Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιαννούλης Χαλεπάς: Από τους κορυφαίους της γλυπτικής

Ο Γιαν­νού­λης Χαλε­πάς υπήρ­ξε η πιο τρα­γι­κή, ίσως, μορ­φή στην ιστο­ρία της νεο­ελ­λη­νι­κής γλυ­πτι­κής, αλλά και ένας σπου­δαί­ος καλ­λι­τέ­χνης, που με τη σμί­λη του άνοι­ξε και­νού­ριους δρό­μους στη νεό­τε­ρη ελλη­νι­κή τέχνη.

Γεν­νη­μέ­νος στον Πύρ­γο Τήνου, ο Γ. Χαλε­πάς ήταν ο πρώ­τος από τα έξι παι­διά του Ιωάν­νη Χαλε­πά. Ο πατέ­ρας του και ο θεί­ος του είχαν μεγά­λη οικο­γε­νεια­κή επι­χεί­ρη­ση μαρ­μα­ρο­γλυ­πτι­κής, με παραρ­τή­μα­τα στο Βου­κου­ρέ­στι, στη Σμύρ­νη και τον Πει­ραιά. Ο Γιαν­νού­λης είχε έφε­ση στη μαρ­μα­ρο­γλυ­πτι­κή και βοη­θού­σε τον πατέ­ρα του στα έργα που ετοί­μα­ζε ο τελευ­ταί­ος για διά­φο­ρες εκκλη­σί­ες. Ετσι, μεγά­λω­σε, όπως και τα αδέλ­φια του, στο περι­βάλ­λον του πατρι­κού εργα­στη­ρί­ου, που ήταν μία από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες επι­χει­ρή­σεις μαρ­μα­ρο­γλυ­πτι­κής στο δεύ­τε­ρο μισό του 19ου αιώ­να. Μετά από σύντο­μη παρα­μο­νή του στη Σύρο, όπου τον έστει­λε ο πατέ­ρας του να σπου­δά­σει, προ­ο­ρί­ζο­ντάς τον για έμπο­ρο, ο Γ. Χαλε­πάς εγκα­τα­στά­θη­κε το 1869 μαζί με την οικο­γέ­νειά του στην Αθή­να. Εως το 1872 σπού­δα­σε γλυ­πτι­κή στο Σχο­λείο των Τεχνών, ενώ ένα χρό­νο αργό­τε­ρα, με υπο­τρο­φία, συνέ­χι­σε στο Μόνα­χο. Σ’ αυτήν την πρώ­τη περί­ο­δο, το έργο του χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από ρεα­λι­στι­κή από­δο­ση των θεμά­των, είναι επη­ρε­α­σμέ­νο από τον ακα­δη­μαϊ­σμό της Σχο­λής του Μονά­χου και εντάσ­σε­ται μέσα στον κλα­σι­κι­σμό του 19ου αιώνα.

Το 1876 ο Γ. Χαλε­πάς ανα­γκά­στη­κε να επι­στρέ­ψει στην Αθή­να, όπου άνοι­ξε δικό του εργα­στή­ριο στην πλα­τεία Συντάγ­μα­τος. Το 1877 ολο­κλή­ρω­σε στο μάρ­μα­ρο το «Σάτυ­ρο που παί­ζει με τον Ερω­τα», και τον ίδιο χρό­νο άρχι­σε να δου­λεύ­ει το πιο διά­ση­μο γλυ­πτό του, την «Κοι­μω­μέ­νη» για τον τάφο της Σοφί­ας Αφε­ντά­κη στο Α’ Νεκρο­τα­φείο Αθη­νών. Την Κοι­μω­μέ­νη του από το πήλι­νο πρό­πλα­σμα τη μετέ­φε­ραν αργό­τε­ρα με το γλύ­φα­νό τους στο μάρ­μα­ρο οι μαρ­μα­ρο­γλύ­πτες Χαμη­λός και Αλε­ξά­κης. Πρό­κει­ται για το πιο διά­ση­μο έργο της νεο­ελ­λη­νι­κής γλυ­πτι­κής, το οποίο του έφε­ρε τη γενι­κή αναγνώριση.

Την επο­χή αυτή (1877–1878) εμφα­νί­στη­καν τα πρώ­τα συμ­πτώ­μα­τα της αρρώ­στιας του, που κορυ­φώ­θη­καν όταν κατέ­στρε­ψε ο ίδιος το έργο του «Μήδεια». Την επό­με­νη δεκα­ε­τία (ως το 1888) φαί­νε­ται ότι έζη­σε στην Τήνο. Η κατά­στα­σή του συνε­χώς χει­ρο­τέ­ρευε, με απο­τέ­λε­σμα να νοση­λευ­τεί ως «πάσχων από άνοιαν» στο Ψυχια­τρείο της Κέρ­κυ­ρας. Εκεί, ο Γ. Χαλε­πάς αντι­με­τω­πί­στη­κε με το σκλη­ρό τρό­πο που αντι­με­τώ­πι­ζαν όλους τους ψυχα­σθε­νείς τότε: οι για­τροί και οι φύλα­κες είτε του απα­γό­ρευαν να σχε­διά­ζει και να πλά­θει, είτε του κατέ­στρε­φαν οτι­δή­πο­τε εκεί­νος είχε δημιουρ­γή­σει και είχε κρύ­ψει στο ερμά­ριό του. Λέγε­ται πως από όσα προ­σπά­θη­σε να δημιουρ­γή­σει μέσα στο Ψυχια­τρείο ένα μόνον έργο σώθη­κε, κλεμ­μέ­νο από κάποιον φύλα­κα και παρα­πε­τα­μέ­νο στα υπό­γεια του ιδρύ­μα­τος, όπου ξανα­βρέ­θη­κε τυχαία το 1942. Από το Ψυχια­τρείο της Κέρ­κυ­ρας, βγή­κε το 1902, δύο χρό­νια μετά το θάνα­το του πατέ­ρα του.

Ακο­λού­θη­σε η επο­χή της Τήνου, όπου έμε­νε με τη μητέ­ρα του και άρχι­σε πάλι να δου­λεύ­ει. Ομως, κανέ­να από τα έργα αυτής της περιό­δου που σώζο­νται, δε χρο­νο­λο­γεί­ται με από­λυ­τη βεβαιό­τη­τα, καθώς οι μαρ­τυ­ρί­ες συγκρού­ο­νται μετα­ξύ τους. Αλλοι υπο­στη­ρί­ζουν ότι κατέ­στρε­φε ο ίδιος τα έργα του και άλλοι ότι του τα κατέ­στρε­φε η μητέ­ρα του. Οταν πέθα­νε η μητέ­ρα του, το 1916, ο Χαλε­πάς είχε ξεκό­ψει παντε­λώς από την τέχνη του. Ζού­σε πάμ­φτω­χος βοσκώ­ντας πρό­βα­τα και φέρο­ντας το βαρύ στίγ­μα του τρε­λού του χωριού. Βρή­κε ωστό­σο το κου­ρά­γιο και άρχι­σε ξανά να ασχο­λεί­ται με τη γλυ­πτι­κή. Τα μέσα που διέ­θε­τε ήταν παντε­λώς πρω­τό­γο­να και το επαρ­χια­κό περι­βάλ­λον εχθρι­κό προς κάθε αλα­φρο­ΐ­σκιω­το, αλλά εκεί­νος με πεί­σμα άρχι­σε να δημιουρ­γεί για να κερ­δί­σει τον χαμέ­νο χρόνο.

Η παρα­γω­γή του σιγά σιγά αυξή­θη­κε, ενώ ο αθη­ναϊ­κός Τύπος άρχι­σε να ενδια­φέ­ρε­ται γι’ αυτόν όλο και περισ­σό­τε­ρο. Ηδη, το 1904 τον είχε επι­σκε­φτεί στην Τήνο ο Λ. Σώχος, που τον βρή­κε να βόσκει πρό­βα­τα. Αργό­τε­ρα τον επι­σκέ­φτη­κε ο Α. Σώχος και άλλοι λόγιοι της επο­χής, που θεω­ρού­σαν υπο­χρέ­ω­σή τους να συνα­ντή­σουν τον από­μα­κρο καλ­λι­τέ­χνη της Τήνου. Το 1922 έφτα­σε στο νησί ο Θ. Θωμό­που­λος, ο οποί­ος πέρα­σε στο γύψο ορι­σμέ­να έργα του Χαλε­πά που ήταν σε πηλό. Με αυτά τα έργα έγι­νε το 1925 έκθε­ση στην Ακα­δη­μία Αθη­νών, η οποία δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, του απέ­νει­με το Αρι­στείο των Τεχνών. Στις 24 Αυγού­στου 1930, η ανι­ψιά του Ειρή­νη Χαλε­πά τον έφε­ρε στην Αθή­να, όπου έζη­σε τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του (πέθα­νε το 1938) σε ζεστό οικο­γε­νεια­κό περι­βάλ­λον, δου­λεύ­ο­ντας με άνε­ση και έχο­ντας κερ­δί­σει τη γενι­κή αναγνώριση.

Η. Μόρ­το­γλου / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο