι­ση στη Μπιε­νά­λε χαρα­κτι­κής Qingdao, Κίνα, το 2000, και με Α΄ Βρα­βείο διη­γή­μα­τος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών, το 2003.
Έφυ­γε πλή­ρης ημε­ρών, με την αγά­πη, την τέχνη και το ΚΚΕ στην καρ­διά του, το Δεκέμ­βρη του 2010. Η στά­χτη του σκορ­πί­στη­κε από τον μώλο του λιμα­νιού της Ραφή­νας που τον μεγά­λω­σε, ανή­με­ρα τη μέρα της γιορ­τής του, στις 7 Ιανουα­ρί­ου του 2011.

Γιάννης Στεφανίδης, το σήμα της ΕΠΟΝ, ξυλογραφία καμωμένη στο ατελιεδάκι της οδού Καπλανών μέσα στον πόλεμο

Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης, το σήμα της ΕΠΟΝ, ξυλο­γρα­φία καμω­μέ­νη στο ατε­λιε­δά­κι της οδού Καπλα­νών μέσα στον πόλεμο

Γιάννης Στεφανίδης, Αντιφασιστικό, ξυλογραφία 1941, κυκλοφόρησε παράνομα ως αφισέτα τυπωμένη σε χασαπόχαρτο

Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης, Αντι­φα­σι­στι­κό, ξυλο­γρα­φία 1941, κυκλο­φό­ρη­σε παρά­νο­μα ως αφι­σέ­τα τυπω­μέ­νη σε χασαπόχαρτο

«Κι ας έζη­σε σε τόσο σκο­τει­νές επο­χές, κι ας τύπω­νε με μαύ­ρο κατρά­μι μελά­νι τον ήλιο για να γίνει ελεύ­θε­ρος, την Ιστο­ρία που γρά­φτη­κε με αίμα… και τη φλό­γα… και τους και­ρούς… κι ας χάρα­ξε έξο­χα στο μαυ­ρό­α­σπρο χει­ρο­δύ­να­μους νέους κόντρα στο τέρας του ναζι­σμού… (Από­σπα­σμα από σχό­λιο στο facebook)

Γιάννης Στεφανίδης, νερομπογιά, Κοντοπούλι Λήμνου 1949

Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης, νερο­μπο­γιά, Κοντο­πού­λι Λήμνου 1949

Ένα σύν­νε­φο κατέ­βη­κε στη μέση του δρόμου
πήρε στην μπά­ντα τα τηλε­γρα­φό­ξυ­λα, κάτι τους λέει.
Εμείς, ξέρου­με πως ό,τι κι αν πούνε
το ψωμί είναι πάντα ψωμί και το δίκιο δίκιο.
Κι ούτε μας μέλει καθό­λου για τις κρυ­φές κου­βέ­ντες τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Ημε­ρο­λό­για εξορίας

Stefanidis 4

Ο Γιάν­νης Ρίτσος ζωγρα­φί­ζει στην κάτω κου­κέ­τα, ο Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης τον σχε­διά­ζει από την επά­νω. Δίπλα του το μαντο­λί­νο που κατα­σκεύ­α­σε ο Γιάν­νης Σ. για τον Γιάν­νη Ρ. και το τεύ­χος της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ. Κοντο­πού­λι Λήμνου, 1949

Γιάννης Στεφανίδης, νερομπογιά, Κοντοπούλι Λήμνου, 1948

Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης, νερο­μπο­γιά, Κοντο­πού­λι Λήμνου, 1948

29 Ὀκτω­βρί­ου
Ἀνά­με­σα στ᾿ ἀγκά­θια καὶ στὰ πεσμέ­να φύλλα
βρή­κα­με μία γυμνὴ γαϊδουροκεφαλὴ -
ἴσως καὶ νἆναι τὸ κεφά­λι τοῦ καλοκαιριοῦ
ἔτσι ἀφη­μέ­νο στὶς βρεγ­μέ­νες πέτρες
καὶ γύρω του κάτι μικρὰ γαλά­ζια λουλούδια
ποὺ δὲν ξέρου­με τ᾿ ὄνο­μά τους.
Ἂν φωνά­ξει κάποιος πίσω ἀπ᾿ τὸ φράχτη
ἡ φωνή του κατα­κά­θε­ται γρή­γο­ρα στὸ χῶμα
σὰν ἕνα χωνὶ ἀπὸ στρα­τσό­χαρ­το γεμά­το μαύ­ρη σταφίδα.
Τὸ βρά­δι ἀκο­ῦμε πέρα στο­ὺς λόφους
ποὺ ἀλλά­ζουν τὸν ξεφού­σκω­το τρο­χὸ τοῦ φεγγαριοῦ.
Ἀργό­τε­ρα τὰ πράγ­μα­τα ξανα­βρί­σκουν τὴ θέση τους
ὅπως βρί­σκεις τυχαία στὸ προαύλιο
τὸ καφε­τὶ κου­μπὶ τοῦ σακ­κα­κιοῦ σου — καὶ ξέρεις:
δὲν εἶναι διό­λου ἕνα κου­μπὶ ἀπὸ τὶς στολὲς
τῶν θεα­τρί­νων τοῦ καλο­και­ριοῦ — ὄχι, διόλου -
ἕνα κοι­νό­τα­το κου­μπὶ ποὺ πρέ­πει νὰ τὸ ράψεις πάλι στὸ σακ­κά­κι σου
μ᾿ ἐκεί­νη τὴν ἀδέ­ξια, εὐγε­νι­κὴ προσοχὴ
τοῦ πάντο­τε μαθητευόμενου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Ημε­ρο­λό­για εξορίας

Γιάννης Στεφανίδης, χαρακτικό, Μύκονος 1942

Γιάν­νης Στε­φα­νί­δης, χαρα­κτι­κό, Μύκο­νος 1942

(Το βιο­γρα­φι­κό είναι από τον κατά­λο­γο της έκθε­σης που διορ­γα­νώ­νει η ΚΝΕ στο 41ο Φεστι­βάλ της — Παρα­σκευή 9 Οκτώ­βρη 2015, 7.30μμ — και τα έργα με τα σχό­λια και λεζά­ντες τα αλιεύ­σα­με από τον «τοί­χο» της Φωτει­νής Στε­φα­νί­δη, κόρη του Γιάν­νη Στεφανίδη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο