Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Σκαρίμπας: Το 21 και η αλήθεια

Το Εικο­σιέ­να, όπως το ξέρου­με μέσα από την επί­ση­μη ιστο­ρι­κή παρά­δο­ση, μοιά­ζει με τ’ ανα­στραμ­μέ­νο είδω­λο που βλέ­που­με να καθρε­φτί­ζε­ται στα θαμπά νερά μιας λίμνης…

«Το 21 και η αλή­θεια» του Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα (1893–1984) τυπώ­θη­κε από τις εκδό­σεις «Κεί­με­να» του Φίλιπ­που Βλά­χου (1939–1989) και κυκλο­φό­ρη­σε το 1971, επί δικτα­το­ρί­ας, με αφορ­μή τα 150 χρό­νια (τότε) από την Επα­νά­στα­ση, από τα πρώ­τα που στέ­κε­ται έξω από την «κρα­τού­σα» άπο­ψη για το ’21, στέλ­νο­ντας στο πυρ το εξώ­τε­ρο κλή­ρο, πρού­χο­ντες, λογί­ους και πολι­τι­κά­ντη­δες πάνω στους οποί­ους ακού­μπη­σε η «επί­ση­μη» ιστο­ρία και θάφτη­κε από την «προ­λη­πτι­κή» λογο­κρι­σία της εποχής

Γρά­φει ο Φωτιάδης:
«Το Εικο­σιέ­να, όπως το ξέρου­με μέσα από την επί­ση­μη ιστο­ρι­κή παρά­δο­ση, μοιά­ζει με τ’ ανα­στραμ­μέ­νο είδω­λο που βλέ­που­με να καθρε­φτί­ζε­ται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικό­να, μα δοσμέ­νη από την ανά­πο­δη. Για να γνω­ρί­σει κανείς τ’ αλη­θι­νό Εικο­σιέ­να, πρέ­πει να σκύ­ψει πάνω σ’ άλλα κεί­με­να, σ’ εκεί­να που προ­ε­τοί­μα­σαν το σηκω­μό, σ’ αυτά που γρά­φτη­καν όσο βρό­ντα­γε το καριο­φί­λι και άστρα­φτε το για­τα­γά­νι και στ’ απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα των αγω­νι­στών – του Μακρυ­γιάν­νη, του Κασο­μού­λη, του Κολο­κο­τρώ­νη, του Φωτά­κου, του Σπυ­ρο­μί­λιου, του Περ­ραι­βού, του Σπη­λιά­δη και τόσων άλλων.
Δύο είταν τα Εικο­σιέ­να: Το ένα του λαού και των πιο προ­ο­δευ­τι­κών ανθρώ­πων εκεί­νου του και­ρού, το άλλο των κοτζα­μπά­ση­δων και των πολι­τι­κά­ντη­δων. Του πρώ­του οι ρίζες αντλού­νε τους χυμούς τους από τα “Δίκαια του ανθρώ­που” του Ρήγα Βελε­στιν­λή, πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρι­κής Διδα­σκα­λί­ας” του Μακα­ριω­τά­του Πατριάρ­χη της Αγί­ας Πόλης Ιερου­σα­λήμ Κυρ-Άνθι­μου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου».

Γιάννης Σκαρίμπας

🔹  Γιάννης Σκαρίμπας: το 21 και η αλήθεια

(…)
Το είπα και το ξανα­λέω: Το 21 δεν ήταν όμοιο με καμία επα­νά­στα­ση του κόσμου. Το ότι, παρά τον Μέτ­τερ­νιχ και το Συνέ­δριο της Βιέν­νης, παρά τον Ιμπρα­ήμ και τον Ιγνά­τιο, παρά τον Κοραή και το Βρυώ­νη, παρά την αντί­δρα­ση του Ιερα­τεί­ου και των Προ­κρί­των, μπό­ρε­σε και να εκρα­γεί και να στα­θεί, αυτό δεν ήταν θαύ­μα – για­τί το θαύ­μα είναι μια παρα­βί­α­ση της φυσι­κής δια­δι­κα­σί­ας της ύλης (πράγ­μα­τα της δικαιο­δο­σί­ας των Αγί­ων μας).
Το 21, ήταν μια Εθνι­κο-Κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση, η πρώ­τη και η τελευ­ταία της Ιστο­ρί­ας. Χτύ­πη­σε τον Κιου­τα­χή και τον Δρά­μα­λη, όσο και το ντό­πιο τσορ­μπα­τζή και το δυνά­στη. Απο­θέ­ω­σε τον Κανά­ρη, ενώ κατέ­λα­βε την Καγκε­λα­ρία της Ύδρας εξ εφό­δου. Κήδε­ψε το Μάρ­κο Μπό­τσα­ρη και τον Μπά­υ­ρον, ενώ στα Βέρ­βαι­να θα ’σφα­ζε τον Παλαιών Πατρών και τους Προ­κρί­τους.
Είναι Μεγά­λο, ΟΧΙ για τις απα­ντή­σεις (που δε δόθη­καν), αλλά έθε­σε ερωτήσεις:
Μπο­ρεί να, ένας λαός νοεί­ται λεύ­τε­ρος, με μόνο την Εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία του; Η άλω­ση της Βαστίλ­λης, λέει ΟΧΙ.
Αλλά του 21 οι ερω­τή­σεις είναι δύο: χωρίς την Εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία τους οι λαοί, μπο­ρούν, να αλώ­νουν τις Βαστίλ­λες τους; 
Την ερώ­τη­ση αυτή, πρώ­το την έθε­σε, μπρος στους Ιστο­ρι­κούς του κόσμου, το 21. Κι αυτοί, έμει­ναν κόκ­κα­λο – δεν ήξε­ραν τι ν’ απα­ντή­σουν στο τσαρούχι!
Η ερώ­τη­ση τούς ήρθε σαν κεντιά βού­κε­ντρου ζευ­γο­λά­τη στα οπί­σθια. Ήσαν ο όνος ο αρνού­με­νος να δια­σκε­λί­σει το αυλά­κι. Βάλ­θη­καν να ψάχνουν λοι­πόν την Ιστορία
Που­θε­νά, που­θε­νά – καμιά τέτοια άλλου είδους ταρα­χή, κανέ­να τέτοιο στρα­βο­μου­τσού­νια­σμα του «ωραί­ου»!
Τι λοι­πόν; Τα Δερ­βε­νά­κια και το Ζάλογ­γο, το Μεσο­λόγ­γι και το Βαλ­τέ­τσι, το Ναυα­ρί­νο και το Πρω­τό­κολ­λο (για την ανε­ξαρ­τη­σία) του Λον­δί­νου, όλ’ αυτά θα μνέ­σκαν μάταια, χωρίς το σφά­ξι­μο των Προκρίτων;

Ώστε, χωρίς τον εξο­λο­θρε­μό των κον­τζα­μπά­ση­δων και τον «απο­σχη­μα­τι­σμό» των Δεσπο­τά­δων, χωρίς την απαλ­λο­τρί­ω­ση της γης και το καλο­γε­ρο­κυ­νη­γη­τό όξω απ’ το Κρά­τος, χωρίς ολο­κλη­ρω­μέ­νη τη Ζαρά­κο­βα και τον κατα­στρε­μό των τσι­φλι­κά­δων, η εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, ήταν ο Μανω­λιός της παροι­μί­ας με τα ρού­χα του; ήταν το «τι Γιάν­νης, τι Γιαν­νά­κης»; Έτσι είναι.

Και ώστε, μια  μόνον  Εθνι­κή επα­νά­στα­ση, χωρίς την Κοι­νω­νι­κή κατα­ξί­ω­σή της, είναι μια «φαι­νο­με­νο­φά­νεια» που μόνον ανα­γκα­ζό­με­νο το «κατε­στη­μέ­νο» την επι­τρέ­πει; Έτσι είναι. Ξεφυλ­λί­σα­τε την Ιστο­ρία μέχρι τα σήμε­ρα και πέστε μου κάνα που να μην είναι –αυτό– έτσι. Εκα­το­ντά­δες εθνι­κές επα­να­στά­σεις, πέτυ­χαν ή από­τυ­χαν, αλλά καμιά εθνι­κο­κοι­νω­νι­κή δεν επιχειρήθηκε.

Οι μόνο κοι­νω­νι­κές, όπου των χρό­νων και των και­ρών, όπου της γης και του πελά­ου, κατα­πνί­γη­καν μέσα στο αίμα τους, ανελέητα.
Μα, θα μου πεί­τε: η  Γαλ­λι­κή, δεν ήταν αυτή κοι­νω­νι­κή; Και θα σας πω:
Μα, Κύριοι, από­τυ­χε. Η 4η τάξη, ο λαός (οι και, «ξεβρά­κω­τοι» ειπω­θέ­ντες) χτυ­πή­θη­κε άγρια και «γου­λί­στη­κε» από την αστι­κή τάξη σαν χταπόδι.
Μόλις πρό­λα­βε κι έβα­λε φωτιά σε καμιά εκα­το­στή Πύρ­γους αφε­ντά­δων του κι έσφα­ξε μερι­κές χιλιά­δες ευγε­νή­δες. Από Επι­σκό­πους; πολύ λιγό­τε­ρους. Στις δύο Μπρυ­μέρ, «καθά­ρι­σε» κι άλλες τους μερι­κές χιλιά­δες γαλα­ζο­αί­μα­τους και όμοιούς τους αλι­τή­ριους, στα μπουντρούμια.
Αυτό ήταν όλο-όλο του που πρό­φτα­σε. Ύστε­ρα ο (τζό­κεϋ) Ναπο­λέ­ων τον καβά­λη­σε, πότε σαν γάι­δα­ρο ξεσέ­λω­το και πότε σαν άτι του με λοφίο.
Λίγο αργό­τε­ρα (το 1848) ξανα­ξε­ση­κώ­θη­κε στο ποδά­ρι. Νυν, υπέρ πάντων ο αγών.
Το ψωμο­τύ­ρι ενά­ντια στον αστα­κό, «το κασκέ­το ενά­ντια στον πίλο». Με δεκά­δες χιλιά­δες πτώ­μα­τα την ξανα­πλή­ρω­σε την επα­νά­στα­σή του ο λαουντζίκος.
Την εκα­τό τοις εκα­τό κοι­νω­νι­κή, ύστε­ρα από τα πενή­ντα τοις εκα­τό του 21.
Και επα­κο­λού­θη­σαν –γραμ­μή– το καβα­λί­κε­μα, από το Ναπο­λέ­ο­ντα το Γ και απ’ αυτόν, έως τον Θιέρ­σο κι απέ στον Πουαν­κα­ρέ, κι ύστε­ρα στο Ντε Γκωλ και δόστου να ’χει… Έως που κάποιος συμ­βι­βα­σμός ήρθ’ επι­τέ­λους – και η Δημο­κρα­τία έχει το δικαί­ω­μα… να πυρο­βο­λά­ει… το λαό!… Πράγ­μα­τι, εξαι­ρου­μέ­νης της Ρούσ­σι­κης του 1917, καμιά, μόνον κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση δεν πέτυ­χε· όλες μαζί, το πλή­ρω­σαν με πολ­λά εκα­τομ­μύ­ρια πτωμάτων…

Μόνον ένας Φεραί­ος, τη λόγια (πριν από το 21) φάρα αυτή, των «Λόγιων της Δια­σπο­ράς» και των φαρ­δο­μά­νι­κων Ιεραρ­χών, μόνον αυτός την προ­α­νά­κρου­σε τη Λευ­τε­ριά κρα­τού­σαν σπά­θα. Οι άλλοι, αυτοί μακροη­μέ­ρευ­σαν – πάντα τις «ελλη­νι­κού­ρες» τους κοπανώντας
Να, τι λέει πάνω σ’ αυτά, ο Γερ­μα­νός ιστο­ρι­κός Κ. Μέν­δελ­σων Βαρ­θόλ­δη στην «Ιστο­ρία της Ελλ. Επαναστάσεως»
«Ελευ­θε­ρω­ταί αυτής (= της Ελλά­δας) υπήρ­ξαν ουχί σοφοί, ανα­τρα­φέ­ντες παρά την εστί­αν της κλασ­σι­κής αρχαιό­τη­τος, αλλ’ άνδρες εξ ακο­ής μόνον την αρχαιό­τη­τα γνω­ρί­σα­ντες και μόλις μαθό­ντες ν’ ανα­γι­γνώ­σκω­σι και να γρά­φω­σιν· ουχί φρό­νι­μοι και εύπο­ροι αλλ’ άνθρω­ποι από ευτε­λούς μόλις εργα­σί­ας, από ταρι­χεί­ας ορτύ­γων και συλ­λο­γής ελαί­ων απο­ζώ­ντες· άνδρες ουχί του καλά­μου και της θεωρίας…»
Αλλ’ ας μη σκά­ζαν, δεν θα –το 21– τους κατά­νταε «παρα­κλαυ­σί­θυ­ρους» χει­ρό­τε­ρων αφε­ντά­δων. Θα, μετά την «απε­λευ­θέ­ρω­ση», τους έκα­νε καρ­πα­ζοει­σπρά­χτο­ρες του κράτους.
Η γρα­φειο­κρα­τία (η πιο «κατε­στη­μέ­νι­κη» μορ­φή όλων των δου­λειών του λαουν­τζί­κου), θα τους έκα­νε μάτια μ’ σαν τους σημε­ρι­νούς «τσι­κλο­μα­σά­δες» Αμε­ρι­κά­νους. Θα μάθουν και το «εν ημι­κλά­στω» ανα­φέ­ρε­σθαι προς τους απ’ αυτούς πλη­ρω­μέ­νους του υπη­ρέ­τες. Και κάτω, μετά ένα «ευπει­θέ­στα­τος», θα θέτουν την απο­λευ­τε­ρω­μέ­νη υπο­γρα­φή τους: Λ’κάς Φοκοπήδαρους…

Γιάννης Σκαρίμπας με την κόρη του ΜάχηΓιάν­νης-Σκα­ρί­μπας με την κόρη του Μάχη


|.        (υπο­γρα­φή ο συγγραφέας)
Αν ο μόνος σκο­πός που αξί­ζει τον κόπο κανείς να γεν­νη­θεί, είναι η λευ­τε­ριά, και μόλις γεν­νη­θεί του την υπο­θη­κεύ­σουν τα συμ­φέ­ρο­ντα, τι άλλο του απο­μέ­νει αν όχι η επανάσταση;
Μετα­ξύ δου­λεί­ας και δου­λεί­ας δεν υπάρ­χει καμ­μιά δια­φο­ρά. Με το να κάμεις μιαν επα­νά­στα­ση κι απο­τι­νά­ξεις το ζυγό, δεν έκα­μες τίπο­τα. Το ’21 αυτό έκα­με. Το να μην ξανα­ε­μπέ­σεις σε ζυγό — αυτό είναι επανάσταση.
Το θαύ­μα του ’21 δεν έγκει­ται στη στρα­τιω­τι­κή ήττα της Τονρ­κιάς — πράγ­μα ευκο­λό­τε­ρο αλλά στο (ως εκ θαύ­μα­τος) σώσι­μό του από την εχθρό­τη­τα των κοτζα­μπά­ση­δων, των ογιών και τον Κλήρου.
Ο κατά μόνον το γένος και το θρή­σκευ­μά του όια­φέ­ρων είναι ένας άγιος, μπρος στον κατά μόνο το «κατε­στη­μέ­νο» του διαφέροντα.
Οι Τούρ­κοι δεν ήσαν οι χει­ρό­τε­ροι… Ο ελλη­νι­κός λαός δε θάκα­νε την επα­νά­στα­ση για ν ’ απο­κα­τα­στή­σει και ολι­τι­κά τους κοτζα­μπά­ση­δες. Οι λέγο­ντες ότι η Επα­νά­στα­ση ήταν μόνον Εθνι­κή, ή είναι αδιά­βα­στοι, ή δε μας λένε την αλή­θεια. Σκο­τώ­νο­ντας τους Τούρ­κους ήξε­ρε ότι σκο­τώ­νει το σύμ­μα­χο των κοτζα­μπά­ση­δων. Χωρίς τον αφα­νι­σμό πρώ­τα αυτου­νού, δεν μπό­ραε να ξεπά­τω­νε τους άλλους.
Το ότι σ ’αυτό η Επα­νά­στα­ση γελά­στη­κε, δεν παει να πεί διό­λου ότι τους εφεί­σθη. Θα τους πέρ­ναε εν στό­μα­τι μαχαί­ρας. Το ότι νόμι­σε ότι για τού­το είχε και­ρό, αυτό την έφαγε…
Η Επα­νά­στα­ση απάτυχε!

Γιάννης Σκαρίμπας στρατιώτης Μουσείο Σκαρίμπα

Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας στρα­τιώ­της (Μου­σείο Σκαρίμπα)

To 1821 και η αλήθεια

«Πίστευέ μας και μη ερεύ­να». Δε φτά­νει η «από καθέ­δρας» κρού­ση του κώδω­νος, και το «Αυτός έφα!» όποιου κι αν είναι. Το θέμα που θέτω πάει πολύ πιο μακρύ­τε­ρα, από της αση­μό­τη­τάς μου το «ούτως ή άλλως».
Πάει στις ψευ­το­μαρ­τυ­ρί­ες και την αγκύ­λω­ση, που κάνου­νε αυτοί στην Ιστο­ρία. Πάει στην αγυρ­τεία και την καπή­λευ­ση των άγιων τοις αγί­οις μας = του τρί­πτυ­χου: Πατρί­δα, Θρη­σκεία, Οικο­γέ­νεια… Τους βοά­με ότι μας είναι αναξιόπιστοι…
Τους κατη­γο­ρά­με και τους λέμε: Λέτε ψέμα­τα δεν είναι αυτό το ’21: Το Πατριαρ­χείο το αφό­ρι­σε. Οι πρό­κρι­τοι και οι Ιεράρ­χες το χλεύ­α­σαν. Ο Καπο­δί­στριας του γύρι­σε τις πλά­τες του. Ο Κορα­ής «μας» το μυχτή­ρι­σε. Ο Καραν­τζάς, ο Μαυ­ρο­κορ­δά­τος και ο Ιγνά­τιος, το ξεπού­λα­γαν, στους ξένους.
Χώρια οι Νέγρη­δες και οι Κωλέτ­τη­δες, χώρια ο Κιου­τα­χής κι ο Ιμπραί­μης. Η κατα­τρε­μά­ρα του δε λέγεται…
Είναι αδύ­να­το (και άσχε­τα προς το ιδε­ο­λο­γι­κό τού συγ­γρα­φέα) να μην αγα­να­χτά­ει κανείς δια­βά­ζο­ντας τον κορυ­φαίο Ιστο­ρι­κό μας, για το ανα­γκα­στι­λί­κι που την υπή­γα­γε την «Ιστο­ρία του Ελλη­νι­κού έθνους», ιδιαί­τε­ρα στα κεφά­λαια για το οσπο­δά­ρι­κο σκυ­λο­λόι, για την ψώρα την φανα­ριώ­τι­κη και τους λόγιους της «Δια­σπο­ράς» και για τον Κλήρο.
Βρί­σκε­ται μπρος σε μια συστη­μα­τι­κή κατα­δυ­νά­στευ­ση της κακο­μοί­ρης της αλή­θειας, σε μια «κόντρα νατού­ρι­κη» δια­λε­κτι­κή του ’21.

Ιστο­ριο­γρά­φοι ψευ­το Τάκι­τοι, αγνοην­τζή­δες ή ψευ­τά­δες, πανη­γυ­ρι­στές και δοξο­λό­γοι, «δοξα­πα­τρί­δες και δεκά­ρι­κοι» σταυ­ρο­κο­πή­τες και Μυχά­ου­ζενς, λευ­τε­ραν­τζή­δες και «κυριε­λέ­η­δες» και όλοι όσων «γαστρορ­ρα­γού­νε» τα στο­μά­χια τους από το αγα­πά­τε αλλή­λους και τις γαρίδες
(οι οσπο­δά­ροι τις τρελ­λαί­να­σι) που: «…άδεια­σαν την πατρί­δα και την ελευ­θε­ρία της τόσο, που καμιά φορά, Θεός συγ­χω­ρέ­σει μας, μισού­σα­με και την πατρί­δα και την ελευθερία…»
Με το να την παρι­στά­νουν την ελλη­νι­κή επα­νά­στα­ση σαν πρά­ξη εξω­λαϊ­κή και εξω­ελ­λη­νι­κή (…το οποί­ον: ότι την παρα­σκεύ­α­σαν ελό­γου τους!) μειώ­νουν την αυτο­δύ­να­μη αξία της, για να τους λογα­ριά­ζου­με σωτήρες.
Το σινά­φι­κο όλων αυτών «κατε­στη­μέ­νο» τους, τους κάνει να μιλάν την ίδια γλώσ­σα… Ας ξέρουν ότι μας είναι αναξιόπιστοι.
Δεν φτά­νει ώστε. Δεν φτά­νει όχι η «ρετσι­νιά» ή το «Ογιά ορέ!», του Βελη­γκέ­κα… Θα χρεια­στεί προη­γου­μέ­νως να μου πουν αν (και πού) πλα­νώ­μαι ή ψευ­μα­τί­ζω. Και τότε, θα είμαι τους στη διάθεση.
Έτσι, όχι με το «ψηλά τα χέρια!» όπως αυτοί, μα με στην καρ­διά τόνα μου χέρι, και με τ’ άλλο μου, το ταπει­νό κρα­τώ­ντας μου κερά­κι, θα προ­βώ ομπρός στούς τίμιους και τους λεύ­τε­ρους για το σκο­λιό μονο­πα­τά­κι της αλήθειας.
Θα είναι τρό­πον τινά, σαν να υπε­ρε­πεί­γο­ντο σκι­τσά­ρι σμα της φυσιο­γνω­μί­ας του ’21, όπως αυτό (και αυτή) μου έχει εικο­νι­στεί μέσα στο πνεύ­μα μου σαν ’ναι ρυά­κι που πάει καιού­με­νο πηδώ­ντα­στο, έτσι σα φλό­γα μπα­ρου­τιού που πάει με σάλτους.
Το «ψεύ­τι­κο σαν ανα­κοι­νω­θέν» είναι αδερ­φά­κι της Ιστορίας.
«όσοι δε βου­λή­σο­νται των τε γενο­μέ­νων το σαφές» Φιλι­κός, περιο­δι­κό «Δημιουρ­γί­ες», τεύ­χος 11

Έως που, πέσα­ντας στα χέρια μου κάποιου συμ­μα­θη­τή μου ένα τετρά­διο, διά­βα­σα σε μια σελί­δα εκεί «εκθέ­σε­ων» τού­τα τα (για μένα τότε) μυστή­ρια λόγια:
«Πράγ­μα­τι, εκτός του Ανω­τέ­ρου κλή­ρου, του οποί­ου το εγω­ι­στι­κόν συμ­φέ­ρον ήτο ν’ απο­λαύη της ευνοί­ας του διβα­νί­ου, είχε μορ­φω­θή και κάποια αρι­στο­κρα­τία, ης τα μέλη, εφαί­νο­ντο λησμο­νού­ντα εν τη ευμα­ρεία του βίου, το δυστύ­χη­μα της απα­τρί­ας… Ήσαν ούτοι οι Φανα­ριώ­ται εν Κων­στα­ντι­νου­πό­λει και οι πρού­χο­ντες (κοτζα­μπά­ση­δες) εν τη λοι­πή Ελλά­δι, άνθρω­ποι, όμως τοιαύ­της φήμης, ώστε οι συμπα­τριώ­τες των τούς ωνό­μα­ζον Χρι­στια­νό­τουρ­κους». Και παρακάτω…
«Χει­ρό­τε­ρα σχε­δόν ακού­ου­σιν οι τρεις περι­η­γη­ταί παρά τίνος Έλλη­νος ηγε­μό­νος: Τι θέλε­τε; Τους απο­κρί­νε­ται ο αξιό­τι­μος ούτος, τυρα­γνώ και γυμνώ­νω τον λαόν, διά να αρέ­σω εις το διβά­νι και να δια­τη­ρώ το κεφά­λι μου»
Έμει­να με το στό­μα ανοι­χτό… Ήταν φανε­ρό: Η δική μας, η «σιδε­ρω­μέ­νη» Ιστο­ρία δε μας έλε­γε την αλή­θεια, ή του­λά­χι­στο δε μας την έλε­γε ολό­κλη­ρη. Οπό­τε ένα απ’ τα δυό: Ή δεν την ξέρει και ώστε είναι αδιά­βα­στη, ή την ξέρει και τα «μασά­ει», οπό­τε πάλι δε μας είναι αξιό­πι­στη. Μάλι­στα, πολ­λές φορές… οι «ασπρο­ρου­χά­δες» της (λογιώ­τα­τοι, πανη­γυ­ρι­στές και προ­φεσ­σό­ροι) έκα­ναν τόσο το μαύ­ρο στρά­φτι­κο, που να μας εξα­πα­τά­ει και να μας πλανεύει.
Μην τους πιστεύ­ε­τε! Η καρ­διά του ’21 δεν έπαλλε


️  Τα βιβλία του Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα εδώ
ℹ️  Το Μου­σείο Γ. Σκαρίμπα

Κατε­δά­φι­σαν το σπί­τι του Γ. Σκαρίμπα
Τερά­στιες οι ευθύ­νες του υπουρ­γεί­ου Πολι­τι­σμού που δεν εξα­σφά­λι­σε τη διά­σω­σή του

Πηγή & φωτο­γρα­φί­ες εδώ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο